Του Δημήτρη Ρουτσώνη
ΑΠΌ: http://www.egriechen.info/2014/04/pacta-sunt-servanda.html
Προς αποκατάσταση της αλήθειας αλλά και για να βγάλετε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας, παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία του Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Παντείου πανεπιστημίου, Ηλία Νικολόπουλου στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του ιδρύματος στις 9/4/2014, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαλύφθηκε το τι ενδέχεται να συμβεί στα Ελληνικά δικαστήρια στο άμεσο μέλλον, όπου, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, ο δανειστής έχει τον πρώτο λόγο και ο οφειλέτης, καθίσταται εκ των πραγμάτων – λιγότερο η περισσότερο - απροστάτευτος.
Βάσει του αγγλικού δικαίου, που σύμφωνα με τον καθηγητή διέπεται από αποικιοκρατική λογική, αν το ελληνικό κράτος βρεθεί στη θέση του οφειλέτη, τότε η ασυλία και η προστασία των περιουσιακών του στοιχείων καθίσταται εξαιρετικά αμφίβολη. Όλες οι νέες ρυθμίσεις, όπως υποστήριξε ο κ. Νικολόπουλος, επικυρώθηκαν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Ο καθηγητής επεσήμανε πως η Ελλάδα ουσιαστικά έχει ήδη παραιτηθεί από κάθε προστασία και ασυλία έναντι των δανειστών της σε ενδεχόμενες, μεταξύ των δύο πλευρών, δικαστικές διενέξεις, ενώ υπογράμμισε την κατάργηση της μέχρι σήμερα ισχύουσας ισοτιμίας μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.
Ιδού ολόκληρη η ομιλία του κ. Νικολόπουλου (από anemosantistasis) :
Θέλω να τονίσω από την αρχή ότι στην εισήγησή μου για το δημόσιο χρέος και το αγγλικό δίκαιο θα αναφερθώ συνοπτικά και στην ευθύνη των κρατικών οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας, και όχι μόνο, που παραβιάζουν από τον Μάιο 2010 μέχρι σήμερα το Σύνταγμα.
Το δίκαιο που διέπει τις δανειακές συμβάσεις ενός κράτους αποτελεί σημαντικό παράγοντα αυτοπροστασίας του. Αυτό συμβαίνει λόγω της δυνατότητας που παρέχεται στο κράτος που έχει δανειστεί, σε περίπτωση αδυναμίας του να αποπληρώσει το χρέος του ή έστω μία δόση, να χρησιμοποιήσει το δικό του δίκαιο τροποποιώντας επωφελέστερα γι’ αυτό την ισχύουσα νομοθεσία, ώστε κατά τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν να επιτύχει ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι δανειακές συμβάσεις, μέχρι το Μάιο του 2010, διέπονταν από το ελληνικό δίκαιο, έκτοτε διέπονται από το Αγγλικό.
Το ισχύον δίκαιο στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης που αφορά τις σχέσεις δανειστή με οφειλέτη καλύπτει τις ιδιαιτερότητες, τα μειονεκτήματα της αδύναμης πλευράς που είναι ο οφειλέτης, σε αντίθεση με το αγγλικό δίκαιο αποικιοκρατικής προέλευσης που έχει ως στόχο πρώτιστα την εξασφάλιση του δανειστή και της απαίτησής του.
Η αρχή του διεθνούς δικαίου «pacta sunt servanda» εφαρμόζεται στο αγγλικό δίκαιο αμείλικτα και όσον αφορά τις σχέσεις δανειστή με οφειλέτη. Με αυτή την έννοια, επί παραδείγματι, είναι ακατανόητη στο αγγλικό δίκαιο η δυνατότητα που παρέχει το δίκαιο της ηπειρωτικής Ευρώπης στον οφειλέτη να ζητήσει εκ των υστέρων μείωση του συμφωνηθέντος αλλά υπερβολικού σε σχέση με τα ισχύοντα συναλλακτικά ήθη τόκου.
Επίσης, δε λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ίσης μεταχείρισης - ισότητας μεταξύ των μερών ως προς τα δικαιώματα δανειστή και οφειλέτη τη στιγμή που και οι δύο συνυπέγραψαν τη δεδομένη σύμβαση σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο όπου επιτρέπεται στον οφειλέτη να ζητήσει την απάλειψη υπερβολικών σε βάρος του όρων.
Οι κύριες συνέπειες της εφαρμογής του αγγλικού δικαίου ως ισχύοντος δικαίου επί των ελληνικών ομολόγων οδηγούν κυρίως στη μεγαλύτερη και ισχυρότερη προστασία των δανειστών από μελλοντικές μονομερείς ενέργειες του ελληνικού δημοσίου.
Τέτοιες ενέργειες μπορεί να είναι μελλοντικά η παύση πληρωμών, οποιαδήποτε μορφή απαλλοτρίωσης και γενικότερα οποιαδήποτε νομοθετική τροποποίηση του ισχύοντος καθεστώτος η οποία τροποποίηση μπορεί να θίξει τα δικαιώματα των ομολογιούχων.
Η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου θα προξενήσει τεράστια ζημιά στην πατρίδα σε μελλοντική αλλαγή νομίσματος και κυρίως σε ενδεχόμενη επαναφορά της δραχμής γιατί τα ομόλογα θα εξακολουθούν να είναι πληρωτέα σε ευρώ με ότι αυτό συνεπάγεται για το ελληνικό χρέος.
Είναι δυστυχώς πρόδηλο ότι τα αγγλικά δικαστήρια θα είναι κυριαρχικά αρμόδια να αποφασίσουν την αποπληρωμή των ομολόγων σε οποιοδήποτε νόμισμα αλλά είναι αυτονόητο ότι για το συμφέρον των δανειστών θα διατηρήσουν το ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τον Μάιο του 2010 σε περίπτωση στάσης πληρωμών σε ομόλογα που έχουν εκδοθεί με βάση το ελληνικό δίκαιο οι πιστωτές ήταν κυριολεκτικά στο έλεος των αποφάσεων της ελληνικής κυβέρνησης η οποία έχει την κυριαρχική δυνατότητα με μία νομοθετική ρύθμιση να μειώσει την αξία του χρέους.
Η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου επί των ομολόγων θα διευκολύνει και θα εισάγει αυτόματα νέα δικαιώματα των ομολογιούχων κύριο από τα οποία είναι η ισότιμη μεταχείριση των δανειστών (pari passu) ώστε το ελληνικό δημόσιο να μην μπορεί να προτιμήσει τις ελληνικές τράπεζες ή τα ασφαλιστικά ταμεία κατόχους ομολόγων.
Σύμφωνα επίσης με το ισχύον αγγλικό δίκαιο απαγορεύεται η παραχώρηση ασφαλειών σε τρίτους για να επιτευχθεί ενδεχομένως μικρότερη εξασφάλιση των ομολογιούχων σε συνδυασμό με επισυμβαίνουσα απρόοπτη αλλαγή συνθηκών.
Σύμφωνα με το ισχύον αγγλικό δίκαιο δεν είναι αποδεκτή αυτόματα αλλά μετά από απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου η ρήτρα των πραγμάτων ούτως εχόντων – clausula rebus sic stantibus ώστε κάθε απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών να μην επιδρά στα δικαιώματα των δανειστών κατόχων ομολόγων αλλά να υφίσταται καταρχήν το κόστος μόνον ο εκδότης των ομολόγων (ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 388 και 288 του Αστικού Κώδικα).
Στην περίπτωση που η Ελλάδα εκδώσει νέα ομόλογα ακόμα και τριακονταετή αυτά θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Έτσι η Ελλάδα χάνει κάθε δυνατότητα αναδιάρθρωσης του χρέους με μια εθνική νομοθετική ρύθμιση και μεθοδεύεται η πλήρης απώλεια του δικαιώματος της Ελλάδας να έχει τον πρώτο λόγο στη διαπραγμάτευση για μια μελλοντική αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνω ότι τα ομόλογα που έχει εκδώσει το ελληνικό κράτος έχουν για τη χώρα μερικές δικλείδες ασφαλείας και ευνοϊκούς όρους και δεν περιλαμβάνουν ρήτρες βάσει των οποίων να μπορεί να κηρύσσεται το σύνολο του χρέους ως μη εξυπηρετούμενο αν κηρυχθεί στάση πληρωμών για μία δόση ούτε επιτρέπεται στους πιστωτές να ζητήσουν πρόωρη αποπληρωμή του συνόλου των ομολόγων αν δεν πληρωθεί μία δόση.
Κάθε νέα σύμβαση έκδοσης ομολόγων όπως πρόκειται να συμβεί εντός των ημερών ακόμα και η έκδοση νέων μικρότερης αξίας θα περιλαμβάνει αυτόματα τη ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων ώστε κάθε αλλοδαπός δανειστής να διευκολύνεται για την εξασφάλιση και ικανοποίηση των αξιώσεών του σε βάρος του ελληνικού δημοσίου.
Αυτό πρέπει να το γνωρίζει ο κάθε πολίτης γιατί δικαιολογεί το εκδηλούμενο ενδιαφέρον των υποψηφίων ομολογιούχων εφόσον είναι εξασφαλισμένοι και είναι αυτό που επιμελώς αποκρύπτεται από την κυβέρνηση που σκόπιμα διαδίδει πως η οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώνεται και γι’ αυτό υπάρχει ζήτηση από τους υποψήφιους αγοραστές του ή των ομολόγων.
Ο οφειλέτης ενώ μπορεί σύμφωνα με το δίκαιο της ηπειρωτικής Ευρώπης να ζητήσει τη μείωση του χρέους που το θεωρεί και είναι επαχθές αυτό δεν υφίσταται υπό την ισχύ του αγγλικού δικαίου το οποίο δεν αναγνωρίζει τέτοιο δικαίωμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη και μη κυρωθείσα από τη Βουλή δανειακή σύμβαση ο οφειλέτης – ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να ζητήσει τη μη εφαρμογή όρων που είναι σε βάρος του π.χ. να μη δικαιούται να δανειστεί από Τρίτη χώρα ή να μη δικαιούται να προτείνει συμψηφισμό με άλλη απαίτηση σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο ενώ αντίθετα μπορεί σύμφωνα με το δίκαιο της ηπειρωτικής Ευρώπης λόγω παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μερών και της αρχής της ισότητας.
Δυστυχώς, οφείλω να επισημάνω ότι σύμφωνα με το παράρτημα 6 που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση της 8 Μαΐου 2010 ρητά ορίζεται ότι «Η παρούσα σύμβαση εκχώρησης και οποιεσδήποτε εξωσυμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν ή συνδέονται με αυτή διέπονται από το αγγλικό δίκαιο» (άρθρο 6 του έκτου παραρτήματος).
Αυτό επαναλήφθηκε και στο δεύτερο μνημόνιο και στη μεταγενέστερη δανειακή σύμβαση. Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι την υπογραφή της Δανειακής Σύμβασης του Μαΐου 2010 κάθε ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να επανακαθορίσει τους όρους αποπληρωμής του χρέους με μονομερή κυριαρχική πράξη της, γεγονός που θεωρητικά αποτελεί τη μόνη νομική διέξοδο από την κρίση, όμως με την υπογραφή της σύμβασης το νέο δημόσιο χρέος που δημιουργήθηκε διέπεται από το αγγλικό δίκαιο.
Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα χρηματοδοτεί την αποπληρωμή παλαιών και διεπομένων από το ελληνικό δίκαιο δανείων με δάνειο που διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Ακόμη χειρότερα ενώ το προϋπάρχον του Μαΐου 2010 χρέος δεν είναι επιβαρυμένο με εμπράγματες ασφάλειες το νέο χρέος που προκύπτει από τις επονείδιστες συμφωνίες με την ΕΕ και το ΔΝΤ είναι επιβαρυμένο με εμπράγματες ασφάλειες επί της ελληνικής δημόσιας περιουσίας.
Ακόμα χειρότερα ενώ η ισχύουσα νομοθεσία για χρέη επιχειρήσεων προς τις τράπεζες και για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά τροποποιήθηκε επί τα βελτίω από τον Μάιο 2010, με τις απαράδεκτες συμβάσεις της χώρας με την ΕΕ και το ΔΝΤ τροποποιήθηκε επί τα χείρω.
Πράγματι με τη ρητή, αμετάκλητη και άνευ όρων παραίτηση από κάθε ασυλία (άρθρο 14 παρ 5) σε συνδυασμό με την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου κανένα περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου δεν προστατεύεται έναντι των δανειστών μας.
Εν προκειμένω είναι χαρακτηριστικό το σημείο 11 της γνωμοδότησης του νομικού συμβούλου του κράτους σύμφωνα με την οποία και επί λέξει "ΟΥΤΕ Ο ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗΣ ΟΥΤΕ ΤΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΤΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΧΟΥΝ ΑΣΥΛΙΑ ΛΟΓΩ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ".
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνω την ευθύνη των κυβερνητικών οργάνων και γενικότερα της εκτελεστικής εξουσίας από τον Μάιο 2010 μέχρι σήμερα λόγω των ενεργειών τους. Συγκεκριμένα :
1. Οι συμφωνίες δανεισμού συνήφθησαν χωρίς συζήτηση στη Βουλή και επικύρωση με νόμο κατά παράβαση της κοινοβουλευτικής και της αντιπροσωπευτικής αρχής που κατοχυρώνεται από το σύνταγμα. Ειδικότερα η παράγραφος 9 του άρθρου μόνου του Ν.3847 όρισε «Τα μνημόνια, οι συμφωνίες και οι συμβάσεις του προηγούμενου εδαφίου εισάγονται στη Βουλή για συζήτηση και ενημέρωση. Ισχύουν και εκτελούνται από την υπογραφής τους». Η πρωτοφανής αυτή διάταξη καταργεί την κύρωση με νόμο από τη Βουλή και την αντικαθιστά με «συζήτηση και ενημέρωση».
Εν προκειμένω είναι πρόδηλη η ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας που ψήφισε τη διάταξη στη Βουλή και του Προέδρου της Δημοκρατίας που δεν άσκησε το συνταγματικό του δικαίωμα της αναβλητικής αρνησικυρίας για επανασυζήτηση της διάταξης στη Βουλή δεδομένου ότι ευθύνεται σύμφωνα με το άρθρο 49 για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος, εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 36 παρ 2 και 28 παρ 1 του Συντάγματος. Για την ολοκλήρωση της συνομολόγησης των συνθηκών δανεισμού ώστε να αποκτήσουν δεσμευτικότητα έπρεπε η Βουλή με νόμο να τις επικυρώσει με 180 ψήφους, πράγμα που δεν έγινε, αφού προηγουμένως κάθε δανειακή σύμβαση έπρεπε να είχε επικυρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ 2 του Συντ.
2. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 14 το ελληνικό κράτος παραιτείται αμετάκλητα και άνευ όρων από κάθε ασυλία που απολαύουν το ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία σε όλες τις νομικές διαδικασίες σε σχέση με τη σύμβαση (αγωγή, κατάσχεση, δικαστική απόφαση, αναγκαστική εκτέλεση) σε περιουσιακά στοιχεία στην έκταση που δεν απαγορεύεται από αναγκαστικό νόμο.
Ακόμη χειρότερα σύμφωνα με τη γνωμοδότηση των δύο νομικών συμβούλων του κράτους «ούτε ο δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο».
3. Με βάση τα άρθρα 2 και 13 οι δανειστές μπορούν να μεταβιβάσουν με συναίνεση όλων σε τρίτο (πχ Τουρκία) οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις ενώ η Ελλάδα δεν μπορεί να αρνηθεί μια τέτοια μεταβίβαση.
4. Τα δικαιώματα των δανειστών προστατεύονται λόγω ακύρωσης των όρων της σύμβασης με την παρ 1 του άρθρου 11 «οι δανειστές μπορούν με γραπτή ειδοποίηση προς τον δανειολήπτη να ακυρώσουν τη Δανειακή διευκόλυνση και να απαιτήσουν το ανεξόφλητο κεφάλαιο των δανείων ως άμεσα απαιτητό και πληρωτέο μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους» κλπ.
Σύμφωνα με τα παραπάνω και κατά παράβαση της αρχής της συμβατικής ισότητας των μερών είναι προκλητική η προσπάθεια των δανειστών να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους.Σε αντίθεση με τους δανειστές τα ελληνικά άμεσα όργανα του κράτους με πρωτοστατούντα τα εκτελεστικά παραβίασαν και παραβιάζουν επί τετραετία το Σύνταγμα με την ανοχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας στη Βουλή.
Όπως ορθά έχει τονίσει ο συνάδελφος Γιώργος Κασιμάτης «στη δημοκρατία δεν είναι πολιτικό ζήτημα κάθε κυβέρνησης η προάσπιση της αξίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της κυριαρχίας του κράτους, αντίθετα είναι όρος. Ουδέποτε η πολιτική εξουσία μπορεί να είναι πάνω από τη νομιμότητα πάνω από το δίκαιο.
Κανένα δημοκρατικό σύνταγμα δεν όρισε ποτέ ότι η κατάσταση οικονομικής ανάγκης ακόμα και πτώχευσης αποτελεί λόγο κήρυξης της χώρας σε κατάσταση ανάγκης και σε περιορισμό των ελευθεριών αλλά και κανένα δημοκρατικό σύνταγμα δεν επέτρεψε ποτέ σε κατάσταση ανάγκης του κράτους λόγω απειλής της ασφάλειας του την παραίτηση από κυριαρχικά δικαιώματα ή και την περικοπή κοινωνικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων τάξεων (άρθρα 21, 22 και 24 του Συντ.).
Δεδομένου ότι το ελληνικό Σύνταγμα είναι αυστηρό και αναθεωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 συνάγονται δύο συνέπειες.
Η πρώτη αφορά την αυτονόητη υποχρέωση των κύριων οργάνων του κράτους να ασκούν τις ανατεθειμένες σε αυτά αρμοδιότητες αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον του λαού αλλά και προς το συμφέρον των ελλήνων πολιτών που δεν είναι εκλογείς αλλά ανήκουν στο ελληνικό έθνος (ρήτρα υπέρ του έθνους) η δε δεύτερη αποκλείει τη δυνατότητα αφενός άσκησης και άλλων αρμοδιοτήτων οι οποίες δεν προβλέπονται από το Σύνταγμα στο βαθμό που θίγουν το σκληρό πυρήνα του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ 1) και αφετέρου την υπεξουσιοδότηση ορισμένων από τις αρμοδιότητές τους όταν τούτο δεν προβλέπεται ρητά από τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις αλλά και την υπέρβαση των συνταγματικών κανόνων κατά την άσκησή τους.
Υπό αυτή την έννοια το ισχύον αυστηρό Σύνταγμα της Ελλάδας όπως και κάθε αυστηρό σύνταγμα δεν οργανώνει μόνο αλλά και οριοθετεί την άσκηση της κρατικής εξουσίας από τα κρατικά όργανα απαγορεύοντας τη διασάλευση της υφισταμένης κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών.
Είναι πρόδηλο ότι σύμφωνα και με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» δεν καθορίζεται μόνο η έννοια αλλά και ο τρόπος άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας.
Πράγματι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας η οποία είναι θεμέλιο του πολιτεύματος (άρθρο 1 παρ 2 του Συντ.) δε σημαίνει απλά ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό ο οποίος «παραμένων φορεύς δεν παραχωρεί παρά μόνον την άσκησιν αυτών αλλά επιπλέον εφόσον ούτω καθιερούται η διάκρισης μεταξύ αφ ενός μεν κυρίαρχου-φορέως της κρατικής εξουσίας αφετέρου δε των επ’ ονόματί του ασκούντων αυτήν συνεπάγεται αναγκαίως το έναντι τούτου υπεύθυνων τούτων ως εντολοδόχων του». (Βλ. Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, Αρ. Μάνεση, εκδ. Αφοι Σάκκουλα, 1965, σ. 121)
Εν προκειμένω είναι χαρακτηριστικό ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 120 παρ 3 του συντάγματος μας δικαίωμα αντίστασης των πολιτών συνδέεται με τον σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή με οποιοδήποτε τρόπο (άμεσο ή έμμεσο, δηλαδή με ευθεία παράβαση ή με καταστρατήγηση του Συντάγματος που φαίνεται να τηρεί το σχετικό διαδικαστικό τύπο αλλά πλήττει το ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων).
Ο σφετερισμός προϋποθέτει άμεσο ή έμμεσο κρατικό όργανο για παράδειγμα υπουργό που διαστρέφει την αρμοδιότητά του για να παραβιάσει το Σύνταγμα ή το κανονιστικό περιεχόμενο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος ή των θεμελιωδών αρχών του συντάγματος για παράδειγμα έμμεση παραχώρηση αρμοδιοτήτων του σε κλιμάκιο τρόικας και γενικότερα σε άλλα εξωθεσμικά όργανα.
Σε κάθε περίπτωση τα όρια ανάμεσα στη κατάλυση και στην παράβαση του Συντάγματος είναι δυσδιάκριτα όμως σύμφωνα με το ισχύον άρθρο 134α ΠΚ «Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου άρθρου 134 που αφορά την εσχάτη προδοσία α) ανάδειξη του αρχηγού του κράτους β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη βουλή με γενικές άμεσες και ελεύθερες εκλογές γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης δ) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, και τονίζω στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το σύνταγμα και της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας από τους νόμους ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.
Όπως επομένως αναφέρεται στο εδάφιο στ) του άρθρου 134α σε συνδυασμό με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 120 του Συντάγματος μπορούν να θεμελιωθούν ευθύνες αν αποδειχθεί αυτό που όλοι γνωρίζουν, η εμπλοκή των εξωθεσμικών υπαλλήλων - Τρόικα σε συνεργασία με κυβερνητικά στελέχη σε άσκηση αρμοδιοτήτων - λήψη αποφάσεων κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων.