Όταν η ΝΔ έχασε πανηγυρικά τις εκλογές του 1981, ήταν ίσως η πρώτη φορά που η ελληνική κεντροδεξιά βρέθηκε μόνη στην κοινωνία, χωρίς το στήριγμα του ισχυρού μετεμφυλιακού κράτους, που υποστήριζε τις αρχές της.
Γράφει ο Χρήστος Μάτης στη Free Sunday
Τα παραδοσιακά της ερείσματα είχαν χαθεί και οι δεξαμενές από τις οποίες μπορούσε να αντλήσει φίλους και μέλη είχαν στερέψει. Εκτός από την τεράστια δεξαμενή του αθλητισμού, στην οποία τελικά και στράφηκε η ανασυγκρότηση του κόμματος.
Οι άνθρωποι του αθλητισμού στην Θεσσαλονίκη, όμως, είχαν μία τεράστια πικρία. Την επιρροή που δεν είχαν στα κέντρα εξουσίας στην Αθήνα, με αποτέλεσμα οι τίτλοι και τα πρωταθλήματα να κερδίζονται από τους «κάτω».
Η συμμετοχή τους στα κομματικά κέντρα λήψης των αποφάσεων έφερε στο πολιτικό προσκήνιο τους αθλητικούς όρους της αδικίας και του κατατρεγμού και της ανάγκης για μία ιστορική αποκατάσταση όλων των αδικιών, αρχής γενομένης ίσως και από το προπατορικό αμάρτημα.
Αυτήν την τάση/όραμα την εξέφρασε ο Σωτήρης Κούβελας, στις δημοτικές του 1982 και του 1986.
Την ανάκτηση της χαμένης αίγλης, την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας και την διαχείριση ενός πρώτου ρόλου.
Αυτό ήταν το πολιτικό πλαίσιο, στο οποίο στη Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου αναδείχθηκαν δύο κορυφαίες προσωπικότητες του αθλητισμού, καμία από τις οποίες δεν ήταν γηγενής.
Ο εκ Σοβιετικής Ενώσεως Βασίλης Χατζηπαναγής στο ποδόσφαιρο του Ηρακλή και ο εξ Αμερικής Νίκος Γκάλης στο μπάσκετ του Άρη.
Το κοινό στοιχείο τους ήταν μία τεράστια αθλητική ευφυΐα, η οποία είχε τη δυνατότητα να εξευτελίζει τον αντίπαλο.
Η διαφορά τους ήταν, ότι ο πρώτος ποτέ δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη συγκίνηση του τίτλου, της διάκρισης, του πρωταθλήματος. Ο Ηρακλής ήταν ο φτωχός συγγενής στο ποδόσφαιρο, ο Άρης κατάφερε να γίνει “αυτοκράτορας” στο μπάσκετ.
Ο Γκάλης ήταν η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή μιας ιστορικής ομάδας σε «αυτοκρατορία».
Η ιστορία είναι γοητευτική, συναρπαστική, έχει πολλή ίντριγκα, πολύ παρασκήνιο, πολύ κράτος, πολλά λεφτά, πολύ έρωτα και πολλή δολοπλοκία, αλλά είναι κενή περιεχομένου. Γιατί δεν κατάφερε να έχει συνέχεια.
Πρακτικά δεν μπορούσε να έχει συνέχεια. Διότι κανείς από όσους προσπάθησαν να διαχειριστούν το συμβολισμό του Γκάλη δεν ενδιαφέρθηκε να ‘’χτίσει’’ πάνω του.
Η “αυτοκρατορία” του Άρη συγκινούσε τα πλήθη, είχε δημιουργήσει μία ‘’ελίτ’’ -όπως η Μαρινέλα, που βίωνε με πάθος την επιτυχία “πρώτο τραπέζι πίστα”- η οποία άδειαζε τους δρόμους Πέμπτη βράδυ την ώρα του ματς, δημιουργούσε παράπλευρη οικονομική δραστηριότητα, όπως στον αθλητικό τύπο και στη διαφήμιση κι έδινε τη δυνατότητα σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, να εκτονώνονται, καθώς φαντασιώνονταν τη συντριβή του αντιπάλου, που εξασφάλιζαν ο “Γκάλης, ο Γιαννάκης και τ' άλλα παιδιά” ως δική τους προσωπική ικανοποίηση.
Όπως έγραφε ο ανταποκριτής στο Κιλκίς τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, όταν κάποια στιγμή μία σερβική ομάδα έφτασε με λεωφορείο στους Ευζώνους, για να έλθει να παίξει στον Παλέ με τον Άρη, φίλαθλοι της ομάδας μπήκαν σ' αυτό, «έφτυσαν και χτύπησαν τους παίκτες», για να καταλήξει ότι είχαν συνεισφέρει και αυτοί στη νίκη της επόμενης ημέρας.
Αλλά η «αυτοκρατορία» δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει δικά της πόδια και γι' αυτό δεν μπόρεσε να αντέξει, να δώσει κίνητρο για την παραμονή των στελεχών της στην πόλη, ή να τ' αντικαταστήσει με άλλα. Και κυρίως να διατηρήσει την επιρροή που της εξασφάλιζε την προστασία, όσο ο Νικ πατούσε στα πόδια του.
Αυτή η αυτοκρατορία ήταν ένα ερασιτεχνικό δημιούργημα σε έναν ακραιφνώς επαγγελματικό χώρο, με έσοδα μικρότερα από τα έξοδα και παράπλευρα οφέλη για όσους τα διαχειρίζονταν. Οφέλη κάτω από το τραπέζι συνήθως.
Ήταν η ίδια ανάγκη για συντριβή του αντιπάλου, που οδήγησε στα μεγάλα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία και σε μία διαχείριση των “αιτημάτων” της πόλης, ως ζήτημα αποκατάστασης της αδικίας.
Καμία οικονομική δραστηριότητα, όμως, δεν θα μπορούσε να επιζήσει σε ένα οικονομικό περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούσε η πλήρης αδιαφάνεια και στηριζόταν σε χρηματοδότες με άγνωστα ανταλλάγματα, σχεδόν κανείς εκ των οποίων έχασε.
Αυτή η διαχείριση, που ηθικοποιεί το αίτημα ενοχοποιώντας αυτόν που διαχειρίζεται την τύχη του, οδήγησε στη Θεσσαλονίκη να φωνάζει επί 30 χρόνια για το μετρό, χωρίς ποτέ να έχει εξετάσει αν της χρειάζεται.
Πάντως, αν μείνει κάτι από αυτήν την ιστορία της τιμής στον Γκάλη, είναι ότι έγινε ο μόνος Έλληνας, που για να πάρει το όνομα του ένας χώρος, αφαιρέθηκε το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το ότι η μετονομασία θα γινόταν στις 7 Μαΐου 2013, με απόφαση Σαμαρά, στην επέτειο των είκοσι χρόνων αφότου έφυγε από τη ΝΔ, επειδή ο τότε πρωθυπουργός δεν σεβόταν την ιστορία της Μακεδονίας, δεν θα μπορούσε να το συλλάβει κανένας σεναριογράφος.
*Ο Χρήστος Μάτης είναι δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης
ΥΓ: Η διευκρίνιση που δόθηκε εκ των υστέρων ότι η μετονομασία αφορούσε τη σάλα, ήταν απλώς για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν. Η επιστολή του πρωθυπουργού ήταν σαφής.