Δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο του Ποντιακού Ελληνισμού, και όχι μόνο, αφήνει ο θάνατος του καταξιωμένου λαογράφου, συγγραφέα και ερευνητή, Ευστάθιου Ευσταθιάδη, που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 82 ετών.
Ο Στάθης Ευσταθιάδης γεννήθηκε στην Κοκκινιά Κιλκίς. Ενα τυχαίο περιστατικό του μηδενίζει την όραση, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την πνευματική του άνοδο. Σπουδάζει Νομικά και Φιλολογία. Αναγορεύεται Διδάκτορας Νομικής το 1966 και καταξιώνεται ως ιστορικός και λαογράφος ερευνητής της ζωής του Ποντιακού Ελληνισμού. Εχουν εκδοθεί η μελέτη "Τα τραγούδια του ποντιακού λαού" από τις εκδόσεις Κυριακίδη, δεκαέξι θεατρικά-ηθογραφικά του έργα με τίτλο "Ποντιακό θέατρο" από το Φάρο Ποντίων. Εχει δώσει εκατοντάδες διαλέξεις (πάντοτε εκ στήθους) και συμμετέχει σε πνευματικά συμπόσια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στο διάστημα Σεπτέμβριος 1969 - Οκτώβριος 1970 σε συνεργασία με την πνευματική και καλλιτεχνική οργάνωση "Φάρος Ποντίων" γράφει και επιμελείται τις εκπομπές "Ποντιακοί Αντίλαλοι" για το Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας, όπου συμμετέχει και ο ίδιος τραγουδώντας, παίζοντας λύρα, διδάσκοντας και διευθύνοντας τη χορωδία του συλλόγου, η οποιά συμμετέχει και αυτή στις ηχογραφίσεις. Για την όλη προσφορά του βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών το 1985 με Α' Βραβείο.
ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΑΣ
Χρόνια τώρα ασκητεύω στο Ναό της Ποντιακής Μούσας. Ατενίζω και ακούω με αγάπη, σεβασμό και δέος, πολλές φορές τους λειτουργούς της. Είναι οι ζωντανοί φορείς των Ποντιακών παραδόσεων, γέροντες και γερόντισσες.
Για τους ζωντανούς φορείς των παραδόσεων ο Πόντος και ο Καύκασος είναι Πατρίδες Αλησμόνητες. Τους ξερίζωσαν από εκεί και τους μάτωσαν την ψυχή. Η Μάυρη Θάλασσα τους θυμίζει, θα τους θυμίζει πάντα, τους συγκλονιστικούς θρύλους, την ιστορία και τις παραδόσεις της δοξασμένης Γενιάς τους. Στον τόπο της γενέτειρας τους καταξίωσαν χιλιάδες χρόνια το ελληνικό πνεύμα. Οι Πόντιοι ακρίτες στάθηκαν ακοίμητοι φρουροί στις επάλξεις του Εθνους, υπερασπίζοντας τον πανανθρώπινο πολιτισμό. Συνομίλησα με αναρίθμητους γέροντες και γερόντισσες. Εσκυψα πάνω στο στήθος τους και αφουγκράστηκα τους παλμούς της καρδιάς τους. Ανίχνευσα τους στοχασμούς τους, τα φτερουγίσματα της ψυχής πέρα στο χώρο της Ανατολής. Συνεργάστηκα μαζί τους και κατέγραψα με ευλάβεια το τραγούδι και τις μουσικές τους νότες, τις αφηγήσεις τους για θλιβερά και χαρούμενα περιστατικά και γεγονότα από τη ζωή τους. Πολλές φορές, η τρεμάμενη φωνή και το απαλό τραγούδι τους φανέρωναν το μεγαλείο της ποντιακής ψυχής, που την σταυρώναν συχνά στο διάβα των αιώνων και εκείνη ανασταίνονταν κάθε τόσο θριαμβευτικά.
Στο πλαίσιο της λαογραφικής μας έρευνας, ήταν χαρακτηριστικές κάποιες ιδιοτυπίες και ιδιορρυθμίες ηλικιωμένων ανθρώπων μπροστά στον ερευνητή, που είχε πολλά ερωτήματα και περίμενε πολλές απαντήσεις. Ο ξεριζωμένος άδικα από την Πατρίδα του γέροντας μελαγχολούσε καμιά φορά με τη ζωή της γενέτειρας του. Η γερόντισσα δοκίμαζε βαθιά συγκίνηση και έμενε βουβή με τη θύμηση των αγαπημένων της προσόπων, που χάθηκαν στην εξορία η πέθαναν πάνω στο καράβι και τους έριξαν στη θάλασσα. Ο ερευνητής έπρεπε να βρει τον κατάλληλο τρόπο για μια φυσιολογική και ήρεμη αφήγηση των γεγονότων.
Θυμάμαι μια περίπτωση στην Καλαμαριά. Η γερόντισσα μου απάγγειλε ένα μακροσκελές ποντιακό δημοτικό ποίημα. Εκανα το λάθος και δεν το κατέγραψα αμέσως. Της είπα να το επαναλάβει. Στην επανάληψη όμως παρέλειψε πολλά. Στην παρατήρηση μου ότι προηγουμένως το είπε πιο σωστά, πιο ολοκληρωμένα κ.τ.λ., η γερόντισσα με κάποια αγανάκτηση αντιπαρατήρησε : "Κρίμαν σ'εσέν, τεάμ γραμματιζούμενος πα είσαι. Απράπαν πα εγώ αέτσ'είπ'ατό. " Δεν επέμεινα, της έδωσα δίκαιο και την παρακάλεσα να το ξαναπεί και εκείνη το αφηγήθηκε όπως και την πρώτη φορά, ολοκληρωμένα και μάλιστα τραγουδώντας το άσμα.
Στην Σκήτη της Κοζάνης βρέθηκα στο σπίτι μιας γερόντισσας 95 ετών. Οταν της είπα το σκοπό της επίσκεψης μου, με αλάθητη τη διαίσθηση μου απάντησε : "Εξέρω, εσύ έρθες να παιρτς απ'εμέν πράμαν πολλά. Εγω ντ'εξέρω είναι όσον τη δεντρού τα φύλλα, εσύ ποία θα προφτάνς και περτς; " και μου τραγούδησε ξανά και ξανά χωρίς τελειωμό με το μαγνητόφωνο να καταγράφει.
Το τρίτο επισόδιο είναι μια συνάντηση μου το 1987 στο χωριό Ματαράτζι της Ματσούκας με μια γερόντισσα 95 ετών. Κατοικούσε στο διπλανό χωριουδάκι Μαντρανό, από όπου μας την έφεραν φιλότιμα τουρκόπουλα. Κάναμε μαζί της παρατεταμένο διάλογο, στην ποντιακή διάλεκτο φυσικά. Μου είπε την ιστορία της μου αφηγήθηκε όλα τα γεγονότα, τι συνέβη με την οικογένεια της, πως παρέμεινε εκεί κ.τ.λ. Η χαρά της που μας συνάντησε ήταν μεγάλη. Μας ρώτησε για τα ονοματά μας και όταν της τα αναφέραμε, με αναστεναγμό και υπερηφάνεια σιγοψιθύρισε : "Κουρπάν σ' εσέτερον τ' όνομαν και σ' εσέτερον το Νόμον. " Οταν τη ρωτήσαμε αν θυμάται τις χριστιανικές γιορτές, θυμήθηκε τα Χριστούγεννα, είπε για την Παναγία Σουμελά και παρέλειψε άθελα της το Πάσχα. Υπενθυμίζοντας της την Λαμπρή, εκείνη σιγοψυθίρισε : "Εκιτι....έτον και Λαμπρή;" Στάθηκε λίγο σιωπηλή και ακολούθως τραγούδησε τους στίχους:
Μανίτσα μ'έρτεν Ανοιξη και ο Καλομηνάς-ι
να σαν εκείνον που θα 'φτάει τη Λαμπρήν με τα'εσάς-ι
Αείμνηστες και οι τρεις γερόντισσες, όμως ζωντανές πάντα στη μνύμη μου. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους πολύτιμους συνεργάτες μου, ιδίως γέροντες και γερόντισσες.
Στις περιοχές Πόντου και Καυκάσου, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και την ενδοχώρα το ελληνικό πνεύμα έβαλε τη σφραγίδα του. Συναντά κανείς και σήμερα εκεί ελληνο-ποντιακά πολιτιστικά στοιχεία, που κυριαρχούνε στον τόπο. Ανάμεσα σ' αυτά προέχουν εκείνα της Ποντιακής Μούσας. Οι αντίλαλοι της ποντιακής λύρας και του ποντιακού τραγουδιού σήμερα εκεί, φανερώνουν την αντοχή και την υπεροχή των ελληνικών πολιτιστικών στοιχείων και θυμίζουν την ένδοξη ιστορία του Ελληνισμού σ' αυτούς τους τόπους.
Για την ολοκληρωμένη θεώρηση και έρευνα ενός λαϊκού πολιτισμού συνεκτιμώνται βέβαια πολλά και διάφορα στοιχεία της ζωής. Για την αντίχνευση όμως του λαϊκού πνεύματος και τη μελέτη της λαϊκής ψυχής η έρευνα σε βάθος της λαϊκής Μούσας αποτελεί τον πιο ασφαλή δρόμο, την πιο αποτελεσματική μέθοδο, για να παρουσιάσει κανείς την πιο αυθεντική πολιτιστική φυσιογνωμία ενός λαού. Η Μούσα είναι ο καθρέπτης της λαϊκής ψυχής.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός με τη Μούσα του φανερώνει το ψυχικό του μεγαλείο, προσδιορίζει την ψυχοσύνθεση του, εκφράζει τα συναισθήματα του, προβάλλει τους στοχασμούς του, παραθέτει τα διάφορα "πιστέυω" του για τις αξίες της ζωής. Οταν τα διάφορα κατεστημένα και σκοπιμότητες εμποδίζουν τον Ποντιακό Ελληνισμό να εκφραστεί ελεύθερα, τότε αυτός διαλαλεί με τη Μούσα του ό, τι νιώθει και ότι αισθάνεται και τα διαλαλήματα του αυτά γίνονται μηνύματα ζωής . Συγκλονιστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση της Ποντιακής Μούσας την ώρα της Αλωσης της Πόλης. Την Πόλην όνταν όριζεν ο Ελλεν Κωνσταντίνον... Στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Τραπεζούντα, οι ανακτορικοί συμβουλάτορες και οι άλλοι άρχοντες, οι "δυνατοί", οι οικονομικά ισχυροί, καθώς και πολλοί παράγοντες της Εκκλησίας, δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έμεινε μόνος του. Ο ποντιακός Λαός παρακολουθούσε με πικρία τα γεγονότα. Δεν μπορούσε, δεν είχε την δυνατότητα να αποδοκιμάσει τις ενέργειες των ανάξιων αρχόντων. Δεν είχε άμεσα το δικαίωμα του έλεγχου. Δεν είχε στη διάθεση του ελεύθερο τύπο και άλλα μέσα δημοσιογραφικού ελέγχου όπως σήμερα. Την ιερή του αγανάκτηση την φανέρωνε με τον μοναδικό τρόπο που είχε, με τη μούσα του.
Εταν πορτάροι δίκλοποι κι Αφέντοι φοβετσιάροι
ατοίν' 'κι έκριναν δίκαια ΄κι έδωκαν τα κλειδία
κι απ' ουρανού κλειδίν έρθεν σ' Αγιας-Σοφίας την Πόρταν
κι έχασεν τ' ανοιγάρν άθε κι επέμνεν κλειδωμένον.
Ο θεσμός του κράτους συχνά καταλύεται. Ο θεσμός του έθνους παραμένει αθάνατος. Η λαϊκή Μούσα το επιβεβαιώνει. Η Ποντιακή Μούσα το αποδικνύει μεγαλόπρεπα. Μέσα στο Ναό της και κοντά στους υπέροχους λειτουργούς της - γέροντες και γερόντισσες - ασκήτευα και θα ασκητεύω μέχρι της τελευταίας πνοής μου.
Στάθης Ι. Ευσταθιάδης