30 Δεκ 2023
Βόμβα για την οικονομία...
Ο τουρισμός πήγε, φέτος καλά ή τουλάχιστον έτσι έδειξαν οι ταξιδιωτικές εισπράξεις οι... οποίες σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος στο.. εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023 έφτασαν τα 17,91 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας κατά 11% τα έσοδα του 2019, του έτους-ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό. Τα υψηλά αυτά έσοδα οφείλονται στο ρεκόρ αφίξεων, που στο εννεάμηνο 2023 έφτασαν τα 16,9 εκατ. με αύξηση 2% έναντι του 2019, και στην ενίσχυση του μεριδίου του ελληνικού τουρισμού στη μεσογειακή αγορά στο 25% έναντι του 24% του 2019.
Το ρεκόρ αφίξεων προήλθε ωστόσο αποκλειστικά από την αύξηση των αεροπορικών αφίξεων κατά 14% έναντι του 2019. Οι οδικές αφίξεις από τα Βαλκάνια παρέμειναν και φέτος κατά 8% λιγότερες έναντι του 2019. Και καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία των αεροδρομίων οι αεροπορικές αφίξεις παρέμειναν ψηλά και τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, ο ελληνικός τουρισμός με βάση το δελτίο «Τάσεις του επιχειρείν» της Εθνικής Τράπεζας θα κλείσει τη χρονιά και με νέο ρεκόρ αφίξεων, με αύξηση 4% σε σχέση με το 2019 και με νέο ρεκόρ τουριστικών εισπράξεων, που θα ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ, θα βρεθούν δηλαδή 13% υψηλότερα σε σχέση με το 2019.
Και η μεγάλη φωτιά στη Ρόδο που έκανε τις «διακοπές στην Ελλάδα» αρνητικό πρωτοσέλιδο στη βρετανική εφημερίδα «Daily Mail», οι πλημμύρες στο Πήλιο που στοίχισαν τη ζωή σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι Αυστριακών και η αύξηση κατά 30% που πήραν φέτος οι τιμές των ξενοδοχείων κατά μέσο όρο, με αποτέλεσμα να βγουν οι ελληνικοί προορισμοί εκτός της πρώτης δεκάδας των πιο ελκυστικών μεσογειακών προορισμών value for money, δεν έκαναν ζημιά στον ελληνικό τουρισμό;
Εκαναν και αυτό. Κατά το δελτίο της Εθνικής Τράπεζας, φάνηκε από το γεγονός ότι οι αφίξεις του 2019 δεν ξεπεράστηκαν όλους τους μήνες του καλοκαιριού. Ξεπεράστηκαν τον Ιούλιο κατά 6,5% αλλά ήταν λιγότερες κατά 4% ή κατά 300.000 τον Αύγουστο, τον μήνα που κάηκε η Ρόδος. Ηταν επίσης 6,5% πάνω τον Ιούνιο και 21% τον Οκτώβριο, αλλά μόλις 0,6% πάνω τον Σεπτέμβριο, όταν πλημμύρισε το Πήλιο.
Πτώση της πραγματικής δαπάνης ανά άφιξη
Μεγάλη ζημιά προκάλεσε επίσης η ακρίβεια, οδηγώντας σε πτώση της πραγματικής δαπάνης ανά άφιξη κατά 5% σε σχέση με το 2019 και κατά 16% συγκριτικά με το 2022, όταν η δαπάνη ανά άφιξη είχε καταγράψει αύξηση κατά 11% σε σύγκριση με το 2019. Η πτωτική αυτή τάση της δαπάνης ανά άφιξη είχε γίνει ορατή από την αρχή της τουριστικής περιόδου, όταν πολλοί παράγοντες του κλάδου, μεταξύ των οποίων και η αντιπρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Χριστίνα Παπαδοπούλου-Τετράδη, επισήμαιναν ότι «το μέγεθος των αφίξεων είναι εικονικό για τα ξενοδοχεία» καθώς έρχονται περισσότεροι ξένοι ταξιδιώτες, αλλά λόγω της ακρίβειας πραγματοποιούν λιγότερες διανυκτερεύσεις στη χώρα μας.
Η υψηλή αυτή πτώση της πραγματικής δαπάνης ανά ταξιδιωτική άφιξη δείχνει πάντως τα όρια της δεδηλωμένης στρατηγικής επιλογής της ΝΔ που τα στελέχη της κωδικοποίησαν στη φράση «θέλουμε λιγότερους και πιο πλούσιους τουρίστες», με σκοπό την αύξηση της συμβολής των τουριστικών εσόδων στο ΑΕΠ. Αν συνεχιστεί, συνεπάγεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προσελκύει όλο και περισσότερους ξένους ταξιδιώτες προκειμένου να εξασφαλίζει τα ίδια ή λίγο πιο αυξημένα τουριστικά έσοδα, προοπτική που θα καταστήσει την ελληνική οικονομία ακόμη πιο ευάλωτη στα διάφορα σοκ που επηρεάζουν αρνητικά τις διεθνείς τουριστικές ροές.
Ο αναπτυξιακός νόμος της ΝΔ
Η πολιτική επιλογή της ΝΔ «υπέρ των λιγότερων και πλουσιότερων τουριστών» βρίσκεται αποτυπωμένη στον αναπτυξιακό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη που πέρασε από τη Βουλή τον Ιανουάριο του 2022 και ο οποίος διαφοροποιείται από όλους τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους κατά το ότι στο κομμάτι του τουρισμού:
01 Πριμοδοτεί τη δημιουργία ή ανακαίνιση ξενοδοχείων τεσσάρων και πέντε αστέρων και μόνο, κατευθύνοντας σ’ αυτά όλο το χρήμα και αποκλείοντας τις ξενοδοχειακές μονάδες που έχουν από τρία αστέρια και κάτω.
02 Αυξάνει το ύψος των επιδοτήσεων ως τα δύο τρίτα του κάθε επενδυτικού σχεδίου – σε μια λογική δίνουμε περισσότερα σε λιγότερους.
Κάπως έτσι το 2022 υποβλήθηκαν 562 επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 1,6 δισ. ευρώ στον κλάδο του τουρισμού αλλά, επειδή ο προϋπολογισμός του αναπτυξιακού ήταν μόλις 150 εκατ. ευρώ, έλαβαν στήριξη ένα στα δέκα επενδυτικά σχέδια –ουσιαστικά κάποιοι λίγοι τυχεροί θα κάνουν τη δουλειά τους σε μεγάλο βαθμό με λεφτά του κράτους– ενώ τα υπόλοιπα εννέα σχέδια κατέληξαν στα αζήτητα, με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρές αντιδράσεις, ιδίως από τους ξενοδόχους της Κρήτης.
Αλλά και ο αποκλεισμός των ξενοδοχείων από τα τρία αστέρια και κάτω, σε αντιδιαστολή με ό,τι γινόταν ως τώρα, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), ιδίως μάλιστα επειδή τα ξενοδοχεία με ένα, δύο και τρία αστέρια αντιπροσωπεύουν το 75% των ελληνικών ξενοδοχείων και το σύνολο σχεδόν του ξενοδοχειακού δυναμικού στα μικρά και ακριτικά νησιά, στις ακριτικές περιοχές αλλά και στους ορεινούς προορισμούς.
Μετά την επιμονή του ΣΕΤΕ η κυβέρνηση δέχτηκε να βάλει στον αναπτυξιακό τα ξενοδοχεία τριών αστέρων και τους ξενώνες σε ακριτικές και ορεινές περιοχές και σε μικρά νησιά. Παρά τις αλλαγές στον νόμο όμως, από τις ανακοινώσεις του υπουργείου Ανάπτυξης φαίνεται ότι τα επενδυτικά σχέδια που εγκρίνονται αφορούν κατά κανόνα πεντάστερα και τετράστερα, όχι ξενοδοχεία τριών αστέρων.
Στρατηγική αλλαγή στον ξενοδοχειακό χάρτη
Η στρατηγική επιλογή της ΝΔ υπέρ του τουρισμού πολυτελείας οδηγεί όμως σε μείζονες αλλαγές στον ελληνικό ξενοδοχειακό χάρτη προς όφελος των μεγάλων, διεθνών και μη αλυσίδων και σε βάρος των μικρών ελληνικών ξενοδοχείων, τα οποία είναι περισσότερο συνδεδεμένα με την παραγωγή και την αγορά εργασίας του κάθε τόπου. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ήδη σήμερα μόνο στην Αττική έχουν πραγματοποιήσει απόβαση 18 διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες με 34 brands και έχουν υπερδιπλασιαστεί τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, έχουν αυξηθεί κατά 40% τα ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων, ενώ τα ξενοδοχεία δύο και ενός αστεριού έχουν μειωθεί κατά 18% και 10% αντίστοιχα.
Η ίδια ακριβώς εικόνα καταγράφεται και πανελλαδικά: κατά τη δεκαετία 2013-2023 τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων έχουν υπερδιπλασιαστεί με αύξηση 119%, τα ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων έχουν αυξηθεί κατά 44%, ενώ τα ξενοδοχεία με ένα και δύο αστέρια έχουν μειωθεί κατά 20%.
Ενα μέρος από αυτά τα ξενοδοχεία έχει πέσει θύμα της πανδημίας που συσσώρευσε ζημιές, με αποτέλεσμα τα χρέη να γονατίσουν τους επιχειρηματίες. Τα δύο τελευταία χρόνια πολλά ξενοδοχεία καταλήγουν σε πλειστηριασμό κι εκεί οι τύχες τους διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατηγορία τους και τις δυνατότητες χρηματοδότησης.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Intrum έβγαλε στο σφυρί ένα πακέτο αποτελούμενο από 72 ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, το οποίο αγοράστηκε ευθύς αμέσως από μια κοινοπραξία στην οποία συμμετείχαν το fund SMER του Νίκου Καραμούζη, εταιρεία συμφερόντων του εφοπλιστή Θανάση Λασκαρίδη, και ο ισραηλινός όμιλος Brown. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο βγήκαν στο σφυρί 58 ξενοδοχεία από όλη την Ελλάδα, κατά κύριο λόγο ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ενός και δύο αστέρων, για τα οποία δεν υπάρχουν δυνατότητες χρηματοδότησης και δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν.
ΞΕΕ: «Τα ξενοδοχεία μικρότερων κατηγοριών να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τα πολυτελή»
Ενόψει του κινδύνου να παρακμάσουν και να χαθούν τα ελληνικά ξενοδοχεία ενός, δύο και τριών αστέρων, που αντιπροσωπεύουν το 75% του συνόλου των ξενοδοχείων της χώρας, το 47% των δωματίων και 7.800 μικρές επιχειρήσεις, το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΞΕΕ) ανέθεσε στο Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) να εκπονήσει ειδική έρευνα γι’ αυτές τις κατηγορίες μονάδων φιλοξενίας η οποία παρουσιάστηκε στα μέσα Δεκεμβρίου, ενώ ο πρόεδρός του Αλέξανδρος Βασιλικός επανέφερε το αίτημα για χρηματοδοτική στήριξη των ξενοδοχείων με ένα, δύο και τρία αστέρια, τουλάχιστον με τους ίδιους όρους με τους οποίους παρέχεται στα πολυτελή ξενοδοχεία.
Η έρευνα του ΙΤΕΠ έδειξε ότι τα ξενοδοχεία ενός, δύο και τριών αστέρων, που αντιπροσωπεύουν μικρότερες μονάδες οι οποίες διαθέτουν ως 50 δωμάτια, επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος λειτουργίας και πιέζονται περισσότερο από τον ανταγωνισμό του Αirbnb, έχουν συμπιεσμένους τζίρους και καταλήγουν να δαπανούν υπερδιπλάσιο ποσοστό του τζίρου τους για επενδύσεις ανακαίνισης και συντήρησης σε σχέση με τα ξενοδοχεία των υψηλότερων κατηγοριών.
Τα ξενοδοχεία αυτά έχουν όμως σημαντική συμβολή στις τοπικές οικονομίες, καθώς το 90-94% των συνολικών αγορών τους αφορά ελληνικά προϊόντα και 76-86% των εργαζομένων τους προέρχονται από την τοπική κοινωνία.
Τέλος, έχουν καλύτερες τιμές από τα ξενοδοχεία των υψηλότερων κατηγοριών και φιλοξενούν πολύ περισσότερους Ελληνες επισκέπτες.
«Βλέπουμε ότι δημιουργούνται καινούργια ξενοδοχεία με ποιοτικά χαρακτηριστικά και αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για τη χώρα. Ενας σύνθετος ξενοδοχειακός ιστός απαιτεί και τα ξένα brands και τις μεγάλες επενδύσεις που έχουν την ευθύνη να δείξουν τον δρόμο προς τις διεθνείς τάσεις.
Ωστόσο, δεν μπορεί να μην αναγνώσει κανείς και το γεγονός ότι οι χαμηλότερες κατηγορίες αρχίζουν να συμπιέζονται και πρέπει να αναρωτηθούμε πώς θα είναι η επόμενη δεκαετία» τόνισε μεταξύ των άλλων ο πρόεδρος του ΞΕΕ.
«Τα ξενοδοχεία μικρότερων κατηγοριών, από τα Τζουμέρκα μέχρι τη Νίσυρο, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής φιλοξενίας και πρέπει να έχουν τουλάχιστον τις ίδιες ευκαιρίες και τα ίδια χρηματοδοτικά εργαλεία με τις υπόλοιπες κατηγορίες προκειμένου να κερδίσουν το στοίχημα της μετάβασης προς το αύριο» κατέληξε ο Αλ. Βασιλικός.
Χωρίς μέλλον
Προτού ακόμη μπει το 2024 και αρχίσει να τρέχει ο νέος προϋπολογισμός άρχισαν οι αναθεωρήσεις του. Και μάλιστα από τον ίδιο τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα.
Παραδίδοντας την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας στον πρόεδρο της Βουλής, αμφισβήτησε ουσιαστικά όλες τις προβλέψεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη και πέταξε στον κάδο των αχρήστων τους επικοινωνιακούς της πανηγυρισμούς.
Η έκθεση αναδεικνύει τα κύρια κατά Στουρνάρα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς Μαξίμου και πλατείας Συντάγματος για ευημερούσα οικονομία, κάνοντας συστάσεις οι οποίες πόρρω απέχουν από την προσπάθεια για ευημερία της πλειονότητας της κοινωνίας.
Με τον πληθωριστικό κίνδυνο να μην περιορίζεται, τα επιτόκια να συνεχίζουν στα υψηλότατα σημερινά επίπεδα, την ανάπτυξη να περιορίζεται στο 2,5% το 2024 και στο 2,4% το 2025, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας και με τους κινδύνους, μακροπρόθεσμα, για το δημόσιο χρέος να παραμένουν, το μέλλον δεν προοιωνίζεται ευοίωνο.
Οταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ βρίσκεται μόλις στο 67% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, είμαστε η μοναδική χώρα της ΕΕ που είχαμε μείωση του ονομαστικού μισθού την τελευταία δεκαετία, βρισκόμαστε στην καθόλου τιμητική 23η θέση στην κατανάλωση και το brain drain συνεχίζεται ακάθεκτο, μόνο ευχαριστημένη δεν μπορεί να είναι η ελληνική κοινωνία από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Ταυτόχρονα τα μηνύματα από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορούν να χαροποιούν κανέναν, όταν από τις αρχές του 2024 ξαναγυρνάμε στο ασφυκτικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας με δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και δημοσιονομικό χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Και σε αυτά συμφώνησε και ο κ. Χατζηδάκης, πανηγυρίζοντας για το ότι από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος θα εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες. Απλώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη χαίρεται γιατί φτωχοποιεί ακόμη περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά...
Μαριάννα Τόλια
documentonews.gr