8 Αυγ 2012

Ξέρεις ποιός είμαι εγώ ρε;

Η περιπέτεια ενός Έλληνα καθηγητή Πανεπιστημίου στο Λιτόχωρο, που γνώρισε τον τύπο του "κάγκουρα" κατά τη διάρκεια των διακοπών του. 

κυριακή 29 ιουλίου, 2012
ήταν μια υπέροχη και ζεστή μέρα

με τον αντώνη, τον 15-χρονο γυιό μου κάναμε μια μεγάλη βόλτα με το μηχανάκι

ανεβήκαμε στη βόρεια πλευρά του Oλύμπου στην «αγία κόρη»
ένα μικρό ξωκκλήσι όπου στα κλαδιά των δένδρων βλέπει κανείς κρεμασμένα κουρέλια ή και ολόκληρα ρούχα,
t-shirt, παλιομοδίτικα φτηνά εσώρουχα...σουτιέν, κομπινεζόν...
κάποιοι – κυρίως αθίγκανοι - πιστεύουν στις θεραπευτικές δυνάμεις του χώρου - λένε ότι η πρακτική αυτή ανάγεται στα αρχαία χρόνια όπου κάτω από τον όλυμπο οι πιστοί προέβαιναν σε ανάλογες πράξεις παγανιστικής λατρείας
χαρακτηριστικά, κάποιοι υπέυθυνοι του χώρου της «αγίας κόρης», έχουν αναρτήσει μια πινακίδα με τους γνωστούς βυζαντινούς εκκλησιατικούς χαρακτήρες στην οποία προειδοποιούν τους πιστούς ότι αυτό είναι
«ειδωλολατρικό έθιμο και αποτελεί αμαρτία για τους ορθοδόξους χριστιανούς να κρεμούν ρούχα στα δένδρα του ιερού χώρου"
είναι προφανές από κάποια αποκαίδια ότι κάποιοι έρχονται τακτικά
και καίνε τα ρούχα των παγανιστών
ειρωνικά όμως θαρείς
κάτω από την ίδια αυτή αντι-ειδωλολατρική πινακίδα αναβλύζει γάργαρο νερό από τρεις μαρμάρινους κρουνούς πάνω από τους οποίους μια άλλη πινακίδα με τους ίδιους χαρακτηριστικούς βυζαντινούς χαρακτήρες πληροφορεί:
«αγίασμα»

ανεβήκαμε στο μονοπάτι και βουτήξαμε στις "βύθες"
αφού πήγαμε στην Παλιά Βροντού στο εκκλησάκι του Προδρόμου
κατηφορήσαμε προς Βροντού, Καρίτσα, Δίον
πριν ανηφορίσουμε για τοΛλιτόχωρο αποφασίσαμε να πάμε για μια βουτιά στην θάλασσα
η πιό κοντινή παραλία ήταν στο λιμανάκι της Γρίτσας
πήγαμε στην βόρεια πλευρά όπου υποτίθεται είναι πιό ήσυχα – ήταν πήχτρα
καθίσαμε στις ξαπλώστρες ενός από τα δύο παραλιακά μπαρ όπου έπαιζε δυνατά μουσική
τόσο δυνατά και μπάσα που την «ακουγες» σχεδόν με στομάχι σου
«ντούπ-ντούπ» μέσα από δύο θηριώδη γούφερ
δροσιστήκαμε στα χλιαρά όχι και όχι τόσο καθαρά νερά – μύριζαν βενζίνη και πετρέλαιο από τα φουσκωτά που έκοβαν βόλτες κομπάζοντας θαρείς ανάμεσα στους λουόμενους
στο ντόκ του λιμανιού – καμιά εκατοστή μέτρα από την ξαπλώστρα μας
είδαμε κάποιους να κάνουν βουτιές από κάποιο ξεχασμένο υπερυψωμένο τσιμεντένιο μπλόκ
ο Αντώνης ήθελε να κάνουμε και μείς βουτιές
πήγαμε κολυμπώντας
εκεί ήταν 4-5 νεαροί 20-30 χρονών, ηλιοκαμένοι και γυμνασμένοι
ξρισμένα κεφάλια, διάστικτοι με τατουάζ με χοντρές αλυσίδες στο λαιμό και στα χέρια
ήταν θωρυβώδεις και υπερκινητικοί
βουτούσαν κάνοντας κωλοτούμπες και άλλες φιγούρες στον αέρα
δεν τους δώσαμε σημασία
πλησιάζαμε σιγά-σιγά και βουτούσαμε να δοκιμάσουμε το βάθος πριν πηδήξουμε από τα 3-4 μέτρα του γιγάντιου κυβικού τσιμεντένιου μπλόκ
μόλις είμασταν 2-3 μέτρα από το τσιμέντο ένας από τύπους που έκαναν βουτιές μου φωνάζει κάνοντας χαρακτηριστικές χειρονομίες:
«φύγετε από δω ρε, τώρα κάνουμε εμείς βουτιές»
«δεν πειράζει, θα περιμένουμε την σειρά μας» - είπα και συνέχισα να κολυμπάω προς το τσιμεντένιο μπλόκ
έκπληκτος, βλέπω τον τύπο αυτόν να σκύβει από την άκρη του μπλόκ
ανάμεσα στα άλλα τατουάζ είχε ένα τεράστιο τατουάζ ΠΑΟΚ στο μέρος της καρδιάς
άρχισε να μου φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση:
«φύγε από δω ρε μαλάκα, η παραλία είνα δικιά μας δεν ακούς τι σου λέω; φύγε!»
αυθόρμητα του αποκρίθηκα μέσα από το νερό:
«η παραλία είνα δημόσια και μάζεψε την γλώσσα σου, εντάξει;»
πριν προλάβω κα κάνω οτιδήποτε συνέβη κάτι που δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω ότι συνέβη σε μένα– αλλά όπως θα δούμε παρακάτω δεν ήταν το κορυφάιο γεγονός της ημέρας διότι είχε και συνέχεια
ο τύπος πήδηξε στο νερό ουρλιάζοντας:
«θα σε πνίξω ρε πούστη!»
προσγειώθηκε στο νερό δίπλα μου και άρχισε να με χτυπάει με γροθιές
δεν κατάλαβα πού και πόσο δυνατά εκείνη την στιγμή
σήμερα έχω έναν πόνο στο σαγόνι - πρέπει να μού’ ριξε κά’να δυό ξεγυρισμένες
πρέπει όμως να τον χτύπησα κι εγώ γιατί ακόμη και σήμερα έχω τρομερό πόνο στον καρπό και στα δάκτυλα του δεξιού μου χεριού
δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή
και ακόμα δεν μπορώ να ανακαλέσω από την μνήμη μου τι ακριβώς διαδραματίστηκε στο νερό μέσα σε κείνα τα ελλάχιστα δευτερόλεπτα
αμέσως πήδηξαν και τα υπόλοιπα διαστικτα θηλαστικά στο νερό
και τον απομάκρυναν από κοντά μου
αργά- αργά σκαρφάλωσα στα βράχια και πήγα προς τον Αντώνη
ο οποίος παρακολουθούσε αποσβωλομένος
βγήκαν κι αυτοί και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον μαινόμενο αντίπαλό μου
το ανθρωποείδές που αλληλογροθοκοπούμασταν μερικά δευτερόλεπτα πριν εκτόξευε διαρκώς ....σεξουαλικές απειλές εναντίον μου
«αφήστε με να τον σκίσω»
ένας ψωμομένος ξέκοψε από την παρέα και πλησίασε απειλητικά προς το μέρος μας:
«δίνε του ρε μαλάκα, ακούς;»
σταμάτησα, γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια:
«γιατί ρε παληκάρι; επειδή είσατε περισσότεροι και πιό μπρατσωμένοι και μπορείτε να με δείρετε;
άκου να σου πώ, αυτός ο τόπος δεν είναι ζούγκλα και θα βουτάμε όπου και όποτε γουστάρουμε»
δεν κουνήθηκα και συνέχιζα να τον κοιτάω ίσα στα μάτια
γύρισε κι έφυγε βρίζοντας
οι υπόλοιποι συνέχιζαν να συγκρατούν και να αποτρέπουν το μαινόμενο ανθρωποειδές
και να με γλυτώνουν έτσι από το «σκίσιμο» που απειλούσε ότι θα μου κάνει
ήταν σε αλλόφρονη κατάσταση
προφανώς δεν ήταν φυσιολογική η αντίδρασή του
όπως διαπίστωσα αργότερα πρέπει να είχε πιεί πολύ – αλλά δεν ήταν μόνο αυτό....
ξαναβουτήξαμε με τον Αντώνη και κολυμπήσαμε αργά πίσω στην ξαπλώστρα μας
καθώς κολυμπούσαμε κατέγραφα με την άκρη του ματιού μου τις κινήσεις τους
προχώρησαν όλοι μαζί και πήγαν πίσω από το παραλιακό μπάρ που καθόμασταν εμείς
ο τύπος με τον ΠΑΟΚ στην καρδιά ξέκοψε, ενώ οι άλλοι συνέχισαν και εξαφανίστηκαν πίσω από κάτι μαδημένα φοινικόδεντρα στο πάρκινγκ του μπαρ
εγώ έκατσα στην ξαπλώστρα μου προσπαθώντας να συγκεντρώσω την σκέψη μου και να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη
βλέπω τότε να έρχεται προς το μέρος μου ο τύπος με τον ΠΑΟΚ, βιαστικός, σκυφτός, απειλητικός
μας πλησίασε κρατούσε στη δεξιά χούφτα του δυό-τρεις χοντρές πέτρες
ο Αντώνης έτρεξε και τον έπιασε απαλά απ’ το χέρι
«σε παρακαλώ πέταξε την πέτρα – μην τον χτυπήσεις τον μπαμπά μου» τον έδιωξα: «αντώνη φύγε απο κοντά του» του φώναξα
το όρθιο ζώο με πλησίασε απειλητικά, έσκυψε πάνω μου και άρχισε να φωνάζει προφανώς για να ακούει ο κόσμος γύρω μας οι περισότεροι από τους οποίους άρχισαν να απομακρύνονται
«ξέρεις ποιός είμαι ‘γω ρε;
με χτύπησες και μ’ εβρισες – εγώ αυτό δεν το σηκώνω
αν είσαι άντρας έλα να καθαρίσουμε»
έτσι ακριβώς !
σχεδόν σαν από παλιά ελληνική ταινία του Φώσκολου
με τον Ανέστη Βλάχο και τον Σπύρο Καλογήρου
μάλλον, υπάρχουν πραγματικά τέτοιοι τύποι ακόμα και σήμερα!
του απάντησα όσο ποιό ήρεμα επέτρεπε η κατάσταση
καθισμένος στην πλαστική ξαπλώστρα - χωρίς να κουνηθώ απ’ τη θέση μου ούτε χιλιοστό
«εσύ με έβρισες και αν σε χτύπησα ήταν γιατί με πλάκωσες στις μπουνιές μπροστά στο παιδί μου
δε μου λές όμως ρε παληκάρι: τίς πέτρες γιατί τις έφερες; επειδή είσαι άντρας;»
κοντοστάθηκε
πέταξε τις πέτρες και έσκυψε την ανέκφραστη φάτσα του μερικά εκατοστά απο το πρόσωπό μου
τα μάτι του ήταν θολά το βλέμα του κενό – με κοιτούσε και ήταν σαν να μην έβλεπε τίποτα
είχε σχεδόν κολήσει τη μύτη του στην δική μου
η ανάσα του βρωμούσε αλκοόλ
δεν κουνήθηκα
μου είπε σχεδόν ψιθυριστά φτύνοντας το μεθυσμένο χνώτο του στο πρόσωπό μου:
«εδώ έχει πολύ κόσμο και δεν θέλω να σε δείρω εδώ – πάμε πίσω από το μαγαζί να σε γαμήσω»
δεν κουνήθηκα
έσκυψα μερικά χιλιοστά κοντύτερα και του είπα με όσο το δυνατόν κανονική και ήρεμη φωνή:
«για να με πλακώσετε μαζύ με την συμμορία σου που παραμονεύουν από πίσω;
άντε πάρε δρόμο ρε άνανδρε ! φύγε απο δώ ρε βλάκα!»
συνέχισε ψιθιριστά τις ανήθικες προτάσεις του:
«έλα ρε πίσω από το μαγαζί να σε γαμήσω!»
κατά ένα περίεργο τρόπο η κατάσταση είχε αρχίσει να μου φαινεται περισότερο γελοία παρά τρομακτική
ο τύπος ήταν σκυφτός
έγερνε προς την μιά πλευρά
μου φάνηκε πραγματικά περισότερο γελοίος παρά απειλητικός
«καλά πήγαινε και έρχομαι. θα με κάνεις ότι θές» του πέταξα
πετάχτηκε πάνω
«θα ‘ρθεις ρε; - έλα αν είσαι άντρας – σε περιμένω από πίσω»
«μα αφού σου είπα, πήγαινε εσύ και σού’ ρχομαι σε λίγο»
έφυγε
δεν το κούνησα από κει
εν τω μεταξύ είχα αρχίσει να συνέρχομαι και να κάνω πιό λογικές και ψύχραιμες σκέψεις
η κατάσταση σήγουρα δεν ήταν για γέλια και δεν την είχε σκηνοθετήσει κανένας φώσκολος
η ιστορία αυτή συνέβαινε τώρα
και συνέβαινε σε μένα
ξαφνικά ανατρίχιασα
θυμήθηκα αίφνης ένα γεγονός που συνέβη πριν 3-4 μέρες
που συγκλόνισε όχι μόνο το μικρό Λιτόχωρο
αλλά και όλη την ελληνική κοινωνία καθώς έγινε απ’ οτι εμαθα πρώτο θέμα στα κανάλια
μέσα στο κέντρο του λιτοχώρου, είχε σταματήσει κάποιος – 40 ετών πατέρας δυό παιδιών
να φουσκώσει το λάστιχο του αυτοκινήτου του
δίπλα του περνούσε κάποιος άλλος με τον σκύλο του
το σκυλί έσκυψε περίεργο να μυρίσει
ο πρώτος σκυμένος, κατα-ιδρωμένος το πέταξε ένα:
«μάζεψε το κοπρόσκυλο από δω ρε»
ο τύπος με τον σκύλο δεν είπε τίποτα, συνέχισε
επέστρεψε μετά από μερικά λεπτά
με ένα σιδερολοστό του συνέθλιψε το κεφάλι και με ένα μαχαίρι τον αποτέλειωσε
εκεί στη μέση του δρόμου
μετά εξαφανίστηκε - στον Ολυμπο λένε
ακόμη καταζειτείται – ήταν «ψυχοπαθής» είπαν

σκέφτηκα πως όταν με ρωτούσε ρητορικά το όρθιο γουρούνι στην παραλία:
«ξέρεις ποιος είμαι ‘γω ρε;» ίσως κάτι τέτοιο να εννοούσε
δεν ήξερα ποιός ήταν – ούτε και μέχρι που ήταν ικανός να το πάει

σιγά-σιγά με αυτές τις σκέψεις άρχισα να αναστατώνομαι
είμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω όταν ήρθε ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο
τον περιμέναμε να κολυμπήσει
περάσαμε μια-δυό ώρες ακόμη στην παραλία
σουρούπωσε - ο κόσμος άρχισε να αραιώνει
έστειλα τον Αντώνη πίσω με το αυτοκίνητο και προσέχοντας τριγύρω μου πήρα με το μηχανάκι την ανηφόρα για το Λιτόχωρο
δεν είδα κανένα απο την παρέα των βουτηχτών με τα τατουάζ
ούτε και το αθρωπειδές με τον ΠΑΟΚ στην καρδιά ήταν πουθενά
ανέβηκα σιγά-σιγά στο Λιτόχωρο ενώ άρχισαν να με σφάζουν οι πόνοι στο σαγόνι και στον δεξί χέρι

διηγήθηκα το βράδυ την ιστορία καθώς δροσιζόμασταν στην βεράντα
με τον Δημήτρη τον γιατρό γείτονά μας και την Σέβη
η οποία ήταν βέβαια αναστατωμένη:
«γιατί δεν κάλεσες την αστυνομία, δεν ήσουν μόνος είχες και το παιδί - δεν είχες σήμα ε;»
«ομολογώ πως ούτε κ’αν μου πέρασε από το μυαλό και ίσως ήταν λάθος» ομολόγησα
«καλύτερα που δεν τους κάλεσες» μου εξήγησε ο Δημήτρης
«αν ερχόταν η αστυνομία και τους έκανες μύνηση, θα μάθαιναν ποιός είσαι και που μένεις – αυτό δεν είναι καλό να το ξέρουν τέτοιοι τύποι»
έμεινα άναυδος
διαπίστωσα αίφνης ότι η τυφλή βία είναι πιό ισχυρή από όλους τους θεσμούς
είμαστε αιχμάλωτοι της βίας αγνώστων ηλιθίων –
αυτών που δεν ξέρουμε και δεν θα θέλαμε κ’αν να μάθουμε
«ποιοί ειν’ αυτοί ρε»

ο Αντώνης δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό
μόνοι σήμερα με πείραξε :
«πάμε πάλι στην αγία κόρη;...να πάρεις όμως μαζί κι εκείνο το παλιό σώβρακο να το κρεμάσεις στο δένδρο να φύγει η γρουσουζιά»
«...και να πιούμε αγίασμα» συμπλήρωσα

ο πόνος στα δάχτυλα με δυσκολεύει ακόμα και να γράψω το κείμενο αυτό
σήγουρα η ιστορία αυτή μου άφησε κουσούρια – όχι μόνο στις αρθρώσεις
ελπίζω μόνο να μην άφησε κάποιες πληγές και στον Αντώνη μου
ούτε και στην χώρα μου...άν και φοβάμαι πως αυτή είναι ήδη βαθειά πληγωμένη

πηγή: taxalia.blogspot.com
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη