Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Επειδή τις τελευταίες μέρες πολλά γράφονται και λέγονται για την εντεινόμενη εσωτερική διαμάχη της Τουρκίας μεταξύ..
του Ισλαμιστή πρωθυπουργού, Ταΐπ Ερντογάν και του ισλαμιστή ηγέτη, Φετουλάχ Γκιουλέν, καλό θα είναι να έχουμε γνώση του τι ακριβώς γίνεται και κυρίως ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις στην δική μας χώρα.
Όταν ο Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές του 2002 ήταν η πρώτη φορά το πολιτικό Ισλάμ πήρε την εξουσία στην Τουρκία έχοντας την απόλυτη πλειοψηφία στην τουρκική βουλή. Με τον «αέρα» αυτό ο Ερντογάν έδειξε από την αρχή τις διαθέσεις του για την αλλαγή του κατάστικτου χάρτη της χώρας με φανερή πρόθεση την εγκαθίδρυση ισλαμικών προτύπων στην διακυβέρνηση φέροντας την παράταξη του σε απ' ευθεία σύγκρουση με την στρατιωτική ιεραρχία. Ο πρώτος του αντίπαλος ήταν ο τότε πρόεδρος, Αχμέτ Σεζέρ, ο οποίος ήδη είχε μια πρόωρη σύγκρουση με τους ισλαμιστές, όσον αφορά την ισλαμική μαντίλα ενώ φέρονταν αντίθετος σε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ο κυριότερος όμως αντίπαλος του θα ήταν το ίδιο το κεμαλικό κατεστημένο. Ο Ερντογάν άρχισε στην αρχή δειλά και στη συνέχεια με αποφασιστικά βήματα να το ξηλώνει για να το αντικαταστήσει του από ένα καινούργιο ισλαμικό κατεστημένο. Σε αυτό είχε βρει τον κυριότερο σύμμαχο του στο πρόσωπο του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Οι αναφορές για την σχέση του Γκιουλέν με τον Ταΐπ Ερντογάν άρχισαν από τις αρχές του 2002 όταν είχε αρχίσει να ανατέλλει το «άστρο» του Ερντογάν που προαλείφονταν ήδη σαν ο νέος πολιτικός ηγέτης της Τουρκίας. Το ενδιαφέρων όμως ήταν, όπως ανέφερε τότε το παρασκήνιο, ότι ο Ερντογάν στο πρώτο του ταξίδι που έκανε στις ΗΠΑ, τον Φεβρουάριο του 2002, (πριν εκλεγεί πρωθυπουργός), είχε μυστική συνάντηση με τον Φετουλάχ Γκιουλέν ο οποίος από το 2000 βρίσκονταν στις ΗΠΑ. Στην συνάντηση αυτή ο Ερντογάν εξέφρασε τον μεγάλο του θαυμασμό προς το πρόσωπο του κορυφαίου ισλαμιστή ηγέτη. Η συνάντηση, όπως είχαν διαρρεύσει τότε οι πληροφορίες στον τουρκικό τύπο, διεξήχθη σε πολύ θερμό κλίμα και διαπιστώθηκε πως οι απόψεις των δυο αντρών συνεπίπτανε σε πολλά θέματα. Μετά την επικράτηση του Ερντογάν άρχισε η σταδιακή διείσδυση μελών του τάγματος του Γκιουλέν, (Cemaat), στον κρατικό μηχανισμό. Η διείσδυση αυτή εντάθηκε τα επόμενα χρόνια σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα το τάγμα να ελέγξει σημαντικές κρατικές εξουσίες κυρίως στον χώρο της αστυνομίας και της τουρκικής ασφάλειας προκαλώντας φυσικά την έντονη ανησυχία των κεμαλικών ενώ παράλληλα επέκτεινε συνεχώς το εκπαιδευτικό του δίχτυο. Ο Φετουλάχ Γκιουλέν επανήλθε ξανά στην επικαιρότητα στην κρίση του 2007 μεταξύ κεμαλικών και των ισλαμιστών της κυβέρνησης Ερντογάν. Οι κεμαλικοί υποστήριξαν ότι πίσω από την επιφανειακή πολιτική του Ερντογάν, που παρουσιάζει ένα «λάιτ Ισλάμ», βρίσκεται μια κρυφή ατζέντα επιβολής ενός σκληρού θρησκευτικού καθεστώτος υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Γκιουλέν. Όπως ισχυρίζονταν, ο Γκιουλέν μέσω του Ερντογάν ήθελε να προβληθεί σαν ένας από τους παγκόσμιους θρησκευτικούς ηγέτες του Ισλάμ σε μια εποχή όπου το θρησκευτικό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των παγκόσμιων εξελίξεων.
Το τάγμα του Γκιουλέν, όπως αναφέραμε και παραπάνω, είχε δραστηριοποιηθεί έντονα στον εκπαιδευτικό τομέα ενώ είχε αναπτύξει οικονομικές δραστηριότητες τόσο στην Τουρκία όσο και στο εξωτερικό και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εφημερίδας «Μιλιέτ», ο Γκιουλέν είχε υπό τον έλεγχό του ήδη από τα τέλη του εικοστού αιώνα σε 80 περιοχές τής Τουρκίας 45 βακούφια, (δηλαδή οικονομικά εκμεταλλεύσιμα ιδρύματα), 18 οίκους προσευχής, 89 ειδικά κατηχητικά σχολεία, 207 εμπορικές εταιρείες, 373 διδασκαλεία και 500 μαθητικές εστίες. Στο εξωτερικό, 6 θρησκευτικά πανεπιστήμια, 236 λύκεια, 2 δημοτικά σχολεία, 2 κέντρα διδασκαλίας τουρκικής γλώσσας, 6 προπαρασκευαστικά φροντιστήρια για το πανεπιστήμιο και 21 μαθητικές εστίες. Εξέδιδε 14 περιοδικά με 300 χιλιάδες φύλλα, ήλεγχε την εφημερίδα «Ζαμάν», δύο εθνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τον δορυφορικό τηλεοπτικό σταθμό «Σαμάν–γιολού» ή «STV». Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα σχεδόν κάθε μέρα μεταδίδονται ομιλίες του από τα τηλεοπτικά κανάλια που ελέγχονταν από το τάγμα του. Εκτός από τις χώρες της Ευρώπης ο Γκιουλέν είχε δραστηριοποιηθεί στις δημοκρατίες της τέως Σοβιετικής Ένωσης, στην Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία, Σκόπια, Κριμαία, Γεωργία, Βοσνία–Ερζεγοβίνη. Τα τελευταία χρόνια το τάγμα είχε δραστηριοποιηθεί έντονα στην Γερμανία ιδρύοντας δεκάδες εκπαιδευτικά ιδρύματα υπό τον έλεγχο του, ενώ επέκτεινε τις δραστηριότητες του και σε χώρες της άπω ανατολής, όπως Ιαπωνία, Νότιο Κορέα, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, στην Νιγηρία και στον Καναδά, ενώ έγινε επαλειμμένα απόπειρα να επεκταθεί η δραστηριότητα και στην Ελλάδα στην δυτική Θράκη.
Είναι γεγονός, όπως αναφέραμε και παραπάνω, πως το τάγμα του Φετουλάχ Γκιουλέν συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο πολιτικός αναλυτής και οικονομολόγος, Ali Bayramoğlu, στις 30 Νοεμβρίου 2013 στην εφημερίδα Hürriyet σε άρθρο του İsmett Berkan, η περίοδος 2003-2010 χαρακτηρίστηκε σαν ο «χρυσούς αιώνας» των σχέσεων του Γκιουλέν με τον Ερντογάν ενώ οι ελεγχόμενες απ τον Γκιουλέν εφημερίδες Zaman και εν μέρει η Yeni Şafak, πρωτοστατούσαν υπέρ του Ερντογάν στον πολέμο του κατά των κεμαλικών. Η πρώτη σκοτεινή «κηλίδα» στις σχέσεις τους, που αποκαλύφτηκε εκ των υστέρων, ήταν το Εθνικό Συμβούλιο του Αυγούστου του 2004 όπου αποκαλύφτηκε ότι ο Ερντογάν είχε εισήγηση για τον «κίνδυνο» που απειλεί τον κρατικό μηχανισμό η μεγάλη διείσδυση μελών του τάγματος και από τότε είχαν διατυπωθεί ο πρώτες προτάσεις για την αντιμετώπιση του τάγματος που δρούσε σαν κράτος εν κράτη. Ειδικά έγινε λόγος για την διείσδυση μελών του τάγματος σε πολλούς τομείς στον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στην αστυνομία όπου όπως αναφέρονταν, ο Γκιουλέν είχε καταφέρει να την ελέγχει σε μεγάλο βαθμό. Ο Ερντογάν θέλησε να προχωρήσει στην σταδιακή εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από το τάγμα αλλά προσπαθούσε ακόμα να κράτηση τα προσχήματα. Η κατά μέτωπο σύγκρουση άρχισε ουσιαστικά τον Φεβρουάριο του 2012 όταν αποκαλύφτηκε από τον τύπο ότι η ΜΙΤ φακέλωνε τα στελέχη του τάγματος για αντικυβερνητική δράση. Τότε κατηγορήθηκε δημόσια από το τάγμα ο αρχηγός της ΜΙΤ, Hakan Fıdan, ένα από τα πιο έμπιστα πρόσωπα του Ερντογάν, ότι πρωτοστατούσε στο φακέλωμα γεγονός που προκάλεσε την έντονη οργή του τάγματος εναντίον του.
Εντωμεταξύ είχε αρχίσει η επιχείρηση εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από το τάγμα, εξέλιξη που φυσικά δεν θα έμενε χωρίς αντίδραση από το ήδη ισχυροποιημένο τάγμα που είχε ερείσματα ακόμα και στους κόλπους της κυβέρνησης Ερντογάν. Ό Ερντογάν όμως είχε αποφασίσει ότι δεν μπορεί να μοιράζετε την εξουσία με το τάγμα. Εντωμεταξύ είχε αρχίσει ο εμφύλιος στην Συρία και το τάγμα είχε από την αρχή διαφωνήσει με την όλη πολιτική της Τουρκίας. Αποκορύφωμα ήτα η δημόσια καταγγελία του Γκιουλεν προς τον Ερντογάν ότι διακατέχεται από μεγάλη αλαζονεία. Αυτό προκάλεσε την οργή του Ερντογάν που διαπίστωνε πως υπάρχει ένας τεράστιος και ανεξέλεγκτος μηχανισμός σε όλη την Τουρκία εναντίον του και εναντίον της νόμιμης τουρκικής κυβέρνησης. Έτσι πήρε την απόφαση να προχωρήσει στη αρχή στην νομοθέτηση του διαχωρισμού των εκπαιδευτών ιδρυμάτων του τάγματος σε αρρένων και θηλέων. προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση και στη συνέχεια στο οριστικό κλείσιμο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του τάγματος. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ίδιου του Γκιουλέν, ο οποίος κατήγγειλε με πρωτοφανή τρόπο τον Ερντογάν ότι ασκεί δικτατορικά τη εξουσία του και ότι κάνει πράγματα που ούτε οι ίδιοι οι στρατηγοί δεν είχαν τολμήσει να κάνουν κατά του τάγματος. Αλλά η πραγματικά σκληρή απάντηση του τάγματος ήρθε λίγο αργότερα. Τελείως ξαφνικά, στις 17 Δεκεμβρίου ξεσπά το μεγάλο σκάνδαλο των γιων των υπουργών του Ερντογάν για μεγάλες δωροδοκίες που σχετίζονται με την επιλεκτική ανάθεση των μεγάλων δημοσίων έργων με τζίρο πολλά δισεκατομμύρια δολάρια σε «ημετέρους’. Η αστυνομία, που ελέγχονταν όπως αναφέραμε από το τάγμα, προέβηκε χωρίς να προειδοποιήσει κανένα σε δεκάδες συλλήψεις στοχοποιώντας τέσσερεις υπουργούς και τους γιους τους, ενώ στις συλλήψεις συμπεριλαμβάνονταν ένα μεγάλο μέρος κορυφαίων στελεχών του κόμματος του Ερντογάν. Όλα αυτά θύμιζαν τις επιχειρήσεις που είχαν γίνει πριν από λίγα χρόνια με τις αιφνίδιες συλλήψεις των μελών της κεμαλικής Εργκενεκόν. Ο Ερντογάν που πληροφορήθηκε για τις συλλήψεις από τα ΜΜΕ εξοργίστηκε από τις εξελίξεις που τον αιφνιδίασαν και αμέσως διέταξε τις αποστρατείες τουλάχιστον πέντε αστυνομικών διευθυντών με κραυγαλέες αυτές της αστυνομικής διεύθυνσης της Κωνσταντινούπολης και των Διευθύντών Ασφαλείας Κωνσταντινούπολης, Άγκυρας, Σμύρνης, Προύσας, Τραπεζούντιας και Καισάρειας. Παράλληλα αντικατέστησε τους εισαγγελείς πού είχαν αναλάβει την υπόθεση προκαλώντας αυτή την φορά έντονες αντιδράσεις για ωμη παρέμβαση του στην δικαιοσύνη. Η επέμβαση στον χώρο της αστυνομίας διευρύνθηκε και επεκτάθηκε σχεδόν σε όλη την Τουρκία με δεκάδες αλλαγές στις αστυνομικές διευθύνσεις που σηματοδοτούσαν την νέα εκστρατεία του Ερντογάν να απαλλαχτεί η αστυνομία από το τάγμα.
Φυσικά ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος δεν τελείωσε εδώ. Το 2014 είναι για την Τουρκία πολύ κρίσιμο καθώς αναμένονται δυο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις. Οι δημοτικές εκλογές που θα γίνουν τον επόμενο Μάρτιο και το πιο σημαντικό, οι προεδρικές εκλογές που θα γίνουν μετά τη λήξη της θητείας του Αμπντουλάχ Γκιούλ τον ερχόμενο Αύγουστο ενώ έπονται οι βουλευτικές εκλογές καθώς η θητεία της βουλής λήγει το 2014. Οι περισσότεροι Τούρκοι αρθρογράφοι εξετάζουν το πόσο θα επηρεάσει κυρίως την εκλογή προέδρου, η έντονη διαμάχτη μεταξύ Ερντογάν και του τάγματος του Γκιουλέν. Αν ο Ερντογάν δεν καταφέρει να εκλεγεί πρόεδρος με τον πρώτο γύρο περνώντας το 50%, αυτό θα καταγραφεί σαν μεγάλη ήττα προσωπικά του ιδίου και του κόμματος του που θα έχει σοβαρότατες συνέπειες στις βουλευτικές εκλογές. Εδώ αναφέρεται το προηγούμενο του Οζάλ που το ποσοστό του στις βουλευτικές εκλογές είχε πέσει στο 21,7%
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το επόμενο έτος η Τουρκία θα περάσει μια μεγάλη περίοδο αστάθειας σε όλα τα επίπεδα. Πέραν της διαμάχης Ερντογάν-Γκιουλέν, παράλληλα τα εξωτερικά προβλήματα με την κρίση της Σύριας να συνεχίζεται και το κουρδικό αδιέξοδο να παραμένει, εντείνονται αντί να αμβλύνονται. Είναι γνωστό πως στο παρελθόν σε περιόδους αποσταθεροποίησης της Τουρκίας έβρισκαν την ευκαιρία κάποιοι «ανεξέλεγκτοι παράγοντες» να προκαλούν μεγάλες κρίσεις σε πεδία που θεωρούνται εύκολα για τους Τούρκους, όπως τα ελληνοτουρκικά, σε μια εποχή που η Ελλάδα στενάζει από την οικονομική κρίση και η άμυνα της χώρας έχει υποβαθμιστεί όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι μελετητές. Ανεξάρτητα από όλες αυτές τις εκτιμήσεις, από μέρους μας σίγουρα επιβάλλεται να υπάρχει μεγάλη προσοχή και κυρίως συνεχής και εντατική παρακολούθηση των εξελίξεων για να μην βρεθούμε προ απρόοπτων γεγονότων.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος