Για πρώτη φορά στην ψηφιακή εποχή, η αμερικανική Δικαιοσύνη παραπέμπει στο εδώλιο τον γίγαντα της διαδικτυακής οικονομίας με κατηγορίες για μονοπώλιο - Διακύβευμα οι διαφημίσεις στο Ιnternet, μια αγορά μεγέθους 210 δισ. ευρώ ετησίως
Με την Google στο εδώλιο, ως κατηγορούμενη για επιβολή μονοπωλιακών όρων στο πεδίο των διαδικτυακών μηχανών αναζήτησης, το Δημόσιο των ΗΠΑ παρεμβαίνει κατ’ ουσίαν σε μια αχανή, κυριολεκτικά οικουμενικών διαστάσεων αγορά. Η κρίσιμη και ευρύτερη σημασία του νομικού γεγονότος υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από το στοιχείο ότι η Αμερικανική Δικαιοσύνη, για πρώτη φορά την τελευταία 25ετiα, προχώρησε στην παραπομπή ενός από τους ισχυρότερους παράγοντες της διαδικτυακής οικονομίας.
Η Google είναι ένας υπερκολοσσός του ψηφιακού κόσμου, μια εταιρεία με τη σχεδόν εξωπραγματική χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση των 1,73 τρισ. δολαρίων. Μόνο τα έσοδα από τη μηχανή αναζήτησης της Google αποφέρουν στη μητρική εταιρεία Alphabet καθαρά κέρδη 76 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τα αποτελέσματα χρήσης του 2022. Στον πυρήνα των δραστηριοτήτων που έχει αναπτύξει ο επιχειρηματικός όμιλος Alphabet καθ’ οδόν προς τη γιγάντωσή του βρίσκεται η μηχανή αναζήτησης της Google, το πρώτο και απαράμιλλα επιτυχημένο προϊόν μιας εταιρείας η οποία ξεκίνησε ως μικροσκοπική νεοφυής επιχείρηση τον Σεπτέμβριο του 1998, με ιδρυτές δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, στην Καλιφόρνια. Στο τέταρτο του αιώνα που θα ακολουθούσε η εφεύρεση των Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν θα έφτανε να εξυπηρετεί το 90% των αναζητήσεων στο Ιντερνετ. Αν, λοιπόν, η ετυμηγορία εκδοθεί εις βάρος της Google, ο αντίκτυπος ενδέχεται να οδηγήσει σε μια εντελώς νέα τάξη πραγμάτων στο Ιντερνετ και, πρακτικά, στο πώς δισεκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν τις μηχανές αναζήτησης.
Εκ πρώτης όψεως, το βασικό διακύβευμα επί του παρόντος συνίσταται στο εάν η Google λειτουργεί εντός ή εκτός των ορίων του θεμιτού ανταγωνισμού. Οι ευρύτερες συνέπειες της δίκης, όμως, ιδιαίτερα στην περίπτωση που αποδειχθεί ενοχή της Google, ενδέχεται να είναι τόσο σοβαρές ώστε πιθανότατα θα δημιουργηθεί ένα εντελώς νέο πλαίσιο συνθηκών για την καθημερινή χρήση του Διαδικτύου. Με άλλα λόγια, μια καταδίκη της Google για μονοπωλιακές πρακτικές θα προκαλέσει μείζονα ανατροπή στην καθεστηκυία τάξη και ιδιαίτερα στην οικονομία του Διαδικτύου. Διότι η Google αυτομάτως θα στερηθεί του, ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενου, προνομίου να νέμεται τη μερίδα του λέοντος από τις διαφημίσεις στο Ιντερνετ, δηλαδή από μια αγορά μεγέθους 210 δισ. ευρώ ετησίως και με προοπτικές διπλασιασμού της έως το τέλος της τρέχουσας πενταετίας.
Αν λοιπόν το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ουάσινγκτον αποφανθεί τελεσίδικα ότι θα πρέπει να τεθούν διά νόμου φραγμοί στην αποκλειστικότητα των συμβολαίων που συνάπτει η Google με άλλες εταιρείες ψηφιακής τεχνολογίας, όπως η Apple ή η Samsung, τότε θα υπάρξει έκρηξη ανταγωνισμού μεταξύ των μηχανών αναζήτησης. Αυτή η ενδεχόμενη εξέλιξη, με την εκ των πραγμάτων αποκαθήλωση του «ψαχτηριού» της Google ως του αυτονόητου μονόδρομου για την αναζήτηση οποιασδήποτε πληροφορίας, θα ανακατανείμει άρδην τη ροή των δισεκατομμυρίων από τις διαφημίσεις. Μοιράζοντας, προφανώς, το μερίδιο της Google σε μικρότερα κομμάτια - αλλά σε περισσότερους παρόχους. Υπ’ αυτή την έννοια, με όρους πολιτικής, το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, το οποίο βρίσκεται πίσω από την παραπομπή της Google σε δίκη, επιχειρεί έναν αντιμονοπωλιακό «εκδημοκρατισμό» της αγοράς ψηφιακών προϊόντων. Εξάλλου, υπάρχει δεδικασμένο - και μάλιστα με νίκη του Αμερικανικού Δημοσίου, σε μια σχεδόν όμοια δίκη η οποία διεξήχθη το 1998. Κατηγορούμενη τότε ήταν η Microsoft.
Μονομελές δικαστήριο
Η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση της Google ξεκίνησε την Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου στην Ουάσινγκτον και αναμένεται να διαρκέσει περίπου δυόμισι μήνες. Η αρχική μήνυση εναντίον της Google είχε υποβληθεί το 2020 και στο διάστημα των τριών ετών που μεσολάβησε, η δικογραφία διογκώθηκε, με τη συσσώρευση εκατοντάδων χιλιάδων εγγράφων, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο -και πέρα από την εξ ορισμού τεχνική πολυπλοκότητα του ζητήματος- το έργο του τελικού κριτή.
Διότι το αρμόδιο ομοσπονδιακό δικαστήριο είναι κατ’ ουσίαν μονομελές, οπότε ένας και μόνο δικαστής, ο Αμίτ Μέτα, και όχι κάποιο συμβούλιο ενόρκων, καλείται να καταδικάσει ή να αθωώσει την Google. Βεβαίως, στην εκδίκαση μιας τόσο σοβαρής υπόθεσης οι διάδικοι παρατάσσουν εκατέρωθεν πολυμελείς ομάδες δικηγόρων, κανονικούς λόχους διαπρεπών και ακριβοπληρωμένων νομικών με εξειδικευμένες γνώσεις της ισχύουσας νομοθεσίας στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, τα πνευματικά δικαιώματα και, φυσικά, τις αντιμονοπωλιακές διατάξεις του Εμπορικού Δικαίου. Επίσης, συν τω χρόνω αναμένεται να παρουσιαστούν στην αίθουσα του δικαστηρίου κορυφαία στελέχη, όπως ο διευθύνων σύμβουλος της Google Σουντάρ Πιτσάι και ο ομόλογός του στη Microsoft Σάτια Ναντέλα, καθώς και ο Εντι Κιου, επί μακρόν σύμβουλος του επικεφαλής της Apple Τιμ Κουκ.
Ο δικαστής του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ουάσινγκτον, Αμίτ Μέτα, καλείται να καταδικάσει ή να αθωώσει την Google
Τυπικά, εναντίον της Google έχουν κινηθεί 35 Πολιτείες των ΗΠΑ και επιπλέον η περιφερειακή ενότητα της Ουάσινγκτον (District of Columbia), μαζί με τη Νήσο Γκουάμ και το Πουέρτο Ρίκο, αμφότερες απομακρυσμένες και ημιαυτόνομες περιοχές, οι οποίες όμως ανήκουν στις ΗΠΑ.
Στον πυρήνα της παραπομπής της βρίσκεται η κατηγορία ότι η Google εξαγοράζει, αντί αστρονομικού τιμήματος (περί τα 10 δισ. δολάρια), το δικαίωμα να εμφανίζεται η δική της μηχανή αναζήτησης ως πρώτη προεπιλογή σε κάθε συσκευή smartphone που παράγουν οι εταιρείες Apple και Samsung.
Στις εναρκτήριες αγορεύσεις τους, ο μεν δημόσιος κατήγορος καταλόγισε στην Google εσκεμμένη και επανειλημμένη παραβίαση του αντιμονοπωλιακού νόμου των ΗΠΑ, η δε υπεράσπιση προέβαλε το επιχείρημα ότι η Google ουδέποτε έχει διαπράξει τις αποδιδόμενες παραβάσεις, σέβεται τον ελεύθερο ανταγωνισμό - απλώς το δικό της προϊόν είναι μακράν καλύτερο από οποιοδήποτε ανταγωνιστικό. Συνεπώς, η κατηγορία ότι «όλος ο κόσμος προτιμά το ψαχτήρι της Google» στερείται λογικής, εφόσον η εταιρεία δεν μπορεί να δικάζεται επειδή το εργαλείο διαδικτυακής αναζήτησης που έχει εφεύρει υπερέχει έναντι οιουδήποτε παρόμοιου. Εξάλλου, παρόλο που η προεπιλογή στα περισσότερα προγράμματα πλοήγησης, τις φορητές συσκευές τύπου ταμπλέτας, smartphone κ.λπ. είναι η μηχανή αναζήτησης Google, ουδείς απαγορεύει στον χρήστη να επιλέξει ελεύθερα οποιοδήποτε εναλλακτικό ψαχτήρι.
Η απάντηση στα προηγούμενα από την πλευρά της ενάγουσας αρχής, ο δικηγόρος Κένεθ Ντίντζερ, τόνισε ότι «αυτές οι συμφωνίες που συνάπτει η Google με εταιρείες όπως η Apple και η Samsung λειτουργούν σαν προστατευτικά τείχη. Εμποδίζουν τον ανταγωνισμό και εξουδετερώνουν την τάση για τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία. Με τα συμβόλαιά της, η Google επωφελείται διπλά, αποκομίζοντας έσοδα από τις διαφημίσεις και τα δεδομένα από τις αναζητήσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργεί έναν κλειστό βρόχο συνεχούς ανάδρασης, μέσω του οποίου η Google έχει επιβάλει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα να καταβάλει μεγάλα ποσά προκειμένου να εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση για τη δική της μηχανή αναζήτησης».
Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του, ο δικηγόρος Ντίντζερ, τη δεύτερη μέρα της δίκης, κάλεσε για κατάθεση ενώπιον της έδρας τον Χαλ Βάριαν, επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικών της Google. Ο Ντίντζερ ζήτησε από τον Βάριαν να σχολιάσει τα πορίσματα κάποιων ερευνών που είχε διεξαγάγει η ίδια η Google, ειδικά για το πόσο επικερδής είναι η τοποθέτηση του ψαχτηριού της ως προεπιλογή σε web browsers, smartphones και tablets. Στα ίδια έγγραφα που έθεσε υπόψιν του Βάριαν, ο Κένεθ Ντίντζερ συμπεριέλαβε επίσης αναλυτικά διαγράμματα για την κερδοφορία της Google σε συνάρτηση με το μερίδιο αγοράς που κατέχει στις διαδικτυακές αναζητήσεις.
Τη δεύτερη ημέρα της δίκης, την Τετάρτη 13/9, κατέθεσε ο Κρις Μπάρτον, πρώην εργαζόμενος της Google, ως υπεύθυνος για τις συμφωνίες συνεργασίας με άλλες εταιρείες. Ο Μπάρτον επιβεβαίωσε ότι ο πρωταρχικός στόχος της Google με αυτού του τύπου τα συμβόλαια είναι η εξασφάλιση αποκλειστικότητας για τη μηχανή αναζήτησης. Ο ίδιος πρόσθεσε όμως ότι «το μόνο που επιδιώκει η Google μέσω των συμφωνιών με τους κατασκευαστές συσκευών και τους παρόχους προγραμμάτων πλοήγησης είναι το να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες που έχουν οι χρήστες να γνωρίσουν τις δυνατότητες που προσφέρει η συγκεκριμένη μηχανή αναζήτησης».
Μονοπώλια τέλος;
Ως προς το επίμαχο ζήτημα της αποκλειστικότητας, το πώς αυτή επιτυγχάνεται στην πράξη και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει, ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνωμοδότηση που εξέθεσε στο δικαστήριο ο Αντόνιο Ρέιντζελ, συμπεριφοριστής οικονομολόγος και καθηγητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας. Οπως εξήγησε ο Ρέιντζελ, «αποτελεί κοινό τόπο για τους επιστήμονες ότι οι προεπιλογές σε μια ψηφιακή συσκευή ασκούν ισχυρή επιρροή στις αποφάσεις που λαμβάνει ο καταναλωτής. Συνεπώς, όταν σε έναν υπολογιστή ή ένα smartphone υπάρχει προεπιλεγμένη μια μηχανή αναζήτησης, οι χρήστες τείνουν να την επιλέγουν “σταθερά και κατά κόρον”».
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι στην πορεία της δίκης «US vs Google», στο βήμα του μάρτυρα θα πάρουν θέση πολλοί και διάφοροι εμπειρογνώμονες, ειδικοί κ.λπ. Και, αναλόγως του βαθμού εμπιστευτικότητας και απορρήτου, ενδέχεται κάποιες συνεδριάσεις να διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών. Πάντως, τις εργασίες της δίκης αναμένεται να παρακολουθούν τακτικά, αν και χωρίς να συμμετέχουν, ανώτερα κρατικά στελέχη, συλλέγοντας στοιχεία εν όψει ενδεχόμενων νέων παραπομπών, για υποθέσεις αντίστοιχες με αυτή της Google. Ηδη, άλλωστε, η Εισαγγελία των ΗΠΑ έχει υποβάλει μια δεύτερη μήνυση κατά της Google, αυτή τη φορά με την κατηγορία της αθέμιτης χρήσης μιας συγκεκριμένης διαφημιστικής τεχνολογίας.
Ταυτόχρονα, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο παραπομπής της Meta -δηλαδή του Facebook- με την κατηγορία ότι, εξαγοράζοντας τις εφαρμογές Instagram και WhatsApp, στραγγάλισε κάποια άλλα, παρόμοιου είδους app, επιβάλλοντας έτσι ένα άλλο μονοπώλιο.
Μοιάζει λοιπόν πολύ πιθανόν ότι η δίκη στην οποία σύρεται η Google είναι απλώς η πρώτη από πολλές άλλες που ετοιμάζει το Αμερικανικό Δημόσιο, σε μια προσπάθεια να εξυγιάνει και να ανατάξει το ψηφιακό σύμπαν. Και, πράγματι, αν ο δικαστής Αμίτ Μέτα, ο οποίος αποτελεί προσωπική επιλογή του Μπαράκ Ομπάμα επί προεδρίας του, καταδικάσει την Google, οι ποινές μπορεί να συνεπάγονται από πρόστιμο έως διαταγή υποχρεωτικής αναδιάρθρωσης της εταιρείας. Ασφαλώς όμως οι συμβολικές συνέπειες, ευρύτερα για ολόκληρο τον ψηφιακό κόσμο, θα είναι κρίσιμης σημασίας εφόσον θα συνιστούν δικαστικό προηγούμενο. Παρ’ όλα αυτά, η ειδοποιός διαφορά σε σύγκριση με άλλες, εταιρικού τύπου δίκες είναι η τεχνολογία, η οποία στην περίπτωση της Google σημειώνει αλματώδεις προόδους, σχεδόν από μέρα σε μέρα, καθιστώντας απαρχαιωμένες τις περισσότερες από τις προσαρμογές που ενσωματώνονται στην ασθμαίνουσα και μονίμως υστερούσα στον άνισο αγώνα δρόμου νομοθεσία.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, ενώ στην Ουάσινγκτον η Google καλείται να αποδείξει ότι δεν παρανομεί επιβάλλοντας με την ισχύ του ατελείωτου χρήματος τη μηχανή αναζήτησής της εν είδει μονοπωλίου, η Τεχνητή Νοημοσύνη, μέσω εφαρμογών όπως το ChatGPT εξαπλώνεται τάχιστα. Υποβαθμίζοντας, τρόπον τινά, την αντιδικία μεταξύ ΗΠΑ και Google σε κάτι που μοιάζει κιόλας παρωχημένο.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, ενώ στην Ουάσινγκτον η Google καλείται να αποδείξει ότι δεν παρανομεί επιβάλλοντας με την ισχύ του ατελείωτου χρήματος τη μηχανή αναζήτησής της εν είδει μονοπωλίου, η Τεχνητή Νοημοσύνη, μέσω εφαρμογών όπως το ChatGPT εξαπλώνεται τάχιστα. Υποβαθμίζοντας, τρόπον τινά, την αντιδικία μεταξύ ΗΠΑ και Google σε κάτι που μοιάζει κιόλας παρωχημένο.