"Ενώ εμείς σήμερα θρηνούμε, κάποιοι προκλητικά πανηγυρίζουν και γιορτάζουν. Πανηγυρίζουν και γιορτάζουν, καθώς, με το
πρόσχημα της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης που είχε παραβιαστεί λίγες μέρες νωρίτερα με το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, η Τουρκία εισέβαλε παράνομα και συνεχίζει να έχει υπό κατοχή το 37% του εδάφους του κυρίαρχου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτοπίζοντας πέραν των 165 χιλιάδων Ελληνοκυπρίων, δολοφονώντας χιλιάδες και αφήνοντας πέραν των 1500 ατόμων να παραμένουν αγνοούμενα".
Αυτό αναφέρει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, σε ομιλία του για την φετινή επέτειο της τουρκικής εισβολής του 1974, που εκφωνήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Χριστοδουλίδη, σε σχετική εκδήλωση στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία.
Ο κος Χριστοδουλίδης ενημέρωσε ότι λόγω των εξελίξεων των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κατέστη δυνατόν, ως είχε προγραμματιστεί, να βρίσκεται σήμερα στην Λευκωσία, και για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον υπουργό των Εξωτερικών, να μεταφέρει τους θερμούς χαιρετισμούς του και να εκφωνήσει εκ μέρους του την ομιλία του.
Η ομιλία του κου Αναστασιάδη, έχει ως ακολούθως:
''46 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την παράνομη τουρκική εισβολή στον τόπο μας. 46 χρόνια μετά το συνεχιζόμενο έγκλημα εις βάρος της πατρίδας μας. 46 χρόνια μετά, δεν σταματούμε να ανακαλούμε στη μνήμη μας το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974 και να θρηνούμε για τις οδυνηρές συνέπειες: την κατοχή, τη βίαιη διχοτόμηση, τον εκτοπισμό από τις πατρογονικές μας εστίες, τους νεκρούς και τους αγνοούμενους, τη σύληση της θρησκευτικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Και παρά τη συνεχή καταδίκη των εν λόγω εγκλημάτων από τη διεθνή κοινότητα, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Τουρκία, όχι μόνο συνεχίζει να καταστρατηγεί κάθε αρχή διεθνούς δικαίου, αλλά το τελευταίο διάστημα παρουσιάζεται ακόμη πιο προκλητική, ακόμη πιο απειλητική και παντελώς αδιάφορη για τις παράνομες ενέργειές της που προκαλούν σοβαρή αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή.
Ακροβατώντας μεταξύ ρητορείας επί του εφικτού και διεκδίκησης του ευκταίου και οδηγούμενοι στον διχασμό, επιτρέψαμε σε κάποιους που είχαν εγκληματική ματαιοδοξία και ασύγγνωστη λανθασμένη αντίληψη για το τι οι πράξεις τους θα επέφεραν, να στρέψουν τα όπλα εναντίον των αδελφών τους, των αδελφών μας, σε μια προσπάθεια κατάλυσης της δημοκρατίας, της νομιμότητας και της κυριαρχίας στην πατρίδα μας.
Είναι από αυτόν τον πραξικοπηματικό παραλογισμό της Χούντας των Αθηνών και όσων συμμετείχαν στους σχεδιασμούς της, αλλά κυρίως από τα τραγικά αποτελέσματα που προκάλεσε, που πρέπει σήμερα να παραδειγματιστούμε και να διδαχθούμε.
Να θυμηθούμε και να αναλογιστούμε ότι ο κυπριακός λαός, μόλις μόνο 14 χρόνια μετά τον τερματισμό της βρετανικής αποικιοκρατίας, βίωσε και ακόμη βιώνει πόνο και θλίψη, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της πατρίδας μας παραμένει υπό ξένη κατοχή.
Να θυμηθούμε ότι οι ένδοξες σελίδες στην ευρύτερη Ιστορία του Ελληνισμού, ήταν απόρροια της ομοφωνίας και της ενότητας δράσεων και πράξεων, ενώ οι χαμένες πατρίδες ήταν αποτέλεσμα του διχασμού και της μικρότητας πράξεων προς ίδιον όφελος.
Διότι είναι ακριβώς αυτόν τον διχασμό που εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία για να προωθήσει και να υλοποιήσει τους μακροχρόνιους της σχεδιασμούς για την Κύπρο, εκμεταλλευόμενη αυθαίρετα τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεων παρουσιάζοντας την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση.
Σήμερα, που αποτίνουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία και την ελευθερία της πατρίδας μας, οφείλουμε, ενωμένοι και ομόθυμοι, να υπερβούμε τα όποια διχαστικά σύνδρομα και τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος.
Να συμπεριφερθούμε με μέγιστη σοβαρότητα και υπευθυνότητα, και με τους λόγους και τις πράξεις μας να επουλώσουμε πληγές, να παραμείνουμε προσηλωμένοι στη νηφάλια πολιτική σκέψη και τον αδογμάτιστο πολιτικό λόγο.
Να οχυρώσουμε την πατρίδα μας και να οικοδομήσουμε ένα μέλλον ευοίωνο. Να δημιουργήσουμε μια χώρα ευημερούσα, πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, το μέλλον της οποίας θα διαχειρίζονται οι νόμιμοι κάτοικοι του νησιού:
Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι. Για τέσσερεις και πλέον δεκαετίες, η Τουρκία συνεχίζει την ίδια αδιάλλακτη στάση, την ίδια προκλητική πολιτική, επικαλούμενη μάλιστα πολλές φορές ότι οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας βιώνουν το αίσθημα της ανασφάλειας και θα πρέπει να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους.
46 χρόνια μετά, πέραν της εισβολής της Τουρκίας επί του εδάφους, βιώνουμε νέα θαλάσσια εισβολή στην ΑΟΖ της Κύπρου και πάλι υπό το πρόσχημα προστασίας των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων.
Και ειλικρινά ο όποιος καλόπιστoς παρατηρητής διερωτάται:
Ποιων τα συμφέροντα προστατεύει η Τουρκία, όταν οι αξιώσεις της ισοδυναμούν με υφαρπαγή προς όφελός της του 44% της ΑΟΖ της Κύπρου, εις βάρος των δικαιωμάτων και συμφερόντων Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Ταυτόχρονα, και πέραν των συστηματικών παραβιάσεων των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, δημόσιες δηλώσεις και ενέργειες Τούρκων αξιωματούχων, αλλά δυστυχώς και κάποιων κύκλων εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, σηματοδοτούν σε σχεδιασμούς για εποικισμό της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων, εις πλήρη αντίθεση προνοιών των σχετικών ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.
Αλλά δεν είναι μόνο τα όσα η Τουρκία παράνομα πράττει έναντι της Κύπρου.
Όλοι είμαστε μάρτυρες των νέων απειλών έναντι της Ελλάδας και των πλείστων γειτονικών κρατών, ενώ μόλις προσφάτως έλαβε χώρα η επαίσχυντη και επαχθής πράξη μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε Τζαμί.
Την ίδια στιγμή, σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Ένωση τυγχάνει θύμα εκβιασμών μέσω της εργαλιοποίησης του μεταναστευτικού, ενώ, ταυτόχρονα, εις πλήρη παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, όσοι θεωρούνται ως αντιφρονούντες του καθεστώτος Ερντογάν τυγχάνουν κατατρεγμού και διώξεων. Και είναι και πολλά άλλα που μπορώ να αναφέρω σε σχέση με τις πολιτικές του κ. Ερντογάν, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και σε εξωτερικό επίπεδο. Η Τουρκία, με τις ενέργειες της, μετατρέπεται σε Κράτος Ταραξία στην περιοχή.
Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινής στις θέσεις και απόψεις μας:
Η πολιτική του κατευνασμού, δεν πρόκειται να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε σχέση με την Τουρκία.
Δοκιμάστηκε και έχει αποτύχει.
Τουναντίον, αντί να λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την υιοθέτηση μιας λογικής, ρεαλιστικής και συνάδουσας με το διεθνές δίκαιο στάσης, εκτρέφει ακόμη περισσότερο τη μεγαλομανία, τις παράνομες δράσεις, τις εκβιαστικές προσεγγίσεις και τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις μίας χώρας που θεωρεί τον εαυτό της ως ηγέτιδα της περιοχής και όχι μόνο.
Η μοναδική οδός να αποφευχθούν και να σταματήσουν τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές, είναι η υιοθέτηση μιας αποφασιστικής στάσης, η οποία, μέσω των κατάλληλων μέτρων,
θα στέλνει ξεκάθαρα μηνύματα και θα επιβάλλει την αντίληψη, πως δεν είναι δυνατόν η Τουρκία να συνεχίσει να λειτουργεί ωσάν να βρισκόμαστε στον 18ο αιώνα, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούσε πως μπορούσε να δρα ανενόχλητη.
Και έχοντας αναφερθεί στην πολιτική του κατευνασμού, οφείλω να θυμίσω πως αυτή τη στάση υιοθέτησε αρχικά και η Ευρώπη έναντι της ναζιστικής Γερμανίας.
Τα αποτελέσματα είναι καλά γνωστά σε όλους.
Εκείνο το οποίο προβάλλουμε δικαιωματικά ως απαίτηση και θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε και να επιδιώκουμε, είναι η επίτευξη μίας λύσης η οποία θα βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε. και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Μιας λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που θα είναι βιώσιμη και πρωτίστως λειτουργική, που θα επανενώνει πραγματικά τον λαό και τη μοιρασμένη μας πατρίδα και θα την απαλλάσσει από την απαράδεκτη κρατούσα κατάσταση, μετεξελίσσοντας την σε ένα πραγματικά φυσιολογικό κράτος.
Ένα σύγχρονο κράτος που θα εγγυάται την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, πέραν από κάθε αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων, επεμβατικά δικαιώματα, και στρατούς κατοχής.
Ένα κράτος που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων ανεξαίρετα των νόμιμων κατοίκων του και θα δημιουργεί πριν και πάνω από όλα, συνθήκες πραγματικής ασφάλειας, ευημερίας, αλληλοσεβασμού, ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας.
Συνθήκες, οι οποίες εξασφαλίζονταν απόλυτα μέσα από τις προτάσεις που καταθέσαμε διαχρονικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σεβόμενοι τις ευαισθησίες των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας και οι οποίες δημιουργούσαν την ίδια στιγμή τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας για τους Ελληνοκύπριους.
Ανάλογη στάση αναμένουμε να υιοθετήσει και η τούρκικη πλευρά, αντιλαμβανόμενη τη ρεαλιστική μας απαίτηση και μη παραγνωρίζοντας τις δικές μας ανησυχίες και ευαισθησίες, τα δικά μας βιώματα ως αποτέλεσμα της εισβολής και της συνεχιζόμενής κατοχής.
Έχω τονίσει επανειλημμένως στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στους εταίρους μας στην Ε.Ε., στα μόνιμα και μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, ότι παραμένει δεδομένη η βούλησή μας για την επανέναρξη του διαλόγου, διαθέτοντας μάλιστα την ίδια αποφασιστικότητα και καλή διάθεση που επιδείξαμε μέχρι στιγμής, σε όλες τις προσπάθειες που προηγήθηκαν για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Αυτό που βεβαίως χρειάζεται, είναι να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία και η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή του διαλόγου, στη βάση της απαιτούμενης συνεργασίας και της καλής θέλησης από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδιαιτέρως από την τουρκική πλευρά, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Ελπίδα μου είναι πως σε ένα διάλογο που θα πραγματοποιείται χωρίς απειλές και εκβιασμούς, θα δημιουργηθούν εκείνες οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε να κατατεθούν τέτοιες προτάσεις που να οδηγήσουν επιτέλους στην επίτευξη λύσης.
Η Ιστορία του λαού μας καθορίστηκε από εκτεταμένες περιόδους ξένης κατοχής, κατά τις οποίες, όμως, μέσα από την ενότητα, κατορθώσαμε να μην υποστείλουμε τον πατριωτισμό μας, να επιβιώσουμε και να διατηρήσουμε αλώβητη τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ταυτότητα και τις παραδόσεις μας.
Μέσα από την ίδια αυτή ενότητα του συνόλου του λαού και των πολιτικών δυνάμεων, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την απαλλαγή από την κατοχή, αλλά και για τη δημιουργία προοπτικών ευημερίας για τις μέλλουσες των γενεών σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας.
Αυτό είναι η υποχρέωσή μας στις μελλοντικές γενιές,
Αυτό είναι το χρέος μας έναντι όλων όσοι υπέφεραν και ακόμη υποφέρουν από τις βάναυσες συνέπειες της Εισβολής:
Να παραδώσουμε μια πατρίδα με πλήρη κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.
Μια πατρίδα απαλλαγμένη από την παρουσία τρίτων χωρών, η οποία θα αναγνωρίζεται διεθνώς ως πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερούσας συνεργασίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Εναπόκειται σε εμάς να αποδείξουμε πως το όραμα και οι θυσίες των ηρώων μας, οι υψηλές προσδοκίες των προσφύγων, των συγγενών των αγνοουμένων, αλλά και ολόκληρου του λαού, τις οποίες επικαλούμαστε, δεν ήταν μάταιες.
Δικαιώνοντας τις προσδοκίες ολόκληρου του Κυπριακού Ελληνισμού και σεβόμενοι πρώτιστα και πάνω από όλα την αξιοπρέπεια του, θα συνεχίσουμε με κάθε τρόπο να εργαζόμαστε για να εξοφλήσουμε το χρέος μας για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της πατρίδας μας.
Αυτό οφείλουμε στην πατρίδα μας. Αυτό οφείλουμε στις επερχόμενες γενιές''.
πρόσχημα της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης που είχε παραβιαστεί λίγες μέρες νωρίτερα με το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, η Τουρκία εισέβαλε παράνομα και συνεχίζει να έχει υπό κατοχή το 37% του εδάφους του κυρίαρχου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκτοπίζοντας πέραν των 165 χιλιάδων Ελληνοκυπρίων, δολοφονώντας χιλιάδες και αφήνοντας πέραν των 1500 ατόμων να παραμένουν αγνοούμενα".
Αυτό αναφέρει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, σε ομιλία του για την φετινή επέτειο της τουρκικής εισβολής του 1974, που εκφωνήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Χριστοδουλίδη, σε σχετική εκδήλωση στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία.
Ο κος Χριστοδουλίδης ενημέρωσε ότι λόγω των εξελίξεων των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν κατέστη δυνατόν, ως είχε προγραμματιστεί, να βρίσκεται σήμερα στην Λευκωσία, και για τον λόγο αυτό ζήτησε από τον υπουργό των Εξωτερικών, να μεταφέρει τους θερμούς χαιρετισμούς του και να εκφωνήσει εκ μέρους του την ομιλία του.
Η ομιλία του κου Αναστασιάδη, έχει ως ακολούθως:
''46 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την παράνομη τουρκική εισβολή στον τόπο μας. 46 χρόνια μετά το συνεχιζόμενο έγκλημα εις βάρος της πατρίδας μας. 46 χρόνια μετά, δεν σταματούμε να ανακαλούμε στη μνήμη μας το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974 και να θρηνούμε για τις οδυνηρές συνέπειες: την κατοχή, τη βίαιη διχοτόμηση, τον εκτοπισμό από τις πατρογονικές μας εστίες, τους νεκρούς και τους αγνοούμενους, τη σύληση της θρησκευτικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Και παρά τη συνεχή καταδίκη των εν λόγω εγκλημάτων από τη διεθνή κοινότητα, τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Τουρκία, όχι μόνο συνεχίζει να καταστρατηγεί κάθε αρχή διεθνούς δικαίου, αλλά το τελευταίο διάστημα παρουσιάζεται ακόμη πιο προκλητική, ακόμη πιο απειλητική και παντελώς αδιάφορη για τις παράνομες ενέργειές της που προκαλούν σοβαρή αποσταθεροποίηση στην ευρύτερη περιοχή.
Ακροβατώντας μεταξύ ρητορείας επί του εφικτού και διεκδίκησης του ευκταίου και οδηγούμενοι στον διχασμό, επιτρέψαμε σε κάποιους που είχαν εγκληματική ματαιοδοξία και ασύγγνωστη λανθασμένη αντίληψη για το τι οι πράξεις τους θα επέφεραν, να στρέψουν τα όπλα εναντίον των αδελφών τους, των αδελφών μας, σε μια προσπάθεια κατάλυσης της δημοκρατίας, της νομιμότητας και της κυριαρχίας στην πατρίδα μας.
Είναι από αυτόν τον πραξικοπηματικό παραλογισμό της Χούντας των Αθηνών και όσων συμμετείχαν στους σχεδιασμούς της, αλλά κυρίως από τα τραγικά αποτελέσματα που προκάλεσε, που πρέπει σήμερα να παραδειγματιστούμε και να διδαχθούμε.
Να θυμηθούμε και να αναλογιστούμε ότι ο κυπριακός λαός, μόλις μόνο 14 χρόνια μετά τον τερματισμό της βρετανικής αποικιοκρατίας, βίωσε και ακόμη βιώνει πόνο και θλίψη, καθώς ένα μεγάλο τμήμα της πατρίδας μας παραμένει υπό ξένη κατοχή.
Να θυμηθούμε ότι οι ένδοξες σελίδες στην ευρύτερη Ιστορία του Ελληνισμού, ήταν απόρροια της ομοφωνίας και της ενότητας δράσεων και πράξεων, ενώ οι χαμένες πατρίδες ήταν αποτέλεσμα του διχασμού και της μικρότητας πράξεων προς ίδιον όφελος.
Διότι είναι ακριβώς αυτόν τον διχασμό που εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία για να προωθήσει και να υλοποιήσει τους μακροχρόνιους της σχεδιασμούς για την Κύπρο, εκμεταλλευόμενη αυθαίρετα τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεων παρουσιάζοντας την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση.
Σήμερα, που αποτίνουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη Δημοκρατία και την ελευθερία της πατρίδας μας, οφείλουμε, ενωμένοι και ομόθυμοι, να υπερβούμε τα όποια διχαστικά σύνδρομα και τις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος.
Να συμπεριφερθούμε με μέγιστη σοβαρότητα και υπευθυνότητα, και με τους λόγους και τις πράξεις μας να επουλώσουμε πληγές, να παραμείνουμε προσηλωμένοι στη νηφάλια πολιτική σκέψη και τον αδογμάτιστο πολιτικό λόγο.
Να οχυρώσουμε την πατρίδα μας και να οικοδομήσουμε ένα μέλλον ευοίωνο. Να δημιουργήσουμε μια χώρα ευημερούσα, πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, το μέλλον της οποίας θα διαχειρίζονται οι νόμιμοι κάτοικοι του νησιού:
Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι. Για τέσσερεις και πλέον δεκαετίες, η Τουρκία συνεχίζει την ίδια αδιάλλακτη στάση, την ίδια προκλητική πολιτική, επικαλούμενη μάλιστα πολλές φορές ότι οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας βιώνουν το αίσθημα της ανασφάλειας και θα πρέπει να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους.
46 χρόνια μετά, πέραν της εισβολής της Τουρκίας επί του εδάφους, βιώνουμε νέα θαλάσσια εισβολή στην ΑΟΖ της Κύπρου και πάλι υπό το πρόσχημα προστασίας των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων.
Και ειλικρινά ο όποιος καλόπιστoς παρατηρητής διερωτάται:
Ποιων τα συμφέροντα προστατεύει η Τουρκία, όταν οι αξιώσεις της ισοδυναμούν με υφαρπαγή προς όφελός της του 44% της ΑΟΖ της Κύπρου, εις βάρος των δικαιωμάτων και συμφερόντων Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων.
Ταυτόχρονα, και πέραν των συστηματικών παραβιάσεων των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, δημόσιες δηλώσεις και ενέργειες Τούρκων αξιωματούχων, αλλά δυστυχώς και κάποιων κύκλων εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, σηματοδοτούν σε σχεδιασμούς για εποικισμό της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων, εις πλήρη αντίθεση προνοιών των σχετικών ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.
Αλλά δεν είναι μόνο τα όσα η Τουρκία παράνομα πράττει έναντι της Κύπρου.
Όλοι είμαστε μάρτυρες των νέων απειλών έναντι της Ελλάδας και των πλείστων γειτονικών κρατών, ενώ μόλις προσφάτως έλαβε χώρα η επαίσχυντη και επαχθής πράξη μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε Τζαμί.
Την ίδια στιγμή, σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Ένωση τυγχάνει θύμα εκβιασμών μέσω της εργαλιοποίησης του μεταναστευτικού, ενώ, ταυτόχρονα, εις πλήρη παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου, όσοι θεωρούνται ως αντιφρονούντες του καθεστώτος Ερντογάν τυγχάνουν κατατρεγμού και διώξεων. Και είναι και πολλά άλλα που μπορώ να αναφέρω σε σχέση με τις πολιτικές του κ. Ερντογάν, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και σε εξωτερικό επίπεδο. Η Τουρκία, με τις ενέργειες της, μετατρέπεται σε Κράτος Ταραξία στην περιοχή.
Οφείλουμε να είμαστε ειλικρινής στις θέσεις και απόψεις μας:
Η πολιτική του κατευνασμού, δεν πρόκειται να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε σχέση με την Τουρκία.
Δοκιμάστηκε και έχει αποτύχει.
Τουναντίον, αντί να λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την υιοθέτηση μιας λογικής, ρεαλιστικής και συνάδουσας με το διεθνές δίκαιο στάσης, εκτρέφει ακόμη περισσότερο τη μεγαλομανία, τις παράνομες δράσεις, τις εκβιαστικές προσεγγίσεις και τις επικίνδυνες ψευδαισθήσεις μίας χώρας που θεωρεί τον εαυτό της ως ηγέτιδα της περιοχής και όχι μόνο.
Η μοναδική οδός να αποφευχθούν και να σταματήσουν τέτοιου είδους παραβατικές συμπεριφορές, είναι η υιοθέτηση μιας αποφασιστικής στάσης, η οποία, μέσω των κατάλληλων μέτρων,
θα στέλνει ξεκάθαρα μηνύματα και θα επιβάλλει την αντίληψη, πως δεν είναι δυνατόν η Τουρκία να συνεχίσει να λειτουργεί ωσάν να βρισκόμαστε στον 18ο αιώνα, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούσε πως μπορούσε να δρα ανενόχλητη.
Και έχοντας αναφερθεί στην πολιτική του κατευνασμού, οφείλω να θυμίσω πως αυτή τη στάση υιοθέτησε αρχικά και η Ευρώπη έναντι της ναζιστικής Γερμανίας.
Τα αποτελέσματα είναι καλά γνωστά σε όλους.
Εκείνο το οποίο προβάλλουμε δικαιωματικά ως απαίτηση και θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε και να επιδιώκουμε, είναι η επίτευξη μίας λύσης η οποία θα βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε. και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Μιας λύσης Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που θα είναι βιώσιμη και πρωτίστως λειτουργική, που θα επανενώνει πραγματικά τον λαό και τη μοιρασμένη μας πατρίδα και θα την απαλλάσσει από την απαράδεκτη κρατούσα κατάσταση, μετεξελίσσοντας την σε ένα πραγματικά φυσιολογικό κράτος.
Ένα σύγχρονο κράτος που θα εγγυάται την ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα, πέραν από κάθε αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων, επεμβατικά δικαιώματα, και στρατούς κατοχής.
Ένα κράτος που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων ανεξαίρετα των νόμιμων κατοίκων του και θα δημιουργεί πριν και πάνω από όλα, συνθήκες πραγματικής ασφάλειας, ευημερίας, αλληλοσεβασμού, ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας.
Συνθήκες, οι οποίες εξασφαλίζονταν απόλυτα μέσα από τις προτάσεις που καταθέσαμε διαχρονικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σεβόμενοι τις ευαισθησίες των Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας και οι οποίες δημιουργούσαν την ίδια στιγμή τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας για τους Ελληνοκύπριους.
Ανάλογη στάση αναμένουμε να υιοθετήσει και η τούρκικη πλευρά, αντιλαμβανόμενη τη ρεαλιστική μας απαίτηση και μη παραγνωρίζοντας τις δικές μας ανησυχίες και ευαισθησίες, τα δικά μας βιώματα ως αποτέλεσμα της εισβολής και της συνεχιζόμενής κατοχής.
Έχω τονίσει επανειλημμένως στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στους εταίρους μας στην Ε.Ε., στα μόνιμα και μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, ότι παραμένει δεδομένη η βούλησή μας για την επανέναρξη του διαλόγου, διαθέτοντας μάλιστα την ίδια αποφασιστικότητα και καλή διάθεση που επιδείξαμε μέχρι στιγμής, σε όλες τις προσπάθειες που προηγήθηκαν για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Αυτό που βεβαίως χρειάζεται, είναι να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία και η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή του διαλόγου, στη βάση της απαιτούμενης συνεργασίας και της καλής θέλησης από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδιαιτέρως από την τουρκική πλευρά, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Ελπίδα μου είναι πως σε ένα διάλογο που θα πραγματοποιείται χωρίς απειλές και εκβιασμούς, θα δημιουργηθούν εκείνες οι προϋποθέσεις, έτσι ώστε να κατατεθούν τέτοιες προτάσεις που να οδηγήσουν επιτέλους στην επίτευξη λύσης.
Η Ιστορία του λαού μας καθορίστηκε από εκτεταμένες περιόδους ξένης κατοχής, κατά τις οποίες, όμως, μέσα από την ενότητα, κατορθώσαμε να μην υποστείλουμε τον πατριωτισμό μας, να επιβιώσουμε και να διατηρήσουμε αλώβητη τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ταυτότητα και τις παραδόσεις μας.
Μέσα από την ίδια αυτή ενότητα του συνόλου του λαού και των πολιτικών δυνάμεων, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την απαλλαγή από την κατοχή, αλλά και για τη δημιουργία προοπτικών ευημερίας για τις μέλλουσες των γενεών σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας.
Αυτό είναι η υποχρέωσή μας στις μελλοντικές γενιές,
Αυτό είναι το χρέος μας έναντι όλων όσοι υπέφεραν και ακόμη υποφέρουν από τις βάναυσες συνέπειες της Εισβολής:
Να παραδώσουμε μια πατρίδα με πλήρη κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα.
Μια πατρίδα απαλλαγμένη από την παρουσία τρίτων χωρών, η οποία θα αναγνωρίζεται διεθνώς ως πρότυπο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερούσας συνεργασίας, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Εναπόκειται σε εμάς να αποδείξουμε πως το όραμα και οι θυσίες των ηρώων μας, οι υψηλές προσδοκίες των προσφύγων, των συγγενών των αγνοουμένων, αλλά και ολόκληρου του λαού, τις οποίες επικαλούμαστε, δεν ήταν μάταιες.
Δικαιώνοντας τις προσδοκίες ολόκληρου του Κυπριακού Ελληνισμού και σεβόμενοι πρώτιστα και πάνω από όλα την αξιοπρέπεια του, θα συνεχίσουμε με κάθε τρόπο να εργαζόμαστε για να εξοφλήσουμε το χρέος μας για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της πατρίδας μας.
Αυτό οφείλουμε στην πατρίδα μας. Αυτό οφείλουμε στις επερχόμενες γενιές''.