Η μελέτη εκπονήθηκε από την Καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ κ. Γεωργία Καπλάνογλου και εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο... εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους.
Εξετάζει, κυρίως, στη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών και εστιάζει στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και τους έμμεσους φόρους, διαπιστώνοντας ότι συνδυαστικά αυτές οι δύο κατηγορίες αποτελούν περισσότερο από το 75% των φορολογικών εσόδων του κράτους.
Ενδεικτικά σημεία:Τη δεκαετία 2009-2019 το φορολογικό βάρος και των τριών μνημονίων δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου, καθώς καταγράφεται αύξηση 8,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και αποτελεί με διαφορά τη μεγαλύτερη στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ. Είναι εξάλλου σχεδόν πενταπλάσια από τον μέσο όρο των κρατών αυτών.
Κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης ο πρωταγωνιστικός ρόλος των έμμεσων φόρων, που αποτελούσαν παραδοσιακά βασική πηγή κρατικών εσόδων στη χώρα, ενισχύθηκε περαιτέρω, καθώς αυξήθηκε από το 13,9% το 2009 σε 17,5% το 2019.
Όλα αυτά σε συνδυασμό, φυσικά, με τη συρρίκνωση μισθών και συντάξεων και την ραγδαία αναδιάρθρωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.
Παράλληλα, στη μελέτη επισημαίνεται ότι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της μελέτης, «ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε. Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσης της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Αυτή η αλλαγή τάσης δεν αρκεί, για να ανατρέψει τις εξελίξεις της περιόδου 2008-2014, οι οποίες κυριαρχούν στο σύνολο της περιόδου 2008-2019.
Τα στοιχεία οικογενειακών προϋπολογισμών του 2019 έχουν, επίσης, αξιοποιηθεί, για να εκτιμηθούν οι διανεμητικές επιπτώσεις της τρέχουσας πληθωριστικής κρίσης και, συγκεκριμένα, να απαντηθεί το ερώτημα: “Πόσο θα αυξανόταν το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών σήμερα, αν αυτά επιδίωκαν να διατηρήσουν σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας στα επίπεδα του 2019, δηλαδή του έτους πριν την εκδήλωση της κρίσης του κορονοϊού;”. Όπως είναι ίσως αναμενόμενο, η ποσοστιαία αύξηση του κόστους ζωής είναι μεγαλύτερη όσο φτωχότερο είναι το νοικοκυριό. Αυτό, όμως, συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε άλλες χώρες, για τις οποίες έχουν γίνει παρόμοιες μελέτες, ενώ εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των φτωχότερων, τείνει να αποκτήσει μια δυναμική που καθορίζεται πρωτίστως από τις συνεχείς ανατιμήσεις στα τρόφιμα.
Για πρώτη φορά, τον μήνα Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων επέφεραν μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση στις οικογενειακές δαπάνες συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια.
Η προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων, αποκτά επομένως υψηλή προτεραιότητα. Το ζήτημα αυτό έχει ήδη τεθεί με έμφαση στον δημόσιο διάλογο από τη ΓΣΕΕ, η οποία έχει επισημάνει την επίπτωση του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των μισθών».
Κλιμακούμενη διαφοροποίηση της επίπτωσης του πληθωρισμού εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων
Σύμφωνα με τη μελέτη, «τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν αρκετά υψηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις στο κόστος ζωής τους. Τον Ιούνιο, για παράδειγμα, όταν καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός μέσα στο 2022, το φτωχότερο 10% των νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις συνολικές του δαπάνες κατά 15,5%, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών είναι μόλις 6,4%.
Επιπρόσθετα, τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν μικρότερη ευχέρεια να μειώσουν άλλες κατηγορίες δαπανών, καθώς οι ανελαστικές δαπάνες (σε τρόφιμα, ενέργεια και υγεία) καλύπτουν πάνω από τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών τους.
Τα εμπειρικά δεδομένα, επομένως, δείχνουν μια σαφή κλιμακούμενη διαφοροποίηση της επίπτωσης του πληθωρισμού εις βάρος των φτωχότερων στρωμάτων, η οποία επιδεινώνεται από τις αρχές του χρόνου μέχρι τον Ιούνιο του 2022. Μικρή αποκλιμάκωση παρατηρείται τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, η οποία αντιστρέφεται εκ νέου τον Σεπτέμβριο».
Ολόκληρη η έκθεση