Εκεί, κάπου στην Αχαρνών.
«Σε μια λαϊκή γωνιά της Αθήνας. Όλο το έργο διαδραματίζεται μέσα σε μια αυλή με πολλά δωμάτια, όπου σε καθένα από αυτά μένει και μια οικογένεια»…
Η περιγραφή στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η αυλή των θαυμάτων» ταιριάζει ιδανικά στην αυλή που επισκεφτήκαμε. Το μόνο που αλλάζει είναι τα ονόματα. Ο Ιορδάνης γίνεται Χασάν και η Αννέτω, Αζίζα. Ίσως και κάτι ακόμα:
στη σύγχρονή μας αυλή οι νοικάρηδες… δεν ελπίζουν πια σε θαύματα.
Εκεί, κάπου στην Αχαρνών.
Μια εσωτερική αυλή με επτά κατοικημένα δωμάτια και τρία εγκαταλελειμμένα. Κάποτε, στη δεκαετία του ’50, στην αυλή αυτή οι νοικάρηδες θα ήταν Έλληνες από φτωχά κοινωνικά στρώματα. Απελπισμένοι και ανυπεράσπιστοι μεροκαματιάρηδες με το όνειρο της μετανάστευσης προς την Αυστραλία ως μόνιμη επωδό – «Θα βγάλω χαρτιά, θα πάω στην Αυστραλία… εκεί που βρίσκουνε ακόμη και χρυσάφι», όπως θα έλεγε κι ο Μπάμπης και θα ονειρευόταν η Βούλα, του Καμπανέλλη κι όχι μόνο.
Σήμερα, οι νοικάρηδες είναι Σομαλοί: η οικογένεια του Αλί με τρία ανήλικα παιδιά, του Μαχμούτ με δύο ανήλικα παιδιά, της Ρουν και της Φατούμ, μόνες μητέρες με τα μωρά τους, και αρκετοί νέοι άντρες. Στο σύνολο 37 άτομα.
Μια σιδερένια πόρτα οδηγεί στην αυλή των επτά δωματίων. Τρία δωμάτια στο ισόγειο, άλλα δύο στο υπόγειο, με ένα κοντραπλακέ να προστατεύει την είσοδο από τα νερά της βροχής, και δύο ακόμα εκεί όπου άλλοτε θα ήταν ο περιστερώνας και το πλυσταριό. Η κατεστραμμένη σκεπή είναι καλυμμένη από σκληρό μουσαμά. Τα κρεμασμένα ρούχα στην ταράτσα και παραδίπλα το τσουκάλι με τις πατάτες και τα κρεμμύδια, δίχως κρέας, να μουλιάζουν. Στην κουπαστή της σιδερένιας σκάλας να ανεμίζει ξέπνοη η ελληνική σημαία, που μόνοι τους αναρτήσανε πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήσει.
Εντός της αυλής, οι ένοικοι των διπλανών πολυκατοικιών παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους – ένδειξη, αν μη τι άλλο, πως δεν φοβούνται τους αλλοδαπούς γειτόνους.
Σε αντίθεση με τους πιθανούς νοικάρηδες του ’50, οι τωρινοί εκπλήρωσαν το όνειρο της μετανάστευσης. Με μύριες όσες δυσκολίες και αμφίβολες ελπίδες κατόρθωσαν να αποδράσουν από την πάντα εμπόλεμη Σομαλία και να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας: την Ευρώπη. Κι αν τις πρώτες μέρες πίστεψαν ότι τα κατάφεραν, η σκληρή πραγματικότητα της Ελλάδας τούς προσγείωσε. Κάποιοι από δαύτους προχώρησαν σε αίτημα ασύλου. Οι περισσότεροι όμως δεν μπήκαν στον κόπο, καθώς καλά το γνώριζαν πως δεν θα είχε κανένα όφελος. Σχεδόν κανείς Σομαλός δεν έχει αναγνωριστεί πρόσφυγας στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με τους Σομαλούς της λοιπής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Και η πολιτική βούληση για αλλαγή του συστήματος ασύλου είναι για δαύτους μια πληροφορία που μήτε την έλαβαν ποτέ μήτε θα την πιστέψουν.
Παγιδευμένοι στην Ελλάδα από τον Κανονισμό του Δουβλίνου περιμένουν, ελπίζουν και ονειρεύονται τη στιγμή που θα μπορέσουν να αποδράσουν για άλλη μια φορά ακολουθώντας το δρόμο των προηγούμενων νοικάρηδων, των Αφγανών. Όμως το ξέρουν καλά, πως η πύλη εξόδου είναι πλέον ερμητικά κλειστή.
Κι η μπουλντόζα του Καμπανέλλη, που ξεριζώνει την αυλή και τους νοικάρηδές της, στη σύγχρονή μας τραγωδία έχει τη μορφή της διακοπής νερού και ηλεκτρικού: Ο ιδιοκτήτης αποφάσισε πως δεν τους θέλει άλλο – θα έχει κι αυτός τα δίκια του. Κι έτσι διέκοψε τις παροχές. Κι οι Σομαλοί νοικάρηδες ένας ένας εγκαταλείπουν. Κι αυτοί που παραμένουν είναι οι μάνες με τα μωρά που δεν μπορούν να κοιμούνται στο δρόμο, σε πάρκα και πλατείες, μήτε να βρουν κατάλυμα, όπως ο Αμπντούλ Μοχάμετ που κάθε βράδυ διασχίζει το υπό (διπλή ή τριπλή;) ανάπλαση Πεδίο Άρεως και σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο από όπου πηδάει στην ταράτσα ενός παραπήγματος όπου κρύβει ένα βρόμικο στρώμα (τη μοναδική του περιουσία), ώστε να μπορεί να κλείσει με ασφάλεια τα μάτια του για λίγες ώρες κάτω από τη σκέπη του διόλου φιλικού ουράνιου θόλου.
Όμως η απαίτηση απομάκρυνσης από το χώρο θα έρθει σύντομα και τότε αυτοί οι Σομαλοί θα ακολουθήσουν την άγνωστη μοίρα των Σομαλών της Βεραντζέρου, που με τον ίδιο τρόπο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κατάλυμά τους. Άλλωστε, δίχως νερό και ηλεκτρικό ο κίνδυνος της μόλυνσης είναι υπαρκτός όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για όλη τη γειτονιά – την οπωσδήποτε φτωχή γειτονιά. Αλλά ποιος νοιάζεται; Μήτε ο Δήμος μήτε η Νομαρχία.
Κι έτσι όπως φεύγαμε με την ψευδή υπόσχεση βοήθειας, μια κυρία, Ελληνίδα, μας φώναξε από το μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας… «Σας παρακαλώ, βοηθήστε τους, είναι καλοί άνθρωποι».
«Ραμόνα, θυμήσου τώρα τα παλιά…», όπως θα τραγούδαγε η Αννέτω – αλλά ποιος την ακούει, πλέον; Πλην αυτών που είναι σε κοινή μοίρα.
Υ.Σ. Η ανάγκη ύπαρξης καταλύματος εντός ή εκτός Αθήνας για τις ευάλωτες ομάδες που κατάγονται από χώρες που δεν μπορούν να απελαθούν λόγω πολέμου και άλλων δεινών, είναι άμεση. Δεν είναι ζήτημα φιλανθρωπίας ή ανθρωπισμού, αλλά πολιτικής ευφυΐας και υποχρέωσης για την προστασία του κοινωνικού συνόλου.