Η γενοκτονία των Αρμενιών το 1915 είναι μια επονείδιστη πράξη της παγκόσμιας ιστορίας. Με το πρόσχημα της διευθέτησης στρατιωτικών προτεραιοτήτων, η τουρκική ηγεσία της εποχής προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα ομογενοποίησης του πληθυσμού στο εσωτερικό της Τουρκίας, με μια, χωρίς προηγούμενο, εκκαθάριση πληθυσμών. Η ίδια τακτική που εφαρμόσθηκε και σε άλλους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον Ποντιακό Ελληνισμό και ..
στους Ασσυρίους, με σφαγές και εκτοπισμούς, με τον εκπατρισμό, τα βασανιστήρια, τις μεθοδευμένες κακουχίες με τις περιβόητες «Πορείες Θανάτου», τα στρατόπεδα εγκλεισμού, συγκλίνει την ιστορική έρευνα στη θέση πως οι πράξεις αυτές ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα.
Ο χρόνος, αν και μετριάζει τον πόνο από την απώλεια εκατοντάδων αθώων θυμάτων με μόνο στοιχείο «ενοχής» τους τη φυλετική ή θρησκευτική τους ταυτότητα, δεν μπορεί να απαλείψει το ιστορικό στίγμα που σκιάζει το νεότερο πολιτισμό μας. Η αναγνώριση της γενοκτονίας από τους υπαίτιούς της συνιστά πράξη μεγαλοθυμίας που συνεισφέρει στη συμφιλίωση μεταξύ των λαών, ενώ η επιμονή στην άρνηση της γενοκτονίας διαιωνίζει τις συνέπειες ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Οι εκδηλώσεις μνήμης για τα θύματα δεν θα πρέπει να εκληφθούν ως εμμονή σε διχαστικές πρακτικές, αλλά ως πράξη υπόμνησης για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης ενάντια στη λήθη, ως συμβολή στην ιστορική αυτογνωσία.