της Άννας Ευθυμίου*
Εδώ και τρεις δεκαετίες η Ευρώπη πλήττεται από ένα σαρωτικό μεταναστευτικό κύμα, που έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας της. Μετατρέπεται σταδιακά σε μια πολυπολιτισμική ήπειρο με αβέβαιο δημογραφικό μέλλον, προσιδιάζοντας έτσι στην πολιτισμική ποικιλομορφία των ΗΠΑ.
Όπως είναι εύλογο, και η Ελλάδα, ως πύλη της Ευρώπης από την...
Εδώ και τρεις δεκαετίες η Ευρώπη πλήττεται από ένα σαρωτικό μεταναστευτικό κύμα, που έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας της. Μετατρέπεται σταδιακά σε μια πολυπολιτισμική ήπειρο με αβέβαιο δημογραφικό μέλλον, προσιδιάζοντας έτσι στην πολιτισμική ποικιλομορφία των ΗΠΑ.
Όπως είναι εύλογο, και η Ελλάδα, ως πύλη της Ευρώπης από την...
Ανατολή, δέχεται έντονες πιέσεις από τη μαζική άφιξη των λαθρομεταναστών, η οποία έχει ορατές συνέπειες στον κοινωνικό της ιστό και στην καθημερινότητα των πολιτών της. Σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφεται με έντονο τρόπο η συντηρητική στροφή της κοινωνίας μας απέναντι στο μεταναστευτικό κύμα των τελευταίων ετών. Μάλιστα, προκύπτει ότι οι πολίτες εμφανίζονται περισσότερο ανήσυχοι για τις επιπτώσεις του στην καθημερινότητα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή, σε σχέση με τη γνώμη που είχαν πριν από ένα χρόνο.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι ρατσιστική ή ξενοφοβική, παρά τον αρνητισμό που δημιουργεί το υψηλό ποσοστό μεταναστών που σωρεύτηκε ξαφνικά σε μια έως πρότινος σχεδόν μονοπολιτιστική και μονοθρησκευτική χώρα, όπως η Ελλάδα. Και αυτό, διότι η πατρίδα μας έγινε ξαφνικά μια κοινωνία με ποσοστό άνω του 12% στο συνολικό πληθυσμό, μετανάστες. Θεωρείται φυσικό, να υπάρχει τουλάχιστον επιφυλακτικότητα εκ μέρους της Ελληνικής κοινωνίας. Αναγκαία, λοιπόν, προβάλει η λήψη μέτρων, τα οποία θα σέβονται τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών όσο και την ασφάλεια, την ευημερία και την κοινωνική ειρήνη των ημεδαπών πολιτών, συνδυάζοντας την σταθερότητα σε συσχετισμό με την πολύπλευρη ανάπτυξη της κοινωνίας μας.
Μία πρώτη κίνηση έγινε με σχετική τροπολογία για τη μετανάστευση που ψηφίστηκε από την προηγούμενη Βουλή. Σύμφωνα με την τροπολογία όλα τα αδικήματα που σχετίζονται με τη διακίνηση λαθρομεταναστών συνιστούν κακουργήματα, ενώ ορίζονται παράλληλα οι προϋποθέσεις που ένας μετανάστης χαρακτηρίζεται επικίνδυνος και επομένως πρέπει να απελαθεί. Επιπρόσθετα, επεκτείνεται από έξι σε δώδεκα μήνες ο χρόνος κράτησης για τους υπό απέλαση λαθρομετανάστες.
Όμως, το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν εμφανίζεται μόνο στη χώρα μας, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα φαινόμενο που απασχολεί και έχει αντίκτυπο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει να αδιαφορεί μπροστά στους σωματέμπορους, οι οποίοι διακινούν ανηλίκους. Πρέπει να υπάρχει συναντίληψη και κοινή δράση. Άσκηση πολιτικής πίεσης σε τρίτες χώρες για συμφωνίες επαναπατρισμού παράνομων μεταναστών, διάθεση πόρων για τη φύλαξη των συνόρων και διασφάλιση του ασύλου. Προληπτική και παρεμβατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποτροπή συγκρούσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες και καλύτερος συντονισμός στην παροχή αναπτυξιακής βοήθειας, για την αντιμετώπιση των αιτίων της φτώχειας και της ανάπτυξης.
Σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα προβάλει ως επιτακτική ανάγκη η εντατικοποίηση των ελέγχων στα σύνορα, η αξιοποίηση πληροφοριών για τους διακινητές και τη μαζική ροή στα πλαίσια διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, η άσκηση πιέσεων στην Τουρκία και η αξιοποίηση δυνατοτήτων και πόρων μέσω του Frontex για τον έλεγχο των συνόρων. Επιπρόσθετα, θα ήταν αποτελεσματική η σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής με χώρες προέλευσης λαθρομεταναστών, η διοργάνωση επικοινωνιακής καμπάνιας στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στις χώρες προέλευσης, η δημιουργία νέων χώρων κράτησης των προς απέλαση μη νομίμων μεταναστών, καθώς και η συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες. Εκτός όμως από τα παραπάνω, χρειάζεται μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, που θα μείωνε την παραοικονομία και την παράτυπη εργασία, θα έφερνε έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία (εγγραφή των νομιμοποιημένων εργαζόμενων στα ασφαλιστικά ταμεία) και θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα γκετοποίησης και ακραίας εκμετάλλευσης.
Η Θεσσαλονίκη, όπως και άλλες πόλεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα ενδιαφέρον παράδοξο: αν και οι πολιτικές για την μετανάστευση αποφασίζονται σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι τοπικές κοινωνίες αυτές που εν τέλει καλούνται να εφαρμόσουν πολιτικές ένταξης σε μικρή κλίμακα. Οι πόροι για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών είναι, τις περισσότερες φορές, στην διάθεση της κεντρικής εξουσίας η οποία και αποφασίζει για την κατανομή τους. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει προνοήσει για την ομοιόμορφη ένταξη των νέων παιδιών στον κοινωνικό ιστό, αφού στη δημοτική κοινωνική πνευματική στέγη λειτουργούν προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας, ώστε τα παιδιά των μεταναστών να βοηθηθούν στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και να έρθουν σε επαφή με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Έως σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Δήμου Θεσσαλονίκης, το 2008 εξυπηρετήθηκαν 43.000 αλλοδαποί, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2009 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού κατά 10%. Για να συνεχιστεί η ομαλή ένταξη των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω οι κοινωνικές υπηρεσίες που θα διαμορφώνουν τις συνθήκες κοινωνικοποίησης, όπως η σωστή στέγαση, η περίθαλψη, η παιδεία και η πρόνοια.
Η κοινωνία μας, η οποία έχει ζήσει έντονα την προσφυγιά, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα να χαράξει ουσιαστική και γόνιμη μεταναστευτική πολιτική, ώστε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας. Ως μια σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία συνοχής οφείλουμε να προνοούμε, να συνεισφέρουμε και να παρεμβαίνουμε, για να επιτύχουμε τη σωστή και ομαλή συμβίωση όλων των κοινωνικών ομάδων. Μια ουσιαστική και οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική δίνει ασφάλεια στους πολίτες και στους κατοίκους της Ελλάδας, ευημερία στη χώρα και ενισχύει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Επιπρόσθετα, δίνει και το μήνυμα στους ανθρώπους που μεταναστεύουν ότι έχουμε μία κοινωνία αλληλεγγύης με θωρακισμένα τα δικαιώματα των πολιτών αλλά και παράλληλα με επιβεβλημένες υποχρεώσεις, με γνώμονα την ειρηνική και αγαστή συμβίωση.
*Η Άννα Ευθυμίου είναι Δικηγόρος, Εντεταλμένη Σύμβουλος σε θέματα Νεολάιας στο Δήμο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Μ.Κ.Ο. «Ν.Ε.Ο.Ι.»
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι ρατσιστική ή ξενοφοβική, παρά τον αρνητισμό που δημιουργεί το υψηλό ποσοστό μεταναστών που σωρεύτηκε ξαφνικά σε μια έως πρότινος σχεδόν μονοπολιτιστική και μονοθρησκευτική χώρα, όπως η Ελλάδα. Και αυτό, διότι η πατρίδα μας έγινε ξαφνικά μια κοινωνία με ποσοστό άνω του 12% στο συνολικό πληθυσμό, μετανάστες. Θεωρείται φυσικό, να υπάρχει τουλάχιστον επιφυλακτικότητα εκ μέρους της Ελληνικής κοινωνίας. Αναγκαία, λοιπόν, προβάλει η λήψη μέτρων, τα οποία θα σέβονται τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών όσο και την ασφάλεια, την ευημερία και την κοινωνική ειρήνη των ημεδαπών πολιτών, συνδυάζοντας την σταθερότητα σε συσχετισμό με την πολύπλευρη ανάπτυξη της κοινωνίας μας.
Μία πρώτη κίνηση έγινε με σχετική τροπολογία για τη μετανάστευση που ψηφίστηκε από την προηγούμενη Βουλή. Σύμφωνα με την τροπολογία όλα τα αδικήματα που σχετίζονται με τη διακίνηση λαθρομεταναστών συνιστούν κακουργήματα, ενώ ορίζονται παράλληλα οι προϋποθέσεις που ένας μετανάστης χαρακτηρίζεται επικίνδυνος και επομένως πρέπει να απελαθεί. Επιπρόσθετα, επεκτείνεται από έξι σε δώδεκα μήνες ο χρόνος κράτησης για τους υπό απέλαση λαθρομετανάστες.
Όμως, το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν εμφανίζεται μόνο στη χώρα μας, αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα φαινόμενο που απασχολεί και έχει αντίκτυπο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Για το λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να συνεχίσει να αδιαφορεί μπροστά στους σωματέμπορους, οι οποίοι διακινούν ανηλίκους. Πρέπει να υπάρχει συναντίληψη και κοινή δράση. Άσκηση πολιτικής πίεσης σε τρίτες χώρες για συμφωνίες επαναπατρισμού παράνομων μεταναστών, διάθεση πόρων για τη φύλαξη των συνόρων και διασφάλιση του ασύλου. Προληπτική και παρεμβατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποτροπή συγκρούσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες και καλύτερος συντονισμός στην παροχή αναπτυξιακής βοήθειας, για την αντιμετώπιση των αιτίων της φτώχειας και της ανάπτυξης.
Σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα προβάλει ως επιτακτική ανάγκη η εντατικοποίηση των ελέγχων στα σύνορα, η αξιοποίηση πληροφοριών για τους διακινητές και τη μαζική ροή στα πλαίσια διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, η άσκηση πιέσεων στην Τουρκία και η αξιοποίηση δυνατοτήτων και πόρων μέσω του Frontex για τον έλεγχο των συνόρων. Επιπρόσθετα, θα ήταν αποτελεσματική η σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής με χώρες προέλευσης λαθρομεταναστών, η διοργάνωση επικοινωνιακής καμπάνιας στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στις χώρες προέλευσης, η δημιουργία νέων χώρων κράτησης των προς απέλαση μη νομίμων μεταναστών, καθώς και η συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις τοπικές κοινωνίες. Εκτός όμως από τα παραπάνω, χρειάζεται μια ρεαλιστική αντιμετώπιση, που θα μείωνε την παραοικονομία και την παράτυπη εργασία, θα έφερνε έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία (εγγραφή των νομιμοποιημένων εργαζόμενων στα ασφαλιστικά ταμεία) και θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα γκετοποίησης και ακραίας εκμετάλλευσης.
Η Θεσσαλονίκη, όπως και άλλες πόλεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα ενδιαφέρον παράδοξο: αν και οι πολιτικές για την μετανάστευση αποφασίζονται σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι οι τοπικές κοινωνίες αυτές που εν τέλει καλούνται να εφαρμόσουν πολιτικές ένταξης σε μικρή κλίμακα. Οι πόροι για την εφαρμογή αυτών των πολιτικών είναι, τις περισσότερες φορές, στην διάθεση της κεντρικής εξουσίας η οποία και αποφασίζει για την κατανομή τους. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει προνοήσει για την ομοιόμορφη ένταξη των νέων παιδιών στον κοινωνικό ιστό, αφού στη δημοτική κοινωνική πνευματική στέγη λειτουργούν προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας, ώστε τα παιδιά των μεταναστών να βοηθηθούν στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και να έρθουν σε επαφή με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Έως σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Δήμου Θεσσαλονίκης, το 2008 εξυπηρετήθηκαν 43.000 αλλοδαποί, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2009 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού κατά 10%. Για να συνεχιστεί η ομαλή ένταξη των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω οι κοινωνικές υπηρεσίες που θα διαμορφώνουν τις συνθήκες κοινωνικοποίησης, όπως η σωστή στέγαση, η περίθαλψη, η παιδεία και η πρόνοια.
Η κοινωνία μας, η οποία έχει ζήσει έντονα την προσφυγιά, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα να χαράξει ουσιαστική και γόνιμη μεταναστευτική πολιτική, ώστε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για την ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας. Ως μια σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία συνοχής οφείλουμε να προνοούμε, να συνεισφέρουμε και να παρεμβαίνουμε, για να επιτύχουμε τη σωστή και ομαλή συμβίωση όλων των κοινωνικών ομάδων. Μια ουσιαστική και οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική δίνει ασφάλεια στους πολίτες και στους κατοίκους της Ελλάδας, ευημερία στη χώρα και ενισχύει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Επιπρόσθετα, δίνει και το μήνυμα στους ανθρώπους που μεταναστεύουν ότι έχουμε μία κοινωνία αλληλεγγύης με θωρακισμένα τα δικαιώματα των πολιτών αλλά και παράλληλα με επιβεβλημένες υποχρεώσεις, με γνώμονα την ειρηνική και αγαστή συμβίωση.
*Η Άννα Ευθυμίου είναι Δικηγόρος, Εντεταλμένη Σύμβουλος σε θέματα Νεολάιας στο Δήμο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Μ.Κ.Ο. «Ν.Ε.Ο.Ι.»