Η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 2000.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η απλή συνέχεια του Συνασπισμού, έστω και εάν αυτός ήταν η ηγεμονική «συνιστώσα» του. Ούτε ήταν η απλή συνέχεια του ΚΚΕ εσ. και συνολικά της παράδοσης της ανανεωτικής αριστεράς, όπως αυτή ιστορικά ορίστηκε, έστω και εάν εξαρχής, σε μια βασικό θέμα που διαιρεί την αριστερά, πήρε θέση υπέρ του «αριστερού ευρωπαϊσμου».
Άλλωστε, πριν και μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν εξελίξεις που έδειξαν ότι οι διαδρομές της ανανεωτικής αριστεράς ήταν πιο τεθλασμένες. Θυμίζουμε εδώ της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ προηγήθηκε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η πρώτη έξοδος στελεχών που θεώρησαν ότι ο «εκσυγχρονισμός», ως ιδεολογικό πρόταγμα, όπως τον εκπροσωπούσε ο Κώστας Σημίτης, ήταν προτιμότερο πεδίο αναφοράς. Αντίστοιχα, λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ θα έχουμε την αποχώρηση των στελεχών που θα φτιάξουν τη ΔΗΜΑΡ.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε εξαρχής ένα διαφορετικό στίγμα. Μπορεί να ορισμένα τμήματα του Συνασπισμού να το είδαν ως λύση ανάγκης (άλλωστε ήδη το 2000 ήταν η συμμαχία με την ΑΚΟΑ του αείμνηστου Γιάννη Μπανιά που επέτρεψε την είσοδο στη Βουλή) και η πρώτη φάση της συζήτησης, που οδήγησε στην πρώτη εμφάνιση στις εκλογές του 2004, να συνέπεσε με την προεδρία του Νίκου Κωνσταντόπουλου, με τον Στέργιο Πιτσιόρλα να παίζει βασικό ρόλο στις αρχικές διαπραγματεύσεις, όμως ο τόνος ήταν πιο ριζοσπαστικός.
Αυτό κυρίως έδειξε να το καταλαβαίνει ο Αλέκος Αλαβάνος που οραματίστηκε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα σχηματισμό που θα εκπροσωπούσε ένα νέο ριζοσπαστισμό με άνοιγμα σε νεώτερες γενιές.
Τότε διάφοροι λοιδορούσαν τις «συνιστώσες» και τον τρόπο που στελέχη αλλά και πολιτικές αντιλήψεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έδιναν τον τόνο σε πλευρές της δράσης του ΣΥΡΙΖΑ, τότε που ακόμη και τα στελέχη της νεολαίας έκαναν κριτική από τα… αριστερά στον Ούγκο Τσάβες, όμως στην εποχή των μνημονίων ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυτό τη ριζοσπαστική ηθική, τον «κινηματικό» τόνο, την ευκολία στην υιοθέτηση «αντισυστημικών» συνθημάτων, μαζί με την ύπαρξη ενός νεαρού ηγέτη, συνέβαλαν στο να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την πολιτική έκπληξη.
Η σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ
Μέχρι και τις εκλογές του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει σε αυτή τη ριζοσπαστική αισθητική, αν και πάντα η ηγετική ομάδα θα αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και το σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ» που ήταν ο εσωκομματικός συμβιβασμός με την «Αριστερή Πλατφόρμα», σπανίως θα προβάλλεται.
Όμως, μετά το 2012 κανείς μπορούσε να παρατηρήσει μια σταδιακή «ρεαλιστική» μετατόπιση. Άλλωστε, ήδη από τότε ξεκίνησε και η προσπάθεια προσέλκυσης στελεχών από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Η προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ για την εξουσία γινόταν με όρους προσαρμογής σε λιγότερο ρηξιακές θέσεις με αποκορύφωμα το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Μπορεί να υπήρχε η ρητορική του «θα καταργήσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο», όμως οι θέσεις δεν ήταν ακριβώς επαναστατικές.
Εσωκομματικά αυτό εκφραζόταν και με τη σταδιακή απόσταση ανάμεσα στον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ και το «γραφείο προέδρου», δηλαδή τη στενή ομάδα γύρω από τον Τσίπρα, την οποία κυρίως οργάνωσε ο Νίκος Παππάς, παρά τις αντιδράσεις από το κόμμα.
Ουσιαστικά, η ηγετική ομάδα είχε αποφασίσει πολύ νωρίς ότι θα απέφευγε κάθε ρήξη με τους δανειστές και θα προσπαθούσε να κάνει καλύτερη διαπραγμάτευση. Ακόμη και ο παραγκωνισμός των στελεχών που αρχικά είχαν την ευθύ για την οικονομική πολιτική, όπως ο Γιάννης Μηλιός, δεν είναι άσχετη από αυτή τη μετατόπιση. Θυμίζουμε ότι αρχικά ακόμη και ο Γιάνης Βαρουφάκης επιλέχτηκε με το σκεπτικό ότι θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα προς τις αγορές.
Παράλληλα, παραμονές της ανόδου στην εξουσία ένας αριθμός στελεχών προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ είναι ήδη ενσωματωμένα στο σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ: Παναγιώτης Κουρουμπλής, Λούκα Κατσέλη, Θεοδώρα Τζάκρη, Μάρκος Μπόλαρης, Αντώνης Κοτσακάς κ.ά.
Η συνθηκολόγηση του 2015 και η στροφή προς την κεντροαριστερά
Με τη στροφή του καλοκαιριού του 2015 ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αποχωρούν από το κόμμα. Παρότι ένα μεγάλο μέρος θα προέρχονται από το μέρος του Συνασπισμού που προερχόταν από το ΚΚΕ (Λαφαζάνης, Βαλαβάνη, Στρατούλης, Λεουτσάκος κ.λπ.), θα αποχωρήσουν και συνιστώσες ολόκληρες που εκπροσωπούσαν τη ριζοσπαστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και εάν άλλα στελέχη τέτοιας προέλευσης θα μείνουν. Σε γενικές γραμμές όμως το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ θα αποχωρήσει.
Σε πρώτη φάση τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τη συνθηκολόγηση του 2015 με όρους αναγκαστικής επιλογής, που όμως δεν ακύρωνε τη στοχοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ και το αριστερό του πρόγραμμα.
Όμως, αυτή η «αναγκαστική» επιλογή σήμαινε την αποδοχή και εφαρμογή ενός φάσματος από πολιτικές που μικρή έως καμία σχέση δεν είχαν με τις παραδόσεις της αριστεράς: πολιτικές λιτότητες, αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος με τρόπο που ανοίγει το δρόμο για κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, «απελευθέρωση αγορών».
Αυτό άρχισε να έχει ως συμπλήρωμα και μια μετατόπιση στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάπτυξη οριζόταν με όρους επενδύσεων, η δημοσιονομική πειθαρχία θεωρούνταν αυτονόητη, οι εθνικοποιήσεις ήταν εκτός κάθε συζήτησης, η λιτότητα θεωρούνταν δεδομένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να βλέπει με καλό μάτι και την προσέγγιση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε να συμμετέχει στις συνόδους κορυφής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών που προηγούνται κάθε συνόδου κορυφής.
Η ανοιχτή σοσιαλδημοκρατική στροφή και το όραμα της «Προοδευτικής Συμμαχίας»
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ και η φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν στοιχειώσει το συλλογικό φαντασιακό του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από πριν τις εκλογές του 2012, κάτι που ήταν πολύ προφανές στην «εθνική» και «πατριωτική» ρητορική του Αλέξη Τσίπρα (και των λογογράφων του).
Όμως, ήταν στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας που μπήκε μπροστά το σχέδιο για την πλήρη σοσιαλδημοκρατική στροφή και τη διεκδίκηση ανοιχτά του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Αυτή η στροφή δεν ήταν εύκολη και ακόμη και τώρα δεν έχει πλήρως εμπεδωθεί. Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τάσεις όπως αυτή των 53+, με επικεφαλής τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, επιμένουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αριστερό και όχι κεντροαριστερό κόμμα, που μπορεί να συμμαχήσει με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά όχι να διεκδικήσει να είναι η σοσιαλδημοκρατία.
Αντίθετα, ο ηγετικός πυρήνας γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα φαίνεται πως εκτιμά ότι η «αριστερή» ταυτότητα είχε απήχηση σε μια προηγούμενη φάση όταν η κοινωνία ήταν πιο ριζοσπαστικοποιημένη και αναζητούσε κάτι «έξω από τα συνηθισμένα».
Τα στελέχη αυτά εκτιμούν ότι με την κοινωνία να επιστρέφει έστω και με δυσκολίες σε μια μεταμνημονιακή κανονικότητα, η επικέντρωση σε μια «αριστερή» ταυτότητα που εκπροσωπεί πεπερασμένο τμήμα της κοινωνίας δεν επαρκεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διεκδικήσει σύμφωνα με αυτό το σχήμα την «προοδευτική ταυτότητα» δηλαδή και το χώρο της κεντροαριστεράς, ιδίως με δεδομένη τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ.
Αυτό αποτυπώνεται τώρα σχέδιο για την «Προοδευτική Συμμαχία», που δεν είναι απλώς τακτικός ελιγμός αλλά επιλογή για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο κεντροαριστερό κόμμα, ακόμη και με αλλαγή ονόματος. Είναι το σχήμα που ο υπουργός Επικρατείας Χριστόφορος Βερναρδάκης περιγράφει ως «μεγάλη ανασύνθεση της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης», υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο «ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί ένα πολιτικό και συμβολικό σημείο αναφοράς για αυτήν την ανασύνθεση». Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Βερναρδάκης, καίτοι προερχόμενος από τη Β΄ Πανελλαδική, είχε ανταποκριθεί το 1989 στο κάλεσμα του Αντρέα Παπανδρέου για «δημοκρατική συμπαράταξη».
Οι κίνδυνοι της πασοκοποίησης
Είναι σαφές ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει αυτή τη στιγμή μια ιδιότυπη «πασοκοποίηση» του κυβερνώντος κόμματος.
Το παράδοξο είναι ότι το κάνει σε μια περίοδο όπου διεθνώς αυτή η έννοια χρησιμοποιείται ως αρνητικό παράδειγμα και ως περιγραφή των διαλυτικών τάσεων που εμφανίζονται σε πάλαι ποτέ μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Την ώρα, δηλαδή, που ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ μια νέα σοσιαλδημοκρατία, η τελευταία βρίσκεται στην πιο ανοιχτή κρίση της στην Ευρώπη.
Και η κρίση της είναι ακριβώς ότι η πολιτική της διαφοροποιείται σε μικρό βαθμό από την κεντροδεξιά, την ώρα η παραδοσιακή ραχοκοκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή τα στρώματα της μισθωτής εργασίας δείχνουν να θέλγονται περισσότερο από κόμματα που με «αντισυστημική» ρητορική, είτε της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, είτε άλλων ρευμάτων πιο αριστερόστροφης διαμαρτυρίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να εκτοξευτεί στο κέντρο της πολιτικής σκηνής ακριβώς επειδή μπορούσε να φαντάζει κάτι το διαφορετικό και το «ρηξιακό». Η «προσαρμογή» του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που για τα κοινωνικά στρώματα που τον στήριξαν ήταν τραύμα και χαμένη ευκαιρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί σήμερα το χώρο της κεντροαριστεράς κυρίως επειδή ο ιστορικός εκπρόσωπός της, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ αποδιαρθρώθηκε. Δεν στηρίζεται σε μια θετική αναγνώριση και εκπροσώπηση όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ μέχρι και τη δεκαετία του 1980.
Δεν υπάρχουν στρώματα που του χρωστούν την αναβάθμιση της θέσης τους, όπως έκαναν οι πρώτες κυβερνήσεις του Αντρέα Παπανδρέου. Δεν αντιπροσωπεύει μια μείζονα διαδικασία εκδημοκρατισμού, όπως έγινε το 1981-1985.
Στην καλύτερη των περίπτωση αντιπροσωπεύει στα μάτια ενός τμήματος του εκλογικού σώματος «το μικρότερο κακό».
Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς συνταγή πολιτικής επιτυχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η απλή συνέχεια του Συνασπισμού, έστω και εάν αυτός ήταν η ηγεμονική «συνιστώσα» του. Ούτε ήταν η απλή συνέχεια του ΚΚΕ εσ. και συνολικά της παράδοσης της ανανεωτικής αριστεράς, όπως αυτή ιστορικά ορίστηκε, έστω και εάν εξαρχής, σε μια βασικό θέμα που διαιρεί την αριστερά, πήρε θέση υπέρ του «αριστερού ευρωπαϊσμου».
Άλλωστε, πριν και μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξαν εξελίξεις που έδειξαν ότι οι διαδρομές της ανανεωτικής αριστεράς ήταν πιο τεθλασμένες. Θυμίζουμε εδώ της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ προηγήθηκε, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η πρώτη έξοδος στελεχών που θεώρησαν ότι ο «εκσυγχρονισμός», ως ιδεολογικό πρόταγμα, όπως τον εκπροσωπούσε ο Κώστας Σημίτης, ήταν προτιμότερο πεδίο αναφοράς. Αντίστοιχα, λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ θα έχουμε την αποχώρηση των στελεχών που θα φτιάξουν τη ΔΗΜΑΡ.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε εξαρχής ένα διαφορετικό στίγμα. Μπορεί να ορισμένα τμήματα του Συνασπισμού να το είδαν ως λύση ανάγκης (άλλωστε ήδη το 2000 ήταν η συμμαχία με την ΑΚΟΑ του αείμνηστου Γιάννη Μπανιά που επέτρεψε την είσοδο στη Βουλή) και η πρώτη φάση της συζήτησης, που οδήγησε στην πρώτη εμφάνιση στις εκλογές του 2004, να συνέπεσε με την προεδρία του Νίκου Κωνσταντόπουλου, με τον Στέργιο Πιτσιόρλα να παίζει βασικό ρόλο στις αρχικές διαπραγματεύσεις, όμως ο τόνος ήταν πιο ριζοσπαστικός.
Αυτό κυρίως έδειξε να το καταλαβαίνει ο Αλέκος Αλαβάνος που οραματίστηκε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ένα σχηματισμό που θα εκπροσωπούσε ένα νέο ριζοσπαστισμό με άνοιγμα σε νεώτερες γενιές.
Τότε διάφοροι λοιδορούσαν τις «συνιστώσες» και τον τρόπο που στελέχη αλλά και πολιτικές αντιλήψεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έδιναν τον τόνο σε πλευρές της δράσης του ΣΥΡΙΖΑ, τότε που ακόμη και τα στελέχη της νεολαίας έκαναν κριτική από τα… αριστερά στον Ούγκο Τσάβες, όμως στην εποχή των μνημονίων ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυτό τη ριζοσπαστική ηθική, τον «κινηματικό» τόνο, την ευκολία στην υιοθέτηση «αντισυστημικών» συνθημάτων, μαζί με την ύπαρξη ενός νεαρού ηγέτη, συνέβαλαν στο να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει την πολιτική έκπληξη.
Η σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ
Μέχρι και τις εκλογές του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει σε αυτή τη ριζοσπαστική αισθητική, αν και πάντα η ηγετική ομάδα θα αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και το σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ» που ήταν ο εσωκομματικός συμβιβασμός με την «Αριστερή Πλατφόρμα», σπανίως θα προβάλλεται.
Όμως, μετά το 2012 κανείς μπορούσε να παρατηρήσει μια σταδιακή «ρεαλιστική» μετατόπιση. Άλλωστε, ήδη από τότε ξεκίνησε και η προσπάθεια προσέλκυσης στελεχών από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Η προετοιμασία του ΣΥΡΙΖΑ για την εξουσία γινόταν με όρους προσαρμογής σε λιγότερο ρηξιακές θέσεις με αποκορύφωμα το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Μπορεί να υπήρχε η ρητορική του «θα καταργήσουμε τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο», όμως οι θέσεις δεν ήταν ακριβώς επαναστατικές.
Εσωκομματικά αυτό εκφραζόταν και με τη σταδιακή απόσταση ανάμεσα στον κομματικό ΣΥΡΙΖΑ και το «γραφείο προέδρου», δηλαδή τη στενή ομάδα γύρω από τον Τσίπρα, την οποία κυρίως οργάνωσε ο Νίκος Παππάς, παρά τις αντιδράσεις από το κόμμα.
Ουσιαστικά, η ηγετική ομάδα είχε αποφασίσει πολύ νωρίς ότι θα απέφευγε κάθε ρήξη με τους δανειστές και θα προσπαθούσε να κάνει καλύτερη διαπραγμάτευση. Ακόμη και ο παραγκωνισμός των στελεχών που αρχικά είχαν την ευθύ για την οικονομική πολιτική, όπως ο Γιάννης Μηλιός, δεν είναι άσχετη από αυτή τη μετατόπιση. Θυμίζουμε ότι αρχικά ακόμη και ο Γιάνης Βαρουφάκης επιλέχτηκε με το σκεπτικό ότι θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα προς τις αγορές.
Παράλληλα, παραμονές της ανόδου στην εξουσία ένας αριθμός στελεχών προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ είναι ήδη ενσωματωμένα στο σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ: Παναγιώτης Κουρουμπλής, Λούκα Κατσέλη, Θεοδώρα Τζάκρη, Μάρκος Μπόλαρης, Αντώνης Κοτσακάς κ.ά.
Η συνθηκολόγηση του 2015 και η στροφή προς την κεντροαριστερά
Με τη στροφή του καλοκαιριού του 2015 ένας μεγάλος αριθμός στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ αποχωρούν από το κόμμα. Παρότι ένα μεγάλο μέρος θα προέρχονται από το μέρος του Συνασπισμού που προερχόταν από το ΚΚΕ (Λαφαζάνης, Βαλαβάνη, Στρατούλης, Λεουτσάκος κ.λπ.), θα αποχωρήσουν και συνιστώσες ολόκληρες που εκπροσωπούσαν τη ριζοσπαστική τάση του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και εάν άλλα στελέχη τέτοιας προέλευσης θα μείνουν. Σε γενικές γραμμές όμως το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ θα αποχωρήσει.
Σε πρώτη φάση τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τη συνθηκολόγηση του 2015 με όρους αναγκαστικής επιλογής, που όμως δεν ακύρωνε τη στοχοθεσία του ΣΥΡΙΖΑ και το αριστερό του πρόγραμμα.
Όμως, αυτή η «αναγκαστική» επιλογή σήμαινε την αποδοχή και εφαρμογή ενός φάσματος από πολιτικές που μικρή έως καμία σχέση δεν είχαν με τις παραδόσεις της αριστεράς: πολιτικές λιτότητες, αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος με τρόπο που ανοίγει το δρόμο για κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις, «απελευθέρωση αγορών».
Αυτό άρχισε να έχει ως συμπλήρωμα και μια μετατόπιση στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάπτυξη οριζόταν με όρους επενδύσεων, η δημοσιονομική πειθαρχία θεωρούνταν αυτονόητη, οι εθνικοποιήσεις ήταν εκτός κάθε συζήτησης, η λιτότητα θεωρούνταν δεδομένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να βλέπει με καλό μάτι και την προσέγγιση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ο Αλέξης Τσίπρας άρχισε να συμμετέχει στις συνόδους κορυφής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών που προηγούνται κάθε συνόδου κορυφής.
Η ανοιχτή σοσιαλδημοκρατική στροφή και το όραμα της «Προοδευτικής Συμμαχίας»
Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ και η φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν στοιχειώσει το συλλογικό φαντασιακό του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από πριν τις εκλογές του 2012, κάτι που ήταν πολύ προφανές στην «εθνική» και «πατριωτική» ρητορική του Αλέξη Τσίπρα (και των λογογράφων του).
Όμως, ήταν στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας που μπήκε μπροστά το σχέδιο για την πλήρη σοσιαλδημοκρατική στροφή και τη διεκδίκηση ανοιχτά του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Αυτή η στροφή δεν ήταν εύκολη και ακόμη και τώρα δεν έχει πλήρως εμπεδωθεί. Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τάσεις όπως αυτή των 53+, με επικεφαλής τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, επιμένουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αριστερό και όχι κεντροαριστερό κόμμα, που μπορεί να συμμαχήσει με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά όχι να διεκδικήσει να είναι η σοσιαλδημοκρατία.
Αντίθετα, ο ηγετικός πυρήνας γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα φαίνεται πως εκτιμά ότι η «αριστερή» ταυτότητα είχε απήχηση σε μια προηγούμενη φάση όταν η κοινωνία ήταν πιο ριζοσπαστικοποιημένη και αναζητούσε κάτι «έξω από τα συνηθισμένα».
Τα στελέχη αυτά εκτιμούν ότι με την κοινωνία να επιστρέφει έστω και με δυσκολίες σε μια μεταμνημονιακή κανονικότητα, η επικέντρωση σε μια «αριστερή» ταυτότητα που εκπροσωπεί πεπερασμένο τμήμα της κοινωνίας δεν επαρκεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διεκδικήσει σύμφωνα με αυτό το σχήμα την «προοδευτική ταυτότητα» δηλαδή και το χώρο της κεντροαριστεράς, ιδίως με δεδομένη τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ.
Αυτό αποτυπώνεται τώρα σχέδιο για την «Προοδευτική Συμμαχία», που δεν είναι απλώς τακτικός ελιγμός αλλά επιλογή για τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα νέο κεντροαριστερό κόμμα, ακόμη και με αλλαγή ονόματος. Είναι το σχήμα που ο υπουργός Επικρατείας Χριστόφορος Βερναρδάκης περιγράφει ως «μεγάλη ανασύνθεση της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης», υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο «ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί ένα πολιτικό και συμβολικό σημείο αναφοράς για αυτήν την ανασύνθεση». Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Βερναρδάκης, καίτοι προερχόμενος από τη Β΄ Πανελλαδική, είχε ανταποκριθεί το 1989 στο κάλεσμα του Αντρέα Παπανδρέου για «δημοκρατική συμπαράταξη».
Οι κίνδυνοι της πασοκοποίησης
Είναι σαφές ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προκρίνει αυτή τη στιγμή μια ιδιότυπη «πασοκοποίηση» του κυβερνώντος κόμματος.
Το παράδοξο είναι ότι το κάνει σε μια περίοδο όπου διεθνώς αυτή η έννοια χρησιμοποιείται ως αρνητικό παράδειγμα και ως περιγραφή των διαλυτικών τάσεων που εμφανίζονται σε πάλαι ποτέ μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Την ώρα, δηλαδή, που ο Αλέξης Τσίπρας διεκδικεί να κάνει τον ΣΥΡΙΖΑ μια νέα σοσιαλδημοκρατία, η τελευταία βρίσκεται στην πιο ανοιχτή κρίση της στην Ευρώπη.
Και η κρίση της είναι ακριβώς ότι η πολιτική της διαφοροποιείται σε μικρό βαθμό από την κεντροδεξιά, την ώρα η παραδοσιακή ραχοκοκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή τα στρώματα της μισθωτής εργασίας δείχνουν να θέλγονται περισσότερο από κόμματα που με «αντισυστημική» ρητορική, είτε της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, είτε άλλων ρευμάτων πιο αριστερόστροφης διαμαρτυρίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να εκτοξευτεί στο κέντρο της πολιτικής σκηνής ακριβώς επειδή μπορούσε να φαντάζει κάτι το διαφορετικό και το «ρηξιακό». Η «προσαρμογή» του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που για τα κοινωνικά στρώματα που τον στήριξαν ήταν τραύμα και χαμένη ευκαιρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί σήμερα το χώρο της κεντροαριστεράς κυρίως επειδή ο ιστορικός εκπρόσωπός της, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ αποδιαρθρώθηκε. Δεν στηρίζεται σε μια θετική αναγνώριση και εκπροσώπηση όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ μέχρι και τη δεκαετία του 1980.
Δεν υπάρχουν στρώματα που του χρωστούν την αναβάθμιση της θέσης τους, όπως έκαναν οι πρώτες κυβερνήσεις του Αντρέα Παπανδρέου. Δεν αντιπροσωπεύει μια μείζονα διαδικασία εκδημοκρατισμού, όπως έγινε το 1981-1985.
Στην καλύτερη των περίπτωση αντιπροσωπεύει στα μάτια ενός τμήματος του εκλογικού σώματος «το μικρότερο κακό».
Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς συνταγή πολιτικής επιτυχίας.