(μια προσωπική τοποθέτηση για το κείμενο του Βασίλη Π.)
Σπύρος Χατζάρας.
Για μένα ήταν ακόμα Παρασκευή. Η Μεγάλη Παρασκευή. Ιδέα δεν είχα, ότι είχαμε μπει στο Σάββατο. Οι ώρες, εκείνες τις στιγμές, που κυλούσαν αργά σαν αιώνες, δεν είχαν καμιά σημασία. Βρισκόμουν κρεμασμένος στα κάγκελα. Είχα παρατήσει το πόστο μου, στο Α.Λαϊκό Ιατρείο, στο κτίριο Αβέρωφ, όπου έφερναν τους νεκρούς και τους τραυματίες από τους γύρω δρόμους, για να είμαι μπροστά.. Το τανκ, με αναμμένα τα φώτα μας κοίταζε. Σκεφτόμουν το αίμα των χτυπημένων. Το νεκρό παιδί που είχαν φέρει μέσα (τον Διομήδη).
Όταν «μανσάρισε» το άρμα, πήδηξα κάτω, και έτρεξα πίσω, μαζί με άλλους, στο κτίριο « Γκίνη». Κάτσαμε όλοι κάτω. (Όπως είχαμε δει στην ταινία, για την εξέγερση στις φυλακές «ATTICA»). Τα ΛΟΚ, έσπασαν την πόρτα της Στουρνάρη. Δεν μας επιτέθηκαν. Αρχίσαμε να βγαίνουμε. Πιανόμαστε από τα μπράτσα, και ανεβαίναμε προς την πλατεία Εξαρχείων. Ξέραμε ότι πιο πάνω, μας περιμένει η «Ασφάλεια».
Στο ύψος της Κάνιγγος μας όρμησαν. Έσπασε η γραμμή. Τρέχαμε προς τα επάνω. Την πλατεία. Διέξοδος πουθενά. Αισθάνομαι από τα δεξιά, ένα μεγάλο γκλόμπ, να κατεβαίνει στο κεφάλι μου. Για καλή μου τύχη, εκείνη τη στιγμή γλίστρησα, και την έφαγα στο σβέρκο. 35 χρόνια κάνω φυσικοθεραπείες. Για εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκα και συνέχισα να τρέχω, παρά τον πόνο. Κάποιοι, έσπασαν τα τζάμια της εισόδου, σε μια πολυκατοικία στην Μπουμπουλίνας, και «χωθήκαμε » εκεί.
Ανεβαίναμε τις σκάλες και χτυπάγαμε τα κουδούνια. Δεν άνοιξε κανείς. Φτάσαμε στην ταράτσα. Κάπου 100 παιδιά. Μετά από λίγο ήρθε μια γηραιά κυρία με το νυχτικό, και μας είπε ότι ο άντρας της, απόστρατος αξιωματικός, ειδοποίησε την αστυνομία να έλθουν να μας συλλάβουν. (Έκανε και εκείνη την «επανάσταση» της). Ο πόνος στην πλάτη μου ήταν αφόρητος.
Από κάτω, ακούγαμε το κροτάλισμα αυτομάτων όπλων. Σύρθηκα στα κάγκελα, για να δω την κατάσταση κάτω, στην Μπουμπουλίνας. Περνούσε ένα τζιπ του στρατού. Είδα δυο-τρεις κόκκινες λάμψεις. Νόμισα ότι κάποιος έριξε τη στάχτη του. «Μην καπνίζεις εδώ ρε μαλάκα» είπα πνιχτά, γυρίζοντας το κεφάλι μου, με πολύ πόνο. Δεν ήταν κανείς. Κατάλαβα. Πυροβολούσαν στον αέρα, στις ταράτσες.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Κατεβήκαμε στο άγνωστο. Εγώ τελευταίος. Έπεσα πάνω σε μια διμοιρία που βάδιζε τραγουδώντας. Η αποστολή τους είχε τελειώσει και τους γύριζαν στα Τζέιμς. Προχώρησα προς την Πλ.Κάννιγκος. Με σταμάτησαν δύο ασφαλίτες, για έλεγχο στοιχείων. Τους είπα, ότι πάω, στα λεωφορεία για να πάω στη δουλειά μου. Με άφησαν. Σε ένα περίπτερο που άνοιγε, πήρα τηλέφωνο στο σπίτι. Το σήκωσε ο πατέρας μου. Μόλις με άκουσε άρχισε να με βρίζει.
Είχαν ακούσει για τους νεκρούς. Να έρθεις αμέσως το σπίτι ,μου είπε . Γύρισα δυο μέρες μετά. Ήταν το 1973.
Τώρα τά «βούτηρα», οι Prada, και οι «κουραμπιεδοκεφτέδες», Εκάλης, Κηφισιάς, και Παλαιού Ψυχικού, αγωνίζονται , μετά των δικηγόρων τους, κατά της Δημοκρατίας.
Η δική μας γενιά τα έβαλε με τη Χούντα. Άλλα μέτρα και άλλα Σταθμά.
1999. Στο Βελιγράδι
Στους Βομβαρδισμούς, στις 6 το πρωί, έτριζε όλο το σπίτι, και η γη κουνιόταν, σα να γινόταν σεισμός. δεν σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο το δικηγόρο μου. Η μάνα μου είχε πια πεθάνει. βγήκα στη βεράντα και άρχισα να μουτζώνω τον ουρανό. Τα αεροπλάνα. Αει γαμήσου ΝΑΤΟ φώναζα. Παράνοια. Με τις φωνές βγήκε στο μπαλκόνι του, ένας Σέρβος γείτονας. Κράταγε ένα Καλάσνιωφ και άρχισε και αυτός να ρίχνει στον αέρα. Γέμπεμ τι μάικου ΝΑΤΟΑ.
Την επόμενη φορά που θα στείλουν SMS οι «επαναστάτες» της Εκάλης, θα «πάρω τηλέφωνο» και εγώ, (επιτέλους) τον δικηγόρο μου.
..
σημ.taxalia: Το κείμενο του Σπύρου Χατζάρα αφιερώνω στον ηλίθιο, που είδε ως "φασιστική" την αγανάκτισή μου για τους βουτυροχλεχλέδες με τα κινητά, που ψάχνουν ...δικηγόρο την ώρα της μάχης. Να ξερε μόνο, τι περάσαμε εμείς οι "φασίστες", για να μπορεί να εξαντλεί αυτός σήμερα τη μαχητικότητά του στο πληκτρολόγιο ενός κινητού...
Β.Π.