Γεγονός αποτελούν οι πρώτες ελλείψεις σε εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες ως αποτέλεσμα της αδυναμίας ελληνικών επιχειρήσεων να προπληρώσουν και μάλιστα τοις μετρητοίς το συνολικό τίμημα των παραγγελιών τους.
Η απαίτηση αυτή των ξένων προμηθευτών η οποία ως πρακτική
επανεμφανίστηκε από τα μέσα του Δεκεμβρίου 2014, όταν διεφάνη, η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά πλέον έχει ενταθεί όσο εκκρεμεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές και κυρίως όσο «στεγνώνει» η ελληνική οικονομία από ρευστό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κατάσταση πλέον είναι χειρότερη ακόμη και σε σύγκριση με το 2012.
Οπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, μιλώντας στην «Κ», ήδη παρουσιάζονται προβλήματα σε μηχανολογικό εξοπλισμό και ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ σε ό,τι αφορά τον κλάδο των τροφίμων και ποτών ελλείψεις αρχίζουν να εμφανίζονται σε ορισμένα premium προϊόντα, όπως για παράδειγμα σε κάποιες γνωστές βελγικές μπίρες.
Δυσκολίες έχουν επίσης παρουσιασθεί στις εισαγωγές χημικών προϊόντων, τόσο τελικών προϊόντων όσο και υπό τη μορφή των πρώτων υλών, κάτι που δυσχεραίνει την παραγωγή λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.
Οι ξένοι προμηθευτές δεν κάνουν «ευκολίες πληρωμής» ούτε καν στους θεωρούμενους καλούς πελάτες, ενώ το φαινόμενο αυτό προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες και σε άλλους κλάδους. «Πολλές τουριστικές μονάδες οι οποίες ήθελαν να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους, κυρίως μηχανολογικό, εν όψει της νέας τουριστικής περιόδου αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα», επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο κ. Ιωάννης Παπαγεωργάκης πρόεδρος του Συνδέσμου Εμπορικών Αντιπροσώπων και Διανομέων Αθηνών (ΣΕΑΔΑ).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) κ. Βασίλη Κορκίδη η απαίτηση προπληρωμής του συνόλου της παραγγελίας δεν αποτελεί «ιδιοτροπία» προμηθευτών από κάποια συγκεκριμένη χώρα.
Ωστόσο, οι περισσότερες δυσκολίες συναντώνται στις συναλλαγές με επιχειρήσεις από τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ολλανδία, τη Δανία και την Ελβετία, αλλά πλέον ακόμη και από τις ΗΠΑ. Το παρήγορο είναι ότι οι Κινέζοι προμηθευτές δεν ασκούν ιδιαίτερες πιέσεις – για την ώρα τουλάχιστον.
Προβλήματα για τις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμη και στην περίπτωση που οι ξένοι προμηθευτές τους δέχονται εγγυητικές επιστολές. Κι αυτό διότι λόγω της μείωσης των καταθέσεων των επιχειρήσεων και της άσχημης οικονομικής κατάστασης πολλών εξ αυτών -κυρίως μικρομεσαίων- οι τράπεζες έχουν υποχρεωθεί να μειώσουν τα όρια των εγγυητικών επιστολών σε ποσοστό που κατά μέσο όρο διαμορφώνεται σε 30%-40%. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που οι ξένοι προμηθευτές δέχονται εγγυητικές επιστολές μόνο από ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο κ. Κορκίδης εκτιμά ότι με τη διακοπή των πιστώσεων θα απαιτηθούν περί τα 4-5 δισεκατομμύρια ρευστό, ενώ εάν συνεχισθεί για ένα ακόμη τετράμηνο αυτή η κατάσταση, τότε αναμένονται ανατιμήσεις σε βιομηχανικά προϊόντα, καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα. Οχι μόνο λόγω της μειωμένης προσφοράς, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η αδυναμία έκδοσης εγγυητικών επιστολών και η μείωση των ορίων ασφάλισης των πιστώσεων θα αναγκάσει τις ελληνικές εταιρείες να «σπάσουν» τις παραγγελίες τους σε μικρότερης αξίας, με συνέπεια την αύξηση των εξόδων για τη μεταφορά των εμπορευμάτων.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί συν τοις άλλοις μία άνιση μάχη μεταξύ ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθώς οι δεύτερες έχουν την πολυτέλεια της χρηματοδότησης από τις μητρικές εταιρείες.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η απαίτηση αυτή των ξένων προμηθευτών η οποία ως πρακτική
επανεμφανίστηκε από τα μέσα του Δεκεμβρίου 2014, όταν διεφάνη, η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά πλέον έχει ενταθεί όσο εκκρεμεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές και κυρίως όσο «στεγνώνει» η ελληνική οικονομία από ρευστό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η κατάσταση πλέον είναι χειρότερη ακόμη και σε σύγκριση με το 2012.
Οπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, μιλώντας στην «Κ», ήδη παρουσιάζονται προβλήματα σε μηχανολογικό εξοπλισμό και ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ σε ό,τι αφορά τον κλάδο των τροφίμων και ποτών ελλείψεις αρχίζουν να εμφανίζονται σε ορισμένα premium προϊόντα, όπως για παράδειγμα σε κάποιες γνωστές βελγικές μπίρες.
Δυσκολίες έχουν επίσης παρουσιασθεί στις εισαγωγές χημικών προϊόντων, τόσο τελικών προϊόντων όσο και υπό τη μορφή των πρώτων υλών, κάτι που δυσχεραίνει την παραγωγή λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.
Οι ξένοι προμηθευτές δεν κάνουν «ευκολίες πληρωμής» ούτε καν στους θεωρούμενους καλούς πελάτες, ενώ το φαινόμενο αυτό προκαλεί αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες και σε άλλους κλάδους. «Πολλές τουριστικές μονάδες οι οποίες ήθελαν να ανανεώσουν τον εξοπλισμό τους, κυρίως μηχανολογικό, εν όψει της νέας τουριστικής περιόδου αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα», επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο κ. Ιωάννης Παπαγεωργάκης πρόεδρος του Συνδέσμου Εμπορικών Αντιπροσώπων και Διανομέων Αθηνών (ΣΕΑΔΑ).
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) κ. Βασίλη Κορκίδη η απαίτηση προπληρωμής του συνόλου της παραγγελίας δεν αποτελεί «ιδιοτροπία» προμηθευτών από κάποια συγκεκριμένη χώρα.
Ωστόσο, οι περισσότερες δυσκολίες συναντώνται στις συναλλαγές με επιχειρήσεις από τη Γερμανία, την Ισπανία, την Ολλανδία, τη Δανία και την Ελβετία, αλλά πλέον ακόμη και από τις ΗΠΑ. Το παρήγορο είναι ότι οι Κινέζοι προμηθευτές δεν ασκούν ιδιαίτερες πιέσεις – για την ώρα τουλάχιστον.
Προβλήματα για τις ελληνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμη και στην περίπτωση που οι ξένοι προμηθευτές τους δέχονται εγγυητικές επιστολές. Κι αυτό διότι λόγω της μείωσης των καταθέσεων των επιχειρήσεων και της άσχημης οικονομικής κατάστασης πολλών εξ αυτών -κυρίως μικρομεσαίων- οι τράπεζες έχουν υποχρεωθεί να μειώσουν τα όρια των εγγυητικών επιστολών σε ποσοστό που κατά μέσο όρο διαμορφώνεται σε 30%-40%. Επιπλέον, υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που οι ξένοι προμηθευτές δέχονται εγγυητικές επιστολές μόνο από ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο κ. Κορκίδης εκτιμά ότι με τη διακοπή των πιστώσεων θα απαιτηθούν περί τα 4-5 δισεκατομμύρια ρευστό, ενώ εάν συνεχισθεί για ένα ακόμη τετράμηνο αυτή η κατάσταση, τότε αναμένονται ανατιμήσεις σε βιομηχανικά προϊόντα, καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα. Οχι μόνο λόγω της μειωμένης προσφοράς, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η αδυναμία έκδοσης εγγυητικών επιστολών και η μείωση των ορίων ασφάλισης των πιστώσεων θα αναγκάσει τις ελληνικές εταιρείες να «σπάσουν» τις παραγγελίες τους σε μικρότερης αξίας, με συνέπεια την αύξηση των εξόδων για τη μεταφορά των εμπορευμάτων.
Η εξέλιξη αυτή προκαλεί συν τοις άλλοις μία άνιση μάχη μεταξύ ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρήσεων, καθώς οι δεύτερες έχουν την πολυτέλεια της χρηματοδότησης από τις μητρικές εταιρείες.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ