Του Δημήτρη Πιπερίδη
Οι συγχωριανοί μου κάτοικοι της Νέας Σάντας μου έκαναν τη μεγάλη τιμή να μου ζητήσουν να είμαι κεντρικός ομιλητής στη μεγάλη εκδήλωση που διοργανώνουν στις 10 Μαρτίου για να γιορτάσουν την ιστορικής σημασίας απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών να ανακηρυχθεί η Νέα Σάντα Κιλκίς ιστορική έδρα του
διευρυμένου Δήμου Κιλκίς (η απόφαση έχει δημοσιευτεί ήδη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως ελάχιστη αναγνώριση εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους του τραγικού ολοκαυτώματος που υπέστησαν οι κάτοικοι της Σάντας του Πόντου από τα επίσημα Κεμαλικά στρατεύματα).
Σκέφτομαι να ξεκινήσω την ομιλία μου με ένα άγνωστο κείμενο του γνωστού Νάσου Θεοδωρίδη. Ναι, πολύ καλά διαβάσατε! Tου γνωστού Νάσου Θεοδωρίδη, που τόσες αντιδράσεις προκάλεσε με όσα εμετικά έγραψε σε δημοσιογραφικό όργανο του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής γύρω από την Ελληνικότητα των Ποντίων.
Μόνο που πρόκειται για ένα κείμενό του πολύ διαφορετικό από τα σημερινά. Γραμμένο πριν από αρκετά χρόνια -την περίοδο του γνωστού «Καποδίστρια»- και δημοσιευμένο σε τοπικό έντυπο του Κιλκίς (τύχη αγαθή έδοξε να το κρατήσω για χρόνια σε ένα ξεχασμένο φάκελο του αρχείου μου) το κείμενο αυτό μιλά -με μια άκρως εθνικιστική, σχεδόν ακροδεξιά, θα έλεγα, ρητορική- για την ελληνικότητα των Ποντίων και μάλιστα όπως δε θα το έκανε ο πιο φανατικός Πόντιος υπερπατριώτης. Και τι δε λέει εκεί μέσα ο -διεθνιστής και αναθεωρητής σήμερα- κ. Νάσος Θεοδωρίδης!
Για τους Πόντιους που είναι οι πιο γνήσιοι Έλληνες, για τους αγώνες τους, για τις θυσίες τους υπέρ της ελληνικής τους ταυτότητας κλπ. Και καταλήγει με μια δακρύβρεχτη έκκληση προς το υπουργείο Εσωτερικών, να σεβαστεί το αίτημα των κατοίκων της Νέας Σάντας να αποτελέσουν αυτόνομη κοινότητα, ως αναγνώριση της εθνικής προσφοράς των προγόνων τους!
Διαβάζοντας το κείμενό του -το οποίο ασφαλώς σήμερα δε θα ήθελε να θυμάται- πιο εύκολα σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι πρόκειται για εθνικοπατριωτικό δεκάρικο πολιτευτού του πάλαι ποτέ κόμματος Καρατζαφέρη, παρά για κείμενο αντιεθνικιστή διανοούμενου, όπως θέλει να παρουσιάζεται σήμερα ο συγγραφέας του.
Είναι φανερό ότι ο Νάσος Θεοδωρίδης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είτε αναλύσεις τη ριζική αυτή μεταστροφή του (που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της απλής γραφικότητας) με ψυχοπαθολογικούς όρους, είτε με όρους κατασκοπευτικής λογοτεχνίας, εκείνο που μένει είναι η θλιβερή εικόνα ενός ανθρώπου, που μέσα σε μια δεκαετία υπερασπίζεται με πάθος -για το ίδιο ακριβώς θέμα- τα άκρως αντίθετα.
Για ποιο λόγο άραγε;
Φυσικά, όταν ο κ. Θεοδωρίδης ήρθε στο προσκήνιο με τις προκλητικές θέσεις του (νομίζω ότι το πρώτο ποντιακό έντυπο που ασχολήθηκε με την περίπτωσή του ήταν το Άμαστρις, με ένα άρθρο-καταπέλτη του καθηγητή Κώστα Φωτιάδη), ξαναθυμήθηκα εκείνο το παλιό άρθρο. Αποφασίσαμε τότε να μην το δημοσιεύσουμε, περιμένοντας το επόμενο «χτύπημα».
Άλλωστε, για τον κ. Θεοδωρίδη και τα κατά καιρούς γραφόμενά του, είχαμε πάρει από πολύ νωρίς θέση ως περιοδικό (όταν πολλοί στο χώρο μας εκοιμόντο ακόμη τον ύπνον του δικαίου): «δεν ασχολούμαστε με γραφικότητες». Συγκρίνοντας σήμερα τα δύο κείμενα, έχω κάθε δικαίωμα να αναρωτηθώ: πρόκειται απλά για γραφικότητες;
Υ.Γ. Είτε φανερό ότι ο πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκει ο κ. Θεοδωρίδης, φέρει βαρύτατες ευθύνες για το γεγονός ότι άργησε τόσο να αποδοκιμάσει δημόσια τις θέσεις του. Σκέφτομαι όμως: μπορούν οι όποιες ευθύνες του κ. Θεοδωρίδη, ή ακόμη και του χώρου του, να λειτουργήσουν ως άλλοθι για δικά μας ενδοοικογενειακά αμαρτήματα; Ο νοών νοείτο…