17 Νοε 2025
Η μεγάλη εισβολή των funds στα ιδιωτικά σχολεία: Η εκπαίδευση ως νέα «χρηματαγορά»
Εκπαίδευση με όρους επενδυτικού προϊόντος: Αν η εκπαίδευση μετατραπεί σε «γραμμή παραγωγής» αποφοίτων με ISO αριστείας, τότε θα έχουμε χάσει κάτι πιο πολύτιμο από οποιοδήποτε οικονομικό όφελος: την ψυχή του σχολείοΗ είδηση πέρασε ίσως αθόρυβα από τα ελληνικά μέσα,όμως σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν σεισμός: ο εκπαιδευτικός όμιλος Nord Anglia Education εξαγοράστηκε από την EQT, έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς κολοσσούς της Ευρώπης, σε αποτίμηση που άγγιξε τα 14,5 δισ. δολάρια. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο όμιλος Cognita επαναπροσδιορίστηκε σε νέα στρατηγική, ενώ ο Inspired Education ενίσχυσε το κεφάλαιό του με συμμετοχή του fund Oakley Capital.
Πρόκειται για μια παγκόσμια στροφή: τα ιδιωτικά σχολεία παύουν να είναι οικογενειακές επιχειρήσεις ή τοπικοί εκπαιδευτικοί φορείς και μετατρέπονται σε ομίλους-επενδυτικά assets, με στρατηγικές εξαγορών, συνέργειες και στόχους κερδοφορίας.
Η εκπαίδευση γίνεται πλέον «sector» για τα private equity — με όρους απόδοσης, ανάπτυξης και εξόδου (exit strategy).
Η νέα “εκπαιδευτική οικονομία”
Η λογική πίσω από την επενδυτική εισβολή είναι απλή αλλά ισχυρή:
Σταθερά έσοδα (δίδακτρα).
Υψηλή πιστότητα πελατών (γονείς).
Περιουσιακά στοιχεία (γήπεδα, κτίρια, campus).
Κοινωνικό προφίλ (ESG).
Με λίγα λόγια, “ο τέλειος κλάδος” για μακροχρόνιες αποδόσεις.
Όπως εξηγεί διεθνής αναλυτής που παρακολουθεί τη δραστηριότητα των funds στην Ευρώπη: «Η εκπαίδευση είναι ένας από τους λίγους τομείς όπου η κρίση δεν μειώνει τη ζήτηση — απλώς αλλάζει τη γονεϊκή συμπεριφορά. Ένα σχολείο δεν κλείνει εύκολα· άρα αποτελεί ασφαλές στοίχημα».
Οι όμιλοι που συγκροτούνται λειτουργούν με οικονομίες κλίμακας: ενοποιημένες αγορές, κοινά προγράμματα σπουδών, διεθνή δίκτυα. Το ίδιο «μοντέλο» που εφαρμόστηκε στην υγεία, στον τουρισμό ή στην τεχνολογία, περνά τώρα στην εκπαίδευση.
Ξένα funds και ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα
Τον Σεπτέμβριο του 2024 εκκίνησε η διαδικασία εξαγοράς ιδιωτικών σχολείων στην Ελλάδα. Στις 13 Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, η ΟΙΕΛΕ εξέδιδε την πρώτη ανακοίνωσή της για την επένδυση του fund Inspired στη Σχολή Μωραΐτη όπου εκφράζαμε τις εύλογες ανησυχίες μας αλλά και των εκπαιδευτικών του σχολείου για τη νέα κατάσταση. 11 ημέρες μετά εκδόθηκε η ανακοίνωση για την επένδυση του ίδιου fund στο CGS (πρώην Κωστέα-Γείτονα). Δύο μήνες περίπου μετά, η Ομοσπονδία μας αντέδρασε δυναμικά στην απαίτηση του fund για έλεγχο των social media των εκπαιδευτικών, που απετράπη. Ακολούθησε η εξαγορά 5 ακόμη ιδιωτικών σχολείων, με τελευταία την περίπτωση των Εκπαιδευτηρίων Αυγουλέα-Λιναρδάτου, του σημαντικότερου, ίσως, εκπαιδευτικού οργανισμού στη Δυτική Αθήνα. Και τράβα κορδέλα....
Η είσοδος ξένων funds στο εκπαιδευτικό τοπίο δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικό. Αποτελεί μέρος μιας παγκόσμιας τάσης που αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως επενδυτικό τομέα με υψηλό δυναμικό ανάπτυξης, σταθερή ζήτηση και δυνατότητα δημιουργίας προστιθέμενης αξίας μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες, καινοτόμες μεθοδολογίες διδασκαλίας και διεθνή προγράμματα σπουδών. Η Ελλάδα, ως χώρα με έντονη παρουσία ιδιωτικών σχολείων σε αστικά κέντρα και υψηλή αποδοχή των ιδιωτικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, καθίσταται ελκυστική για αυτού του τύπου τις επενδύσεις.
Όπως εύστοχα σημειώνει ο Δημήτρης Καλογιάννης, η εξαγορά ιδιωτικών σχολείων από funds σηματοδοτεί, ωστόσο, μια ουσιαστική μεταβολή στη φυσιογνωμία των σχολείων αυτών. Ενώ τα περισσότερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της χώρας ξεκίνησαν ως οικογενειακές επιχειρήσεις με ισχυρό παιδαγωγικό όραμα και διαχρονική σύνδεση με την τοπική κοινωνία, η μετάβαση σε εταιρικά σχήματα με επενδυτικό χαρακτήρα αλλάζει το σημείο αναφοράς από την εκπαιδευτική αποστολή στη διαχείριση αποδοτικότητας. Οι στρατηγικές αποφάσεις λαμβάνονται πλέον όχι μόνο με βάση παιδαγωγικά ή κοινωνικά κριτήρια, αλλά με στόχο την ενίσχυση του brand, την αύξηση των εγγραφών και τη βελτιστοποίηση του λειτουργικού κόστους.
Μαρτυρίες από την πράξη: “Δεν μας εξαγόρασαν, μας αναμόρφωσαν”
Στην Ελλάδα, τα πρώτα δείγματα είναι ακόμη σποραδικά — όμως οι συζητήσεις υπάρχουν.
Εκπαιδευτικός γνωστού ιδιωτικού σχολείου της Αττικής, που βρέθηκε σε επαφή με διεθνή όμιλο, σημειώνει: «Μας πλησίασαν με ενδιαφέρον για “συνεργασία”. Δεν ήθελαν απαραίτητα να αγοράσουν, αλλά να ενταχθούμε σε δίκτυο. Στην αρχή φάνηκε δελεαστικό: κοινά προγράμματα, ανταλλαγές μαθητών, πρόσβαση σε πόρους. Μετά όμως ήρθαν οι KPI, τα reports, οι οικονομικοί στόχοι. Το σχολείο έχασε λίγο από την ψυχή του».
Παιδαγωγική ή επιχειρηματική λογική;
Οι εκπαιδευτικοί εκφράζουν ανησυχία.
Η κα Μαρία Κ., φιλόλογος με 25 χρόνια εμπειρίας σε ιδιωτικό λύκειο, λέει χαρακτηριστικά: «Ξεκινήσαμε να διδάσκουμε με όραμα και κατάληξα να υπογράφω targets. Όταν η διδακτική δουλειά αξιολογείται με βάση τα retention rates ή τις “οικονομικές επιδόσεις”, κάτι έχει αλλάξει ριζικά».
Το πρόβλημα, επισημαίνουν οι παιδαγωγοί, δεν είναι το επενδυτικό ενδιαφέρον αυτό καθαυτό, αλλά το ποιες αξίες χρηματοδοτεί. Αν η στόχευση είναι η βελτίωση της μάθησης, η εκπαίδευση κερδίζει. Αν είναι η αύξηση του EBITDA, η μάθηση κινδυνεύει να γίνει παράγωγο προϊόν.
Η ελληνική πραγματικότητα: ώριμο έδαφος για “soft” εξαγορές
Η Ελλάδα, με την αυξημένη ζήτηση για διεθνή προγράμματα σπουδών, τα σχολεία IB και τα δίγλωσσα λύκεια, αποτελεί «ώριμο» έδαφος για το νέο κύμα επενδύσεων.
Ήδη υπάρχουν συζητήσεις για μειοψηφικές συμμετοχές ξένων funds σε ομίλους της Αττικής, ενώ οι ιδιοκτήτες μικρότερων σχολείων αναζητούν συμμαχίες για να χρηματοδοτήσουν νέα campus, ψηφιακές υποδομές ή προγράμματα εξωτερικού.
Ένας οικονομικός αναλυτής της αγοράς εκπαίδευσης σημειώνει: «Δεν θα δούμε μαζικές εξαγορές από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά μάλλον ένα “soft landing”: συνεργασίες, ανταλλαγές προγραμμάτων, licensing. Ο Έλληνας εκπαιδευτικός επιχειρηματίας θέλει κεφάλαιο, αλλά δεν θέλει να χάσει το όνομά του».
Αν η εκπαίδευση μετατραπεί σε «γραμμή παραγωγής» αποφοίτων με ISO αριστείας, τότε θα έχουμε χάσει κάτι πιο πολύτιμο από οποιοδήποτε οικονομικό όφελος: την ψυχή του σχολείου.
Γιατί, λοιπόν, επενδύουν τα funds τώρα και δεν το έκαναν, πχ, 10-15 χρόνια πριν. Σύμφωνα με τις δικές μας αναλύσεις, αλλά και εκτιμήσεις παραγόντων της οικονομίας και της πολιτικής:Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η χρήση του ΙΒ ως «διαβατηρίου» όχι μόνο γι΄αυτά αλλά και για τα δημόσια πανεπιστήμια, είναι ένα δέλεαρ για τα funds που προσδοκούν σε επέκταση της πελατείας τους. Στόχος η παρουσίαση στο κοινό μιας ιδιωτικής υπερδομής που θα ξεκινά από την προσχολική αγωγή και θα οδηγεί με ασφάλεια, παρακάμπτοντας το «εμπόδιο» των Πανελληνίων, σε μια θέση στο Πανεπιστήμιο. Διόλου τυχαία, τα funds επενδύουν σε σχολεία με ΙΒ, ή υποχρεώνουν σχολεία που δεν είχαν μέχρι τώρα να εφαρμόσουν το πρόγραμμα.
Το νομοθετικό πλαίσιο που έχει απορρυθμίσει πλήρως το χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, είναι ευνοϊκό για τους επενδυτές που βρίσκουν ευάλωτο και κακοπληρωμένο εκπαιδευτικό προσωπικό (βεβαίως, αυτό θα γυρίσει μπούμερανγκ, καθώς σύντομα αναμένεται να υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις εκπαιδευτικών στην ιδιωτική εκπαίδευση). Δεν ήταν τυχαία η ρήση «το θεσμικό πλαίσιο είναι πια …δίκαιο και λογικό για επενδύσεις» πρώην ιδιοκτήτη και νυν στελέχους fund. (Στο πώς αντιλαμβάνεται το νόμο και τα εργασιακά και ανθρώπινα δικαιώματα το συγκεκριμένο fund, έρχεται σημαντική αποκάλυψη τις επόμενες ημέρες).
Η χρήση των εγκαταστάσεων όχι μόνο για στενά εκπαιδευτικούς (ιδιωτικά πανεπιστήμια), αλλά και για ευρύτερους επιχειρηματικούς λόγους (φιλοξενία, αναψυχή)
Η Ελλάδα, λόγω της golden visa κυρίως, ήδη αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες ξένους που έρχονται να επενδύσουν κυρίως σε ακίνητα (Ινδοί, Ισραηλινοί, Κινέζοι κ.λπ.). Οι υπάρχουσες δομές ξενόγλωσσων σχολείων δεν επαρκούν (ήδη μεγάλο σχολείο του χώρου χτίζει καινούριο κτήριο στην Ανατολική Αττική) και τα σχολεία των funds που παρέχουν απολυτήρια τύπου ΙΒ φιλοδοξούν να καλύψουν το κενό.
https://www.alfavita.gr/
