Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με σχετική απόφασή του επικύρωσε την
οριστική απόλυση που είχε επιβληθεί σε...
εφοριακό υπάλληλο, καθώς υπεξαίρεσε το ποσό των 223.000 ευρώ από την υπηρεσία του.
Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 2007, ο εφοριακός παραπέμφθηκε από τον υπουργό Οικονομικών στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος «κατά τον Ποινικό Κώδικά και άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους» και για χαρακτηριστική αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός της υπηρεσίας.
Πράγματι, μετά από τρία χρόνια, τον Μάρτιο του 2010, το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης.
Τον επόμενο μήνα του ίδιου έτους, ο εφοριακός άσκησε ένσταση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
Λίγο αργότερα, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών ο εφοριακός καταδικάστηκε σε κάθειρξη 7 ετών για δυο υπεξαιρέσεις συνολικού ύψους 223.000 ευρώ (150.000 και 73.000 ευρώ), οι οποίες τελέσθηκαν «με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση», ενώ παράλληλα του επιβλήθηκε και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για 4 χρόνια.
Ωστόσο, στην εκπνοή του 2010 το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και του επέβαλε με τη σειρά του και πάλι την ίδια πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης.
Ο εφοριακός προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης που του επιβλήθηκε.
Όμως, κατά την ημέρα της συζήτησης της αίτησής του στο Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ, ο εφοριακός δεν παρουσιάστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αίτησή του, να επικυρωθεί φυσικά η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης που του είχε επιβληθεί, ενώ παράλληλα του επιδικάστηκε και δικαστική δαπάνη 460 ευρώ.
εφοριακό υπάλληλο, καθώς υπεξαίρεσε το ποσό των 223.000 ευρώ από την υπηρεσία του.
Ειδικότερα, τον Ιανουάριο του 2007, ο εφοριακός παραπέμφθηκε από τον υπουργό Οικονομικών στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος «κατά τον Ποινικό Κώδικά και άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους» και για χαρακτηριστική αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός της υπηρεσίας.
Πράγματι, μετά από τρία χρόνια, τον Μάρτιο του 2010, το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης.
Τον επόμενο μήνα του ίδιου έτους, ο εφοριακός άσκησε ένσταση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
Λίγο αργότερα, από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών ο εφοριακός καταδικάστηκε σε κάθειρξη 7 ετών για δυο υπεξαιρέσεις συνολικού ύψους 223.000 ευρώ (150.000 και 73.000 ευρώ), οι οποίες τελέσθηκαν «με ιδιαίτερα τεχνάσματα σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση», ενώ παράλληλα του επιβλήθηκε και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για 4 χρόνια.
Ωστόσο, στην εκπνοή του 2010 το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και του επέβαλε με τη σειρά του και πάλι την ίδια πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης.
Ο εφοριακός προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης που του επιβλήθηκε.
Όμως, κατά την ημέρα της συζήτησης της αίτησής του στο Γ΄ Τμήμα του ΣτΕ, ο εφοριακός δεν παρουσιάστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αίτησή του, να επικυρωθεί φυσικά η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης που του είχε επιβληθεί, ενώ παράλληλα του επιδικάστηκε και δικαστική δαπάνη 460 ευρώ.