(Αντι)Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
«Μπροστά στις κάλπες - Η ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ Η ΔΕΞΙΑ
Η Αλλαγή, σαν αίτημα της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας και σαν πολιτικό σύνθημα, έχει γίνει αυτή τη στιγμή το πεδίο της εκλογικής αναμετρήσεως. Είναι το θέμα των εκλογών, πού έχει υπερκαλύψει ειδικότερους κομματικούς προγραμματισμούς και πολιτικές συνθηματολογίες.
Δεν υποβαθμίζει η παρατήρηση αυτή ούτε την ιδιαιτερότητα και το ρόλο τού ΠΑΣΟΚ στο συσχετισμό των πολιτικών μας δυνάμεων ούτε την αξία των βασικών ιδεολογικών και προγραμματικών θέσεων, πού έχει εισφέρει στην πολιτική μας ζωή. Κάθε άλλο. Όλα αυτά τα στοιχεία, πού συνιστούν την ξεχωριστή φυσιογνωμία του, θα αρκούσαν να τού εξασφαλίσουν σήμερα την εκλογική νίκη. Η σύζευξη όμως τού ΠΑΣΟΚ με το παλλαϊκό αίτημα της Αλλαγής πολλαπλασιάζει την ακτινοβολία του και το οδηγεί όχι απλώς στη νίκη, αλλά, με ασφάλεια, στην κατάκτηση ευρείας κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.
Γιατί δεν θα υπερψηφιστεί την Κυριακή μονάχα από τους μέχρι τώρα πιστούς της πολιτικής του ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ. Το ψηφοδέλτιο του θα ριχτεί στις κάλπες από ένα σημαντικό, ευρύτερο φάσμα ψηφοφόρων ακόμη και χτεσινούς αντιπάλους του, οπαδούς, πριν από λίγο, τής «Νέας Δημοκρατίας», οι οποίοι, όπως γράψαμε προχτές, έχουν ήδη ενστερνιστεί με φανατισμό το αίτημα της Αλλαγής. Για την πραγμάτωσή της προτάσσουν όλοι αυτοί την ανάγκη της συμπαρατάξεώς τους με τον φορέα και εγγυητή της, πού είναι το μέχρι χτες κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Δεν είναι καινούργιο το αίτημα της Αλλαγής. Εκφράζει εδώ και πολλές δεκαετίες τον ανικανοποίητο πόθο του λαού μας να βρει επί τέλους το δρόμο του. Άλλοτε παγιδευμένος, άλλοτε εξαπατημένος, παρέμεινε ό λαός αυτός δέσμιος της Δεξιάς. «Να φύγει αυτή η Δεξιά» ήταν και παραμένει στόχος της Αλλαγής. Δεν πρόκειται για την άνοδο στην εξουσία κάποιου κόμματος που πραγματοποιείται με την απομάκρυνση κάποιου άλλου, με τη συνηθισμένη κίνηση τού «κοινοβουλευτικού εκκρεμούς». Αυτό απλώς είναι -και πρέπει να είναι- η διαδικασία, η δημοκρατική τάξη. Αλλά ουσία ήταν και παραμένει η απαλλαγή του τόπου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό αυτής της Δεξιάς, από τη νοοτροπία που εκφράζει και τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής της, πού ανάμεσα σε άλλα:
Υποβάθμισε τη σοβαρότητα και αξιοπιστία του κράτους με την απροσχημάτιστη ή συγκαλυμμένη περιφρόνηση των νόμων, καθώς και των ίδιων των επαγγελιών της για χάρη του κόμματος. Διατήρησε τον κρατικό μηχανισμό σε στάδιο βρεφικής αναπτύξεως, αδυσώπητα βραχυκυκλωμένο από την πιο συγκεντρωτική γραφειοκρατία, εμποτισμένο από το ρουσφέτι και τη συναλλαγή. Φάνηκε αδύναμη να εμπνεύσει στην υπανάπτυκτη δημόσια διοίκηση τη συναίσθηση του χρέους της να συμπεριφέρεται χρηστά και να υπηρετεί ουσιαστικά τον πολίτη, που κι αυτός με τη σειρά του έπαψε να τρέφει οποιαδήποτε εμπιστοσύνη στο κράτος και στους μηχανισμούς του. Αποδείχτηκε ανίκανη να προγραμματίσει σωστά σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και να εφαρμόσει με συνέπεια τα πλάνα της δίχως υπαναχωρήσεις, θεώρησε δεσμώτες του κόμματος, εκτός από τον κρατικό μηχανισμό και τη δημόσια διοίκηση, κι αυτή την τοπική αυτοδιοίκηση και το συνδικαλισμό. Χρεοκόπησε πέρα ως πέρα στην προετοιμασία της χώρας για να ανταποκριθεί στις πολύπλοκες συνθήκες πού έχουν προκύψει από τη σημερινή διεθνή συγκυρία.
Ένα πρόσθετο στίγμα αναξιοπιστίας, που βαρύνει την κυβέρνηση τής «Νέας Δημοκρατίας», είναι ότι προσπάθησε για πολύ χρόνο να διαβουκολήσει την κοινή γνώμη, παριστάνοντας τον πολιτικό κληρονόμο των φιλελευθέρων δυνάμεων τού τόπου. Μίλησε για «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να στήσει προγεφυρώματα στο δημοκρατικό χώρο. Ώσπου, όταν κατάλαβε πώς το εγχείρημα δεν ευδοκιμεί, πέταξε τη μάσκα κι εμφανίστηκε ως η γνωστή μας Δεξιά των τελευταίων 50 χρόνων, με τη γνώριμη συμπεριφορά της σε όλα τα θέματα τού δημόσιου βίου, πλαισιωμένη από παλιούς εκπροσώπους της κοινωνικής και πολιτικής αντιδράσεως.
Η προσφορά της ωστόσο στην αποσαφήνιση της πολιτικής καταστάσεως υπήρξε έτσι σημαντική. Συνέβαλε αποφασιστικά στην αποπαγίδευση σημαντικής μερίδας παλιών καλόπιστων ψηφοφόρων της, που στοιχούν ήδη τις δυνάμεις της Αλλαγής και ευρύνουν τη λαϊκή πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ που την εκφράζει.»
«ΤΟ ΒΗΜΑ» 13 Οκτωβρίου 1981
Σωτήριος Καλαμίτσης
Αντιγραφεύς
Η Αλλαγή, σαν αίτημα της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας και σαν πολιτικό σύνθημα, έχει γίνει αυτή τη στιγμή το πεδίο της εκλογικής αναμετρήσεως. Είναι το θέμα των εκλογών, πού έχει υπερκαλύψει ειδικότερους κομματικούς προγραμματισμούς και πολιτικές συνθηματολογίες.
Δεν υποβαθμίζει η παρατήρηση αυτή ούτε την ιδιαιτερότητα και το ρόλο τού ΠΑΣΟΚ στο συσχετισμό των πολιτικών μας δυνάμεων ούτε την αξία των βασικών ιδεολογικών και προγραμματικών θέσεων, πού έχει εισφέρει στην πολιτική μας ζωή. Κάθε άλλο. Όλα αυτά τα στοιχεία, πού συνιστούν την ξεχωριστή φυσιογνωμία του, θα αρκούσαν να τού εξασφαλίσουν σήμερα την εκλογική νίκη. Η σύζευξη όμως τού ΠΑΣΟΚ με το παλλαϊκό αίτημα της Αλλαγής πολλαπλασιάζει την ακτινοβολία του και το οδηγεί όχι απλώς στη νίκη, αλλά, με ασφάλεια, στην κατάκτηση ευρείας κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.
Γιατί δεν θα υπερψηφιστεί την Κυριακή μονάχα από τους μέχρι τώρα πιστούς της πολιτικής του ιδεολογίας του ΠΑΣΟΚ. Το ψηφοδέλτιο του θα ριχτεί στις κάλπες από ένα σημαντικό, ευρύτερο φάσμα ψηφοφόρων ακόμη και χτεσινούς αντιπάλους του, οπαδούς, πριν από λίγο, τής «Νέας Δημοκρατίας», οι οποίοι, όπως γράψαμε προχτές, έχουν ήδη ενστερνιστεί με φανατισμό το αίτημα της Αλλαγής. Για την πραγμάτωσή της προτάσσουν όλοι αυτοί την ανάγκη της συμπαρατάξεώς τους με τον φορέα και εγγυητή της, πού είναι το μέχρι χτες κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.
Δεν είναι καινούργιο το αίτημα της Αλλαγής. Εκφράζει εδώ και πολλές δεκαετίες τον ανικανοποίητο πόθο του λαού μας να βρει επί τέλους το δρόμο του. Άλλοτε παγιδευμένος, άλλοτε εξαπατημένος, παρέμεινε ό λαός αυτός δέσμιος της Δεξιάς. «Να φύγει αυτή η Δεξιά» ήταν και παραμένει στόχος της Αλλαγής. Δεν πρόκειται για την άνοδο στην εξουσία κάποιου κόμματος που πραγματοποιείται με την απομάκρυνση κάποιου άλλου, με τη συνηθισμένη κίνηση τού «κοινοβουλευτικού εκκρεμούς». Αυτό απλώς είναι -και πρέπει να είναι- η διαδικασία, η δημοκρατική τάξη. Αλλά ουσία ήταν και παραμένει η απαλλαγή του τόπου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό αυτής της Δεξιάς, από τη νοοτροπία που εκφράζει και τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής της, πού ανάμεσα σε άλλα:
Υποβάθμισε τη σοβαρότητα και αξιοπιστία του κράτους με την απροσχημάτιστη ή συγκαλυμμένη περιφρόνηση των νόμων, καθώς και των ίδιων των επαγγελιών της για χάρη του κόμματος. Διατήρησε τον κρατικό μηχανισμό σε στάδιο βρεφικής αναπτύξεως, αδυσώπητα βραχυκυκλωμένο από την πιο συγκεντρωτική γραφειοκρατία, εμποτισμένο από το ρουσφέτι και τη συναλλαγή. Φάνηκε αδύναμη να εμπνεύσει στην υπανάπτυκτη δημόσια διοίκηση τη συναίσθηση του χρέους της να συμπεριφέρεται χρηστά και να υπηρετεί ουσιαστικά τον πολίτη, που κι αυτός με τη σειρά του έπαψε να τρέφει οποιαδήποτε εμπιστοσύνη στο κράτος και στους μηχανισμούς του. Αποδείχτηκε ανίκανη να προγραμματίσει σωστά σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και να εφαρμόσει με συνέπεια τα πλάνα της δίχως υπαναχωρήσεις, θεώρησε δεσμώτες του κόμματος, εκτός από τον κρατικό μηχανισμό και τη δημόσια διοίκηση, κι αυτή την τοπική αυτοδιοίκηση και το συνδικαλισμό. Χρεοκόπησε πέρα ως πέρα στην προετοιμασία της χώρας για να ανταποκριθεί στις πολύπλοκες συνθήκες πού έχουν προκύψει από τη σημερινή διεθνή συγκυρία.
Ένα πρόσθετο στίγμα αναξιοπιστίας, που βαρύνει την κυβέρνηση τής «Νέας Δημοκρατίας», είναι ότι προσπάθησε για πολύ χρόνο να διαβουκολήσει την κοινή γνώμη, παριστάνοντας τον πολιτικό κληρονόμο των φιλελευθέρων δυνάμεων τού τόπου. Μίλησε για «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να στήσει προγεφυρώματα στο δημοκρατικό χώρο. Ώσπου, όταν κατάλαβε πώς το εγχείρημα δεν ευδοκιμεί, πέταξε τη μάσκα κι εμφανίστηκε ως η γνωστή μας Δεξιά των τελευταίων 50 χρόνων, με τη γνώριμη συμπεριφορά της σε όλα τα θέματα τού δημόσιου βίου, πλαισιωμένη από παλιούς εκπροσώπους της κοινωνικής και πολιτικής αντιδράσεως.
Η προσφορά της ωστόσο στην αποσαφήνιση της πολιτικής καταστάσεως υπήρξε έτσι σημαντική. Συνέβαλε αποφασιστικά στην αποπαγίδευση σημαντικής μερίδας παλιών καλόπιστων ψηφοφόρων της, που στοιχούν ήδη τις δυνάμεις της Αλλαγής και ευρύνουν τη λαϊκή πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ που την εκφράζει.»
«ΤΟ ΒΗΜΑ» 13 Οκτωβρίου 1981
Σωτήριος Καλαμίτσης
Αντιγραφεύς