Έβλεπα ένα Όνειρο.
Ένα πολύ παράξενο Όνειρο.
Εφιαλτικό, καταχθόνιο.
Έβλεπα ότι ήμουν 15 χρόνων.
Ότι τα πάντα μπορούσα να κάνω.
Φορούσα κουκούλα και έψαχνα απεγνωσμένα το σπίτι του Λαζόπουλου, του Τσίπρα, του Αλαβανου, του Καρβέλα, μια λίστα ολόκληρη.
Δεν ξέρω γιατί αλλά έψαχνα απεγνωσμένα να βρω που μένουν , τι αυτοκίνητο οδηγούν, που εργάζονται, αν έχουν οικογένεια, παιδία, σπίτια, τι ήταν δικό τους.
Λες και δεν τα ξέρω.
Εγώ όμως τα έψαχνα……….Όνειρο είναι αυτό.
Ρωτούσα φίλους μου, ανοίγαμε κατάλογους, ψάχναμε με γυρνώντας στους δρόμους.
Και ξαφνικά …ως δια μαγείας, βρήκαμε τα πάντα.
Κάποιος άνοιξε ‘φως’ μπροστά μας.
Ποιος μας οργάνωσε, ποιος μας τα έδωσε, πως μας τα έδωσε……..αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε με εκατοντάδες μπουκάλια μπροστά μας.
Τα γεμίζαμε βενζίνη και τα κλείναμε με ύφασμα.
Δεν μπορείτε να φαντασθείτε την αγαλλίαση που νιώθαμε……Πρώτη φορά στην ζωή μου, μετά την γέννηση των παιδιών μου, ένιωθα αυτήν την χαρά.
Ταμάχι κάναμε. Φουλάραμε τα σακίδια μας και θέλαμε να βάλουμε και στις τσέπες μας…..Ακου στις τσέπες μας. Τρελά όνειρα…..
Οργανωθήκαμε. Κάποιοι από τους φίλους είχαν μηχανάκια. Μετρηθήκαμε …δεν φτάναμε όλοι. Αποφασίσαμε κάποιοι να πάρουν τα λεωφορεία.
Φτάσαμε στους …..στόχους μας. Τα σπίτια αυτών που ψάχναμε.
Τα έβλεπα όλα από ψηλά …λες και ήμουν Θεός. Καθαρά…
Και αρχίσαμε να τα βάζουμε φωτιά.
Βλέπαμε τους ιδιοκτήτες τους έντρομους να μας παρακαλούν να σταματήσουμε. Άδικα…
Ήταν τέτοια η αγαλλίαση μας , που δεν ακούγαμε , δεν αισθανόμασταν κανέναν οίκτο, κανένα έλεος.
Καίγαμε και καταστρέφαμε.
Τους φωνάζαμε….εσείς έχετε…μας κλέβετε κάθε μέρα….θα αγοράσετε άλλα…
Κάψαμε τα πάντα…μέχρι και τα ρούχα τους.
Θέλαμε να τους δούμε γυμνούς, απένταρους, γουρούνια πριν την σφαγή.
Θεέ μου συγχώρα με.
Τώρα που ξύπνησα δεν θα το επιτρέψω ποτέ να γίνει.
Όσο το σκέφτομαι τόσο ποιο πολύ δεν θα ήθελα να ήταν Όνειρο.
Ένα πολύ παράξενο Όνειρο.
Εφιαλτικό, καταχθόνιο.
Έβλεπα ότι ήμουν 15 χρόνων.
Ότι τα πάντα μπορούσα να κάνω.
Φορούσα κουκούλα και έψαχνα απεγνωσμένα το σπίτι του Λαζόπουλου, του Τσίπρα, του Αλαβανου, του Καρβέλα, μια λίστα ολόκληρη.
Δεν ξέρω γιατί αλλά έψαχνα απεγνωσμένα να βρω που μένουν , τι αυτοκίνητο οδηγούν, που εργάζονται, αν έχουν οικογένεια, παιδία, σπίτια, τι ήταν δικό τους.
Λες και δεν τα ξέρω.
Εγώ όμως τα έψαχνα……….Όνειρο είναι αυτό.
Ρωτούσα φίλους μου, ανοίγαμε κατάλογους, ψάχναμε με γυρνώντας στους δρόμους.
Και ξαφνικά …ως δια μαγείας, βρήκαμε τα πάντα.
Κάποιος άνοιξε ‘φως’ μπροστά μας.
Ποιος μας οργάνωσε, ποιος μας τα έδωσε, πως μας τα έδωσε……..αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε με εκατοντάδες μπουκάλια μπροστά μας.
Τα γεμίζαμε βενζίνη και τα κλείναμε με ύφασμα.
Δεν μπορείτε να φαντασθείτε την αγαλλίαση που νιώθαμε……Πρώτη φορά στην ζωή μου, μετά την γέννηση των παιδιών μου, ένιωθα αυτήν την χαρά.
Ταμάχι κάναμε. Φουλάραμε τα σακίδια μας και θέλαμε να βάλουμε και στις τσέπες μας…..Ακου στις τσέπες μας. Τρελά όνειρα…..
Οργανωθήκαμε. Κάποιοι από τους φίλους είχαν μηχανάκια. Μετρηθήκαμε …δεν φτάναμε όλοι. Αποφασίσαμε κάποιοι να πάρουν τα λεωφορεία.
Φτάσαμε στους …..στόχους μας. Τα σπίτια αυτών που ψάχναμε.
Τα έβλεπα όλα από ψηλά …λες και ήμουν Θεός. Καθαρά…
Και αρχίσαμε να τα βάζουμε φωτιά.
Βλέπαμε τους ιδιοκτήτες τους έντρομους να μας παρακαλούν να σταματήσουμε. Άδικα…
Ήταν τέτοια η αγαλλίαση μας , που δεν ακούγαμε , δεν αισθανόμασταν κανέναν οίκτο, κανένα έλεος.
Καίγαμε και καταστρέφαμε.
Τους φωνάζαμε….εσείς έχετε…μας κλέβετε κάθε μέρα….θα αγοράσετε άλλα…
Κάψαμε τα πάντα…μέχρι και τα ρούχα τους.
Θέλαμε να τους δούμε γυμνούς, απένταρους, γουρούνια πριν την σφαγή.
Θεέ μου συγχώρα με.
Τώρα που ξύπνησα δεν θα το επιτρέψω ποτέ να γίνει.
Όσο το σκέφτομαι τόσο ποιο πολύ δεν θα ήθελα να ήταν Όνειρο.