Δωρα Aντωνιου
Ας απευθύνουμε ένα ερώτημα προς τους διατελέσαντες υπουργούς Δημόσιας Τάξης, ακόμα και τους πρωθυπουργούς της χώρας: Πόσες φορές βρεθήκατε καθισμένοι στο γραφείο σας, έχοντας απέναντί σας ως συνομιλητή κάποιον που οπλοφορεί; Ή πόσες φορές βρεθήκατε σε κάποια δημόσια εκδήλωση περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους που οπλοφορούν;
Η απάντηση είναι «πάμπολλες». Είναι γνωστό ότι ένας μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων που καλύπτουν αστυνομικό ρεπορτάζ, οπλοφορούν. Νόμιμα, διαθέτουν την απαραίτητη άδεια. Ωστόσο, ποτέ δεν τους ζητήθηκε, κατά την είσοδό τους στο κτίριο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και πρώην υπουργείο Δημόσιας Τάξης, να αφήσουν το τσαντάκι με το όπλο στην είσοδο και να το παραλάβουν εξερχόμενοι. Ακόμα και σε επισκέψεις πρωθυπουργών στο υπουργείο, έχει συμβεί να έχουν εισέλθει και να παρακολουθούν τη συνάντηση δημοσιογράφοι που φέρουν όπλο. Δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς ότι κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά με αυτήν την κατάσταση.
Ας πάμε στο Μέγαρο Μαξίμου. Οσοι έχουν περάσει απ' έξω την ημέρα κάποιας σημαντικής συνάντησης του πρωθυπουργού, θα έχουν δει μερικές δεκάδες δημοσιογράφους να περιμένουν στο πεζοδρόμιο. Κατά κανόνα, λίγο πριν η συνάντηση ολοκληρωθεί, οι δημοσιογράφοι μπαίνουν στο εσωτερικό του κτιρίου για τις δηλώσεις. Πώς γίνεται αυτό; Ανοίγει η καγκελόπορτα και ο υπεύθυνος για τη φύλαξη κάνει νόημα σε όσους αναμένουν να μπουν μέσα. Κανένας έλεγχος. Η οικειότητα των προσώπων, το γεγονός ότι οι περισσότεροι είναι εκεί σχεδόν καθημερινά, φαίνεται ότι αρκεί. Κι αν ανάμεσά τους είναι κάποιος καινούριος, αυτό δεν δείχνει να προβληματίζει ιδιαίτερα. Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που εφαρμόζονται πιο αυστηρά μέτρα και κάποιος υποτυπώδης έλεγχος. Οσοι εκ των συναδέλφων δημοσιογράφων έχουν συνοδεύσει κυβερνητική αποστολή στις ΗΠΑ, θα έχουν δει στην είσοδο του Λευκού Οίκου τους Αμερικανούς συναδέλφους, που επί σειρά ετών βρίσκονται εκεί καθημερινά, άρα είναι γνώριμοι στο προσωπικό, να περιμένουν υπομονετικά στη σειρά για να περάσουν από εξονυχιστικό έλεγχο ασφαλείας. Ας μην πάμε από το ένα άκρο στο άλλο, υπάρχει όμως και μια μέση κατάσταση.
«Πρέπει να γίνουμε επαγγελματίες». Φράση που έχει ειπωθεί από αξιωματικούς της αστυνομίας εκατοντάδες φορές. Οποτε κάτι πάει στραβά, αποδεικνύεται ότι σε κάποιο σημείο το πρωτόκολλο ασφαλείας δεν τηρήθηκε. Η δύναμη της συνήθειας και η ρουτίνα τείνουν, συν τω χρόνω, να επιφέρουν χαλάρωση και αδράνεια. Μετά, κάτι συμβαίνει, τα μέτρα εντείνονται, για να χαλαρώσουν και πάλι.
Στις εισόδους όλων των υπουργείων στην Αθήνα υπάρχουν άνθρωποι επιφορτισμένοι με τη φύλαξη και τον έλεγχο των εισερχόμενων. Υπάρχουν μαγνητικές θύρες για τον εντοπισμό μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων, υπάρχουν, σε ορισμένα, συσκευές για το σκανάρισμα τσαντών. Οι συχνοί επισκέπτες καθενός από αυτούς τους χώρους, οι άνθρωποι που πηγαίνουν εκεί τακτικά για δουλειά, γνωρίζουν ότι οι διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθούνται δεν εφαρμόζονται σχεδόν ποτέ. Μπορεί κάποιος να περάσει μέσα από τις μαγνητικές θύρες και να ηχήσει το προειδοποιητικό σήμα, αλλά κανείς δεν θα ασχοληθεί να τον ελέγξει. Δεκάδες άνθρωποι εισέρχονται, καλημερίζουν τον «Θανάση», τον «Γιώργο» ή όπως αλλιώς λένε τον υπεύθυνο στην είσοδο και προχωρούν στο εσωτερικό, συχνά παρακάμπτοντας τις μαγνητικές θύρες. Και ο «Θανάσης», ο «Γιώργος» ή όποιος άλλος, θα ανταποδώσουν την καλημέρα και δεν θα ασχοληθούν περισσότερο, με τη σκέψη ότι «κάθε μέρα έρχεται, είναι δικός μας άνθρωπος».
Η Ελλάδα, όσον αφορά την εφαρμογή πρωτοκόλλων ασφαλείας, είναι από τις πιο χαλαρές χώρες του κόσμου. Είναι, όμως, ευρέως αποδεκτό ότι το περιβάλλον ασφαλείας έχει διαφοροποιηθεί. Η έκρηξη έξω από το υπουργικό γραφείο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα διαφοροποίησης, διαμορφώνει νέα δεδομένα απέναντι στα οποία οι αρχές ασφαλείας καλούνται να υιοθετήσουν περισσότερο επαγγελματική συμπεριφορά, σε μόνιμη βάση.
http://news.kathimerini.gr