Το 1973 ήμουν μικρό παιδάκι. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως είχαμε χούντα. Και όταν λέμε χούντα, εννοούμε κανονική χούντα και όχι τη «χούντα του ΠΑΣΟΚ», ή τη «χούντα των ΜΜΕ», κλπ.
Μας κυβερνούσαν κάτι ημιμαθείς τύποι με φτηνιάρικα κοστούμια και με μαύρα γυαλιά, κάτι σαν τους σοπράνος στη τηλεόραση δηλαδή, και με νοημοσύνη τσιμεντόλιθου. Αν ήσουν στρατιωτικός, ακόμη και μόνιμος ανθυπασπιστής, έκανες κουμάντο στη γειτονιά σου. Αν ήσουν χωροφύλακας, ή ασφαλίτης, ήταν η καλύτερή σου. Έμπαινες σε καφενείο, και βαρούσαν προσοχές. Αν ήσουν....
συνταγματάρχης, μπορεί να γινόσουν και υπουργός. Ποιος ξέρει;
Η πληροφόρηση ήταν λειψή, η ενημέρωση μονομερής, και όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Το ραδιόφωνο έπαιζε εμβατήρια ή Κοινούση, και η τηλεόραση έπαιζε τον Παττακό ή τον Πρέκα. Απλά πράγματα, χωρίς πολλούς πολλούς προβληματισμούς. Όποιος τολμούσε να μιλήσει ενάντια στο καθεστώς κινδύνευε με φυλάκιση, εξορία, ακόμη και με βασανιστήρια. Τόσο καλά.
Το να είσαι αντιστασιακός στη πράξη, ή έστω στα λόγια και μόνο, ήθελε πραγματική μαγκιά. Καμία δηλαδή σχέση με το σήμερα, όπου ο κάθε φλούφλης δηλώνει αντισυστημικός, αναρχικός, αντιεξουσιαστής, κομμουνιστής, αρχειομαρξιστής, ή οτιδήποτε άλλο του καπνίσει, επειδή είναι μόδα, ή επειδή έτσι ξορκίζει τις ανασφάλειες του, ή επειδή έτσι θα βρει γκόμενα.
Ακόμη και οι πιο σκληροπυρηνικοί σημερινοί μπαχαλάκηδες ή χούλιγκανς, που τα βάζουν κάθε τόσο με τα ΜΑΤ, και «δεν μασάνε Χριστό», θα το σκεφτόντουσαν σαράντα φορές πριν τολμήσουν να αντιμιλήσουν σε ανθυπομοίραρχο ή υπενωματάρχη της εποχής, διότι οι συνέπειες θα ήταν βαριές, όπως βαριές θα ήταν και οι σφαλιάρες που θα`τρωγαν στο οικείο αστυνομικό τμήμα, όπου θα τους κουβαλούσαν από το γιακά, χωρίς καμία δυνατότητα πρόσβασης σε δικηγόρους, σε κανάλια, ή στο… facebook. (Και επειδή η νεολαία μας δεν τα πάει και πολύ καλά με την ιστορία, να τους θυμίσω ότι τότε δεν υπήρχαν κινητά ή διαδίκτυο. Υπήρχαν όμως οι σφαλιάρες, και μάλιστα ανεξέλεγκτες).
Οπότε, μέσα σε αυτό το κλίμα που περιέγραψα, ο ξεσηκωμός των φοιτητών της νομικής και του πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του `73, αποκτά μια άλλη σημασία. Οι νέοι ξεσηκώθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν, όχι υπέρ του δικαιώματος στην αντιγραφή, αλλά υπέρ της ελευθερίας. Κυριολεκτικά. Και έπαιξαν αντάξια τον αρχέγονο ρόλο που πρέπει να παίζει η νεολαία της κάθε εποχής. Αυτόν της πρωτοπορίας. Όταν οι υπόλοιποι οικογενειάρχες βολεμένοι, περιορίζονταν σε ανώδυνες κριτικές κατά του καθεστώτος πίσω από τις κλειστές πόρτες, οι φοιτητές σκαρφάλωσαν στα κάγκελα και τα έβαλαν με το θηρίο. Και δεν υπήρχαν τα κανάλια να τους δείξουν. Δεν το έκαναν για να γίνουν διάσημοι και να τους πάρει συνέντευξη η Τατιάνα. Ούτε το έκαναν για το έπαθλο των 50.000 ευρώ. Το έκαναν διότι αυτό έπρεπε να κάνουν.
Σε κάθε ιστορική καμπή, οι τρελοί και οι νέοι είναι αυτοί που οδηγούν με το παράδειγμά τους. Και είναι άλλωστε λογικό. Δεν έχουν πολλά να χάσουν, και το αίμα τους ακόμη βράζει. Αργότερα, λίγο τα γραμμάτια, λίγο οι οικογενειακές υποχρεώσεις, λίγο τα αρθριτικά, και πιο πολύ από όλα η απογοήτευση από το εκάστοτε επικρατών σύστημα της αναξιοκρατίας, της κομματοκρατίας και της φαυλοκρατίας, οι νέοι γίνονται και αυτοί μεσήλικες, και τα κάγκελα γίνονται απλά μια ακόμη ανάμνηση. Και έτσι θα πρέπει να είναι. Αυτή είναι η φύση μας ως άνθρωποι.
Άσχετα λοιπόν με την εξέλιξη της δημοκρατίας μας, άσχετα με την εξέλιξη πολλών εκ των ηρώων του πολυτεχνείου, το γεγονός και μόνο ότι σε μια δύσκολη στιγμή, πολλοί νέοι είχαν το θάρρος να αντισταθούν σε μια πραγματική χούντα, σκαρφαλώνοντας στα κάγκελα και γνωρίζοντας πως αν μπουκάρουν τα στρατά δεν υπάρχει ασυλία, δεν υπάρχει ο Τριανταφυλλόπουλος, και γενικά δεν υπάρχει έλεος, ε λοιπόν αυτό και μόνο αρκεί για να τους τιμούμε για πάντα.
Προσωπικά τους βγάζω το καπέλο, τους σέβομαι βαθύτατα, και τους είμαι ευγνώμων. Μπορεί να μην έκαναν σπουδαία πράγματα, μπορεί να μην είχαν το αποτέλεσμα που ήθελαν, έβαλαν όμως ένα μικρό λιθαράκι για να μπορούμε σήμερα να λέμε και να γράφουμε ότι μας κατέβει, χωρίς τον κίνδυνο της σφαλιάρας.
Κάτι είναι και αυτό, δεν νομίζετε;
Strange Attractor