Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ι. Τέντες ζήτησε από τους κατά τόπους Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας, εκτός των Αθηνών, να διεξάγουν προκαταρκτική έρευνα για τις προμήθειες υγειονομικού υλικού και φαρμάκων, με πολύ υψηλής τιμές στα νοσοκομεία της χώρας.
Ακόμη, ο κ. Τέντες ζήτησε, εάν διαπιστωθούν περιπτώσεις προμηθειών σε υψηλές τιμές σε νοσοκομεία να ερευνηθεί εάν έχει διαπραχθεί το αδίκημα της απιστίας. Αφορμή για την διεξαγωγή της έρευνας αποτέλεσαν δημοσιεύματα του Τύπου.
Πρόσφατα η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ελένη Ράικου είχε διατάξει την διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας για το ζήτημα αυτό, αλλά μόνο για τα νοσοκομεία της Αθήνας.
Η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος στο χώρο της υγείας, η αντιμετώπιση της αδιαφάνειας και της σπατάλης και η επιβίωση του ΕΣΥ με ισχυρό τον δημόσιο χαρακτήρα, είναι οι στόχοι που υπηρετεί το νομοσχέδιο για την αναβάθμιση του ΕΣΥ, ανέφερε η υπουργός Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου.
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου επί της αρχής, στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, η κα Ξενογιαννακοπούλου δέχθηκε έντονη κριτική εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και της Αριστεράς, σε σχέση με τα πεπραγμένα της στο χώρο της υγείας και με τις στοχεύσεις του νομοσχεδίου, ενώ και ο ΛΑΟΣ επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί επισήμως στην Ολομέλεια. Βασικές παράμετροι της κριτικής, υπήρξαν εκ μέρους της ΝΔ, η συσσώρευση νέων χρεών κατά την διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η «εμπορευματοποίηση της υγείας» και η εισαγωγή ελαστικών σχέσεων εργασίας με αφορμή την ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων (εκ μέρους του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ), η καθυστέρηση των προσλήψεων, η αδυναμία πάταξης της αδιαφάνειας στο σύστημα προμηθειών, αλλά και επιμέρους ζητήματα όπως η ηλεκτρονική κάρτα υγείας που καθυστερεί (Ουρ. Παπανδρέου - ΛΑΟΣ), ή η ανυπαρξία ενιαίου φορέα υγείας και υγειονομικού χάρτη (Αθ. Λεβέντης).
Η υπουργός Υγείας, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, παραδέχθηκε πως το νομοσχέδιο «δεν έρχεται να λύσει όλα τα προβλήματα του χώρου της Υγείας, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό βήμα ως προσπάθεια».
Η κα Ξενογιαννακοπούλου, υπενθύμισε κατ’ αρχήν τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για τον εξορθολογισμό του συστήματος προμηθειών και τόνισε πως «όπου διαπιστώθηκε παρανομία, έχουν σταλεί όλα στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, είτε για τις ορθοπεδικές προμήθειες, είτε καταγγελίες για συμβάσεις καθαριότητας ή άλλες συμβάσεις. Όλα έχουν σταλεί στη Δικαιοσύνη και στο ΣΕΥΠ, το οποίο αφοσιώθηκε επί τρεις μήνες σ’ αυτήν τη δουλειά και έβγαλε συμπεράσματα που θα αξιολογήσει η Δικαιοσύνη και η διοίκηση του υπουργείου Υγείας».
Απαντώντας στις αιτιάσεις της Αριστεράς σχετικά με την ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων («μετατρέπονται τα νοσοκομεία σε ολοήμερες επιχειρήσεις που θα χαρακώσουν τους αρρώστους και θα τσακίσουν τα ασφαλιστικά ταμεία» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Χαρ. Χαραλάμπους για λογαριασμό του ΚΚΕ), η υπουργός υπενθύμισε πως η δυνατότητα λειτουργίας απογευματινών ιατρείων εντός των νοσοκομείων, υφίσταται από το 2001.
«12,5 εκατομμύρια νοσηλευόμενων εξυπηρετήθηκαν από το τακτικό ωράριο των νοσοκομείων (και είναι απάντηση σε όσους πυροβολούν με ευκολία το ΕΣΥ) και εισπράχθηκαν 20 εκ. ευρώ - ενώ από 500.000 που πήγαν στα απογευματινά ιατρεία, εισπράχθηκαν 40 εκ. ευρώ, χωρίς να υπάρχει η οργάνωση και η σχέση με τα ταμεία» υπενθύμισε η υπουργός. Από την άλλη, υπέδειξε τις μεγάλες δαπάνες που συνεπάγονταν οι υπερωρίες στα νοσοκομεία: Μονάχα το τελευταίο εξάμηνο, ανέρχονταν σε 9 εκ. ευρώ. «Έχουμε λοιπόν εξελίξεις που θα πρέπει να τις εντάξουμε στην ικανοποίηση των αναγκών του ΕΣΥ» επεσήμανε η υπουργός.
Σχετικά με το σύστημα προμηθειών, η υπουργός παρέπεμψε σε προσεχές σχετικό νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, ενώ απέναντι στην κριτική για την μη υλοποίηση των υπεσχημένων προσλήψεων, αντέταξε πως «ο μόνος τομέας όπου συνεχίζονται οι προσλήψεις είναι ο τομέας της υγείας. Ειδικά για το νοσηλευτικό προσωπικό, η συνεργασία που είχαμε με το ΑΣΕΠ, υπήρξε ίσως η μεγαλύτερη τομή και προσφορά στο ζήτημα της υγείας, αφού όπου δημιουργούνται κενά, καλύπτονται με μόνιμο προσωπικό εντός διμήνου».
Τεράστιες σπατάλες, δείχνει η έκθεση των Επιθεωρητών Υγείας
Το καθεστώς των απευθείας αναθέσεων, ιδίως για τη συντήρηση και την προμήθεια ανταλλακτικών ιατρικών και νοσοκομειακών μηχανημάτων, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα στη Siemens ΑΕ, προκάλεσε υπερτιμολογήσεις και ταυτόχρονα έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του ανταγωνισμού, ο οποίος θα είχε εξυπηρετηθεί, μέσω της διαδικασίας του ανοικτού διαγωνισμού με αποτέλεσμα συμφερότερες προσφορές.
Στη γενική αυτή διαπίστωση καταλήγουν -σχεδόν στην πλειονότητά τους- τα 164 φύλλα ελέγχου ισάριθμων συμβάσεων νοσοκομείων με τη Siemens κατά την τελευταία 15ετία, τα οποία κατατέθηκαν από το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας στην εξεταστική επιτροπή, που διερευνά την υπόθεση.
Επίσης γενική διαπίστωση συνιστά ότι η επιλογή της απευθείας ανάθεσης συνεπάγεται έλλειμμα ανταγωνισμού και μονομερή καθορισμό της τιμής από τον ανάδοχο, έλλειμμα διαπραγμάτευσης των διοικήσεων των νοσοκομείων και ασαφή εικόνα ως προς την επίτευξη, ή μη, του βέλτιστου οικονομικού αποτελέσματος.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των βουλευτών από όλες τις πτέρυγες, «η Siemens "έπαιζε" μόνη της και κατά το δοκούν αύξανε, ή μείωνε, τις τιμές, χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστικότητα, κυρίως στα ανταλλακτικά και στο σέρβις».
Αποτέλεσμα ήταν, σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος συντήρησης να ξεπερνά εντέλει κατά πολύ το κόστος της ίδιας της σύμβασης για μηχανήματα, όπως αξονικούς και μαγνητικούς τομογράφους, μηχανήματα εντατικής θεραπείας, αναισθησιολογικά μηχανήματα, αγγειογράφους, υπερηχοτομογράφους κ.λπ.
Αν και δεν περιλαμβάνονται στο πρώτο πακέτο ελέγχου, που απεστάλη στη Βουλή, μεγάλα νοσοκομεία, τα οποία επιχορηγούνται από το Δημόσιο, όπως το Ωνάσειο, το «Παπαγεωργίου» και το Ντυνάν, γενική είναι η εκτίμηση ότι οι διοικήσεις «ούτε αξιολογούσαν, ούτε συνέκριναν, ούτε διαπραγματεύονταν καλύτερες τιμές με τη γερμανική εταιρεία, αλλά ούτε και έψαχναν αν υπήρχαν στην αγορά εταιρείες, που θα κάλυπταν απλές συντηρήσεις φθηνότερα, ούτε, εντέλει, ενδιαφέρονταν να εκπαιδευτεί προσωπικό για μείωση του κόστους συντήρησης».
Στην πλειονότητα τους, οι Επιθεωρητές Υγείας καταλήγουν πως οι διοικητές των νοσοκομείων αξιοποιούσαν τις διατάξεις και τις εξαιρέσεις του νόμου 2286/95 περί προμηθειών του δημοσίου και ανέθεταν απευθείας, ίσως και χωρίς την επιβολή όρων, διαπραγμάτευσεις, που προβλέπει ο νόμος. Με τη συγκεκριμένη διαδικασία δεν φρόντιζαν να συμπεριλάβουν και δεσμευτικούς όρους για τον ανάδοχο, σε σχέση με το κόστος συντήρησης και το κόστος των ανταλλακτικών.
Ετσι, ενδεικτικά -όπως ανέφερε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Λεωνίδας Γρηγοράκος- στο Θριάσειο Νοσοκομείο, μόνον για την αποκατάσταση λυχνιών των αξονικών τομογράφων την πενταετία 2004-2009, δόθηκαν 511.991 ευρώ. Εξάλλου, για το νοσοκομείο Γιαννιτσών, η διαπίστωση είναι ότι «από τα απολογιστικά στοιχεία ετήσιας δαπάνης για τη συντήρηση αναπνευστήρων και αναισθησιολογικών μηχανημάτων, αυτή προκύπτει υψηλότερη από την αξία της σύμβασης αγοράς». Αλλά και για το Γενικό Λαϊκό Νοσοκομείο, το κόστος συντήρησης των μηχανημάτων που -κατά την έκθεση- ήταν για μεγάλα διαστήματα εκτός λειτουργίας, ήταν ενδεικτικά για τον ψηφιακό αγγειογράφο το 2008, 44.030 ευρώ, το 2009, 45.770 ευρώ και το 2010, 46.710 ευρώ.
Ίδια ανοδική τάση παρατηρείται και στη συντήρηση των αξονικών τομογράφων του ίδιου νοσοκομείου, ενώ στον διαγωνισμό για την προμήθεια αναισθησιολογικού μηχανήματος δεν βρέθηκε απόφαση του ΔΣ για έγκριση των τεχνικών προδιαγραφών.
Ενδεικτικά, πάντα, για το Γενικό Νσοκομείο «Ελπίς» και σε σχέση με τη σύμβαση συντήρησης του αξονικού τομογράφου απουσιάζει η διαπραγμάτευση από την πλευρά του νοσοκομείου κι έτσι προκύπτει «υψηλό κόστος συντήρησης, ασάφεια για τις αναβαθμίσεις των προγραμμάτων και επιπλέον χρέωση για την προληπτική συντήρηση».