Ο «μεταλλαγμένος ιός» σε πορεία αυτονόμησης; Οι «πολιτικοποιημένες» κεντρικές τράπεζες, τα «ετεροβαρή» κρατικά ομόλογα, η απροσδόκητη χρηματιστηριακή ευφορία και η κρίση της παγκοσμιοποίησης
Σύμφωνα με όλα όσα μέχρι στιγμής φαίνονται, ο μεγάλος κίνδυνος, οι μαζικές αναλήψεις δηλαδή τρομοκρατημένων καταθετών από τα ταμεία των τραπεζών, έχει πλέον εκλείψει. Επίσης, δεν διαπιστώνεται η τάση «εξιδανίκευσης του ξεχρεώματος» από το σύνολο των ανθρώπων, η οποία θα δημιουργούσε έντονες αποπληθωριστικές πιέσεις και θα μας οδηγούσε στην «παγίδα ρευστότητας».
Σε πλήρη «δυσαρμονία» όμως με το παρελθόν (Μεγάλη Ύφεση), παρατηρούμε ότι κάποιες μεγάλες τράπεζες προσπαθούν να ξεχρεώσουν, απορροφώντας συνεχώς μεγάλες ποσότητες ...χρημάτων από τις αγορές και απειλώντας, αυτές πλέον, το σύστημα. Μήπως λοιπόν έχουν αντιστραφεί οι συνθήκες του 1930 και δεν είναι οι πανικοβλημένοι καταθέτες που αποσύρουν τα χρήματα τους από τις τράπεζες, αλλά οι πανικοβλημένες τράπεζες που αποσύρουν τα χρήματα τους από τις αγορές;
Αναλύοντας τα γεγονότα με τη σειρά, αποφεύγοντας τα βιαστικά συμπεράσματα, αυτό που αμέσως διαπιστώνεται είναι πως οι εμπορικές τράπεζες, παρά το ότι έχουν στη διάθεση τους δάνεια με μηδενικό κόστος (επιτόκιο) από τις κεντρικές τράπεζες (Fed, Ευρωπαϊκή KT, Τράπεζα της Αγγλίας, Τράπεζα της Ιαπωνίας), έχοντας ήδη ενισχυθεί από τα κράτη με πολλά χρήματα, παίρνουν μόνο όσα χρειάζονται για την εξασφάλιση τους (κεφαλαιακή επάρκεια) και όχι για να δανείσουν τους πελάτες τους.
Εάν όμως όλα είναι υπό έλεγχο στην Οικονομία, εάν ακόμη και τα χρηματιστήρια ανεβαίνουν προεξοφλώντας το τέλος της κρίσης (κατά την περιρρέουσα άποψη – η πραγματική οικονομία και η «υπερβάλλουσα» ρευστότητα, η οποία επηρεάζει καταλυτικά τα χρηματιστήρια, είναι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες), τότε γιατί οι τράπεζες διστάζουν να πάρουν τα δωρεάν χρήματα και να τα δανείσουν, εξασφαλίζοντας ξανά τεράστια κέρδη; Γιατί δεν εκμεταλλεύονται τις νέες συνθήκες «carry trade» (των δανείων δηλαδή σε ένα νόμισμα με μηδενικό επιτόκιο και των επενδύσεων αλλού, με μεγαλύτερο επιτόκιο), οι οποίες διεύρυναν τις συγκεκριμένες διευκολύνσεις που κάποτε παρέχονταν μόνο από την Ιαπωνία;
Έχουν γίνει απλά πιο προσεκτικές ή μήπως δεν έχουν πεισθεί ότι τα προβλήματα έχουν περάσει; Γιατί αποφεύγουν να προσφέρουν (κυρίως) μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια; Μήπως επειδή φοβούνται ότι θα επικρατήσει το σενάριο του αποπληθωρισμού και στη συνέχεια υπερπληθωρισμός; (υπενθυμίζουμε εδώ ότι ο αποπληθωρισμός δημιουργείται, όταν οι δανειστές ή οι οφειλέτες διαπιστώνουν ότι στην Οικονομία γενικά έχουν μαζευτεί πάρα πολλά χρέη). Ή μήπως έχουν δικαιολογημένα πανικοβληθεί, διαπιστώνοντας τη δυσκολία είσπραξης των απαιτήσεων τους (καθυστερήσεις αποπληρωμής δανείων κ.α.), αμέσως μετά από τις τρομακτικές απώλειες «ενεργητικού» (ενυπόθηκα δάνεια κλπ) που οδήγησαν αρκετές από αυτές στη χρεοκοπία ή στην αναζήτηση προστασίας από τα κράτη;
Αποφεύγοντας να υποθέσουμε τις απαντήσεις σε τόσα δύσκολα ερωτήματα, αυτό που συμπεραίνουμε αβίαστα είναι πως, η ενδεχόμενη συνέχιση αυτής της κατάστασης από τις τράπεζες, θα οδηγούσε αναγκαστικά την πραγματική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Οι κεντρικές τράπεζες λοιπόν, έχοντας προφανώς καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, έκριναν σκόπιμο να παίξουν και το τελευταίο χαρτί τους: το «Quantitative Easing». Δηλαδή, αποφάσισαν να διαθέσουν ένα συγκεκριμένο ποσόν χρημάτων για την αγορά αξιόγραφων, εταιρικών ομολόγων, καθώς επίσης ομολόγων του δημοσίου από τις εμπορικές τράπεζες.
Έτσι, οι τράπεζες θα έχουν ακόμη μεγαλύτερη ρευστότητα στη διάθεση τους, μέρος της οποίας λογικά (κατά τους ιθύνοντες) θα υποχρεωθούν να δανείσουν στις επιχειρήσεις και στους ιδιώτες, για να τονωθούν οι επενδύσεις και η κατανάλωση. Η τράπεζα της Αγγλίας έχει αποφασίσει να διαθέσει 125 δις λίρες (όταν το εξωτερικό χρέος της είναι τετραπλάσιο του ΑΕΠ της), η Fed 300 δις $, η ΕΚΤ 60 δις € και η τράπεζα της Ιαπωνίας 1 τρις γεν.
Όμως, η αγορά των αξιόγραφων και των ομολόγων υπόκειται, όπως όλα στην ελεύθερη οικονομία, στους κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Επομένως, η ζήτηση ομολόγων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, παρά το ότι είναι «τεχνητή», θα έχει σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών τους, καθώς επίσης τη μείωση των αποδόσεων τους (επειδή η απόδοση είναι ποσοστιαία επί της τιμής πώλησης, όταν ανεβαίνει η τιμή πώλησης, περιορίζεται η απόδοση). Έτσι, επειδή οι αποδόσεις θα γίνονται «αμελητέες», οι εμπορικές τράπεζες θα αναγκάζονται κατά κάποιον τρόπο να πουλούν τα ομόλογα στις κεντρικές. Επομένως, θα αυξάνεται η ρευστότητα τους, η οποία οφείλει να επενδυθεί σε δάνεια, για να διατηρηθεί η κερδοφορία των ισολογισμών τους. Η υπερβάλλουσα όμως αυτή ρευστότητα θα διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία, ή μήπως θα ακολουθήσει τον κερδοσκοπικό δρόμο (για παράδειγμα το χρηματιστηριακό) και μάλιστα τον εντελώς βραχυπρόθεσμο, δημιουργώντας μία πρωτόγνωρη αγορά-καζίνο;
η συνέχεια εδώ>>>