1). Πήγαν κάποτε από τις Τσαχιρούδες μία Τουρκάλα νεόνυμφη δαιμονισμένη, με αλυσίδες δεμένη, στον
Χατζεφεντή, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος – το έκανε αυτό δυο μέρες την βδομάδα – και έκανε νόημα να την λύσουν. Όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωνε!
Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως! Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται»!
2). Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω»!!!
3). Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς. Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους… τιμωρήσει ο Θεός!!! Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει – φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών – αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα!!!
4). Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
5). Σε τεμπέλη όμως ποτέ δεν έδινε! Μια φορά πήγε ένας τεμπέλης και μέθυσος και του ζήτησε πρόσφορα. Ο γέροντας ήταν στο κελί του και του δίνει ένα πίτουρο κριθαρένιο. Και του λέει: «Εγώ απ’ αυτά τρώγω». Ο τεμπέλης δεν το δέχτηκε, αλλά επέμενε για να το πρόσφορο. Τότε ο Όσιος του είπε: «Δεν ντρέπεσαι, σαράντα πέντε ετών παλικάρι κατάγερο, να κάθεσαι όλη μέρα και να σκέφτεσαι διαβολιές και να μεθάς και να ζητιανεύεις;»
Είπε μετά στον Πρόδρομο: «Πήγαινε στην Εκκλησία και πήγαινε στο ποτάμι, και αν έλθει εκεί ο… τεμπέλης, τότε να του τα δώσεις. Είπε και στον τεμπέλη να βάλει εμπρός την σκουριασμένη… μηχανή του. Πήγαινε στο ποτάμι να τα πάρεις και να πιάσεις και ψάρια που έχει άφθονα και να φας. Ο τεμπέλης όχι μόνο δεν πήγε στο ποτάμι, αλλά τον…κατηγορούσε στο χωριό ότι είναι… τσιγκούνης! Ο γέροντας ήταν γεμάτος χαρά που τον κατηγορούσαν άδικα…
από το βιβλίο: «Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο άγιος ο θαυματουργός – ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (Φάρασα Καππαδοκίας 1840 —- Κέρκυρα 1924)
simeiakairwn
Χατζεφεντή, για να την διαβάσει. Ο Όσιος τους δέχτηκε, παρ’ ότι εκείνη την ημέρα ήταν έγκλειστος – το έκανε αυτό δυο μέρες την βδομάδα – και έκανε νόημα να την λύσουν. Όταν λύθηκε, όρμησε στον γέροντα, του άρπαξε το ένα πόδι και το δάγκωνε!
Ενώ κρατούσε το Ευαγγέλιο, δεν το άνοιξε, παρά την κτύπησε απαλά στο κεφάλι της τρεις φορές και το δαιμόνιο έφυγε αμέσως! Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και να φιλάει το δαγκωμένο πόδι. Ο πατέρας της έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να δεχτεί όλο το κασέ του (το πουγκί με τα χρήματά του). Πάρτα όλα, είναι δικά σου, γιατί έσωσες το παιδί μου. Και ο Ορθόδοξος ιερέας του είπε: «κράτησε τα λεφτά σου. Η πίστη μας δεν πουλιέται»!
2). Μια φορά του πήγε ένας Τούρκος δύο ζώα μπαχτσίς (δώρο), γιατί απέκτησε η στείρα γυναίκα του δύο παιδιά με το ευλογημένο φυλακτό που της έστειλε ο Χατζεφεντής. Τότε ο γέροντας του έκανε αυστηρή παρατήρηση με τα εξής λόγια: «στο χωριό σου φτωχούς δεν είχες; Τι μου τα κουβάλησες εδώ; Για να σου πω το αφερίμ (μπράβο); Εγώ μπαχτσίσια δεν μαζεύω»!!!
3). Στην Εκκλησία ήταν μια καμάρα, στην οποία άφηναν μερικοί προαιρετικά χρήματα για τους φτωχούς. Οι φτωχοί πήγαιναν μόνοι τους και έπαιρναν όσα είχαν ανάγκη. Περισσότερα φοβόντουσαν να πάρουν, για να μην τους… τιμωρήσει ο Θεός!!! Ο γέροντας τα χρήματα δεν τα έπιανε ποτέ στα ίδια του τα χέρια, όχι μόνο για να μην αρχίσει το πάθος της φιλαργυρίας να τον κυβερνάει – φαινόμενο σύνηθες σε μερίδα κληρικών – αλλά κυρίως για να μη περνάει ούτε από το μυαλό των Χριστιανών ούτε των Τούρκων, ότι έχει την ιεροσύνη για επάγγελμα!!!
4). Τα πρόσφορα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν τα έπαιρνε στο σπίτι ή τα έδινε στους πιο κοντινούς του φίλους, αλλά τα έστελνε κρυφά την νύχτα σε δυστυχισμένες οικογένειες με τον ψάλτη (Πρόδρομο).
5). Σε τεμπέλη όμως ποτέ δεν έδινε! Μια φορά πήγε ένας τεμπέλης και μέθυσος και του ζήτησε πρόσφορα. Ο γέροντας ήταν στο κελί του και του δίνει ένα πίτουρο κριθαρένιο. Και του λέει: «Εγώ απ’ αυτά τρώγω». Ο τεμπέλης δεν το δέχτηκε, αλλά επέμενε για να το πρόσφορο. Τότε ο Όσιος του είπε: «Δεν ντρέπεσαι, σαράντα πέντε ετών παλικάρι κατάγερο, να κάθεσαι όλη μέρα και να σκέφτεσαι διαβολιές και να μεθάς και να ζητιανεύεις;»
Είπε μετά στον Πρόδρομο: «Πήγαινε στην Εκκλησία και πήγαινε στο ποτάμι, και αν έλθει εκεί ο… τεμπέλης, τότε να του τα δώσεις. Είπε και στον τεμπέλη να βάλει εμπρός την σκουριασμένη… μηχανή του. Πήγαινε στο ποτάμι να τα πάρεις και να πιάσεις και ψάρια που έχει άφθονα και να φας. Ο τεμπέλης όχι μόνο δεν πήγε στο ποτάμι, αλλά τον…κατηγορούσε στο χωριό ότι είναι… τσιγκούνης! Ο γέροντας ήταν γεμάτος χαρά που τον κατηγορούσαν άδικα…
από το βιβλίο: «Αρσένιος ο Καππαδόκης, ο άγιος ο θαυματουργός – ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (Φάρασα Καππαδοκίας 1840 —- Κέρκυρα 1924)
simeiakairwn