του Βασίλη Βιλιάρδου
ΤΡΙΠΛΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ: Τα περίπλοκα συστήματα καταναλώνουν όλους τους υφιστάμενους πόρους και καταρρέουν καταστροφικά - εάν μεταφέρει κανείς τις ιδιότητες αυτές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα κατανοήσει τι θα συμβεί, εάν συνεχισθεί ο παγκόσμιος πόλεμος
“Η δυσκολία δεν βρίσκεται στις καινούργιες ιδέες, στην έλλειψη τους δηλαδή ή στον τρόπο εφαρμογής τους, αλλά στην αδυναμία μας να ξεφύγουμε από τις παλιές” (Keynes).
“Είμαστε μάρτυρες όχι μόνο μίας προσωρινής, παροδικής οικονομικής κρίσης, καθώς επίσης μίας προβληματικής ανάκαμψης (φαινομένων που επιδεινώνονται ίσως εξαιτίας της κατάρρευσης των υφισταμένων οικονομικών και πολιτικών συστημάτων), αλλά και συμπτωμάτων μίας μόνιμης απώλειας σε δυναμικότητα, η οποία πρέπει να αναμένουμε ότι θα συνεχισθεί – απηχώντας έτσι το κυρίαρχο θέμα των τελευταίων σκηνών του υπαρκτού, φιλελεύθερου καπιταλισμού. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να βγάλουμε συμπεράσματα για το μέλλον, από τις εμπειρίες ή/και τις μεθόδους του χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν” (Schumpeter, με προσθήκες).
Ανάλυση
Σε προηγούμενη ανάλυση μας με τον τίτλο «Το αμερικανικό πείραμα», αναφερθήκαμε στον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει την κρίση η Federal Reserve - μονεταριστικά όπως τεκμηριώσαμε, με τη συνεχή αύξηση της ποσότητας χρήματος (ποσοτική χαλάρωση, QE 1, 2, 3), σε συνδυασμό με τα χαμηλά βασικά επιτόκια.
Με τη μέθοδο αυτή όμως, τα έσοδα της Fed από τους τόκους περιορίζονται, προς όφελος των εμπορικών τραπεζών (Citi Group, Goldman Sachs, JP Morgan, HSBC κλπ.) και εις βάρος του εξαιρετικά ελλειμματικού προϋπολογισμού της υπερδύναμης - αφού τα κέρδη της, τα οποία μεταφέρονται στα δημόσια ταμεία, είναι χαμηλότερα. Κατ' επέκταση, αυξάνεται το ήδη τεράστιο κρατικό χρέος των Η.Π.Α., επειδή σε αυτό εκβάλλουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού.
Για παράδειγμα, εάν η Fed αύξανε το βασικό της επιτόκιο σε ένα 2-3%, όπως θα ήταν σήμερα φυσιολογικό, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ανάλογος, υπολογίζεται ότι θα κέρδιζε ετήσια περί τα 400 δις $ επί πλέον - γεγονός που σημαίνει ότι, αφού δεν το κάνει, μεταφέρει έμμεσα τα δισεκατομμύρια αυτά από τις «τσέπες» των Αμερικανών φορολογουμένων, στα ταμεία των τραπεζών, οι οποίες μπορούν να πληρώνουν υψηλότερες αμοιβές και προμήθειες (bonus) στο προσωπικό τους (εκτός του ότι ενισχύεται ο πληθωρισμός, μειώνεται αντίστοιχα το βιοτικό επίπεδο των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, δημιουργούνται επικίνδυνες φούσκες κοκ.).
Επομένως πολύ σωστά λέγεται ότι, «κανένας δεν κλέβει τόσο πολλά χρήματα, όσο ο Bernanke», καθώς επίσης πως η κεντρική τράπεζα λειτουργεί, χωρίς καμία αμφιβολία, εις βάρος των αμερικανών πολιτών, τους οποίους χρησιμοποιεί ως πειραματόζωα - εφαρμόζοντας πιστά τη θεωρία του M.Friedman, το σημαντικότερο ελάττωμα της οποίας είναι ο παράγοντας V (ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος).
Το ότι δε η Fed «αγοράζει» πλέον το 80% των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου σημαίνει ότι, τόσο η Κίνα, όσο και οι υπόλοιποι παραδοσιακοί δανειστές των Η.Π.Α., έχουν κατανοήσει πλήρως το «στημένο παιχνίδι» - ενώ δεν έχουν καμία διάθεση να συνεχίσουν να χάνουν τα χρήματα τους.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Η κατ' επίφαση τώρα δημοκρατική κυβέρνηση των Η.Π.Α. φαίνεται να έχει επιλέξει μία άλλη, διαμετρικά αντίθετη οικονομική «συνταγή» - επίσης καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Ειδικότερα, φαίνεται πως εφαρμόζει τη θεωρία του πολλαπλασιαστή του Keynes, η οποία στηρίζεται στην υπόθεση ότι, το κάθε ένα δολάριο που δαπανά το κράτος (Deficit Spending), προκαλεί αύξηση του συνολικού ΑΕΠ, μεγαλύτερη από ένα δολάριο - εάν συμπεριλάβει κανείς όλα τα δευτερεύοντα αποτελέσματα (effects).
Αναλυτικότερα η βάση, το θεμέλιο καλύτερα της οικονομικής θεωρίας του Keynes, είναι η συνολική ζήτηση - δηλαδή, το άθροισμα όλων των δαπανών στο εσωτερικό μίας Οικονομίας, καθώς επίσης των επενδύσεων. Στα πλαίσια αυτά, για παράδειγμα, όταν ένας εργαζόμενος απολύεται, δεν χάνει μόνο το μισθό του, αλλά περιορίζει ταυτόχρονα τα έξοδα του, την κατανάλωση του - γεγονός που οδηγεί στη μείωση των εισοδημάτων των υπολοίπων «συντελεστών» της αγοράς, με αποτέλεσμα να απολύονται και άλλοι εργαζόμενοι, να περιορίζεται η κατανάλωση, να μειώνονται οι επενδύσεις, να εντείνεται η ύφεση κοκ.
Σύμφωνα τώρα με τον Keynes, το κράτος οφείλει να επέμβει σε μία τέτοια κατάσταση, με τελικό στόχο να αναπληρώσει τα χρήματα που δεν δαπανώνται - έτσι ώστε να αυξηθεί ξανά η συνολική ζήτηση. Μέσω των κρατικών «παρεμβάσεων» λοιπόν (δημόσιες επενδύσεις κλπ.), επιτυγχάνεται η αντιστροφή της τάσης - οδηγείται δηλαδή η οικονομία σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη θεωρία είναι το ότι, οι κυβερνήσεις δεν έχουν δικά τους χρήματα - οπότε είναι υποχρεωμένες είτε να τυπώσουν καινούργια, είτε να τα εισπράξουν από τους πολίτες αυξάνοντας τους φόρους, είτε να τα δανεισθούν, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τα εξής προβλήματα:
(α) Τυπώνοντας νέα χρήματα, αυξάνοντας δηλαδή την ποσότητα των υφισταμένων, μπορεί κανείς να επιτύχει μία ονομαστική ανάπτυξη, αλλά προκαλείται παράλληλα πληθωρισμός - οπότε, σε μακροπρόθεσμη βάση, η πραγματική ανάπτυξη παραμένει αναλλοίωτη, δεν αυξάνεται, ενώ τtο νόμισμα καταστρέφεται.
(β) Μέσω της φορολόγησης, το κράτος έχει μεν τη δυνατότητα να δαπανήσει περισσότερα χρήματα, αλλά τα χρήματα αυτά αφαιρούνται ταυτόχρονα από τον ιδιωτικό τομέα - με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς επίσης η κατανάλωση, οπότε δεν αναθερμαίνεται η ζήτηση και δεν προκαλείται ανάπτυξη (πόσο μάλλον όταν, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, η φορολογία αυξάνεται, ενώ το κράτος μειώνει παράλληλα τις δαπάνες του – η απόλυτη συνταγή χρεοκοπίας).
(γ) Με τη βοήθεια του δανεισμού του κράτους, ιδίως από το εσωτερικό του, αφαιρούνται επίσης χρήματα από τον ιδιωτικό του τομέα - οπότε η ανάπτυξη που προκαλείται από την αύξηση των κρατικών δαπανών (δημόσιες επενδύσεις) εξουδετερώνεται ουσιαστικά, από τη μείωση της κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος επιχειρείται με τη βοήθεια του πολλαπλασιαστή, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω. Στα πλαίσια αυτά θεωρείται ότι, επειδή το κάθε δολάριο που δαπανά το κράτος προκαλεί ανάπτυξη μεγαλύτερη από αυτό, είναι εύλογη η απόκτηση χρημάτων εκ μέρους του, με έναν από τους τρεις τρόπους που αναλύσαμε.
Επομένως, το βασικό θέμα που ανακύπτει είναι το πόσο παραπάνω από ένα δολάριο είναι η ανάπτυξη, η οποία επιτυγχάνεται με τη διάθεση του από το κράτος - ποιός δηλαδή είναι ο πολλαπλασιαστής. Σύμφωνα τώρα με «προπαρασκευαστικές» μελέτες κατ’ εντολή της αμερικανικής κυβέρνησης (2009), ο πολλαπλασιαστής τοποθετήθηκε στο 1,54 - γεγονός που σημαίνει ότι, κάθε δολάριο που θα ξόδευε το δημόσιο, θα προκαλούσε ανάπτυξη ίση με 1,54 $.
Επειδή τώρα η κυβέρνηση Obama αποφάσισε να δαπανήσει 787 δις $ για να αντιμετωπίσει την προβλεπόμενη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας, έγινε αποδεκτό ότι, τα χρήματα αυτά θα προκαλούσαν μία επί πλέον αύξηση της ζήτησης, ίση με 425 δις $, στα συνολικά 1,212 τρις $ (787 Χ 1,54). Την ίδια περίπου εποχή όμως, δημοσιεύθηκε μία άλλη μελέτη, με βάση την οποία ο πολλαπλασιαστής ήταν μικρότερος του 1 - ότι δηλαδή η ανάπτυξη που θα προκαλούσε κάθε δολάριο, θα ήταν μικρότερη από αυτό (0,96).
Χωρίς να επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, όπως αποδείχθηκε από την πράξη, ο πολλαπλασιαστής διαμορφώθηκε στο 0,67 το 2010, καθώς επίσης στο 0,48 το 2011 - γεγονός που σημαίνει πως τελικά το πρόγραμμα της κυβέρνησης ζημίωσε τις Η.Π.Α., αφού το 2011 το κάθε δολάριο που δαπάνησε το δημόσιο, μείωσε την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα κατά 0,60 $ (οπότε, μεταξύ άλλων, εμπόδισε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας).
Σε γενικές γραμμές τεκμηριώθηκε λοιπόν ότι, η συγκεκριμένη θεωρία του Keynes ισχύει μόνο υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(α) Όταν μία οικονομία αντιμετωπίζει μία κρίση ρευστότητας και όχι μία *κρίση φερεγγυότητας (υπερχρέωσης), όπως συμβαίνει σήμερα σε πολλές χώρες της Δύσης.
(β) Σε περιόδους ελαφρών υφέσεων - κάτι που δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί πλέον ότι ισχύει, σε κανένα σχεδόν από τα κράτη της Δυτικής Τρόικας (Η.Π.Α., Ευρώπη, Ιαπωνία).
(γ) Σε ορισμένες μόνο οικονομίες, οι οποίες δεν υποφέρουν από υψηλά δημόσια χρέη και ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους, όταν εισέρχονται σε υφέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στις Η.Π.Α. μία παλαιότερη οικονομική θεωρία (C.Christ), σύμφωνα με την οποία τόσο τα μονεταριστικά, όσο και τα κεϋνσιανά «εργαλεία», λειτουργούν μόνο σε εκείνες τις οικονομίες, οι οποίες εμφανίζουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς στο ξεκίνημα μίας κρίσης.
Ειδικά όσον αφορά την υπερδύναμη, η οποία έχει ένα εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος (περί τα 15 τρις $), μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό της (1,2 τρις $ το 2010, περί το 1,6 τρις $ το 2011), ενώ αντιμετωπίζει μία τεράστια κρίση φερεγγυότητας, το πρόγραμμα της αύξησης των δημοσίων δαπανών αφενός μεν εκτόξευσε το έλλειμμα, αφετέρου «έκαψε» (ξόδεψε) χωρίς κανένα λόγο, πολύτιμους χρηματικούς πόρους.
Ολοκληρώνοντας, ουσιαστικά συνέβη κάτι ανάλογο και στη Ελλάδα, από την αντίθετη πλευρά, όπου επίσης αποδείχθηκε ότι, ο αμερικανικός συντελεστής (ΔΝΤ) ήταν λανθασμένος – επειδή η μείωση των δαπανών του δημοσίου προκάλεσε μία πολύ μεγαλύτερη ύφεση, από την αναμενόμενη (συντελεστής στο 1,70 περίπου).
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η συνδυασμένη εφαρμογή της θεωρίας του Keynes από την αμερικανική κυβέρνηση, με τη μονεταριστική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, καθώς επίσης η διάσωση των «συστημικών» τραπεζών, βοήθησε βραχυπρόθεσμα την αμερικανική οικονομία - μακροπρόθεσμα όμως θα έχει πολύ δυσμενή επακόλουθα, αφού λειτούργησε αφενός μεν εις βάρος της πλειοψηφίας των αμερικανών πολιτών, αφετέρου εις βάρος των δανειστών τους, επειδή δεν πρόκειται να αποφευχθεί η ραγδαία υποτίμηση του δολαρίου.
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, η υποτίμηση ενός νομίσματος έχει σε τελική ανάλυση τα ίδια αποτελέσματα, με τη δήμευση των καταθέσεων - την οποία υιοθέτησε η Ευρωζώνη στην περίπτωση της Κύπρου.
Στη μία περίπτωση (υποτίμηση) μειώνεται η αγοραστική αξία των χρημάτων, άρα αντίστοιχα οι καταθέσεις, ενώ στην άλλη μειώνονται τα ίδια τα χρήματα (καταθέσεις), αλλά παραμένει σταθερή η αγοραστική τους αξία. Κάτι αντίστοιχο λοιπόν που συμβαίνει με την εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, η οποία έχει πρακτικά τα ίδια επακόλουθα, με την επιλογή της μεθόδου του πληθωρισμού – με τη διαφορά ότι, ο πληθωρισμός προκαλεί μικρότερες αντιδράσεις των εργαζομένων, αφού δεν μειώνονται οι ονομαστικές τους αμοιβές. Εν τούτοις, υπάρχουν οι εξής μεγάλες διαφορές, μεταξύ των δύο επιλογών:
(α) Στη μία περίπτωση (εσωτερική υποτίμηση), οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι οφειλέτες - αφού τα εισοδήματα τους μειώνονται, ενώ οι υποχρεώσεις τους παραμένουν σταθερές. Οι μεγάλοι κερδισμένοι εδώ είναι οι δανειστές (μεταξύ των οποίων οι τράπεζες, εάν δεν «πληγούν» από επισφάλειες), καθώς επίσης οι καταθέτες.
Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί επιλέχθηκε και επιβλήθηκε στην Ευρώπη από τη Γερμανία - η οποία είναι αφενός μεν ο μεγαλύτερος δανειστής, αφετέρου οι πολίτες της έχουν τις υψηλότερες καταθέσεις, καθώς επίσης τη χαμηλότερη ακίνητη περιουσία (η αξία της οποίας επίσης περιορίζεται, όταν επιλέγεται η εσωτερική υποτίμηση).
(β) Στη δεύτερη περίπτωση, στον πληθωρισμό δηλαδή, οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι δανειστές και οι καταθέτες, ενώ οι μεγάλοι κερδισμένοι οι οφειλέτες - αφού τα ονομαστικά εισοδήματα των τελευταίων αυξάνονται, ενώ οι πραγματικές υποχρεώσεις τους μειώνονται, με την ταυτόχρονη (πληθωριστική) μείωση της αγοραστικής αξίας των χρημάτων των δανειστών και καταθετών (οι ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας, όπως και άλλων αξιών, ανήκουν εδώ επίσης στους κερδισμένους).
Το γεγονός αυτό επεξηγεί γιατί επέλεξαν τη συγκεκριμένη πληθωριστική λύση οι Η.Π.Α., ο μεγαλύτερος οφειλέτης του πλανήτη - ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την τεράστια ανοησία των υπερχρεωμένων και ελλειμματικών οικονομιών της Ευρωζώνης, οι ηγέτες των οποίων «συντάχθηκαν», είτε ενδοτικά, είτε από απερισκεψία, είτε από ανεπάρκεια (δεν υπάρχει άλλη αιτία), με τις απαιτήσεις της Γερμανίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, οι λύσεις που επιλέγονται κάθε φορά, εξυπηρετούν αυτούς που τις επιβάλλουν - είτε εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη τους, είτε την ανοησία των «εταίρων» τους, είτε και τα δύο.
Ειδικά όσον αφορά τις Η.Π.Α., επειδή ο κύριος δανειστής τους, η Κίνα, δεν είναι ούτε αδύναμος, ούτε ανόητος, οι συγκεκριμένες επιλογές τους θα εντείνουν τον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, ο οποίος ευρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη - με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν, επειδή η ισχύς των Η.Π.Α. είναι σήμερα μάλλον ουτοπική, αφού η οικονομία τους κρέμεται κυριολεκτικά σε μία κλωστή.
Η ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Η οικονομία των Η.Π.Α. στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο χρηματοπιστωτικό σύστημα - βασικό θεμέλιο του οποίου είναι η έννοια των «αποτελεσματικών αγορών». Πίσω από την έννοια αυτή ευρίσκεται η πεποίθηση ότι, οι επενδυτές ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για την αύξηση των κερδών τους - με αποτέλεσμα να αντιδρούν άμεσα και ορθολογικά, σε οποιαδήποτε σημάδια «αλλαγής της τάσης» ή σε νέες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τις επενδύσεις τους.
Κατ' επέκταση, επειδή οι αγορές επεξεργάζονται αμέσως, σωστά και ορθολογικά όλες τις πληροφορίες, οι μελλοντικές διακυμάνσεις των τιμών είναι αυθαίρετες - υπόκεινται δηλαδή στο τυχαίο, όπως συμβαίνει και με το «ρίξιμο των ζαριών». Επειδή τώρα τα μη σημαντικά γεγονότα είναι συχνότερα, ενώ τα εξαιρετικά σημαντικά σπανιότερα, εάν συμπεριλάβει κανείς σε έναν μαθηματικό τύπο τις πιθανότητες, τότε μπορεί να προϋπολογίσει το ρίσκο - το οποίο είναι φυσιολογικά κατανεμημένο.
Η πεποίθηση αυτή οδήγησε, κυρίως τις Η.Π.Α., στη δημιουργία των «χρηματοπιστωτικών όπλων μαζικής καταστροφής» - μεταξύ άλλων, επειδή θα μπορούσε (δήθεν) να προϋπολογισθεί το ρίσκο οποιασδήποτε επένδυσης. Εν τούτοις, η πεποίθηση αυτή είναι εσφαλμένη, αφού έχει πλέον τεκμηριωθεί επαρκώς ότι, οι αγορές δεν είναι αποτελεσματικές, οι τιμές δεν συμπεριφέρονται αυθαίρετα, ενώ το ρίσκο δεν είναι κατανεμημένο φυσιολογικά.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομερείς επεξηγήσεις, η χρηματοπιστωτική βιομηχανία των Η.Π.Α. παρομοιάσθηκε με έναν ουρανοξύστη, ο οποίος είχε κατασκευασθεί επάνω στην κινούμενη άμμο της λανθασμένης θεωρίας της αποτελεσματικότητας των αγορών, καθώς επίσης της εσφαλμένης πεποίθησης περί φυσιολογικής κατανομής του ρίσκου - με την τελευταία να έχει οδηγήσει τις τράπεζες στην παροχή ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης, στα σύνθετα προϊόντα (CDO's κλπ.), καθώς επίσης σε πολλές άλλες επενδύσεις υψηλού ρίσκου, προκαλώντας τη χρεοκοπία τους (στη συνέχεια στη διάσωση τους, εις βάρος των φορολογουμένων πολιτών και της οικονομίας εν γένει).
Εν τούτοις, η υπερδύναμη δεν έχει καμία δυνατότητα επιβίωσης, χωρίς τη βοήθεια του χρηματοπιστωτικού της συστήματος - οπότε παραμένει πιστή και στην τρίτη αυτή συνταγή αποτυχίας, όπως επίσης στις δύο προηγούμενες, παρά το ότι γνωρίζει ότι, στη δική της περίπτωση, είναι εντελώς εσφαλμένες.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, η αντίστροφη μέτρηση της ωρολογιακής βόμβας στα θεμέλια του πλανήτη, δεν έχει σε καμία περίπτωση σταματήσει – οπότε, είτε θα υπάρξει κάποια στιγμή μία κραυγαλέα αθέτηση πληρωμών (ονομαστική ή πληθωριστική) εκ μέρους των Η.Π.Α., παράλληλα ενδεχομένως με το κλείσιμο των συνόρων (προστατευτισμός, όπως σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους), είτε πόλεμος, είτε ένας συνδυασμός και των δύο.
η συνέχεια στο http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2848.aspx