Με τις ευλογίες των ΗΠΑ και της Γερμανίας ο Τούρκος πρόεδρος συνεχίζει την επεκτατική πολιτική του κατά της ελληνικής κυριαρχίας – Ετοιμάζεται για «αντεπίθεση» το φθινόπωρο σε Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειο
Ο επανεκλεγμένος πρόεδρος της
Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ελάχιστες ή καθόλου αμφιβολίες έχει αφήσει ότι μέσα σ’ αυτήν την τελευταία θητεία του δεν θα υλοποιήσει όλες τις σταθερές επιθετικές τουρκικές βλέψεις σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο.- Από την Κύρα Αδάμ
Αφήνει να εννοηθεί ότι μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας υλοποίησης των στόχων του μέσω διμερούς πολιτικού διαλόγου, αλλά εφιστά την προσοχή ότι αν δεν αποδώσει ένας επιτυχής -για τα συμφέροντα της Τουρκίας– διάλογος με την Ελλάδα, είναι έτοιμος να καταφύγει στην επιχειρησιακή ένταση στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Ο Ερντογάν επανεξελέγη με κεντρικό σύνθημα τη «Γαλάζια Πατρίδα», απευθυνόμενος σε ψηφοφόρους σε περιφερειακές, αγροτικές και υποανάπτυκτες περιοχές της Τουρκίας.
Την εδραίωση της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως έχει δεσμευθεί πριν από τις εκλογές, ο Ερντογάν θέλει να τη στηρίζει στην πρότασή του για «πολυμερή διάσκεψη» με τις χώρες της Αν. Μεσογείου, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ελλάδα, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Λιβύη – με ερώτημα τον «βασικό παίκτη» της περιοχής, που είναι η Κύπρος.
Μέσω αυτής της πρότασης, την οποία στηρίζουν οι ΗΠΑ (αλλά θέλουν να «βγάλουν μπροστά» τον Γερμανό καγκελάριο Σολτς) και η οποία αναμένεται να πάρει σάρκα και οστά το φθινόπωρο, ο Ερντογάν ευελπιστεί ότι θα αρχίσει «να ξηλώνει το πουλόβερ» των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Αναδιάταξη του FIR Αθηνών – Κωνσταντινούπολης
Ενα από αυτά, ίσως το πρώτο, είναι η τουρκική πρόταση για αναδιάταξη του FIR Αθηνών – Κωνσταντινούπολης, με το αιτιολογικό ότι η Ελλάδα παραβιάζει συστηματικώς τις περιοχικές αποφάσεις ΙCΑΟ του 1950, 1952 και 1958, διότι παρανόμως και μονομερώς έχει δημιουργήσει σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας. Με βάση το παγκοσμίου χρήσης επίσημο αεροπορικό εγχειρίδιο του ΝΑΤΟ για την περιοχή Ερευνας και Διάσωσης του ΙCΑΟ, το 1982, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι «το FIR Αθηνών από Εβρο μέχρι Μεγίστη οριοθετείται από τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας και τα ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ».
Η επίσημη αυτή ελληνική διατύπωση είναι παράνομη και παραποιεί την απόφαση ICAΟ 1950, που ορίζει ότι το FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης καθορίζεται ΜΟΝΟΝ από τα δυτικά σύνορα της Τουρκίας και όχι της Ελλάδας. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση παρανόμως έφτιαξε θαλάσσια ελληνοτουρκικά σύνορα, μετατρέποντας σε ελληνική κυριαρχία τη διεθνή θάλασσα δυτικά του FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης. Την παραποίηση αυτή σε βάρος της Τουρκίας θα χρησιμοποιήσει η Αγκυρα στον ICAO, συνεπικουρούμενη από άλλες χώρες της Αν. Μεσογείου που έχουν συνυπογράψει την περιοχική απόφαση του ICAO 1950 για τον καθορισμό των FIR στην περιοχή της Αν. Μεσογείου.
Ο πρώην ΥΠΕΞ Δένδιας κατά την προεκλογική περίοδο είχε αρκετές φορές υπαινιχθεί ότι έχει «έτοιμες προτάσεις» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις προς τη νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές, οι οποίες αφορούν αυξομείωση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο (6, 10 ή 12 ν.μ.), η οποία συνεπάγεται και ανάλογη «προσαρμογή» του ελληνικού εναερίου χώρου, που δεν θα παραμείνει ακατέβατα στα 10 ν.μ.
Οποιαδήποτε, όμως, αυξομείωση του ελληνικού εναερίου χώρου στο Αιγαίο αυτομάτως συνεπάγεται και μετατόπιση του FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης ΔΥΤΙΚΑ στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η Τουρκία θα έχει την ευκαιρία να ορίσει τα νέα τουρκικά χωρικά ύδατα στο Αιγαίο (υπενθυμίζεται, όπως αναλυτικώς έχει αναφέρει η «κυριακάτικη δημοκρατία», ότι η Τουρκία το 1982 με τον νόμο 2674 κατήργησε τον προηγούμενο νόμο 476 για τα 6 ν.μ. τουρκικά χωρικά ύδατα, καταργώντας και την αμοιβαιότητα μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας καθώς και τη μέση γραμμή για τα θαλάσσια σύνορα, και εφαρμόζει την αρχή της επιείκειας).
Ο ορισμός των νέων τουρκικών χωρικών υδάτων και η αναδιάταξη του FIR Αθηνών/Κωνσταντινούπολης ΔΥΤΙΚΑ στο Αιγαίο αποτελούν την τελική πράξη της κατοχύρωσης της Τουρκίας μέσα στο Αιγαίο, αφού προηγουμένως διασφαλίσει η Αγκυρα ότι οι ελληνικές βραχονησίδες στο Αιγαίο δεν λαμβάνονται υπόψη επειδή είναι αδέσποτες, χωρίς ιδιοκτησιακό καθεστώς, κάτι που μάχεται να κατοχυρώσει τώρα.
Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αν. Αιγαίου
Η παράλληλη κίνηση του Ερντογάν και της νέας κυβέρνησής του θα είναι να εμπλέξουν την Ελλάδα σε αυστηρώς διμερή πολιτικό διάλογο – με την αφανή υποστήριξη των ΗΠΑ και Βερολίνου. Από την πλευρά της Τουρκίας, ο διάλογος αυτός αναμένεται να επικεντρωθεί στο θέμα της ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ των νησιών του Αν. Αιγαίου, που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Λωζάννης.
Με αφορμή την κάκιστη, πρόχειρη και επικίνδυνη επιχειρηματολογία Δένδια στην Αγκυρα το 2021 ότι η Ελλάδα εξοπλίζει τα νησιά διότι απειλείται από την Τουρκία, ο Ερντογάν έχει βρει την ευκαιρία να κατηγορεί την Ελλάδα επισήμως και διεθνώς (και με επιστολές στον ΟΗΕ) ότι παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάννης διότι στρατιωτικοποιεί τα νησιά καθ’ ομολογίαν Δένδια.
Σε αυτόν τον διμερή διάλογο, ο Ερντογάν θα επιμείνει στην αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών με αντάλλαγμα «την ασφάλειά τους». Στη σχετική τουρκική πρόταση θα αναφέρεται ότι «Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ ΘΑ ΑΝΑΛΗΦΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΑΤΟ». Στην περίπτωση κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση αποδεχθεί αποστρατιωτικοποίηση με όρους τουρκικής ασφαλείας των ελληνικών νησιών βορείως της Ικαρίας, θα έχει διαπραχθεί έγκλημα εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας των νήσων αυτών -και όχι μόνον- και η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μόνιμη αναπηρία.
Ομως, η Συνθήκη της Λωζάννης σε κανένα σημείο και άρθρο της δεν απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων (απαγορεύει μόνον τη δημιουργία ναυτικών εγκαταστάσεων στα νησιά), ούτε αναφέρει ως όρο για την απόδοση των νησιών στην Ελλάδα την αποστρατιωτικοποίησή τους. Η Τουρκία επωφελήθηκε -από το 1975- της ολιγωρίας, χαλαρότητας και επιπολαιότητας όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, και προώθησε επισήμως και κατοχύρωσε στο ΝΑΤΟ ότι τα νησιά του Αν. Αιγαίου είναι ΑΠΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ, ενώ από το 2006 το ΝΑΤΟ απαγορεύει σε νατοϊκά αεροσκάφη να προσεγγίζουν εγγύτερα των 6 ν.μ. τα ελληνικά νησιά του Αν. Αιγαίου.
Σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση δεν δεχθεί κανέναν από τους όρους της Τουρκίας (αποστρατιωτικοποίηση και έλεγχος ασφαλείας των ελληνικών νήσων της Συνθήκης της Λωζάννης), ο Ερντογάν έχει σαφέστατα υπαινιχθεί ότι διαθέτει και άλλο όπλο στα χέρια του για την υλοποίηση του στόχου εναντίον των ελληνικής κυριαρχίας. Η Σύμβαση της Βιέννης περί Συνθηκών επιτρέπει σε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Τουρκία) σε περίπτωση παραβίασης ή παραποίησης της Συνθήκης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος (Ελλάδα) να ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΣΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ (ΛΩΖΑΝΝΗΣ) ΕΝ ΜΕΡΕΙ Ή ΕΝ ΟΛΩ.
Σε μια τέτοια περίπτωση αναστολής εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάννης από την Τουρκία, η κυβέρνηση Ερντογάν θα μεγιστοποιήσει τον ισχυρισμό της ότι τα νησιά αυτά δεν ανήκουν στην Ελλάδα και γι’ αυτό θα πρέπει να αναδιανεμηθούν.
Η απελθούσα κυβέρνηση της Ν.Δ. αλλά και όλα τα πολιτικά κόμματα καλοβλέπουν μια συνάντηση κορυφής και έναν διμερή πολιτικό διάλογο «στα τυφλά», με τον ασαφή στόχο την παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης του θέματος της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών σε Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, και εθελοτυφλούν, πιστεύοντας ότι η Τουρκία δεν θα θέσει όλα τα ανοιχτά ζητήματα που διατηρεί με την Ελλάδα. Ο Ερντογάν, πάντως, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι οποιοσδήποτε διάλογος με την Αθήνα θα περιλαμβάνει όλα τα θέματα που εγείρει εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας.
Τέλος η Ευρώπη για τον «σουλτάνο»
ΗΠΑ και Ευρώπη ήλπιζαν σε μια αδύναμη τουρκική κυβέρνηση, απαλλαγμένη από τον Ταγίπ Ερντογάν, ώστε να μπορέσουν να απομακρύνουν την Τουρκία από τη στενή σχέση με τη Ρωσία, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δυτική βοήθεια στη βαθιά οικονομική κρίση της Τουρκίας.
Ο Τ. Ερντογάν δεν έκανε αυτή τη χάρη στους ατλαντιστές και έτσι η Δύση θα πρέπει να μάθει να ζει μαζί του. Ο επανεκλεγμένος πρόεδρος της Τουρκίας έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να αλλάξει την πολιτική του και η Τουρκία, ως «δυτική» χώρα, θα εξακολουθήσει να παίζει σοβαρό παιχνίδι με τους Ευρω-ασιάτες (Ρωσία, Κίνα, Κατάρ, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Ινδία αλλά και Αίγυπτο, Ισραήλ κ.λπ.), έτσι ώστε να εδραιωθεί ως απαραίτητος παράγων και για τα δύο «στρατόπεδα», αποκομίζοντας το μέγιστο του οφέλους.
Ο Ερντογάν και κατά την προεκλογική περίοδο δεν άφησε καμιά αμφιβολία για τη στενή οικονομική σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, η οποία, αν μη τι άλλο, εξασφαλίζει στη χώρα αυτή την ενεργειακή επάρκειά της σε χαλεπούς οικονομικούς καιρούς. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι αν η Τουρκία έκοβε τις σχέσεις με τη Ρωσία, η ενεργειακή εξάρτησή της από τη Δύση θα την είχε στείλει μία ώρα νωρίτερα στα ενεργειακά τάρταρα.
Επιπροσθέτως, η στενή σχέση με τον Πούτιν επιτρέπει στον Ερντογάν να παίζει επιτυχώς τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση στη μεταφορά των ουκρανικών σιτηρών στον κόσμο. Και, βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η φημολογούμενη ισχυρή οικονομική ενίσχυση της Ρωσίας προς την Τουρκία, όπως προσφάτως έπραξε δημοσίως και το Κατάρ… Δι’ αυτού του τρόπου, ο Ερντογάν πολύ δύσκολα θα στραφεί προς την «ελεημοσύνη» του ΔΝΤ, χωρίς να αποκλείει τις δυτικές επενδύσεις στην Τουρκία.
Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Κιλιτσντάρογλου κατά την προεκλογική περίοδο ουδόλως έκρυψαν την πρόθεσή τους να ανοίξουν τους εμπορικούς δρόμους προς την Ανατολή, ιδιαίτερα προς την Κίνα, με απώτερο, αλλά όχι ανέφικτο στόχο την εμπορευματική σιδηροδρομική σύνδεση (!) της Κίνας με τα τουρκικά λιμάνια… Κάτι που προϋποθέτει ενεργότερη ανάμειξη και συνεργασία με χώρες της κεντρικής Ασίας με πολλά τουρκογενή στοιχεία.
Στον αντίποδα, ο Ερντογάν στήριξε την προεκλογική πολιτική του στον αυξανόμενο αντιαμερικανισμό του τουρκικού λαού, τον οποίο και θα εκμεταλλευθεί προκειμένου να αποκομίσει τα οφέλη που επιθυμεί από την Ουάσινγκτον. Ηδη η κυβέρνηση Μπάιντεν διαμηνύει στον Ερντογάν ότι δεν θέλει τώρα να συσχετίσει την άρση του τουρκικού βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με τον εκσυγχρονισμό και αγορά από την Τουρκία αμερικανικών αεροσκαφών F-16, συναντώντας, όμως, τη σθεναρή αντίσταση του γερουσιαστή Μενέντεζ.
Στην πραγματικότητα η Αγκυρα -μετά την αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400- δεν εξυπηρετεί καμιά τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή, αν και ο Ερντογάν σε καμιά περίπτωση δεν θα μειώσει την παρουσία του μέσα στο ΝΑΤΟ, στη σημαντική νοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας.
Οσο για τους Ευρωπαίους, ο Ερντογάν τούς βλέπει μάλλον αφ’ υψηλού, αφού δεν πιστεύει πλέον στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., αν και δεν θα φέρει αντίρρηση στην αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης. Ο χειρισμός των προσφυγικών ροών από την Τουρκία στην Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί ένα τουρκικό υπερόπλο απέναντι στην Ε.Ε., η οποία ακόμη χρωστάει χρήματα στην Αγκυρα για την παραμονή 3.000.000 προσφύγων στο τουρκικό έδαφος.
Οι επικείμενες συναντήσεις των ηγετών της Δύσης με τον Ερντογάν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, στις αρχές Ιουλίου, θα δείξουν τις προθέσεις όλων.