Ως Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου είναι γνωστή η ένοπλη ανατροπή της Κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλου την 21η Απριλίου του 1967 από ομάδα αξιωματικών υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Πυροβολικού Γεωργίου Παπαδόπουλου, του ταξίαρχου Τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Πυροβολικού Νικόλαου Μακαρέζου, με τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων της Αττικής. Με το πραξικόπημα καταλύθηκε στην Ελλάδα το δημοκρατικό πολίτευμα και επιβλήθηκε στρατιωτική δικατατορία, που διάρκεσε με εναλλαγή διαφόρων κυβερνήσεων ως τις 24 Ιουλίου 1974. Στις 20 Ιουλίου του 1974, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο προκάλεσε την κατάρρευση της τελευταίας δικτατορικής κυβέρνησης, της Κυβέρνησης Ανδρουτσόπουλου, και την ορκωμοσία στις 24 Ιουλίου της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή, η οποία επανέφερε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975, χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 ως πραξικόπημα. Οι τρεις πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως στασιαστές, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια με απόφαση της Κυβέρνησης Καραμανλή. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1946-49 και την ήττα του ελεγχόμενου από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Δημοκρατικού Στρατού, εγκαθιδρύθηκε στη χώρα ένα πλέγμα εξουσίας με ισχυρούς πόλους του τη Δεξιά ως κυρίαρχη ανάμεσα στους νικητές του Εμφυλίου, τη Βασιλεία, τις Ένοπλες Δυνάμεις, το μεγάλο Κεφάλαιο (επιχειρηματικοί όμιλοι Ανδρεάδη, Νιάρχου, Ωνάση, Πάππας) και τους Αμερικανούς.[1] Πολιτικό δόγμα του πλέγματος αυτού μέσα στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου ήταν η καταπολέμηση του Κομμουνισμού και της σοβιετικής επιρροής στην Ελλάδα, και η διατήρηση της χώρας οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στον Δυτικό Κόσμο και ειδικότερα στο ΝΑΤΟ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως η απαγόρευση του ΚΚΕ, ποικίλες διώξεις και εκτόπιση αντιφρονούντων με διοικητικές αποφάσεις, ο έλεγχος της ενημέρωσης κ.λπ. Οι πιο ακραίοι εκπρόσωποι αυτού του πλέγματος στον στρατό, στην αστυνομία, στη χωροφυλακή, στην ΚΥΠ και στην CIAθεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δε λάμβαναν επαρκή μέτρα κατά του Κομμουνισμού και είχαν ουσιαστικά αυτονομήσει τη δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος». Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής κατά τις δεκαετίες '50 και '60 δε στάθηκε δυνατόν να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία, είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, νομίζοντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί. Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως ένα βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής ΑριστεράςΓρηγόρη Λαμπράκη το 1963.
Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών ομάδων αυτών εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε. Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρουστις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας του Ανδρέα Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.
Την ίδια στιγμή οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές.Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζοςσυναντήθηκαν στο αρχηγείο των τεθωρακισμένων στο Γουδί, στις 11.30΄ της Πέμπτης 20ης Απριλίου. Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι [2] και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο, το πραξικόπημα είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1 π.μ. Ο λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του συνταγματάρχη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Την ίδια μέρα, ο αρχηγός Στρατού Γρηγόριος Σπαντιδάκης κάλεσε σε σύσκεψη 6 αντιστράτηγους, τους πιο έμπιστους, και τους τόνισε ότι έφτασε η ώρα για επέμβαση του στρατού. Όλοι συμφώνησαν μαζί του και τον εξουσιοδότησαν να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο και να του ζητήσει εκ μέρους όλων να δώσει την εντολή εκτέλεσης του σχεδίου "Ιέραξ ΙΙ" για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Κανόνισαν νέα σύσκεψη έπειτα από ένα τετραήμερο, για τη Δευτέρα 24 Απριλίου, αν μέχρι τότε ο βασιλιάς δεν είχε διατάξει να γίνει το πραξικόπημα. Η CIA ήταν πλήρως ενημερωμένη για το περιεχόμενο της σύσκεψης των στρατηγών.
Σύμφωνα με αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας μαρτυρίες από τον κύκλο των πραξικοπηματιών και δη του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος είχε τη μικρότερη γνώση των πραγματικών παρασκηνίων της συνωμοσίας, ο αντιστράτηγος Ζωιτάκης ενημέρωσε τον Νικόλαο Μακαρέζο για την απόφαση των στρατηγών να στείλουν τον Σπαντιδάκη στον Κωνσταντίνο κι έτσι οι συνταγματάρχες αποφάσισαν να κάνουν το δικό τους πραξικόπημα την ίδια κιόλας νύχτα, για να προλάβουν το πραξικόπημα των στρατηγών.
Στάση του βασιλιά
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τους ήχους των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου,[4] καθώς η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 1.50΄ το πρωί, όταν ο αρχηγός της αστυνομίας Αρχοντουλάκης τηλεφώνησε στον υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη, στο σπίτι του στην Πολιτεία, λέγοντάς του ότι βλέπει «περίεργες κινήσεις στην πολη» και ότι εκείνη τη στιγμή παραβίαζαν την πόρτα του.[5] Ο Ράλλης κατευθύνθηκε στο τμήμα Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής στο Μαρούσι, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με τον βασιλιά.[6] Ο βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα. Ο Ράλλης έστειλε σήμα στον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη, να διαβιβάσει αντίστοιχες εντολές στο Α΄ και Β΄ Σώμα Στρατού, να κινηθούν τάχιστα προς την Αθήνα και να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση από στατιαστές.[7] Το σχέδιο Προμηθεύς όμως είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να σπεύσει να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ. Ο στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς στο τηλέφωνο ότι ο βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη[8].
Η σύζυγος του Κανελλόπουλου πρόλαβε επίσης κατά τη σύλληψη του συζύγου της να ειδοποιήσει τηλεφωνικά τον ανιψιό της Διονύση Λιβανό. Με ενέργειες του Λιβανού και της συζύγου του ειδοποιήθηκε ο πρέσβυς των Η.Π.Α. στην Αθήνα και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Πρωθυπουργού, ναύαρχος ε.α. Αθανάσιος Σπανίδης, ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε τον Ναύσταθμο, έπεισε τους αξιωματικούς του να τεθούν σε συναγερμό και εισηγήθηκε στον Κωνσταντίνο να μεταβεί με τον στόλο στην Κρήτη για να σχηματίσει εκεί νόμιμη κυβέρνηση.[9] Οι αξιωματικοί του Ναυστάθμου διατάχθηκαν όμως από τον βασιλιά να παραμείνουν σε αναμονή περαιτέρω διαταγών, τις οποίες ποτέ δεν έλαβαν.[10]
Στις 5.30΄ το πρωί, ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε».[11]
Στις 6.30΄ το πρωί της 21ης Απριλίου, ο ραδιοφωνικός σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε να μεταδίδει την ανακοίνωση: "Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνησιν της χώρας. Ακολούθησε η ανάγνωση υποτιθέμενου βασιλικού διατάγματος:
"Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων.
Έχοντες υπ' όψιν το άρθρον 91 του Συντάγματος και κατόπιν εισηγήσεως της Κυβερνήσεως, αναστέλλομεν τας διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 18, 20, 95 και 97 του εν ισχύι Συντάγματος καθ' όλον το Κράτος λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων. Ο ημέτερος επί των Εσωτερικών Υπουργός δημοσιεύσει και εκτελέσει το διάταγμα τούτο.
Εν Αθήναις τη 21η Απριλίου 1967
Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων
Το υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος, τα μέλη..."
Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:
- Ότι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
- Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
- Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
- Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
- Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
- Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στη συνέχεια επήλθε η πειθαρχημένη διαβίωση:
"Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων
Μέχρι νεωτέρας διαταγής απαγορεύεται η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος
Μέχρι νεωτέρας διαταγής διακόπτονται τα μαθήματα των σχολείων...".
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν τον σχηματισμό κυβέρνησης[12]. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε: "Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν!"[13]. Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στον βασιλιά να αντιταχθεί στο πραξικόπημα, ο βασιλιάς, όμως, απάντησε ότι δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν και ότι θα είχαν αιματοχυσία .