του Στράτου Σιμόπουλου |
Με αφορμή την συμπλήρωση ενός χρόνου από την εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην Προεδρία της ΝΔ, θα επιχειρήσω να καταγράψω σε αδρές γραμμές τη μέχρι σήμερα πορεία της και να ιχνηλατήσω το μέλλον της. Μετά λοιπόν από μια διακυβέρνηση η οποία οδηγεί σε συντριπτική ήττα, τα κόμματα εξουσίας περνούν μια φάση που ό,τι και να πουν η κοινωνία δεν το ακούει και ό,τι και να πράττουν η κοινωνία δεν το βλέπει και κυρίως δεν το
καταλαβαίνει.Είναι η περίοδος κατά την οποία οι ισορροπίες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και ο πολιτικός λόγος δεν είναι ενιαίος.
Είναι η εποχή που το νέο, έχοντας δίπλα του το παλαιό, αναγκάζεται να ισορροπεί ανάμεσα στην αυτοκριτική και τη διακριτική στήριξη. Είναι τα χρόνια που απολογείται για όσα δεν έγιναν ή έγιναν, είτε συμμετείχε στη δημιουργία τους είτε όχι.
Είναι η περίοδος η πλέον κατάλληλη για εσωτερική ανασυγκρότηση και σταδιακή δημιουργία μιας συνεκτικής περί τον Πρόεδρο ομάδος, η οποία κινούμενη μέσα σε συνθήκες συνύπαρξης, προσπαθεί αφενός να κρατήσει μόνο ό,τι είναι χρήσιμο από το παρελθόν και αφετέρου, να αποτρέψει τη γήρανση του κομματικού μηχανισμού, που νομοτελειακά θα έρθει, αν το παρελθόν διατηρήσει ακέραιες τις δυνάμεις του.
Μία παρόμοια κατάσταση βίωσε επί έναν χρόνο περίπου η ΝΔ, κατάσταση η οποία είχε και οξεία χαρακτηριστικά ως αποτέλεσμα της άμεσης αναπαραγωγής από τα μεγάλα ΜΜΕ όλων των μικρών ή μεγάλων εστιών εσωκομματικής αναταραχής στη ΝΔ.
Το διάστημα αυτό τελείωσε, κατά τη διάρκεια της τελευταίας ΔΕΘ και όπως απεδείχθη από το πολύ επιτυχημένο αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών, η ΝΔ ενδυναμωμένη έχει μπει στη δεύτερη φάση της αντιπολιτευτικής περιόδου, με την κοινωνία να ακούει και μάλιστα με προσοχή και να αρχίζει να πείθεται. Είναι η φάση της απαίτησης για επεξεργασία και προβολή θέσεων και της ανάδειξης πολλών νέων προσώπων που ως φορείς φρέσκων ιδεών και απόψεων, χωρίς εξαρτήσεις από το κυβερνητικό παρελθόν, καλούνται να πάρουν επάνω τους και το επικοινωνιακό βάρος της αύξησης της επιρροής του κόμματος η οποία θα έρθει σταδιακά όταν οι πολίτες στην τρίτη φάση θα ακούν και θα πείθονται ευκολότερα. Κοντά σ’ αυτούς θα βρεθούν και όσα πρόσωπα αναδείχθησαν στην κυβερνητική περίοδο, χωρίς όμως η συμβολή τους στη διαμόρφωση της πολιτικής της περιόδου εκείνης να θεωρείται από την κοινωνία κρίσιμη.
Πιστεύω μάλιστα, ότι η πρόσφατη εμφάνιση ενός ακόμα κόμματος το οποίο έχει στον πυρήνα της δημιουργίας του, αφενός την ανάγκη στήριξης της Κυβέρνησης και αφετέρου και σε αντιδιαστολή, την προσπάθεια αποδυνάμωσης της ΝΔ, θα τη βοηθήσει να απαλλαγεί από πρόσωπα που παραμένοντας «εντός των τειχών της», θα διαστρέβλωναν την ουσία της πολιτικής της πρότασης και θα θόλωναν την εικόνα της.
Τέλος, η τέταρτη φάση που μεταφράζει όλη την προηγούμενη δυναμική σε πρόθεση ψήφου για τις εθνικές εκλογές, απαιτεί την εμφάνιση ηγετικής ομάδος, όχι μόνο με θέσεις, αλλά και με προτάσεις για ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, υπό τη μορφή επεξεργασμένων νομοσχεδίων, προερχόμενων από διαβούλευση και βαθειά μελέτη, μέσω επιτροπών αποτελουμένων από πολιτικούς και τεχνοκράτες.
Κανένα κόμμα έως σήμερα στην Ελλάδα δεν τόλμησε να κάνει βέβαια κάτι ανάλογο, φοβούμενο τις αντιδράσεις, διότι με μία παρόμοια πρακτική σίγουρα «κάποιους θα αφήσεις και με κάποιους θα πορευθείς» και σύμφωνα με τους όρους της παλαιάς πολιτικής καλύτερα είναι να κρύβεσαι πίσω από γενικόλογες αναφορές παρά να είσαι σαφής και ξεκάθαρος.
Οι καιροί όμως άλλαξαν, οι πολίτες απαιτούν νέα νοοτροπία και νέα πολιτική συμπεριφορά, κάτι που απέδειξε άλλωστε και το μεγάλο ποσοστό της αποχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Δημοσίευση: Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (27/11/2010)