Της Αλεξάνδρας Γωγούση- Σκανδάλη
Πενήντα χρόνια κάτοικος κέντρου, μετακινούμουν καθημερινά χωρίς αυτοκίνητο.
Πριν λίγο καιρό μετακομίσαμε σε περιοχή που το Ι.Χ. είναι απαραίτητο. Κι έτσι, κατεβαίνοντας κάθε πρωί με το αυτοκίνητο στη δουλειά μου, διασταυρώνομαι – στην κυριολεξία, με τους …
παράξενους ταξιδιώτες. Τους λαθρο(;)μετανάστες, που εκλιπαρούν στα φανάρια, για χρήματα, πουλώντας χαρτομάντηλα ή υπηρεσίες καθαρισμού των τζαμιών των αυτοκινήτων μας ή προκαλώντας απλώς τον οίκτο μας.
Η αντιμετώπιση όλων μας είναι επιθετική. Μορφασμοί απέχθειας, χειρονομίες απώθησης, ενίοτε ύβρεις και πάντοτε μα πάντοτε νεύρα, πολλά νεύρα!
Με το δίκιο μας, θα μου πείτε. Είναι παράνομοι στη χώρα, μπορεί να μας κλέψουν, μας βρίζουν (κάποιοι από αυτούς), όταν αρνούμαστε τις …υπηρεσίες τους και δεν αποκλείεται να μας κολλήσουν και αρρώστιες.
Συμφωνώ με όλα αυτά. Είναι γεγονός. Έρχομαι όμως κάθε- μα κάθε πρωί, για λίγα δευτερόλεπτα, στη θέση τους.
Οι άνθρωποι αυτοί, φεύγουν από την πατρίδα τους, γιατί εκεί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Πουλούν ό,τι έχουν και δεν έχουν και δίνουν τα χρήματα για τη μεταφορά τους, στους επιτήδειους που τους στοιβάζουν σε πλοία και φορτηγά, τον έναν πάνω στον άλλο. Τα χρήματα αυτά συνήθως δεν αρκούν για το «αντίτιμο» της παράνομης μεταφοράς τους. Κι έτσι, χρεώνονται στον «μεταφορέα» τους, δεσμευόμενοι με την προσωπική τους εργασία, μέχρις εξοφλήσεως της οφειλής τους. Μάλλον χρεώνονται στο «νονό» που ελέγχει όλο αυτό το κύκλωμα και που εισπράττει και όλα αυτά τα χρήματα. (Και που, όπως βλέπουμε και στις κινηματογραφικές ταινίες, συνήθως είναι άτομα υπεράνω πάσης υποψίας). Για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η περίεργη «χρέωση», λοιπόν, ο παράνομος μετανάστης προσφέρει τις υπηρεσίες του στο νονό. Αυτός με τη σειρά του, του παρέχει στέγη (ο ένας πάνω στον άλλο, σε κάποιο υπόγειο χωρίς πολλές πολλές…ανέσεις), ρούχα και ένα πιάτο φαγητό. (Αυτό μόνον εάν οι εισπράξεις είναι ικανοποιητικές- αλλιώς νηστικός θα κοιμηθεί ο μετανάστης…)
Στα πλαίσια δημοσιογραφικής έρευνας που είχα κάνει παλιότερα, σε σχετικό άρθρο μου για τα παιδιά των φαναριών, είχα πληροφορηθεί, ότι εκτός από τη στέρηση τροφής, σαν ποινή για μη επίτευξη του στόχου (κάτι σαν αυτό που έβαλε το Υπουργείο Οικονομικών στους κατά τόπους Εφόρους, δηλαδή), υπάρχει και μια ακόμη ποινή: σίτιση με ψωμί με αλάτι, επί μέρες, με ταυτόχρονη στέρηση πόσιμου νερού. Κανονικό βασανιστήριο δηλαδή…
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, γιατί όπως και να το κάνουμε, περί ανθρώπου πρόκειται, κάθε μέρα, ξεκινάει το γολγοθά της επιβίωσής του, αντιμετωπίζοντας επί πλέον την άρνηση και τα νεύρα μας, κατάμουτρα.
Κι εγώ κάθε πρωί σκέφτομαι: άραγε, τι εντύπωση έχουν για εμάς τους Έλληνες αυτοί οι άνθρωποι; Πόσο πρέπει να μας μισούν βλέποντάς μας μέσα στα αυτοκίνητα, με τα air condition, με τις ανέσεις μας, με τα ωραία μας τα ρούχα, με το ραδιόφωνο να παίζει μουσική…
Έχω προβληματιστεί πολλές φορές για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσω την κατάσταση αυτή.
Σκέφτομαι ότι, αν κανείς μας δεν τους δίνει χρήματα, οι νονοί θα τους μεταφέρουν σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα. Εν τω μεταξύ, το χρέος τους (των μεταναστών) θα υφίσταται, οπότε ο χρόνος «δουλείας» τους θα μεγαλώνει. Αν πάλι τους δίνουμε χρήματα, αυτοί μεν θα τρων ένα κομμάτι ψωμί, οι «νονοί» τους όμως, αφού το επάγγελμα είναι προσοδοφόρο, θα μας φέρνουν κι άλλους μετανάστες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μέχρις ότου λοιπόν καταλήξω σε οριστική απόφαση εφαρμόζω την εξής λύση:
Τους χαιρετώ μ’ ένα χαμόγελο. Ένα χαμόγελο από άνθρωπο σε άνθρωπο! Και τους κουνώ το χέρι όχι για να τους απωθήσω, αλλά για να τους χαιρετίσω. Αυτό. Μόνον αυτό. Κι επειδή οι περισσότεροι είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι στα ίδια φανάρια, με έχουν μάθει. Και μου χαμογελούν κι αυτοί. Περιμένουν την καλημέρα ή την καλησπέρα μου. Τίποτε άλλο. Ούτε γίνονται φορτικοί, ούτε βρίζουν, ούτε γίνονται επιθετικοί. Θα μου πείτε κι έτσι λύνεται το πρόβλημα; Όχι φυσικά. Το πρόβλημα θέλει συνολική λύση από την πολιτεία. Έτσι όμως διώχνω μερικές τύψεις από πάνω μου. Κι αισθάνομαι λιγότερο ένοχη για την απαράδεκτη (όχι αδικαιολόγητη πάντοτε) συμπεριφορά μας προς αυτούς. Ταυτόχρονα, τη στιγμή εκείνη, κάθε φορά, ευγνωμονώ το Θεό, γιατί έτυχε να γεννηθώ σε μια χώρα πιο …ευλογημένη από άλλες. Γιατί αυτό συνέβη. Θα μπορούσε απλώς να έχουμε γεννηθεί εμείς στη χώρα των παράνομων μεταναστών ή να βρισκόμασταν εμείς στη θέση τους.
Το αναλογιστήκατε ποτέ αυτό, αγαπητοί μου αναγνώστες;;;