Είναι οξύμωρο. Όσο και αν ψάξει κανείς στους επιτυχημένους Έλληνες της Αμερικής, δύσκολα θα βρει κάποιον που να καταξιώθηκε στο πεδίο της αρχαιολογίας. Μπορεί η κλασική Ελλάδα να είναι «δεξαμενή» εθνικής υπερηφάνειας για ολόκληρη την κοινότητα, όμως ελάχιστοι από τους «απογόνους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη» επέλεξαν να εντρυφήσουν στον τομέα της ιστορίας. Η Χριστίνα Κοντολέων, δεύτερη γενιά Ελληνοαμερικανίδα, αποτελεί εξαίρεση.
Είναι η διακεκριμένη επιμελήτρια των Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, το οποίο διαθέτει τη δεύτερη σημαντικότερη συλλογή αυτής της περιόδου στις ΗΠΑ, μετά το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Τη συναντήσαμε στο καφέ του Μουσείου της Ακρόπολης, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ελλάδα. Προσηνής, γελαστή, γνώστρια της ελληνικής πραγματικότητας, δεν βλέπει την ιστορία ως κάτι στατικό, αλλά ως το καλύτερο όπλο που θα μας βοηθήσει να αλλάξουμε την κακή μας εικόνα στο εξωτερικό. «Η πολιτιστική διπλωματία είναι πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Ένας τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να αντιστρέψει την εντύπωση που δημιουργήθηκε από τα αρνητικά δημοσιεύματα που είχε φέτος τον χειμώνα σε Ευρώπη και Αμερική, είναι να κάνει μεγάλες εκθέσεις για την αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Βεβαίως, χρειάζονται νέοι τρόποι παρουσίασης, ανατρεπτικά κόνσεπτ, φρέσκια ματιά. Το Μουσείο της Ακρόπολης, με το φανταστικό κτίριο των Τσούμι - Φωτιάδη πέτυχε, διότι ενσαρκώνει ό,τι σας είπα: το αρχαίο παρελθόν ζει μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό κέλυφος που ήρθε από το μέλλον», υπογραμμίζει η Χριστίνα Κοντολέων, η οποία πριν αναλάβει αυτήν τη θέση στο μουσείο, είχε κάνει αξιόλογη ακαδημαϊκή πορεία.
Σε αντίθεση με όσους πιστεύουν ότι η νέα ταυτότητα της Ελλάδας θα έρθει αν αντλήσουμε αυτοπεποίθηση κυρίως από την ιστορία μας, η επιμελήτρια θεωρεί ότι έχουμε ανάγκη ένα νέο όραμα. «Κοιτώντας πίσω είμαστε συχνά καταδικασμένοι να επαναλάβουμε το μοτίβο που μας οδήγησε σε αδιέξοδο. Δεν αρκεί να αναπτύσσουμε αυτοσεβασμό μόνο από το αρχαίο κλέος. Εγώ θα πρότεινα να δούμε το μέλλον της Ελλάδας μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική, ας γίνουμε λ.χ. πρωτοπόροι στην πράσινη ενέργεια, σε θέματα οικολογικά. Να έχουμε ένα σαφή στόχο, που θα βοηθήσει τη χώρα να αναπτύξει ένα είδος ξεχωριστής προσωπικότητας, ένα πρότυπο για τους άλλους. Είναι το μόνο κίνητρο που μπορείς να δώσεις στους Έλληνες για να διακριθούν».
Πρέσβης του παρελθόντος
«Χάρις στην καταγωγή μου, αλλά και την επαγγελματική μου ενασχόληση, ξέρω πόσο βαριά είναι η αρχαία και η βυζαντινή κληρονομιά για τους Έλληνες. Αισθάνονται ότι τους τραβάει προς τα κάτω. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ιταλία, μόνο που εκεί, κατάφεραν να αναπτύξουν και μια σύγχρονη ταυτότητα για την οποία είναι υπερήφανοι.
Αντιθέτως, οι Αμερικανοί, που δεν έχουν ρίζες, έχουν άλλη αντιμετώπιση. Εμένα, ως αρχαιολόγο με αντιμετωπίζουν σαν πρέσβη, αγγελιοφόρο του παρελθόντος. Νιώθουν ευγνωμοσύνη σε όποιον μπορεί να τους δώσει μιαν αίσθηση ιστορικού βάθους, διότι το παρόν και το μέλλον μπορούν να το χειριστούν οι ίδιοι».
Η ίδια ανακάλυψε τη μαγεία του Βυζαντίου όταν ως παιδί περνούσε πολλές ώρες στην εκκλησία κάθε Κυριακή στην Αστόρια. «Τότε είχα δύο λύσεις. Ή να κοιμάμαι κρυφά ή να προσπαθήσω να καταλάβω τους ψαλμούς. Έκανα το δεύτερο και ένας ολόκληρος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου. Ύστερα είχα την τύχη να σπουδάσω Ιστορία και να θητεύσω δίπλα στον Κίτσινγκερ, που μαζί με άλλους δύο Γερμανοεβραίους καθηγητές σπουδαίων πανεπιστημίων, τον Βάισμαν και τον Κρονχάιμερ, συνέβαλαν στο να δει η Δύση το Βυζάντιο από άλλη σκοπιά καθώς επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά μελετητών. Κρίσιμο ρόλο είχαν και οι μεγάλες εκθέσεις που διοργανώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες σε εμβληματικά μουσεία όπως το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης».
Όσο γοητευτικά διηγείται την ιστορία της μακρινής της πατρίδας, άλλο τόσο χαρισματική είναι στις διηγήσεις για το οικογενειακό της χρονικό. Άλλωστε, προέρχεται από μια οικογένεια με ξεχωριστά μέλη. Αδελφός της ήταν ο Χάρυ Κοντολέων, που έφυγε σε ηλικία 39 ετών από έιτζ, έχοντας αφήσει πίσω του πολλά θεατρικά έργα και μυθιστορήματα.
«Οι γονείς της μητέρας μου ήταν από τη Μικρά Ασία. Ο παππούς μου έγινε ράφτης και είχε πελάτη τον Χένρι Φόντα και τους Ροκφέλερ• ξεπατίκωνε τα τελευταία μοντέλα από τα καλά περιοδικά της εποχής. Η γιαγιά μου ήρθε ως νύφη στην εφηβεία της για να παντρευτεί τον παππού από φωτογραφία. Η γιαγιά και ο παππούς από την πλευρά του πατέρα μου γνωρίστηκαν στη Νέα Υόρκη αλλά είχαν καταγωγή από τη Χώρα Κυθήρων, όπου η οικογένεια διατηρούσε ζαχαροπλαστείο. Ο παππούς μου είχε διαφορετική εξέλιξη από τους υπόλοιπους μετανάστες. Στην αρχή έγινε σερβιτόρος, αλλά πολύ γρήγορα πήγε στο New York University, απ’ όπου πήρε πτυχίο λογιστικής.
Καθοριστικό ρόλο στη διαφορετική του πορεία έπαιξε η γιαγιά μου, που είχε αντιληφθεί αμέσως την αξία της μόρφωσης και τον καθοδήγησε σωστά. Εκείνη ήταν γκουβερνάντα σε μια πολύ πλούσια οικογένεια Αμερικανών και ανέπτυξε λεπτό γούστο στη μαγειρική αλλά και ενδιαφέρον για την καλή κοινωνία. Πολλές φορές προσπάθησα να την πείσω να έρθει ξανά μαζί μου στα Κύθηρα. Πέθανε χωρίς να γυρίσει πίσω ούτε μία φορά. Δεν ήθελε να αλλοιώσει την ανάμνηση από το νησί. Μας έλεγε: “Για μένα τα Κύθηρα είναι τα άγρια παγόνια που κυκλοφορούσαν ελεύθερα, τα ψάρια που σπαρταρούσαν στα δίχτυα, η ζωή του χωριού. Ένας χαμένος παράδεισος επί της γης. Η παλιά Ελλάδα”».
Ομαδική δουλειά
«Ζώντας στην Αμερική, κοντά σε ανθρώπους τόσο διαφορετικών καταγωγών, γνωρίζω από πρώτο χέρι πόσο καλά μυαλά είναι οι Έλληνες. Είναι αφάνταστα προικισμένοι στην εκμάθηση γλωσσών, στο να συλλάβουν και να αναλύσουν έννοιες φιλοσοφικές, να αμφισβητούν τη μία και μοναδική λύση σε ένα πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, αυτό που κάνει τους Έλληνες να υστερούν ακόμα και στο εξωτερικό, είναι ότι δεν διακρίνονται από ομαδικό πνεύμα, δεν είναι ευέλικτοι στις συνεργασίες με άλλους ανθρώπους. Είναι τεράστιο κέρδος να μάθει κανείς να δουλεύει με άλλους, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για την ίδια την κοινωνία».
Πηγή: Καθημερινή | sofiatimes.com