στρατόπεδα φρίκης του Γ' Ράιχ.
Βίωσε κατάσαρκα την αγριότητα, είδε την πολυαγαπημένη της αδελφή να πεθαίνει, μωρά να πετάγονται σε λάκκους με φωτιά, καθώς και τα σωματικά και ψυχικά τραύματα που υπέστησαν οι γυναίκες του Kommando Pouff, που "εργαζόταν" για τη σεξουαλική ικανοποίηση των Γερμανών Blockalteste. Κι όμως κατάφερε να επιζήσει, χαλυβδωμένη από τη θέληση για ζωή, αλλά και την πίστη πως έπρεπε να ζήσει για να διηγηθεί τη θηριωδία.
Κι όχι μόνο επέζησε, αλλά δεκαετίες αργότερα, το 2004, στην τρίτη επίσκεψή της στα στρατόπεδα-κολαστήρια των Ναζί, μετά την απελευθέρωσή της, το 1945, "οδήγησε" με τις μνήμες και βλέμμα της τον εγγονό της, Βίκτορα Κοέν, καλλιτέχνη με διεθνή αναγνώριση και διακρίσεις, να "αιχμαλωτίσει" με το φωτογραφικό του φακό το "μετά" μιας από τις πλέον "μαύρες" σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Έτσι, "γεννήθηκε" μια σειρά φωτογραφιών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς, του Μπίρκεναου και του Μαϊντάνεκ, που φέρει το όνομά της, "Σύλβια", και οι οποίες αποτελούν τον κορμό της ομότιτλης έκθεσης, που θα εγκαινιαστεί, την προσεχή Τετάρτη, 2 Φεβρουαρίου, στις 7 το απόγευμα, στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Αγ. Μηνά 13).
Και οι φωτογραφίες αυτές γεννήθηκαν μέσα από μια επίσκεψη "δύσκολη", με έντονη συναισθηματική φόρτιση, όχι μόνο -όπως θα ήταν άλλωστε φυσικό- για την ίδια τη Σύλβια, αλλά και για τους δικούς της ανθρώπους. "Θυμάμαι που λειτουργούσε με το ένστικτο του ζώου. Οσμιζόταν το χώρο […] μετρούσε παράγκες. Πήγαινε πίσω, ξαναμετρούσε. Βρήκε το κρεβάτι το δικό της, αλλά και της αδελφής της", θυμάται η κόρη της, Φερμόζα Κοέν.
Για τον Βίκτορα Κοέν, παρ' όλο που ήταν επίσης μια συναισθηματικά φορτισμένη επίσκεψη, με προσωπικές διαστάσεις, οι φωτογραφίες του μαρτυρούν "χώρους και τόπους τελείως απαλλαγμένους από ανθρώπους και ζωή", όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ίδιος, στο εισαγωγικό σημείωμα του τομιδίου, που εξέδωσε το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας για την έκθεση, με διεισδυτικά κείμενα των Ηρακλή Παπαϊωάννου και Ιάσονα Χανδρινού.
"Ήθελα τα συναισθήματα να πηγάζουν από τη διαφορά ανάμεσα στις (τώρα) καθαρές -σχεδόν αποστειρωμένες- εγκαταστάσεις που απεικονίζουν οι φωτογραφίες μου και ό,τι μάθαμε από τα συνταρακτικά ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες θυμάτων των στρατοπέδων. Αισθάνθηκα πως αυτή η προσέγγιση του 'πριν και μετά' (από την οποία μπορούσα να αποτυπώσω μόνο το 'μετά') ήταν η μόνη σωστή για (τη δική μου αίσθηση του) σήμερα", σημειώνει ο καλλιτέχνης.
Ο Κοέν αναζητεί "την τάξη με την οποία λειτούργησαν" τα στρατόπεδα-εργοστάσια θανάτου και αναδεικνύει τη μνημειακή σιωπή τους. Επικεντρώνει στην αίσθηση του κενού και της λεπτομέρειας. Μέσα στο κενό των φωτογραφιών, ο θεατής υποπτεύεται την κίνηση των χαμένων ανθρώπων. Ωστόσο, στις φωτογραφίες δεν αποτυπώνεται απλώς το βλέμμα του ουδέτερου παρατηρητή. Ελλοχεύει η μνήμη του δημιουργού, που αγωνιά να επιβεβαιώσει τις αφηγήσεις της "Σύλβιας".
Στη "Σύλβια", όπως ανέφερε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της έκθεσης ο Ηλίας Παπαϊωάννου, επιμελητής στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, ο Κοέν πραγματοποιεί μια "βασανιστική ξενάγηση". Χαρακτηριστικό της έκθεσης είναι ο συνδυασμός της οικογενειακής εμπειρίας του δημιουργού, μέσω συγγενικού του προσώπου που έζησε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (της "Σύλβιας") και της λεπτομερειακής αναζήτησης στα σημερινά κατάλοιπα των στρατοπέδων μέσα από τον φωτογραφικό φακό.
Το εικονογραφικό ρεπερτόριο, όπως σημειώνει ο κ. Παπαϊωάσννου, περιλαμβάνει σκόρπια θραύσματα: μεταξύ άλλων, ένα σκουριασμένο υπόλειμμα φτυαριού, το διακόπτη από φούρνο κρεματορίου στο Μαϊντάνεκ, το διαβρωμένο πιάτο σούπας, (απεριόριστα πολύτιμο, αν ήθελε κάποιος να διατηρηθεί στη ζωή), απόψεις θαλάμων από το Μπίρκεναου, με τα κρεβάτια όπου στοιβάζονταν τα εξουθενωμένα κορμιά. Ακόμη, αποσπάσματα συνθημάτων, όπως "η εργασία ελευθερώνει" ή "κράτα τον εαυτό σου καθαρό", που φανερώνουν μακάβρια ειρωνεία απέναντι στην απάνθρωπη λογική "εργασίας" και "υγιεινής", που εφάρμοζε η ναζιστική Νέα Τάξη.
Στα βήματα μιας δύσκολης διαδρομής
Η Σύλβια Σεβή, το γένος Μόλχο, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 27 Μαρτίου 1925, "το Σάββατο των Νυφών", Shabbat de las Novias, όπως λέγεται στα λαντίνο το Σάββατο πριν από τη γιορτή του Πουρίμ, σημειώνει ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός, στο τομίδιο του Ελληνικού Κέντρου Φωτογραφίας για την έκθεση.
Μεγάλωσε σ' ένα παλιό διώροφο τουρκικό σπίτι, το οποίο είχε μετατραπεί σε μικρά διαμερίσματα, στην οδό Βασιλέως Καρόλου 52, πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, μαζί με τη μητέρα της, Όρο, το μεγαλύτερο αδελφό της, Λιέτο και τη μικρότερη αδελφή της, Ίντα. Ο πατέρας της Αβραάμ -υπήρξε λογιστής στην καπνοβιομηχανία- είχε πεθάνει, όταν η Σύλβια ήταν τεσσάρων ετών.
Το Μάρτιο του 1943 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις με τρένα για το Άουσβιτς. Η πέμπτη αποστολή από του Βαρόνου Χιρς, με 2.800 άτομα, έφτασε στο Άουσβιτς στις 3 Απριλίου του 1943, ύστερα από ένα εφιαλτικό ταξίδι οκτώ ημερών. Η Σύλβια και η Ίντα χωρίστηκαν από τη μητέρα τους, την οποία ποτέ δεν ξαναείδαν.
Αργότερα, ο θάνατος έμελλε να χωρίσει τη Σύλβια και από την αδελφή της, παρά το γεγονός πως η ίδια έκανε ό,τι είναι δυνατόν για να την κρατήσει στη ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αφηγήθηκε, στο πλαίσιο της σημερινής συνέντευξης Τύπου η κόρη της Σύλβιας, Φερμόζα Κοέν, που αποκάλυψε ότι η μητέρα της, εργαζόμενη στο επονομαζόμενο "Κομάντο των παπουτσιών" ή Schuhkommando βρήκε κρυμμένο σ' ένα παπούτσι ένα τεράστιο ρουμπίνι, το οποίο και κράτησε, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή, προκειμένου να το ανταλλάξει μ΄ έναν μαστραμπά, για να πάει λίγο νερό στην αδελφή της. Ήταν, όμως, πλέον αργά. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο, η αδελφή της δεν βρισκόταν πλέον εκεί…
Αυτό που κράτησε ζωντανή τη Σύλβια ήταν, όπως γράφει ο Ιάσων Χανδρινός, τα λόγια της Ρόζας, της γιατρού, που τη φρόντισε κάποτε στο αναρρωτήριο: "Γκρέτσνικα (Μικρή Ελληνίδα), εδώ, εάν θέλεις να μείνεις ζωντανή πρέπει να κάνεις ό,τι σου πουν". Έτσι, η Σύλβια κατανόησε την τακτική της επιβίωσης των μελλοθανάτων του Άουσβιτς.
Η Σύλβια κατάφερε να επιβιώσει και ν' αντέξει την καθημερινότητα του στρατοπέδου χάρη στην αποφασιστικότητά της. Επέζησε της "Πορείας Θανάτου" και κατέληξε στο Μάλχοβ και μετά στο γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπουργκ, ενενήντα χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Απελευθερώθηκε στις 2 Μαΐου 1945 κι έως σήμερα, σε βαθιά πλέον γεράματα, δεν ξεχνά ποτέ το μέγεθος της θηριωδίας.
Ο Βίκτωρ Κοέν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του (Τέχνες και Ντιζάιν, στην Ιερουσαλήμ και στη Νέα Υόρκη) ξεκίνησε να συνεργάζεται με διεθνή έντυπα ("ΝΥΤimes Βook Review", "Τime", "Νewsweek", "Εsquire", "Μoney", "Forbes"). Είναι καλλιτέχνης με διεθνή αναγνώριση και διακρίσεις. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, αλλά το πρωτοποριακό φωτογραφικό έργο του είναι γνωστό και στη Θεσσαλονίκη, από την οποία κατάγεται. Η αφηγηματική τεχνική του στηρίζεται αφενός στην αξιοποίηση των αποσπασματικών λειτουργιών της μνήμης αφετέρου στην ανάδειξη και τη σύνθεση των λεπτομερειών. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, το Βερολίνο, την Μπρατισλάβα, το Νοβοσιμπίρσκ, την Αθήνα, τη γενέτειρά του, ενώ συμμετείχε σε δεκάδες ομαδικές εκθέσεις.
Λίγα λόγια για το Βίκτορα Κοέν