Η στάση του ελληνικής καταγωγής Γερμανού αθλητή Σιδέρη Τασιάδη προκάλεσε ανάμικτα αισθήματα στη χώρα μας. Οι γνώμες σαφώς διΐστανται, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Δείχνει αφ’ ενός πώς αντιμετωπίζει καθένας ένα συγκεκριμένο περιστατικό με βάση τις προσλαμβάνουσες που έχει και πώς εκφράζει την άποψή του. Από την άλλη μεριά οι διαφωνίες προάγουν το διάλογο.
Όταν διάβασα το άρθρο του κ. Νικολαΐδη που..
μας προτρέπει να τελειώνουμε με τις Τασιάδες, σκέφτηκα να επισημάνω ορισμένα πράγματα, αλλά δεν θέλησα να δώσω συνέχεια στο θέμα. Όταν, όμως διάβασα την επιστολή της Ελπίδας και την απάντηση του κ. Νικολαΐδη, θεώρησα σκόπιμο να γράψω τα δυο λόγια που είχαν έλθει τότε στον νου μου.
Εν πρώτοις, το άρθρο του κ. Νικολαΐδη με έκανε σοφότερο κατά το ότι αγνοούσα την ύπαρξη του όρου «Λαζογερμανός», τον οποίο, προφανώς, χρησιμοποιούσατε ή εξακολουθείτε να χρησιμοποιείτε στον Βορρά. Εμείς εδώ στον Νότο χρησιμοποιούσαμε τον όρο «Μπρούκλης» που αποτελεί παραφθορά του ονόματος της συνοικίας της Νέας Υόρκης Brooklyn. Μπρούκλης χαρατηριζόταν, λοιπόν, κάθε ελληνοαμερικανός που ερχόταν στην πατρίδα μετά από χρόνια είτε για τις διακοπές του είτε για μόνιμη εγκατάσταση πλέον, προκειμένου να απολαύσει τα αγαθά που είχε αποκτήσει με σκληρή δουλειά στις ΗΠΑ. Ο όρος αυτός ταίριαζε στους συμπατριώτες μας μετανάστες, διότι αυτοί από τον Νότο μετανάστευαν κυρίως σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία, ενώ οι προερχόμενοι από τον ελληνικό Βορρά μετανάστες όδευαν κατά βάση στην κοντινότερη Γερμανία [Δυτική τότε], εξ ου και το προσωνύμιο «Λζογερμανοί», όπως πληροφορήθηκα για πρώτη φορά από το άρθρο του κ. Νικολαΐδη. Οι Μπρούκληδες, λοιπόν, συμπεριφέρονταν, όπως ακριβώς περιγράφει τη συμπεριφορά των Λαζογερμανών ο κ. Νικολαΐδης. Έφερναν π.χ. την κουρσάρα την Buick, την ώρα που η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων δεν είχε ούτε φιατάκι, και κυκλοφορούσαν φιγουράροντας και ποτίζοντας κυριολεκτικά τα αυτοκίνητά τους με βενζίνη. Είχα ακούσει δε μικρός από κάποιον το περίφημο «Κάθε πρωΐ έπαιρνα τη μπασκέτα και πήγαινα στη μαρκέτα». Άντε να τον καταλάβεις, αν δεν είχες κάνει τα πρώτα μαθήματα Αγγλικών.
Ο κύριος λόγος που γράφω τούτο το σημείωμα, όμως, είναι άλλος. Παρατήρησα ότι ο κ. Νικολαΐδης αναφέρθηκε στις δύο φορές που αισθάνθηκε υπερήφανος για τον πατέρα του, ο οποίος ήταν χωροφύλαξ. Η πρώτη φορά ήταν όταν ο πατέρας του περιποιήθηκε δεόντως ένα νεαρό που ενοχλούσε μία ηλικιωμένη. Καλά έκανε και τον περιποιήθηκε. Ερωτώ, όμως, τον κ. Νικολαΐδη: «Αν δεν ήταν χωροφύλαξ ο πατέρας του, θα επενέβαινε για να σωφρονίσει τον νεαρό αναιδή;». Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή εκείνη ο χωροφύλαξ ήταν ο Άρχων της υπαίθρου. Ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό εκτός Αθηνών και Πατρών.
Η δεύτερη φορά που αισθάνθηκε υπερήφανος για τον πατέρα του ο κ. Νικολαΐδης ήταν όταν απήντησε στου «Λαζογερμανούς» συγγενείς πως εκείνος προτίμησε να μείνει και να παλέψει στην πατρίδα αντί να μεταναστεύσει. Ερωτώ, λοιπόν, κ. Νικολαΐδη, αν θα είχε κάποιο λόγο ο πατέρας σας να μεταναστεύσει για να σας δώσει ένα καλλίτερο μέλλον, αν δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος και δη χωροφύλαξ με τη γνωστή εξουσία που είχαν τότε στην επαρχία οι χωροφύλακες. Θα προσέξατε ότι στο δικό μου αρθρίδιο έγραφα ότι ίσως οι γονείς του Τασιάδη να μετανάστευσαν, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα να διορισθούν στο Δημόσιο. Αν είχαν διορισθεί, είμαι βέβαιος ότι δεν θα είχαν μεταναστεύσει, οπότε ίσως και να μην είχαν σήμερα γιο Ολυμπιονίκη.
Και όλα αυτά επ’ ευκαιρία των δηλώσεων του Σιδέρη Τασιάδη, τις οποίες καταδικάζει ο κ. Νικολαΐδης προτρέποντάς μας να μην ξανασχοληθούμε με το θέμα. Πώς να μην ξαναασχοληθώ με το θέμα, όμως, κ. Νικολαΐδη, όταν πληροφορούμαι ότι ο ελληνικής καταγωγής Έλλην Ολυμπιονίκης Ηλίας Ηλιάδης, ο οποίος δήλωσε ότι χαρίζει το μετάλλιό του στην πατρίδα, δεν είδε κανέναν να τον υποδέχεται στο αεροδρόμιο, όταν επέστρεψε από το Λονδίνο; Έναν κλητήρα της ΕΟΕ ρ’ αδελφέ με μια ανθοδέσμη.
Γι’ αυτό κ. Νικολαΐδη θα συνεχίσω να ασχολούμαι με τις δηλώσεις Τασιάδη, οι οποίες πρέπει να μας προβληματίζουν και να μην τις σπρώχνουμε κάτω από το χαλί ή να τις κρεμάμε στο ερμάριο της λήθης χωρίς ναφθαλίνη.