To 2024 θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία, με την ελληνική κυβέρνηση να φέρεται αναγκασμένη να λάβει μια σειρά από σοβαρές αποφάσεις σε δημοσιονομικό.. επίπεδο, δεδομένου ότι επιστρέφει το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Σημειωτέον ότι το χρέος σε απόλυτα μεγέθη έχει εκτιναχθεί, το γεωπολιτικό ρίσκο εντείνεται λόγω των πολέμων σε Ουκρανία και Ισραήλ, ενώ οι πολίτες ακόμη παλεύουν με διαρθρωτικές αδυναμίες του εγχώριου οικονομικού συστήματος.
Όλα τα παραπάνω είναι γνωστά στον αρθρογράφο της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, Gerd Höhler, που σπεύδει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δαμόκλειο σπάθη που επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων πολιτών…
Οπότε καλοί οι πηχυαίοι τίτλοι περί καλύτερης οικονομίας… -μας έλειψαν, είναι η αλήθεια- αλλά μάλλον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Το επαχθές χρέος...
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει στο σχόλιό του ο κ. Höhler, «Πριν από οκτώ χρόνια, η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας.
Πλέον, η πρώην υποψήφια για πτώχευση χώρα φαίνεται να έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, με την ανάκτηση και της επενδυτικής βαθμίδας - και αυτή είναι μια αξιοσημείωτη επιστροφή.
Όμως οι πολιτικοί στην Αθήνα δεν πρέπει να επαναπαυτούν στις δάφνες τους.
Η χώρα εξακολουθεί να βαρύνεται τρομακτικά από την κληρονομιά των χρόνων της κρίσης.
Το μεγαλύτερο βάρος είναι το τεράστιο βουνό του χρέους, που αντιπροσωπεύει 1,6 φορές τη φετινή οικονομική παραγωγή.
Βέβαια, το χρέος θεωρείται βιώσιμο επειδή πάνω από το 70% των υποχρεώσεων βαρύνουν δημόσιους πιστωτές όπως τα ταμεία διάσωσης του ευρώ, ESM και EFSF.
Οι όροι του δανείου είναι μεγάλοι και τα επιτόκια εξυπηρέτησης χαμηλά.
Η χώρα μέχρι στιγμής δεν έχει καταβάλει καθόλου τόκους για τα δάνεια του EFSF, συνολικού ύψους 97 δισεκατομμυρίων ευρώ, από το 2013.
Η εξυπηρέτησή τους έχει λάβει αναστολή μέχρι το τέλος του 2032.
Αλλά τότε οι Έλληνες μπορεί να υποστούν ξανά ένα απότομο και άγριο ξύπνημα.
Οι πληρωμές τόκων που θα έχουν προκύψει μέχρι τότε θα ανέρχονται σε περίπου 25 δισ. ευρώ.
Όταν ληφθούν υπόψη στις αρχές του 2033, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας είναι πιθανό να αυξηθεί ξαφνικά κατά οκτώ έως δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Η ανάγκη για αναχρηματοδότηση θα αυξηθεί αναλόγως.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι δανειστές θα δίνουν στην Αθήνα συνεχώς νέες αναβολές.
Αυτό είναι δυνατό.
Αλλά, Έλληνες, δεν πρέπει να βασίζεστε σε αυτό, γιατί κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι η πολιτική ισορροπία δυνάμεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών των χωρών του ευρώ σε οκτώ χρόνια».
Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη είναι απαραίτητες
Σύμφωνα με τη Handelsblatt, προκειμένου να μετριαστεί το επικείμενο σοκ επιτοκίων, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει το χρέος της το συντομότερο δυνατό τα επόμενα χρόνια.
Προϋπόθεση για αυτό είναι μια συνετή δημοσιονομική πολιτική που θα επιτρέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα και επενδύσεις που προάγουν τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
«Από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης του συντηρητικού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στα μέσα του 2019, οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί κατά 44% χάρη στις φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 57% μόνο πέρυσι.
Αλλά υπάρχει ακόμα κάτι που πρέπει να προσεχθεί.
Κατά μέσο όρο στην ΕΕ, οι επενδύσεις αντιπροσωπεύουν το 23% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Στην Ελλάδα είναι μόλις 14%.
Για να καλύψει το χάσμα, η κυβέρνηση στην Αθήνα πρέπει να εφαρμόσει περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως στην εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σύστημα.
Οι επενδυτές χρειάζονται ειδικευμένους υπαλλήλους, μη περίπλοκες και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες έγκρισης και εγγυήσεις ασφαλείας σε ό,τι αφορά την απονομή δικαιοσύνης.
Οι πιθανότητες προόδου είναι καλές.
Ο Μητσοτάκης γνωρίζει τα προβλήματα και έχει υποσχεθεί μια "επιθετική ατζέντα μεταρρυθμίσεων".
Στις εκλογές του Ιουνίου, ο πρωθυπουργός υπερασπίστηκε την απόλυτη κοινοβουλευτική του πλειοψηφία.
Και από τη σημερινή προοπτική, δεν είναι σαφές ποιος θα μπορούσε να τον αμφισβητήσει για τρίτη θητεία το 2027.
Στην τελευταία δημοσκόπηση, οι κυβερνώντες Συντηρητικοί βρίσκονται στο 39%.
Το ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης πήρε μόνο 15,5%» καταλήγει ο Hohler, με τις απόψεις του να ταυτίζονται απόλυτα με αυτές του Bankingnews.
Ίδωμεν…
www.bankingnews.gr