Μεταπολεμικά, σημειώθηκε σε όλη τη Δ. Ευρώπη, κάτω από την πίεση των εργατικών διεκδικήσεων, μια νέα εξέλιξη, ο κεϋνσιανισμός. Η θεωρία του Κέυνς ενθάρρυνε τον κρατικό παρεμβατισμό, τόσο προς την κατεύθυνση της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας όσο και προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μεγάλων δημόσιων φορέων και επιχειρήσεων για....
την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Επίσης, η θεωρία αυτή συνηγορούσε υπέρ της ανάληψης από το κράτος ορισμένων κρίσιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και υπέρ της θεσμοθέτησης κανόνων για τη λειτουργία της αγοράς.Η τότε ελληνική πολιτική ολιγαρχία, που ήδη έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό, αντιλήφθηκε αμέσως πως η κεϋνσιανή θεωρία εξυπηρετούσε άμεσα τα σχέδια της. Συγκεκριμένα, η αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού αφ' ενός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός καθυπόταξης και χειραγώγησης των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων και επομένως ανεξαρτησίας του πολιτικού στοιχείου και διαιώνισης της παραμονής στην εξουσία, αφ' ετέρου θα μείωνε την επαναστατικότητα των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων μέσω παροχών και «τακτοποίησης» στο Δημόσιο.
Υπέρ της αύξησης όμως του κρατικού παρεμβατισμού τάχθηκε, έστω και σιωπηρά, και η Αριστερά, αφού μέσω αυτού προσδοκούσε μια ειρηνική μετάβαση προς το σοσιαλισμό. Έτσι παρατηρείται μια σιωπηρή συναίνεση μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων σε ό,τι αφορά την αύξηση του κράτους. Στην πραγματικότητα όμως το μεγάλο κράτος δεν υπήρξε μία κατάκτηση της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, υπήρξε συνειδητή επιλογή του παλαιοκομματικού κατεστημένου, προκειμένου να θέσει υπό πλήρη έλεγχο τις κοινωνικές εξελίξεις.
Το όραμα που προβαλλόταν ήταν το «κράτος-πρόνοια». Ο απώτερος όμως στόχος του παλαιοκομματικού κατεστημένου ήταν η απονεύρωση των ατόμων μέσω της καλλιέργειας της ψυχολογίας αναζήτησης «βοήθειας» του κράτους, έτσι ώστε στο τέλος να οδηγηθούν τα άτομα να τα αναμένουν όλα από το κράτος και τους επαγγελματίες της πολιτικής.
Όπως ήταν επόμενο, η εφαρμογή της θεωρίας του κρατικού παρεμβατισμού στη χώρα μας οδήγησε σε παραπέρα ανεξαρτησία της πολιτικής ολιγαρχίας, σε νέα ανάπτυξη των δικτύων πατρωνείας και σε συντήρηση του κοινωνικού σώματος σε κατάσταση ραγιαδισμού.
Η κατάσταση αυτή, η οποία μάλιστα ενδυναμώθηκε επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ κυρίως, αλλά και της Νέας Δημοκρατίας, συνεχίστηκε μέχρι τις τελευταίες εκλογές του Οκτώβριο του 2009. Όμως το ελληνικό οικονομικό αδιέξοδο, αλλά και οι αλλαγές προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη και ειδικότερα στην ευρωζώνη, άλλαξε τώρα πλέον και την στόχευση της ελληνικής πολιτικής ολιγαρχίας προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Δηλαδή προς στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας.
Προκειμένου όμως να επιτύχει η νέα κατεύθυνση και να καμφθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, υποχρεωτικά θα πρέπει να υπάρξει ρητή ή έστω σιωπηρή συναίνεση, ολόκληρου του πολιτικού κόσμου. Αν δεν υπάρξει συναίνεση, υποχρεωτικά θα καταρρεύσει το πολιτικό σύστημα και θα απομακρυνθεί ολόκληρη η παρούσα πολιτική ολιγαρχία από την εξουσία. Η συναίνεση λοιπόν είναι δεδομένη και ομολογημένη σε ότι αφορά τα νεοφιλελεύθερα και φιλελεύθερα κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία), καθώς τους δορυφόρους τους (ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ, Δημοκρατική Αριστερά), ενώ είναι σιωπηρή από την Αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ). Το παρατηρείτε πιστεύουμε εξάλλου από την ανυπαρξία της αντίστασης των εργαζομένων, οι οποίοι είναι απόλυτα καπελωμένοι.
Γιατί υπάρχει αυτή η συναίνεση;
1) Όλες οι πολιτικές ελίτ των πιο πάνω κομμάτων, ως μέλη της συνολικής πολιτικής ολιγαρχίας του τόπου, σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να πεταχτούν στα αζήτητα, σε συνθήκες κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος.
2) Όλες οι κομματικές ελίτ, για τους δικούς της κομματικούς λόγους η κάθε μία επιθυμούν αυτή την εξέλιξη και ειδικότερα:
Το ΠΑΣΟΚ γιατί, αφενός βλέπει το μέχρι σήμερα αδιέξοδο, αφετέρου και με βάση τις νέες Νεοταξικές αντιλήψεις του περί παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και με πρόθεση ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης, των νεόπτωχων που θα δημιουργηθούν, επιθυμεί σφόδρα να ιδιωτικοποιηθεί πλήρως η κοινωνία.
Η Νέα Δημοκρατία, γιατί βλέπει μέσα από αυτή τη διαδικασία, να υλοποιείται το όραμα, τόσων γενιών δεξιών για φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας, προσδοκώντας να αντλεί ψήφους από μια κοινωνία φιλελεύθερων αντιλήψεων.
Τα κόμματα δορυφόροι (ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ, Δημοκρατική Αριστερά), γνωρίζουν ότι μόνο μέσα από το υπάρχον πολιτικό σύστημα και μέσα από μια εξαθλιωμένη κοινωνία μπορούν να ψηφοθηρούν. Έξω από αυτό θα διαλυθούν.
Τα κόμματα της Αριστεράς, γιατί προσδοκούν ότι μέσα από την εξαθλίωση της κοινωνίας, θα μπορούν άνετα να ριζώσουν τις δικές τους αντιλήψεις και να ψηφοθηρούν εκ του ασφαλούς.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό γιατί, στην πραγματικότητα, όλες οι κομματικές ελίτ, συναινούν στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην επικυριαρχία της Τρόϊκας και στα μνημόνια, παρά τις δήθεν μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, προκειμένου να κρατήσουν τους ψηφοφόρους τους στα κομματικά μαντριά και να επιβιώσουν οι ίδιες.
Αν μάλιστα, η μεταπολεμική συναίνεση είχε και στοιχεία κοινωνικά, δυστυχώς η σημερινή συναίνεση είναι άγρια, γιατί γίνεται μόνο και μόνο για πολιτική επιβίωση της πολιτικοοικονομικής ολιγαρχίας σε βάρος της εξαθλίωσης της κοινωνίας.
Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε.
Αν μάλιστα, η μεταπολεμική συναίνεση είχε και στοιχεία κοινωνικά, δυστυχώς η σημερινή συναίνεση είναι άγρια, γιατί γίνεται μόνο και μόνο για πολιτική επιβίωση της πολιτικοοικονομικής ολιγαρχίας σε βάρος της εξαθλίωσης της κοινωνίας.
Αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε.
Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη να αντιληφθούμε όλοι, ότι θα πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί μια λαϊκή αντιπολίτευση, με στόχο την ανατροπή του υπεύθυνου καθεστώτος που μας έφτασε ως εδώ και την συνταγματική αλλαγή του πολιτικού συστήματος.
Το τι θα κάνει στη συνέχεια ο λαός με το χρέος κ.λ.π. θα το αποφασίσει ο ίδιος.