από την Ελένη Κωνσταντίνου
Μου αρέσει το θέατρο. Περπατώ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και βρίσκομαι επί σκηνής να ζω τις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ. Σε κάθε γωνία και μέσα από τις δύσοσμες , σάπιες σωρούς των σκουπιδιών , εκατοντάδες κεφαλάκια πριν βουλιάξουν τελείως, επιδίδονται σ έναν εξαντλητικό μονόλογο.
«Ο Γλάρος» του Τσέχωφ απλώνει με τα φτερά του μια μεγάλη σκιά πάνω από..
τα ερωτευμένα ζευγαράκια και το μέλλον τους στην άκρη της τσιμεντένιας ανάπλασης.
Πιο δίπλα και «Ξαφνικά πέρυσι το Καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς, οι σκουρόχρωμοι μικροπωλητές, οι σκονισμένοι clochar, οι πληγιασμένοι ναρκομανείς και οι άστεγοι άρχισαν να μαζεύουν άδεια κονσερβοκούτια.
Στην μεγάλη πλατεία, οι «Κακοί Ποιμένες» του Μιραμπό οδηγούν τα πλήθη των κομπάρσων σε νάιλον σκηνικά ενώ στα καμαρίνια του ΚΘΒΕ οι ηθοποιοί προβάρουν τη διανομή των υπουργικών μονολόγων.
Κανείς πια δεν αναγνωρίζει την ρακένδυτη «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που γέρασε περιμένοντας το καινούριο αποτεφρωτήριο του Δήμου για να εκπληρώσει το βαρύ χρέος στο παρελθόν της.
Μέσα από τα μηχανήματα αυτόματης κατάθεσης των τραπεζών, ο «Πλουτος» του Αριστοφάνη μας λοιδορεί βγάζοντας τη γλώσσα του από την οπή του αρχαίου προσωπείου.
Και καθώς βυθιζόμαστε βαθιά στις τελευταίες σειρές των θεατών, η «Γκόλφω» με πλεγμένες τις κοτσίδες της σφιχτά στο λαιμό κλείνει τα μάτια :
-Καληνύχτα Γουίλι! Αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα !
ΑΥΛΑΙΑ