Επειδή ανάλογοι προβληματισμοί υπήρξαν και αλλού, τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα και ειδικές διαιτησίες, έχουν αποφανθεί από το 1928 μέχρι το 1953, σε διάφορες ανά τον κόσμο ομοειδείς περιπτώσεις, ότι η κατοχή του μεγαλύτερου νησιού συνεπάγεται και την κατοχή του παρακειμένου μικρότερου και ότι σε περιπτώσεις συστάδων νησιών, την κυριαρχία στο κύριο νησί ακολουθεί κυριαρχία στα εγγύς μικρότερα.
Α. Η Περιοχή του Αιγαίου
Τα γεωγραφικά όρια του Αιγαίου Αρχιπελάγους όπως έχουν συμφωνηθεί και στον Διεθνή Υδρογραφικό Οργανισμό ευρίσκονται μέσα στην θαλάσσια περιοχή που κλείνεται :
α) Δυτικά από την γραμμή που ενώνει το ακρωτήριο
Μαλέας (Πελοπόννησος), το ακρωτήριο Μπλεμπάντα (Αντικύθηρα), το ακρωτήριο Απολυτάρες (Αντικύθηρα), με το ακρωτήριο Κοκκάλα (νοτ.δυτ. Κρήτης),
β) Νότιο-ανατολικώς από την γραμμή που ενώνει το ακρωτήριο Πλάκα (νοτ.ανατ. Κρήτης), το ακρωτήριο Βροντή (ανατ. Κάρπαθος), με το ακρωτήριο Πράσο (νοτ. Ρόδος)
γ) Ανατολικώς την γραμμή που ενώνει το ακρωτήριο Ζωνάρι (βορ. Ρόδος), με το ακρωτήριο Αkyar (νοτ. Τουρκίας)
δ) Βορείως από την είσοδο των Στενών Δαρδανελίων.
2. Το προσωνύμιο «Αρχιπέλαγος», για το Αιγαίο χρησιμοποιείται μόνο για ιστορικούς λόγους, χωρίς να επάγεται από αυτό καμία νομική ωφέλεια αφού το σύγχρονο δίκαιο θαλάσσης ( Διεθνής Σύμβαση 1982, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει από το 1995), δεν έχει προβλέψει τίποτα για τα κράτη που συγκροτούνται από κύριο ηπειρωτικό έδαφος αλλά διαθέτουν και νησιωτικά συμπλέγματα, δηλαδή δεν υπάρχει καμία ρύθμιση ειδική για τα μεικτά, παρά μόνο για τα αμιγώς αρχιπελαγικά.
Η επιφάνεια του Αιγαίου Αρχιπελάγους είναι διάσπαρτη από 2419 νησιά και βράχους (με εμβαδόν έως ένα στρέμμα). Από τα νησιά, τα 171 είναι κατοικημένα ενώ σε πολλά βρίσκονται εγκαταστάσεις καλλιεργειών, βοσκής, τεχνικά έργα, φάροι, φανοί, και άλλα είναι ιδιωτικά ανεκμετάλλευτα.
Στην θαλάσσια επιφάνεια του Αιγαίου η Ελλάδα με 6 ναυτικά μίλια(ν.μ.), χωρική θάλασσα, κατέχει κυριαρχικώς το 43%, έναντι 7,5 % της Τουρκίας και ο εναπομένων χώρος είναι ανοικτή θάλασσα.
Β. Χωρική Θάλασσα (αλλιώς και Αιγιαλίτιδα Ζώνη)
Η Ελλάδα από το 1931(Π.Δ. 6/18 Σεπτ.1931- ΦΕΚ Α΄ 325/1931), έχει καθορίσει «αιγιαλίτιδα ζώνη» 10 ν.μ. ειδικώς και μόνο για τα θέματα της αεροπορίας και της αστυνομεύσεως αυτής και από το 1936 (Α.Ν. 230/1936- ΦΕΚ Α΄ 450/17 Σεπτ.- 13 Οκτ. 1936), έχει ορίσει «χωρική θάλασσα» 6ν.μ. ( η οποία μετράται από την χαμηλότερη ρηχία κατά την διαδρομή της φυσικής ακτογραμμής των ακτών του ηπειρωτικού εδάφους αλλά και των νησιών και των βράχων οι οποίοι σημειωτέον έχουν και αυτοί πλήρες δικαίωμα σε χωρική θάλασσα). Η «χωρική θάλασσα» των 6ν.μ. και ο «εθνικός εναέριος χώρος» των 10 ν.μ. αποτελούν περιοχές «εθνικής κυριαρχίας». Παρά ταύτα στην «χωρική θάλασσα», τα Εμπορικά και Πολεμικά πλοία αδιακρίτως της σημαίας την οποία φέρουν επηρμένη, απολαύουν του δικαιώματος της «αβλαβούς διελεύσεως», που σημαίνει ότι μπορούν να πλέουν με σταθερή πορεία και ταχύτητα χωρίς στάση ή προσόρμιση, εκτός εάν ζητήσουν προς τούτο άδεια ή οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή κάποια ανώτερη ανάγκη τους το επιβάλλει. Την αβλαβή διέλευση δικαιούνται και τα Υποβρύχια, υπό τον όρο να πλέουν στην επιφάνεια και να δείχνουν την σημαία τους. Όμως στον «εθνικό εναέριο χώρο» των 10 ν.μ. κανένα αεροσκάφος δεν απολαύει δικαιώματος «αβλαβούς διελεύσεως» εάν δεν ζητήσει άδεια και δεν καταθέσει σχέδιο πτήσεως στις αρμόδιες ελληνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας.
Στο άρθρο 2 του Νόμου 2321/1995 (ΦΕΚ Α΄ 136/ 23 Ιουν. 1995), που κυρώνει τη Σύμβαση του 1982 «περί του Διεθνούς Δικαίου της Θαλάσσης», ορίζεται ρητώς ότι η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3(της Συμβάσεως 1982), να επεκτείνει σε οιονδήποτε χρόνο την χωρική της θάλασσα μέχρι του εύρους των 12ν.μ. με Προεδρικό Διάταγμα, κατόπιν προτάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου.
Γ. Θαλάσσια Σύνορα
Γενικώς στην θάλασσα δεν υπάρχουν σύνορα, επειδή η θάλασσα είναι αγαθό κοινής χρήσεως και κανένα κράτος δεν μπορεί να το οικειοποιηθεί. Παρά ταύτα, τα παράκτια κράτη έχουν πλήρη κυριαρχία στην χωρική τους θάλασσα και περαιτέρω εάν γειτνιάζουν και οι ακτές τους είναι κοντά και μάλιστα σε αποστάσεις μικρότερες ή ίσες με την υπάρχουσα χωρική τους θάλασσα (η οποία σ’ αυτές τις περιπτώσεις με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, έχει εκατέρωθεν το ίδιο εύρος), δημιουργείται τότε αναγκαστικά θαλάσσιο σύνορο, ανεξαρτήτως εάν έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους, και το σύνορο αυτό ευρίσκεται στην μέση γραμμή, όταν οι ακτές είναι αντι-κείμενες, ή σε ίση απόσταση, όταν οι ακτές είναι παρα-κείμενες.
Μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας δεν υπάρχει διμερής συμφωνία για συνοριακή γραμμή στο Αιγαίο, αλλά συνοριακή διευθέτηση υπάρχει ως ακολούθως :
α) Στις εκβολές του ΄Εβρου έχει χαραχθεί σύνορο για 3 ν.μ. μέσα στο Αιγαίο σε εκτέλεση της Συνθήκης της Λοζάννης 1923.
β) Μεταξύ του βράχου Ζουράφα και των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγ. Ευστρατίου, Λέσβου (Μυτιλήνης), Χίου έως και το νοτιότερο ακρωτήριο της νήσου Σάμου, υπάρχει αναγκαστικώς το σύνορο στο μέσον ή σε ίση απόσταση από τις παρα- ή αντι- κείμενες τουρκικές ακτές.
γ) Από το νότιο ακρωτήριο της νήσου Σάμου έως και το Καστελόριζο, ισχύει η οριοθέτηση που έγινε το 1932 με την Ιταλο-Τουρκική Συμφωνία. Την Ιταλία έχει διαδεχθεί σ’αυτή την συμφωνία η Ελλάδα από το 1947 με την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων.
7. Παραλλήλως, η συνοριακή αυτή γραμμή έχει συμφωνηθεί και εμμέσως από τα δύο κράτη, στο πλαίσιο του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ΙCAO), όταν το 1952 και το 1958, σε αντίστοιχες διεθνούς επιπέδου περιφερειακές συνόδους για την χάραξη των ορίων των FIR Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως, είχαν αποδεχθεί ότι η γραμμή που χαράχθηκε στο Αιγαίο έγινε με τέτοιο τρόπο που να συμπίπτει με τα σύνορα που υπάρχουν μεταξύ τους, και αποδέχτηκαν συγχρόνως και σχετικούς χάρτες που εμφανίζουν αυτό το σύνορο.
Δ. Καθεστώς Νησιών και Βράχων
8. Συμφώνως προς τις διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες που ακολούθησαν τον υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας αγώνα του 1821 και μετά την εθνική απελευθέρωση των χερσαίων εδαφών και των νησιών :
α) Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου 1830, αναγνωρίζεται και de jure η ελληνική κυριαρχία στην Εύβοια, τις Β. Σποράδες και τις Κυκλάδες.
β) Τον Νοέμβριο 1912, ο Ελληνικός Στόλος απελευθερώνει και κατακτά τα νησιά του βορείου Αιγαίου Λήμνο, Σαμοθράκη, Ψαρά, Θάσο, Αγ. Ευστράτιο, ΄Ιμβρο και Τένεδο.
γ) Τον Δεκέμβριο 1912, ομοίως απελευθερώνονται και καταλαμβάνονται τα νησιά Ικαρία, Μυτιλήνη και Χίος.
δ) Η Σάμος, η οποία από την εποχή του απελευθερωτικού αγώνα ευρίσκεται υπό καθεστώς αυτονομίας, ενσωματώνεται στην Ελλάδα τον Μάρτιο 1913.
ε) Τον Μάϊο 1913 με την Συνθήκη του Λονδίνου, αναγνωρίζεται και de jure η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και το fait accompli στα Βαλκάνια. Τοιουτοτρόπως ο αυτοκράτορας των Οθωμανών, εκχωρεί τότε όλες τις εδαφικές εκτάσεις που είχε κατακτήσει επί Ευρωπαϊκού εδάφους, δυτικά της γραμμής Αίνου (χωριό στις εκβολές του ΄Εβρου), και Μηδείας (χωριό επί των τουρκικών παραλίων της Μ. Θαλάσσης). Συγχρόνως παραδίδει την Κρήτη στην διάθεση των τότε βαλκανικών συμμάχων (Ελλάδος, Σερβίας, Βουλγαρίας), οι οποίοι-στη συνέχεια- αποφασίζουν την παραχώρησή της στην Ελλάδα.
στ) Τον Φεβρουάριο 1914 με τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου οι Κυβερνήσεις των 6 (τότε) Μεγάλων Δυνάμεων(Γερμανίας, Αυστρο-ουγγαρίας, Γαλλίας, Μ. Βρετανίας, Ιταλίας), αναγνωρίζουν πλέον και de jure την ελληνική κυριαρχία επί του συνόλου των νησιών του Αιγαίου, και μάλιστα ζητούν από την Ελλάδα να επιστρέψει τότε στην Τουρκία τα νησιά Ίμβρο, Τένεδο και το Καστελόριζο.
ζ) Με την Συνθήκη των Σεβρών του 1920, καίτοι το κείμενο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ γιατί δεν ίσχυσε η συνθήκη, αναγνωριζόταν και πάλι η ελληνική κυριαρχία επί όλων των νησιωτικών συμπλεγμάτων του Αιγαίου πλην Δωδεκανήσου, κατάσταση η οποία δεν μεταβλήθηκε μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922.
η) Με την Συνθήκη της Λοζάννης 1923, όλες οι διευθετήσεις που καθόριζαν οι ανωτέρω συμφωνίες και συνθήκες, αποκτούν οριστικό χαρακτήρα αφού με την υπογραφή και της Τουρκίας αναγνωρίζεται πλέον και de jure η κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και επανέρχονται σχεδόν όλα τα εδάφη στα κράτη που ανήκαν πριν την κατάκτησή τους.Η ενλόγω Συνθήκη ορίζει :
Άρθρο 12 : « Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαίου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών Νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικρότεραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκική κυριαρχίαν»
Αρθρο 15 : «Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου , Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων ως της νήσου Καστελλορίζου»
Αρθρο 16 : «Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών η εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων ως και επί των νήσων εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθεί αυτή δια της παρούσης Συνθήκης της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων»
θ) Με την Ιταλο-τουρκική Συνθήκη 1932 σε εκτέλεση της οποίας συνήφθη και σχετικό πρωτόκολλο μεταξύ των δύο κρατών χαράχθηκε συνοριακή γραμμή από το νότιο ακρωτήριο της Σάμου μέχρι και το Καστελόριζο λαμβάνοντας υπόψη και τον κανόνα των τριών (3) ν.μ στην χάραξη των συνόρων της Δωδεκανήσου (τότε Ιταλικής κτήσεως)
ι) Το 1947 με την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (άρθρο 14), η Ιταλία παραιτείται υπέρ της Ελλάδος επί της Δωδεκανήσου και των παρακειμένων νησίδων.
Νομική αμφισβήτηση έχει εγερθεί για το καθεστώς κυριαρχίας επί των βράχων του Αιγαίου Αρχιπελάγους, όταν αυτοί δεν αναφέρονται ως παρακείμενοι των κυρίων νησιών, σε κάποιο από τα παραπάνω νομικά κείμενα – συμφωνίες, συνθήκες. Είναι γεγονός ότι τα παλαιότερα μέχρι την Συνθήκη των Παρισίων 1947 κείμενα δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στην λεπτομερή περιγραφή των παραχωρουμένων νησιωτικών συμπλεγμάτων, επειδή για την εποχή τους το περισσότερο ενδιαφέρονταν για την αναγνώριση και τακτοποίηση της κυριαρχίας επί των κυρίων και κατοικημένων νησιών, ενώ η μνεία των παρακειμένων βράχων ή νησίδων, δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον ούτε για τους συντάκτες των συνθηκών, ούτε για τα κράτη. Επειδή ανάλογοι προβληματισμοί υπήρξαν και αλλού, τα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα και ειδικές διαιτησίες, έχουν αποφανθεί από το 1928 μέχρι το 1953, σε διάφορες ανά τον κόσμο ομοειδείς περιπτώσεις, ότι η κατοχή του μεγαλύτερου νησιού συνεπάγεται και την κατοχή του παρακειμένου μικρότερου και ότι σε περιπτώσεις συστάδων νησιών, την κυριαρχία στο κύριο νησί ακολουθεί κυριαρχία στα εγγύς μικρότερα.
Ε. Αποστρατιωτικοποίηση των Νησιών του Αιγαίου Αρχιπελάγους
10. Η αναγνώριση της παραχωρήσεως των νησιών του Αιγαίου με την Συνθήκη του Λονδίνου 1914 επέβαλλε στην Ελλάδα την δουλεία της αποστρατικοποιήσεως επί των νησιών Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας. Την ίδια κατάσταση αποδέχθηκε και η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 για τα ίδια νησιά αλλά συνέδεσε τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη με το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως των Στενών των Δαρδανελίων. Από το 1936 όμως με την Συνθήκη του Μοντρέ βάση της οποίας ήρθη ο περιορισμός της αποστρατικοποιήσεως των Στενών τα υπόψη νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη παρακολουθούν την απαλλαγή από την δουλεία. Οσον αφορά στα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία το καθεστώς αποστρατικοποιήσεως έχει αρθεί από το γεγονός της μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αναπτύξεως από το 1974 στα Μικρασιατικά παράλια της 4ης τουρκικής στρατιάς του Αιγαίου ως αποτέλεσμα του δικαιώματος αμύνης βάσει του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
11. Το 1947 με την συνθήκη των Παρισίων επιβλήθηκε ο όρος της αποστρατικοποιήσεως των νησιών της Δωδεκανήσου κατά την παραχώρησή τους στην Ελλάδα . Η δουλεία αυτή αίρεται αφενός από το γεγονός ότι δεν υπάρχει διεθνής πρακτική που να αποδεσμεύονται από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις οι ηττημένοι και οι υπεύθυνοι ενός πολέμου και από την άλλη πλευρά οι υποχρεώσεις και τα βάρη να διατηρούνται προς τους νικητές. Αφετέρου από το γεγονός της από το 1974 συνεπεία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της αναπτύξεως μεγάλου όγκου χερσαίων και αποβατικών δυνάμεων στα Μικρασιατικά παράλια, αναπτυσσομένου δικαιώματος της νομίμου αμύνης βάση του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.
ΣΤ. Υφαλοκρηπίδα
12. Η συνειδητοποίηση της οικονομικής αξίας των υπό την θάλασσα πλουτοπαραγωγικών πηγών και ιδιαίτερα η ανακάλυψη υδρογονανθράκων οδήγησε τα κράτη να ενδιαφερθούν με ρυθμιστικούς κανόνες για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και περαιτέρω την πρόνοια για την εκμετάλλευσή της. Έτσι και στο Αιγαίο, δημιουργήθηκε από το 1973 ένταση για τον καθορισμό της περιοχής που τα δύο κράτη Ελλάδα και Τουρκία έχουν δικαιώματα με την τουρκική προσπάθεια να αγνοηθούν τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις ακτές της και η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας να γίνει στο μέσο του Αιγαίου. Η υπόθεση έφτασε το 1976 έως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το οποίο όμως το 1978 επειδή δεν παρουσιάστηκε και η Τουρκία να συζητήσει, δεν προχώρησε σε απόφαση.
Βασικώς το σύγχρονο δίκαιο έχει δεχθεί εθιμικώς και συμβατικώς ότι και τα νησιά αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και οι βράχοι έχουν δικαίωμα σε αναγνώριση υφαλοκρηπίδας. Τούτο έχει αποδεχθεί περίτρανα και η διεθνής πρακτική με τις διάφορες μεταξύ των κρατών συμφωνίες οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας τους, αλλά έχει ομοίως αποφανθεί και το Διεθνές Δικαστήριο. Ακόμη στο διεθνές δίκαιο έχει αποκρυσταλλωθεί και ο γενικός κανόνας της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των αντικειμένων ή παρακειμένων παρακτίων κρατών στην μέση γραμμή ή την ίση απόσταση από τις εκατέρωθεν ακτές. Τοιουτοτρόπως η ελληνική υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι ευρίσκεται στο μέσον ή την ίση απόσταση των ανατολικών ελληνικών νησιών με τις αντικείμενες ή παρακείμενες τουρκικές ακτές από τις εκβολές του ΄Έβρου μέχρι το Καστελόριζο.
Παύλος Γ. Φωτίου
http://www.ketha.gr/