Δε σε ξέρω δε με ξέρεις. Αποφασίζεις για μένα και αποφασίζω για σένα. Όταν είμαι μόνος με πατάς και μέσα από ομάδες γίνεσαι μεγάλος έστω και αν η ομάδα δεν έχει νόημα για την ουσία της ύπαρξής σου.
Ο χρόνος σε πιέζει, με πιέζει και μένα, περνάς με κόκκινο το φανάρι, σε ρωτάω "που πας", "μην αγχώνεσαι μου λες".
Όχι δεν αγχώνομαι για το φανάρι. Αγχώνομαι που ...
αποφασίζεις και για μένα. Ότι θέλουν οι πολλοί... Για πολλοστή φορά νιώθω τη βαβούρα της πόλης να με καταπίνει σε ένα δυσνόητο βουιτό. Βιώνω το θαύμα της ζωής εστιάζοντας σε μικρά πράσινα χόρτα, που τολμούν να φυτρώνουν ανάμεσα στις ράγες των τρένων. Τόσο μικρά, τόσο δυνατά. Αναρωτιέμαι αν όταν χτιζόταν αυτή η πόλη είχε ανακαλυφθεί ο χάρακας και ακούω τα μνημεία να παραπονιούνται για τους νέους τους γείτονες.
Δεν έχω χρόνο να σου πω γεια. Και αν μου πεις "γεια" εσύ εγώ δε θα χω χρόνο να σου απαντήσω. Επειδή είσαι κακός. Κάθε αίτηση γνωριμίας που πλανάται πίσω από το τυχαίο "γεια" δε μπορεί να είναι παρά η προέκταση κάποιας πονηρής επιθυμίας ή κάποιας μελλοντικής εξυπηρέτησης. Ναι αυτό είναι. Δε θέλουμε πραγματικά να γνωριστούμε μεταξύ μας. Μόνο ένας γραφικός ή ένας πονηρός γυρεύει να μάθει αν είσαι καλά, έχοντας επιλέξει μεταξύ μερικών τυχαίων εκατομμυρίων συμπολιτών του.
Βλέπω το πεζοδρόμιο γεμάτο κρυφές περίεργες ιστορίες αγνώστων. Μικρά στοιχεία που κρύβουν πάθη άγχη και ανέκδηλα χαμόγελα χαμένα στην παγερή αδιαφορία του χρόνου. Παρατηρώ ένα κτίριο που και πάλι η συνήθεια του να διασχίζω βιαστικά τη διαδρομή, μου είχε κρύψει για καιρό. Είναι τόσα πολλά τα στενά που μπορώ να διασχίσω, λέω "κάποια μέρα θα περάσω και από εδώ" και όλο δε περνάω γιατί η συγκεκριμένη διαδρομή σπάνια χωράει παρεκκλίσεις. Τόση ελευθερία πάει χαμένη όσο η κλεψύδρα μου αδειάζει.
Άνθρωποι με νεύρα ξεσπάνε ο ένας στον άλλο αδειάζοντας ευχολόγια, οι τσακωμοί σπάνε τον πάγο και ο ήλιος πασχίζει να τρυπώσει κάτω από τους πρόχειρα αδειασμένους τόνους τσιμέντο.
"Επόμενη στάση"...
Μπαλκόνια με ελληνικές σημαίες. Κοιτάς ημερομηνία. Δεν είναι εθνική επέτειος. Τώρα είσαι σίγουρος, όταν σβήνει το πνεύμα, μια σημαία υψώνεται για τη θύμησή του. Όταν κάτι δε μπορείς να το νιώσεις είναι εύκολο να το απεικονίσεις σε ένα πανί. Όπως όλοι όσοι δε μπορούν να δουν το Θεό, τον κάνουν εκκλησία..Όπως όσοι δε μπορούν να δουν την αγάπη, την κάνουν λόγια σπαραχτικά δήθεν κατανόησης, δήθεν ένωσης. Ναι έτσι γρήγορα γεννιούνται σκέψεις μέσα σε ένα στενό, με σημαίες να ανεμίζουν από πάνω μου σα μπλε κοράκια. Μαύρες από το καυσαέριο που δίνει κίνηση στην πόλη.
Μπορώ να πάω γρήγορα στον προορισμό μου αλλά όχι. Θα περπατήσω. Θέλω να αφήσω να μου μιλήσουν οι δρόμοι, οι περαστικοί, οι έγνοιες σου και οι ήχοι.
Ανάβει πράσινο. Ακούω κόρνες διαπεραστικές. Πόσο γρήγορα ξεκινάν όλοι από παντού χωρίς να χάνουν δευτερόλεπτο. Κόκκινο. Πράσινο, αστραπιαία όλα πάλι στο ρυθμό. Κόκκινο, παύση. Πράσινο, όλα στο ρυθμό. Αυθόρμητα δε μπορώ να συγκρατηθώ. Με πιάνει ένα νευρικό γέλιο. Δεν έχω αντικρίσει ξανά πιο αστεία αφορμή για να γελάσω. Καλοκουρδισμένοι, αυτορυθμιζόμενοι, βιαστικοί, ψυχροί, ίδιοι, ανέραστοι, μηχανικοί. Κάθε μέρα συνέβαινε το ίδιο, σήμερα απλά έκανα μια παύση και το είδα. Ξετυλίγεται μπροστά μου ένα σύγχρονο ανθρώπινο δράμα. Δράμα που υπόσχεται γέλιο σε αναχρονιστικούς παρατηρητές που ξέμειναν σε κάποια γωνία από πολλαπλά παιχνίδια της μοίρας. Αφήνω το γέλιο να με παρασύρει στην αλήθεια του. Κόκκινο.
http://dinatomirmigi.blogspot.com/