7 Μαΐ 2025

Να μια καλή έκπληξη μέσα στη μετριότητα που κυκλοφορεί!

 


Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο Καιρός των Τρελών» του Σπύρου Λίτσα, που αναμένεται σύντομα στα βιβλιοπωλεία, από τις Εκδόσεις Αγγελάκη

Ξέρω το σπίτι. Έχω βρει από καιρό και

την κατάλληλη κρυψώνα. Έχω έρθει κι άλλες νύχτες εδώ, πολλές. Δεν κουβαλάω φλάουτο, για να µαγεύω µε τις νότες µου, ούτε χαµογελώ στους ξένους, γιατί πολύ απλά δεν µε βλέπει κανείς τους. Δεν θέλω να µε δουν, θέλω εγώ να τους βλέπω.

Έχω σταθεί πολλές φορές στην κρυψώνα για ώρες. Άλλες φορές άδικα µέχρι την αυγή και άλλες φορές βλέποντας τη µικρή. Δεν κάνω κάτι. Παραµονεύω. Σαν τα όρνια στο βουνό. Περιµένω. Δεν αποφασίζω εγώ πότε θα απλώσω το χέρι κρατώντας το µαχαίρι. Κάθε φορά είναι το ίδιο. Διαλέγω πού θα χτυπήσω. Ξυπνώ και νιώθω πως είναι η κατάλληλη µέρα, δίχως να ρωτώ. Χτυπώ το βράδυ. Όπως τα όρνια. Ποτέ το πρωί. Χτυπώ εκεί που έχω βρει από καιρό και που έχω προετοιµάσει την κάθε λεπτοµέρεια. Όχι σαν τα όρνια, γιατί αυτά αφήνονται στην Τύχη και στο ένστικτο. Δεν µου αρέσει η Τύχη και δεν αφήνω τίποτε στα χέρια αυτής. Πιστεύω στη Μοίρα. Στο αναπόφευκτο, όχι στο τυχαίο. Δεν ήµουν έτσι. Έγινα. Έµαθα να περιµένω. Και όταν η Μοίρα µε καλεί δεν υπάρχει χώρος για λάθος. Λάθος δεν έχω κάνει ποτέ. Από την πρώτη φορά, τότε το ’43 στην Κατοχή. Δεν ήταν πάνω από οκτώ ετών. Αγόρι. Οι περισσότεροι πίστεψαν πως το έκαναν οι Ιταλοί που είχαν το στρατόπεδό τους µέσα στην Καστοριά και γύριζαν ψάχνοντας αντάρτες, κοπέλες και πλιάτσικο. Μπορεί και να τους πρόλαβα. Μπορεί κάποια ηµέρα, κάποιος να σήκωνε το όπλο του για να σκοτώσει την ανία. Μπορεί κι αυτός να ήταν στρατιώτης της Μοίρας. Δεν ξέρω. Μόνο η Μοίρα ξέρει. Πιάνω ασυναίσθητα τη λαβή του µαχαιριού που έχω περάσει στη ζώνη. Ξύλινη. Νοτισµένη από την υγρασία. Ακόνισα τη µεγάλη λεπίδα το µεσηµέρι, βλέποντας τη βροχή να χάνεται στον σκοτεινό ορίζοντα της λίµνης, τρώγοντας λίγο ψωµί και σταφίδες.

[…]

Κλείνω τα µάτια και συγκεντρώνω όλη µου την προσοχή στα βήµατα που αντηχούν στο µονοπάτι που οδηγεί προς τις καλαµιές. Γρήγορα, κοφτά, ελαφρά. Βήµατα µικρού κοριτσιού. Το ξέρω. Το ξέρει και η Μοίρα. Αφήνω το σκοτάδι να µε οδηγήσει προς τις καλαµιές. Τα πόδια µου τυλιγµένα µε πανιά δεν κάνουν τον παραµικρό θόρυβο. Δεν χρειάζεται να δω το κορίτσι. Η µορφή της έχει αποτυπωθεί στο µυαλό µου. Την έχω δει τόσες πολλές φορές. Ψηλή για την ηλικία της µε χοντρές ξανθές πλεξούδες. Δεν ξέρω σε ποιον από τους δυο γονείς µοιάζει και δεν έχει καµία σηµασία. Το µόνο που µετρά τώρα είναι να καταφέρω να φτάσω κοντά της, δίχως να µε ακούσει και σηκώσει το χωριό µε τις φωνές της. Δίχως τον παραµικρό θόρυβο κινούµαι προς το µέρος της. Το παγωµένο χώµα απορροφά τα βήµατά µου. Τα πανιά µε τα οποία έχω καλύψει τα πόδια µου είναι µούσκεµα, φέροντάς µου έντονο πόνο από το κρύο, αλλά κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Κινούµαι µέσα στη νύχτα λες και είµαι µέρος αυτής. Ένας νέος λυγµός πάει να ανέβει προς το λαρύγγι µου, αλλά πλέον έχω πλήρη έλεγχο του εαυτού µου. Το κορίτσι το βρίσκω µε τα γόνατα λυγισµένα να κοιτά προς τη λίµνη. Διστάζω για µια µόνο στιγµή. Λες και δεν φοβάται το σκοτάδι, λες και αψηφά τους θρύλους του Μαύροβου για τα στοιχειά που χορεύουν µέσα στις καλαµιές τα βράδια δίχως φεγγάρι και παίρνουν τα παιδιά που ξεχνιούνται έξω από το σπίτι τους την ώρα που πέφτει η νύχτα. Νιώθω να τη θαυµάζω. Είναι γενναία αλλά και άτυχη, αφού γεννήθηκε τον Καιρό των Τρελών, µε τους ανθρώπους να έχουν βαλθεί να εξολοθρεύσουν ο ένας τον άλλο µέχρι ενός. Όχι, δεν τη θαυµάζω, τώρα που το σκέφτοµαι ξανά, καθώς την πλησιάζω γρήγορα. Τη ζηλεύω. Γιατί εγώ φοβάµαι. Τις σκιές που µε κυνηγούν, τις φωνές που µε καλούν, τις απαιτήσεις της Μοίρας. Φοβάµαι τον Καιρό των Τρελών, το νέο τέλος που θα έρθει αργά ή γρήγορα ξανά, αφού αυτή εδώ η µικρή δεν θα είναι η τελευταία απαίτηση της Μοίρας. Το ξέρω! Καστοριά 1947. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Μέσα στην ομίχλη του Εμφυλίου μικρά παιδιά δολοφονούνται. Δύο διαφορετικοί κόσμοι συνεργάζονται. Ένας αστυνομικός από το Εγκληματολογικό της Αθήνας και ένας δόκιμος αξιωματικός του Δημοκρατικού Στρατού φθάνουν στην Καστοριά προσποιούμενοι τους εμπόρους, με αποστολή να σταματήσουν το κακό. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανό της πόλης,  οι δύο άντρες προσπαθούν να συνθέσουν τα κομμάτια ενός παζλ γεμάτου μυστικά, παλιές αλήθειες και αμέτρητους κινδύνους. Η πόλη όμως ψελλίζει τους δικούς της ασύνδετους ψίθυρους, το επόμενο θύμα έχει ήδη βρεθεί και οι σκιές χορεύουν ξέφρενα στον σκοτεινό Καιρό των Τρελών…

Ο Σπύρος Λίτσας είναι Καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων και Δ/ντής του Μεταπτυχιακού προγράμματος «Διεθνείς Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει διδάξει Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική σε Πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σκέφτεται διαρκώς την επόμενη επιστημονική του μονογραφία και λατρεύει την Κρήτη, τα ηλιοβασιλέματα της Θεσσαλονίκης, την αμερικανική Jazz και τη βροχή στον αγγλικό Βορρά. «Ο Καιρός των Τρελών» είναι το δεύτερό του μυθιστόρημα μετά «Το Κρυφτό». 

 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη