Ουάσιγκτον ανταπόκριση
Είναι κάτι που συζητείται μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων του ΔΝΤ κάτι της Κομισιόν εδώ και καιρό. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν με προσοχή, την πορεία της ελληνικής οικονομίας — αλλά και με αυξανόμενη ανησυχία.

Αγγελική Παπαμιλτιάδουa.papamiltiadou@euro2day.gr
Το ΔΝΤ στην έκθεση του ήταν «προσεκτικά αισιόδοξο». Όμως, όταν υπάρχουν διεθνή φόρα όπως η ετήσια σύνοδος του Ταμείου, όπου αναλυτές, υπουργοί οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες από όλο τον κόσμο είναι έτοιμοι να μιλήσουν και να συζητήσουν με τους δημοσιογράφους, κάποια πράγματα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Γιατί πολύ απλά θα τα βρούμε μπροστά μας... από του χρόνου.
Συνομιλήσαμε με αρκετούς αξιωματούχους και όλοι προειδοποιούν ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη των τελευταίων ετών ίσως αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί, όταν σταματήσει η ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που σήμερα στηρίζουν την ελληνική οικονομία.
Ανάκαμψη που στηρίζεται στα ευρωπαϊκά χρήματα
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ελλάδα καταγράφει μία από τις ισχυρότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη. Η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά περίπου 2,0–2,3% το 2025, ξεπερνώντας πολλές άλλες χώρες της ΕΕ και υπερβαίνοντας σημαντικά τις προβλέψεις πριν από την πανδημία.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της δυναμικής οφείλεται σε έκτακτες ευρωπαϊκές εισροές. Μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 15% του ΑΕΠ της χώρας — εκ των οποίων 17,4 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ χαμηλότοκα δάνεια.
Τα κονδύλια αυτά χρηματοδοτούν έργα πράσινης μετάβασης, ψηφιακού μετασχηματισμού και υποδομών, καθώς και μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ, οι εισροές από το RRF προσθέτουν 1,3 έως 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στο ετήσιο ΑΕΠ. Δηλαδή, χωρίς το RRF, η ελληνική ανάπτυξη θα κινούνταν κοντά στο 1%.
Ο λεγόμενος «γκρεμός ανάπτυξης»
Η ενίσχυση αυτή είναι προσωρινή. Οι εκταμιεύσεις του RRF ολοκληρώνονται το 2026. Η Έκθεση του ΔΝΤ (Άρθρο IV, 2025) αναγνωρίζει την πρόοδο της Ελλάδας, αλλά προειδοποιεί ότι «η τρέχουσα αναπτυξιακή πορεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τωρινές επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ». Το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να αξιοποιήσει το διάστημα αυτό «για να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια και να ενισχύσει το επιχειρηματικό περιβάλλον».
Ανάλογες εκτιμήσεις περιλαμβάνει και η Εαρινή Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025, η οποία προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης από 2,2% το 2025 σε περίπου 1,3% το 2027, εάν δεν υπάρξει ουσιαστική αντιστάθμιση από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι οίκοι αξιολόγησης συμμερίζονται την ανησυχία:
• Η Fitch Ratings (Μάιος 2025) τόνισε ότι «η λήξη των εκταμιεύσεων του RRF θα δοκιμάσει τη βιωσιμότητα της ελληνικής δημοσιονομικής και αναπτυξιακής πορείας».
• Η Moody’s προβλέπει «επιβράδυνση της ανάπτυξης γύρω στο 1,2%» μετά το τέλος των κονδυλίων, εκτός αν υπάρξει σημαντική άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων.
Δομικές αδυναμίες κεκλεισμένων των θυρών
Πίσω από τους ισχυρούς τίτλους ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες προκλήσεις που τα κοινοτικά κονδύλια δεν μπορούν να επιλύσουν από μόνα τους:
• Χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις: παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
• Ασθενής παραγωγικότητα: τα έργα ψηφιακής και πράσινης μετάβασης δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί σε ευρύτερη αύξηση της παραγωγικότητας.
• Δημογραφική πίεση: ο πληθυσμός μειώνεται και γηράσκει, περιορίζοντας την προσφορά εργασίας.
• Γραφειοκρατία και καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη: εξακολουθούν να αποθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις.
• Υψηλό δημόσιο χρέος: αν και μειώνεται, παραμένει κοντά στο 150% του ΑΕΠ, περιορίζοντας τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Εάν τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπιστούν ουσιαστικά, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε ένα «μετα-χρηματοδοτικό τέλμα», όταν σταματήσουν οι ισχυρές εξωτερικές ροές κεφαλαίων, προειδοποιούν υψηλά ιστάμενες πηγές της Κομισιόν.
Τι θα συμβεί όταν τελειώσουν τα κονδύλια;
Η μετάβαση αυτή αποτελεί κρίσιμο τεστ. Τα ευρωπαϊκά κεφάλαια πρόσφεραν στην Αθήνα χρόνο και σταθερότητα, ενισχύοντας τις επενδύσεις και την εμπιστοσύνη των αγορών. Το ζητούμενο τώρα είναι να μετατραπεί αυτή η εξωτερική ώθηση σε αυτοδύναμη, βιώσιμη ανάπτυξη.
Το ΔΝΤ και η ΕΕ τονίζουν ότι αυτό προϋποθέτει πέντε βασικές κατευθύνσεις:
1. Προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στη μεταποίηση, την τεχνολογία και τις υποδομές.
2. Αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, ώστε να δημιουργηθεί μόνιμη παραγωγική βάση και όχι πρόσκαιρη δαπάνη.
3. Απλούστευση ρυθμίσεων και διαδικασιών Δικαιοσύνης για ταχύτερη επιχειρηματική δραστηριότητα.
4. Ενίσχυση συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και προγράμματα κατάρτισης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
5. Διεύρυνση των εξαγωγών πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία.
Η Ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποδώσουν, η χώρα μπορεί να διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναμική και μετά το 2026. Αν όχι, όμως, η οικονομία ενδέχεται να αντιμετωπίσει τον λεγόμενο «γκρεμό ανάπτυξης» και νέα δημοσιονομική πίεση.
Ένα «στενό» παράθυρο ευκαιρίας
Προς το παρόν, το RRF έχει δώσει στην Ελλάδα μια δεύτερη ευκαιρία να ανασυγκροτήσει την οικονομία της. Όμως, όπως τονίζουν ευρωπαίοι αξιωματούχοι, «τα προσωρινά κονδύλια δεν χτίζουν μόνιμη οικονομία».
Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν εάν η χώρα θα μετατρέψει αυτήν τη μοναδική χρηματοδοτική στήριξη σε διαρκή ευημερία — ή αν, με το τέλος των ευρωπαϊκών πόρων, θα αποκαλυφθεί μια οικονομία που εξακολουθεί να στηρίζεται σε εξωτερικά στηρίγματα.
Το ΔΝΤ, η ΕΕ και οι αγορές θα παρακολουθούν στενά. Και μαζί τους, και οι επενδυτές.
Το ΔΝΤ στην έκθεση του ήταν «προσεκτικά αισιόδοξο». Όμως, όταν υπάρχουν διεθνή φόρα όπως η ετήσια σύνοδος του Ταμείου, όπου αναλυτές, υπουργοί οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες από όλο τον κόσμο είναι έτοιμοι να μιλήσουν και να συζητήσουν με τους δημοσιογράφους, κάποια πράγματα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Γιατί πολύ απλά θα τα βρούμε μπροστά μας... από του χρόνου.
Συνομιλήσαμε με αρκετούς αξιωματούχους και όλοι προειδοποιούν ότι η εντυπωσιακή ανάπτυξη των τελευταίων ετών ίσως αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί, όταν σταματήσει η ροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που σήμερα στηρίζουν την ελληνική οικονομία.
Ανάκαμψη που στηρίζεται στα ευρωπαϊκά χρήματα
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ελλάδα καταγράφει μία από τις ισχυρότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη. Η οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά περίπου 2,0–2,3% το 2025, ξεπερνώντας πολλές άλλες χώρες της ΕΕ και υπερβαίνοντας σημαντικά τις προβλέψεις πριν από την πανδημία.
Ωστόσο, μεγάλο μέρος αυτής της δυναμικής οφείλεται σε έκτακτες ευρωπαϊκές εισροές. Μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 15% του ΑΕΠ της χώρας — εκ των οποίων 17,4 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ χαμηλότοκα δάνεια.
Τα κονδύλια αυτά χρηματοδοτούν έργα πράσινης μετάβασης, ψηφιακού μετασχηματισμού και υποδομών, καθώς και μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ, οι εισροές από το RRF προσθέτουν 1,3 έως 1,7 ποσοστιαίες μονάδες στο ετήσιο ΑΕΠ. Δηλαδή, χωρίς το RRF, η ελληνική ανάπτυξη θα κινούνταν κοντά στο 1%.
Ο λεγόμενος «γκρεμός ανάπτυξης»
Η ενίσχυση αυτή είναι προσωρινή. Οι εκταμιεύσεις του RRF ολοκληρώνονται το 2026. Η Έκθεση του ΔΝΤ (Άρθρο IV, 2025) αναγνωρίζει την πρόοδο της Ελλάδας, αλλά προειδοποιεί ότι «η τρέχουσα αναπτυξιακή πορεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τωρινές επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ». Το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να αξιοποιήσει το διάστημα αυτό «για να προσελκύσει ιδιωτικά κεφάλαια και να ενισχύσει το επιχειρηματικό περιβάλλον».
Ανάλογες εκτιμήσεις περιλαμβάνει και η Εαρινή Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2025, η οποία προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης από 2,2% το 2025 σε περίπου 1,3% το 2027, εάν δεν υπάρξει ουσιαστική αντιστάθμιση από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι οίκοι αξιολόγησης συμμερίζονται την ανησυχία:
• Η Fitch Ratings (Μάιος 2025) τόνισε ότι «η λήξη των εκταμιεύσεων του RRF θα δοκιμάσει τη βιωσιμότητα της ελληνικής δημοσιονομικής και αναπτυξιακής πορείας».
• Η Moody’s προβλέπει «επιβράδυνση της ανάπτυξης γύρω στο 1,2%» μετά το τέλος των κονδυλίων, εκτός αν υπάρξει σημαντική άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων.
Δομικές αδυναμίες κεκλεισμένων των θυρών
Πίσω από τους ισχυρούς τίτλους ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει χρόνιες προκλήσεις που τα κοινοτικά κονδύλια δεν μπορούν να επιλύσουν από μόνα τους:
• Χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις: παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
• Ασθενής παραγωγικότητα: τα έργα ψηφιακής και πράσινης μετάβασης δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί σε ευρύτερη αύξηση της παραγωγικότητας.
• Δημογραφική πίεση: ο πληθυσμός μειώνεται και γηράσκει, περιορίζοντας την προσφορά εργασίας.
• Γραφειοκρατία και καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη: εξακολουθούν να αποθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις.
• Υψηλό δημόσιο χρέος: αν και μειώνεται, παραμένει κοντά στο 150% του ΑΕΠ, περιορίζοντας τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Εάν τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπιστούν ουσιαστικά, η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε ένα «μετα-χρηματοδοτικό τέλμα», όταν σταματήσουν οι ισχυρές εξωτερικές ροές κεφαλαίων, προειδοποιούν υψηλά ιστάμενες πηγές της Κομισιόν.
Τι θα συμβεί όταν τελειώσουν τα κονδύλια;
Η μετάβαση αυτή αποτελεί κρίσιμο τεστ. Τα ευρωπαϊκά κεφάλαια πρόσφεραν στην Αθήνα χρόνο και σταθερότητα, ενισχύοντας τις επενδύσεις και την εμπιστοσύνη των αγορών. Το ζητούμενο τώρα είναι να μετατραπεί αυτή η εξωτερική ώθηση σε αυτοδύναμη, βιώσιμη ανάπτυξη.
Το ΔΝΤ και η ΕΕ τονίζουν ότι αυτό προϋποθέτει πέντε βασικές κατευθύνσεις:
1. Προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, ιδίως στη μεταποίηση, την τεχνολογία και τις υποδομές.
2. Αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, ώστε να δημιουργηθεί μόνιμη παραγωγική βάση και όχι πρόσκαιρη δαπάνη.
3. Απλούστευση ρυθμίσεων και διαδικασιών Δικαιοσύνης για ταχύτερη επιχειρηματική δραστηριότητα.
4. Ενίσχυση συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και προγράμματα κατάρτισης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.
5. Διεύρυνση των εξαγωγών πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία.
Η Ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αν οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποδώσουν, η χώρα μπορεί να διατηρήσει την αναπτυξιακή δυναμική και μετά το 2026. Αν όχι, όμως, η οικονομία ενδέχεται να αντιμετωπίσει τον λεγόμενο «γκρεμό ανάπτυξης» και νέα δημοσιονομική πίεση.
Ένα «στενό» παράθυρο ευκαιρίας
Προς το παρόν, το RRF έχει δώσει στην Ελλάδα μια δεύτερη ευκαιρία να ανασυγκροτήσει την οικονομία της. Όμως, όπως τονίζουν ευρωπαίοι αξιωματούχοι, «τα προσωρινά κονδύλια δεν χτίζουν μόνιμη οικονομία».
Οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν εάν η χώρα θα μετατρέψει αυτήν τη μοναδική χρηματοδοτική στήριξη σε διαρκή ευημερία — ή αν, με το τέλος των ευρωπαϊκών πόρων, θα αποκαλυφθεί μια οικονομία που εξακολουθεί να στηρίζεται σε εξωτερικά στηρίγματα.
Το ΔΝΤ, η ΕΕ και οι αγορές θα παρακολουθούν στενά. Και μαζί τους, και οι επενδυτές.