Ο Θύμιος είναι επιστάτης σε ένα κτήμα. Μια μέρα τον πλησιάζει το αφεντικό του. -άκου βρε Θύμιο, ξέρεις πόσο σε εμπιστεύομαι. Θέλω να μου κάνεις ένα χατίρι. Τελευταία, η κόρη μου είναι πολύ ανήσυχη και συχνά την βλέπω να μιλά με τον παπά. Σε λίγο πάλι θα περάσουν από εδώ. Ανέβα σ εκείνο το δένδρο και άκου τι θα πουν. Πάρε κι ένα πεντοχίλιαρο για τον κόπο σου και μετά έλα να με βρεις, να μου πεις