Ακόμα και χοροί και ενδυμασίες παρουσιάζονται ως τουρκικά
Του Βλαση Αγτζιδη*
Η σχέση του τουρκικού εθνικισμού με τους προϋπάρχοντες πολιτισμούς ήταν προβληματική από τη στιγμή της εμφάνισής του. Ακόμη και ο οθωμανικός πολιτισμός έπρεπε να εξοβελιστεί και στη θέση του να αναπτυχθεί ένας καινούργιος αμιγώς τουρκικός, που θα συνέδεε την κεντροασιατική καταγωγή
με την ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή η θέση αναπτύχθηκε υποδειγματικά από τον Ziya Cžkalp (1876-1924), που θεωρείται ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού. Για τους Τούρκους εθνικιστές, οι «Αρχές του Τουρκισμού», του Ζιγιά Γκιοκάλπ, είναι ό,τι το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» για τους κομμουνιστές. Ο Γκιοκάλπ, λοιπόν, θεωρεί ότι ο οθωμανικός πολιτισμός είναι βαθύτατα επηρεασμένος και αποτελεί συνέχεια του «ρωμαίικου». Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί και να καταστραφεί. Το πρώτο θύμα του τουρκικού εθνικισμού ήταν η οθωμανική γλώσσα και η εισαγωγή του λατινικού αλφάβητου. Με τον τρόπο αυτό, ο μουσουλμανικός κόσμος της Ανατολής αποκόπηκε οριστικά από την εξαιρετικά πλούσια οθωμανική και ισλαμική γραμματεία.
Μνημεία και κρίση ταυτότητας
Η κρίση ταυτότητας που μαστίζει τη σύγχρονη τουρκική κοινωνία δεν περνά απαρατήρητη στους μελετητές της ιδιόμορφης αυτής χώρας. Οπως δεν περνά απαρατήρητη και η γιγάντια προσπάθεια που καταβάλλει η κρατική γραφειοκρατία για οικειοποίηση του πολιτισμικού πλούτου των εθνών που προϋπήρχαν των Τούρκων και του Ισλάμ, και κάποια στιγμή εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν. Μνημεία, χοροί, ενδυμασίες παρουσιάζονται δημοσίως ως τουρκικά. Τα ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπως της Εφέσου, της Περγάμου και άλλων, τα ελληνικά χριστιανικά μνημεία της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, των υπόσκαφων ναών της Καππαδοκίας και της Παναγίας Σουμελά της Τραπεζούντας, ακόμα και ο διασημότερος των ελληνικών χορών, ο ποντιακός πυρρίχιος Σέρα, παρουσιάζονται στο διεθνές κοινό ως τουρκικά. Βέβαια, ο χορός αυτός –που οι Τούρκοι τον ονομάζουν «Horon», δηλαδή «(τον) χορόν»– όπως και η ποντιακή λύρα, αποτελούν σημερινές μορφές έκφρασης των δεκάδων χιλιάδων ελληνόφωνων, μουσουλμάνων και κρυπτοχριστιανών, καθώς και των γεωργιανόφωνων Λαζών της Βόρειας Τουρκίας.
Για χιλιάδες χρόνια πριν από την εμφάνιση του Ισλάμ και των Τούρκων, ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει σήμερα η τουρκική δημοκρατία υπήρξε χώρος δράσης, δημιουργίας και έκφρασης των Ελλήνων – αλλά και άλλων λαών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, όπως οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Ασσυροχαλδαίοι. Στις παράλιες περιοχές της δυτικής και βόρειας Μικράς Ασίας, Ελληνες υπήρχαν από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ενώ η Ιωνία, ο Πόντος, η Καππαδοκία, καθώς και η Ανατολική Θράκη υπήρξαν βασικοί χώροι δραστηριοποίησής τους μετά τους αλεξανδρινούς χρόνους. Μέχρι την εμφάνιση του Ισλάμ και τον περιορισμό του ελληνικού κόσμου από Αραβες και Τουρκομάνους εισβολείς, η μικρασιατική χερσόνησος υπήρξε ελληνόφωνη περιοχή στο μεγαλύτερο μέρος της. Η τελική κυριαρχία του οθωμανικού Ισλάμ μετέβαλε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της περιοχής και αύξησε τα ποσοστά τουρκοφωνίας.
Οταν ο τουρκικός εθνικισμός αποπειράθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα να μετατρέψει τον πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό οθωμανικό χώρο σε αμιγώς τουρκικό, χρησιμοποιώντας το Ισλάμ, συνάντησε την αμείλικτη πραγματικότητα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ανήκε σε διαφορετικές εθνικές ομάδες που είχαν ως θρησκεία τον χριστιανισμό και είχε βαθύτατη σχέση με τον τόπο. Σχέση που αποδεικνυόταν πλήρως από τα μνημεία που είχε δημιουργήσει. Με βάση το νεοτουρκικό πρόγραμμα του 1911, για τους πληθυσμούς αυτούς επελέγη η γενοκτονία και η εκδίωξη. Απέμειναν όμως τα μνημεία, ως αδιάψευστοι μάρτυρες μιας πολύ διαφορετικής κοινωνικής κατάστασης που υπήρχε μέχρι πρόσφατα και μιας εξαιρετικά οδυνηρής «τακτοποίησής της».
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το ’22, το συναίσθημα ότι τα ελληνικά μνημεία –αρχαία, βυζαντινά και νεότερα– έθεταν σε διαρκή αμφιβήτηση τη «Νέα Τάξη» ήταν έντονο, τόσο στο στρατιωτικό κατεστημένο που ήλεγχε απολύτως τον γεωγραφικό χώρο που κατέκτησε, όσο και στην κεμαλική κρατική γραφειοκρατία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά μνημεία που υπάρχουν στην Τουρκία είναι περισσότερα και εντυπωσιακότερα –με την εξαίρεση του Παρθενώνα– από αυτά που υπάρχουν στα ελλαδικά εδάφη. Γι’ αυτούς τους λόγους, η επίσημη πολιτική στόχευε στον πλήρη πολιτιστικό εκτουρκισμό του εδάφους που κατέλαβε ο τουρκικός εθνικισμός με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922.
Σε πρώτη φάση, πολιτιστικός εκτουρκισμός σήμαινε εξαφάνιση ή υποβάθμιση –στην καλύτερη εκδοχή– όλων εκείνων των στοιχείων που θύμιζαν ότι μεγάλο μέρος των εδαφών της τουρκικής δημοκρατίας αποτελούσε γενέθλιο έδαφος άλλων εθνών. Ετσι, σε γενικές γραμμές, οι ελληνικές αρχαιότητες υποβαθμίστηκαν, τα βυζαντινά μνημεία –πλην όσων είχαν μετατραπεί σε τεμένη– αφέθηκαν να καταρρεύσουν, τα νεότερα μνημεία καταστράφηκαν συνειδητά.
Η τουρκική πολιτική απέναντι στα ελληνικά μνημεία άλλαξε κατά τη δεκαετία του ’80. Η πολιτική οικειοποίησης αντικατέστησε την προηγούμενη αρνητική ή αδιάφορη στάση του κράτους και της κοινωνίας. Ο φόβος απέναντι στον ελληνικό αλυτρωτισμό εξαφανίστηκε και τα συναισθήματα ενοχής για την εξόντωση των γηγενών εθνών έπαψαν να ταλανίζουν τις επόμενες τουρκικές γενιές. Μεθοδικά άρχισε το τουρκικό κράτος να προσπαθεί να αλλάξει την ιστορία της περιοχής. Να δημιουργήσει την εντύπωση στις νέες γενιές και τους πολυάριθμους τουρίστες ότι όλα αυτά τα μνημεία τα δημιούργησαν οι διάφοροι ανατολικοί λαοί, που έχουν χαθεί σήμερα και τους οποίους εκπροσωπούν οι κληρονόμοι τους, οι Τούρκοι. Στις επίσημες επιγραφές στους ιστορικούς χώρους, όπως και στα αντίστοιχα βιβλία αναφέρεται ότι τα αρχαία μνημεία τα δημιούργησαν οι Λυδοί ή οι Πισίδες ή οι Λύκιοι ή οι Παφλαγόνες, τους οποίους αντικατέστησαν οι Πέρσες και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι. Παρότι οι ιστορικοί χώροι είναι ελληνικοί και τα αντίστοιχα μουσεία είναι γεμάτα με ελληνικά ευρήματα και επιγραφές, δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στην πραγματική ταυτότητά τους. Η λέξη «Ελληνας», «Γιουνάν» ή «Γκρικ» απουσιάζουν παντελώς. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα ελληνικά μνημεία της χριστιανικής εποχής.
Σε διεθνές επίπεδο η νέα προσέγγιση άρχισε με τη δειλή, στην αρχή, προβολή των αρχαιοτήτων στο πλαίσιο της τουριστικής πολιτικής. Χαρακτηριστική υπήρξε η χρήση του εντυπωσιακού εσωτερικού χώρου της Αγίας Ειρήνης στην Πόλη για επίδειξη μόδας πριν από μερικά χρόνια. Η πολιτική οικειοποίησης των μνημείων, αλλά και των μορφών, του ελληνικού πολιτισμού της Ιωνίας και της υπόλοιπης Μικράς Ασίας άρχισε βαθμιαία να γίνεται κτήμα του τουρκικού λαού. Πρώτη μαζική έκφραση της νέας στάσης υπήρξε η διεκδίκηση των γλυπτών της Περγάμου που βρίσκονταν στο Βερολίνο. Τα γλυπτά προβλήθηκαν ως τα τουρκικά ελγίνεια. Δήμοι της περιοχής και κοινωνικές ενώσεις με τη στήριξη του κράτους οργάνωσαν διαμαρτυρίες και κινητοποίησαν τους Τούρκους μετανάστες για τη διεκδίκηση της «επιστροφής των γλυπτών στην πατρίδα». Η όλη απόπειρα –για όσους ήξεραν ότι οι απόγονοι των δημιουργών των γλυπτών εξοντώθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο τον Σεπτέμβριο του ’22 και οι επιζήσαντες κατέφυγαν πρόσφυγες στα Βαλκάνια– είχε τα στοιχεία μιας εφιαλτικής φάρσας.
Μικρό παράδειγμα –χαρακτηριστικό και γραφικό παράλληλα– των απίστευτων ιδεολογημάτων που διαχύθηκαν στην τουρκική κοινωνία, βρίσκεται στην ετικέτα του κρασιού Trakya (δηλαδή Θράκη), που πουλιέται στη δυτική Τουρκία. Στην άκρως κλασικής τεχνοτροπίας ετικέτα αυτή, πάνω σε ένα βαρέλι κάθεται μια νύμφη περιτριγυρισμένη από κληματαριές και τσαμπιά σταφυλιών. Μόνο που δεξιά και αριστερά της νύμφης υπάρχουν, αντί για λέοντες, δύο γκρίζοι λύκοι. Να σημειωθεί ότι ο γκρίζος λύκος αποτελεί το σύμβολο του παντουρκισμού και δηλοί την «κόκκινη μηλιά», δηλαδή την αρχαία τουρκική κεντροασιατική κοιτίδα. Αυτή ακριβώς είναι και η μεθόδευση του τουρκικού κράτους: να καλλιεργήσει την πίστη ότι τα ελληνικά μνημεία της Μικράς Ασίας ανήκουν και συγκροτούν τον αρχαίο τουρκικό πολιτισμό.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας.