Κοιτάζω τον ΓΑΠ στα μάτια κάθε φορά που εμφανίζεται στο «γυαλί». Τον κοιτάζω με πάθος σαν ερωτευμένος λεμβούχος του Πέραν. Κάθε φορά όμως απογοητεύομαι οικτρά. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μου, πόρω απέχει από την κουρασμένη ήδη φιγούρα με την αβεβαιότητα στα μάτια και το ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη! Γράφει ο Κτηνοτρόφος Τι ζητούσα εγώ ως Λαός; Τι έψαχνα για να ερωτευτώ και να δώσω την καρδιά μου και την ψήφο μου; Έναν ισχυρό άντρα έψαχνα. Ένα ντελικανή που να ‘χει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Ένα παλικάρι όπως οΝίκος Ξανθόπουλος στις παλιές ταινίες. Να έχει λιώσει το πηλοφόρι, να έχει στενάξει το γιαπί, να τον έχει φοβηθεί το ματσακόνι. Και αντί αυτού τι βρήκα; Τον Δημήτρη Καλλιβωκά με φαλάκρα και μουστάκι! Ένα χαριτωμένο και καλοσυνάτο παιδαρέλι που ούτε ένα μπάτσο της προκοπής δε μπορεί να σβουρίξει. Έναν καθωσπρέπει γόνο βορείων προαστίων που δε δούλεψε ούτε μια μέρα στη ζωή του. Έναν καλομαθημένο αστό που ούτε το μαχαίρι δεν μπορεί να τραβήξει για να κόψει σωστά το σαλάμι….
Πάντα ήμουν άτυχος ως Λαός, αλλά τα τελευταία 35 χρόνια το κακό παράγινε! Μόλις είχα γλιτώσει μετά από επτά δύσκολα χρόνια με τον καραβανά τον Φούντα που κόντεψε να με σαπίσει στο ξύλο, όταν γύρισε από τα Παρίσια ο ομορφάντρας, ο ψηλός, ο φρυδαράς, εκείνος ντε με τους χωριάτικους τρόπους, ο Βόγλης τρόπον τινά της ζωής μου. Αυτός που πότε με τσαλαπατούσε στους βάλτους της ακολασίας και πότε με είχε βασιλιά στον πύργο του τσιφλικά του Ζισκάρ του κολλητού του. Αλλά που μυαλό εγώ! Πλανεύτηκα από τον άλλον, τον Μπάρκουλη, τον καταφερτζή. Όλα στα πόδια μου τα υποσχέθηκε ο πασάς μου, όλα! Τον παράτησα το Βόγλη, ενέδωσα άνευ όρων στον Ανδρέα το γόη. Την ψήφο μου, την εμπιστοσύνη μου, την προίκα μου, όλα του τα έδωσα. Ακόμη και το καλύτερο κορίτσι μου τη Μιμή χαλάλισα για πάρτη του. Κι εκείνος τι; Τσοβόλα, Κοσκωτά και Άκη με πότισε. Φαρμάκι! Και μετά πήγε και πέθανε… Πάνω στο άνθος της ηλικίας του! Τότε μου προξενέψανε το Νίκο Ρίζο. Τον συμπάθησα όπως ήτανε: με τις μανσέτες του λογιστή στα μανίκια, τα γυαλάκια του, τις ελιές του, τη Δάφνη του. Ο έρως πόντους δεν κοιτά που λένε. Αλλά ο Ρίζος μου βγήκε τζούφιος. Ήταν κρύος, σκέτη παγοκολόνα! Και δε φτάνει αυτό, αλλά κουβαλούσε σπίτι και όλη την παλιοπαρέα (Τσουκάτους, Μαντέληδες και σια) και χλαπάκιαζαν με κάτι γερμανούς κουμπάρους τους στο σαλόνι. Τον έκανα πέρα ένα ανοιξιάτικο βραδάκι του 2004 που μύριζε πασχαλιές, λεβάντα και… σουβλάκι. Και έμπασα σπίτι μου τον Κώστα Βουτσά! Αυτός, άραξε, φόρεσε τις πιτζάμες, βόλεψε στα πόδια του τις χνουδωτές παντούφλες του παππού και άρπαξε στα χέρια το τηλεκοντρόλ του play – station. Ρούπι δεν το κούνησε έξι χρόνια από τον καναπέ, όλο «need for speed», «fifa» και «Μάριο ο υδραυλικός» ήτανε. Παράγγελνε και τον άμπακο από τον Μπαϊρακτάρη, ήρθε και μύρισε το σπίτι γαρδούμπα και τουλουμοτύρι. Στο τέλος, κι αφού είχε τσακίσει αμέτρητα κοντοσούβλια και σπληνάντερα, φαίνεται πως τον τρόμαξαν κάτι καλόπαιδα από τας Ευρώπας που τριγύριζαν έξω από το σπίτι και πετούσαν πέτρες στα κεραμίδια φωνάζοντας «τα λεφτά μας κλεφταράδες», «τεμπέληδες», «greek statistics» και άλλα τέτοια. Την έκανε ένα βράδυ στα κρυφά από την πίσω πόρτα, τρέχοντας σαν τον Βέγγο. Ήταν η μόνη δουλειά που έκανε ποτέ στη ζωή του! Αλλά άφησε την πόρτα μισάνοιχτη ο μπαγάσας και μπήκε μέσα στα κλεφτά ο κακομοίρης ο ΓΑΠ. Αυτός ντε, που κοιτάζω με λάγνο βλέμμα στο γυαλί κάθε φορά που μιλάει τα greeklish του. Είναι λιγάκι γκαφατζής ο φουκαράς, αδέξιος, δε βολεύει τα κανιά του πουθενά. Αλλά είναι ευγενικός και πειθήνιος, ο Ζαν Κλωντ και ο Ντομινίκ οι φίλοι του λένε τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Εγώ όμως αρχίζω να τον βαριέμαι. Αισθάνομαι ότι μου κάνει κακό στο image. Μου φαίνεται σα να με ξεπουλάει στους φίλους του για ένα μνημόνιο! Λέω να τον κάνω κι αυτόν στην άκρη κάποια στιγμή, γιατί τον τελευταίο καιρό με πολιορκεί κι ένα λυγερόκορμο, πανύψηλο γειτονόπουλό του, ο Αντώνης. Γυαλάκιας είναι κι αυτός και ατσούμπαλος, έχει όμως καλούς τρόπους, είναι από σόι, έχει πείσμα μουλαριού, υπομονή γαϊδάρου και φατσούλα μικρού παιδιού. Όμως καμιά σχέση με τονΚούρκουλο, πιο πολύ με τον Γιώργο Κωσταντίνου μοιάζει στη σκηνή με το προφιτερόλ! Κατά τα άλλα, αμφιβάλλω αν έχει κι ελόγου του κανένα ένσημο κολλημένο στο βιβλιάριο του ΙΚΑ…… Λέτε να είναι αυτός η μοίρα μου και το ριζικό μου; Γιατί εγώ τα βράδια άλλον ονειρεύομαι. Έρχεται στον ύπνο μου και με ξεσηκώνει. Είναι λιγάκι σιτεμένος, ένα πράμα σαν τον μακαρίτη τον Χατζηχρήστο. Το μαλλί βαμμένο με καραμπογιά, τα δόντια ψεύτικα, το μπόι του Λογοθετίδη. Αλλά η τσέπη του τίγκα στο τάλιρο. Με τον ιδρώτα του τα έβγαλε το παλικάρι στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. Είναι και Ιταλιάνος, τον λένε Σίλβιο, αλλά εγώ στα όνειρά μου ενίοτε τον αποκαλώ και Βγενόπουλο…. Υ.Γ. Τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα, έχω την εντύπωση πως κάποιον έχω ξεχάσει να αναφέρω. Κάποιον με το μπόι του Κωνσταντάρα, τη φάτσα του Αυλωνίτη, το χιούμορ του Αρτέμη Μάτσα και τη γκαντεμιά του Βασιλάκη Καΐλα. Σας βεβαιώ πως η παράλειψη αυτή υπαγορεύτηκε από καθαρή πρόθεση! |