ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΩΣ ΤΟΥΣ ΑΣΑΣΙΝΟΥΣ
Της Χριστίνας Φλάσκου
Γνωρίστε τα περίφημα στρατιωτικά τμήματα, από την αρχαιότητα μέχρι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που πέρασαν στην ιστορία ως οι φονικότεροι και αήττητοι Στρατοί του κόσμου. Κάντε ένα νοερό ταξίδι από την εποχή των Μυρμιδόνων του Αχιλλέα ως τους Ασασίνους
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα
Η ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Φθίας (η σημερινή ανατολική Φθιώτιδα) φιλοξενούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, τον περίφημο πολεμικό λαό των Μυρμιδόνων και αποτελούσε πατρίδα του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο ημίθεος Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες του πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 50 πλοία και διέπρεψαν με τα στρατιωτικά ανδραγαθήματά τους και τον απαράμιλλο ηρωισμό τους στη μάχη. Ένας στρατός που λειτούργησε άψογα ως επίλεκτο σώμα δηλαδή, καθώς οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν υπόδειγμα πολεμιστή στην αρχαία Ελλάδα αλλά και άνθρωποι υπερήφανοι που η λέξη «ήττα» δεν περιλαμβανόταν στο λεξιλόγιό τους.
Οι ηρωικοί τους άθλοι προκάλεσαν τον θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλνοντας μυριάδες στον άλλο κόσμο: στα πρώτα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας λεηλάτησε με τους Μυρμιδόνες του 11 πολιτείες γύρω από την Τροία και 12 σε γειτονικά νησιά, παραδίδοντας μάλιστα όλα τα λάφυρα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα. Αν πιστέψουμε το ομηρικό έπος, κανείς από τους Αχαιούς δεν προκάλεσε μεγαλύτερες απώλειες αλλά και τρόμο ανείπωτο στους Τρώες από τον Αχιλλέα και το επίλεκτο στράτευμά του.
Ο μύθος των Μυρμιδόνων
Οι Μυρμιδόνες κατάγονταν από τον Αιακό, τον γιο του Δία και της Αίγινας. Σύμφωνα με έναν από τους μύθους, η Ήρα για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της έστειλε στο νησί του Αισώπου, την Αίγινα, τρία φίδια. Τα ερπετά δηλητηρίασαν το νερό και όλοι οι κάτοικοι του νησιού βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο μόνος που επέζησε, ήταν ο Αιακός. Τότε η μητέρα του Αίγινα, για να μην είναι μόνος του, παρακάλεσε τον Δία να τον βοηθήσει.
Ο Δίας μετέτρεψε τα μυρμήγκια που βρισκόταν σε ένα σάπιο κορμό δέντρου σε ανθρώπους, τους Μυρμιδόνες.
Ο Αιακός απέκτησε τρεις γιους. Ένας από αυτούς ήταν ο Πηλέας, ο οποίος, αφού σκότωσε τον έναν αδερφό του, κατέφυγε με μερικούς Μυρμιδόνες στην περιοχή της Φθίας, τη σημερινή ανατολική Φθιώτιδα και δημιούργησε το βασίλειο των Μυρμιδόνων.
Ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά της θάλασσας, Θέτις, και απέκτησαν έναν γιο, τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος και υπό τη βασιλεία του οι Μυρμιδόνες γνώρισαν μεγάλη δόξα, όταν πήραν μέρος στον πόλεμο της Τροίας.
Οπλισμός
Η πανοπλία των πολεμιστών έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προστασία τους από τα χτυπήματα των εχθρών. Ήταν έμβλημα κύρους και ήταν διαφορετική για κάθε φυλή. Ήταν βαριά και συνήθως κατασκευάζονταν από χαλκό και μπρούτζο. Η πανοπλία των Μυρμιδόνων είχε καφέ χρώμα όπως και τα μυρμήγκια, από τα οποία κατάγονταν. Η Θέτις παραλαμβάνει από τον Ήφαιστο την ασπίδα του Αχιλλέα Η πιο περίτεχνη και καλύτερη πανοπλία άνηκε στον βασιλιά τους, τον Αχιλλέα, καθώς την είχε κατασκευάσει ο θεός Ήφαιστος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τροία, ο Αχιλλέας έχασε την πανοπλία του, όταν ο Πάτροκλος την φόρεσε για να παραπλανήσει τους Τρώες και σκοτώθηκε από τον Έκτορα.
Τότε η μητέρα του Αχιλλέα, Θέτις, ζήτησε από τον Ήφαιστο να του φτιάξει μια καινούργια. Η νέα του ασπίδα του ήταν ένα έργο τέχνης και περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον Όμηρο. Από το κέντρο ως την άκρη της υπήρχαν λαξευμένες παραστάσεις με εικόνες από τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη , το ήλιο το φεγγάρι και τα αστέρια. Ο Ήφαιστος είχε χαράξει πάνω στην ασπίδα δύο πολιτείες, στη μία οι άνθρωποι παρουσιάζονταν να ζουν ειρηνικά και στη δεύτερη με πόλεμο.
Η ασπίδα του Αχιλλέα εξιστορούσε τη χαρά της ειρήνης και τη συμφορά του πολέμου. Οι Μυρμιδόνες ανέπτυξαν ιδιαίτερα τη ναυτιλία τους και είχαν δημιουργήσει έναν μεγάλο στόλο από πλοία. Όπως και τα υπόλοιπα αρχαία φύλα πολεμούσαν με θάρρος, με σκοπό την κυριαρχία και τον ένδοξο θάνατο. Χρησιμοποιούσαν ακόντια, ξίφη και δόρατα. Η σύγκρουση ξεκινούσε με τη μονομαχία των αρχηγών που μετέβαιναν στο πεδίο της μάχης με άρματα.
Ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων, Αχιλλέας, έβγαινε μπροστά από την παράταξη των πολεμιστών και μονομαχούσε με τον αντίπαλο του. Πρώτα πετούσαν από απόσταση τα ακόντια ο ένας στον άλλον. Ακολουθούσε η μάχη με τα δόρατα και όταν αυτά έσπαγαν, έβγαζαν τα ξίφη. Όταν ένας από τους δύο έπεφτε νεκρός οι στρατιώτες ρίχνονταν στη μάχη σώμα με σώμα.
Οι Μυρμιδόνες στην Τροία
Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν ο Αιακός κατασκεύασε τα τείχη της Τροίας, τρία φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και κατευθύνθηκαν στην πόλη. Τα δύο δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν το τείχος του Αιακού, αλλά το ένα κατάφερε να εισχωρήσει στην πόλη.
Όταν οι Τρώες ρώτησαν το μαντείο, τι σήμαινε η εισβολή του φιδιού, ο θεός τους απάντησε ότι ο απόγονος του χτίστη θα τους κατέστρεφε την πόλη. Mερικά χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας κατάφερε να βρει τον περίφημο Μυρμιδόνα, Αχιλλέα και να τον πείσει να συμμετέχει στην εκστρατεία τους ενάντια στην Τροία. Οι Μυρμιδόνες με επικεφαλής τον βασιλιά τους, ξεκίνησαν με 50 πλοία για την Τροία. Θεωρούταν η καλύτερη ομάδα που συμμετείχε στον πόλεμο καθώς με το που πάτησαν το πόδι τους στην Τροία, το μένος του Αχιλλέα ανάγκασε τους Τρώες σε υποχώρηση.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς πολιορκίας της Τροίας, οι Μυρμιδόνες κυρίευσαν και λεηλάτησαν συνολικά 23 συμμαχικές πόλεις. Ο Αχιλλέας ήταν το πρόσωπο που προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Αχιλλέας περιφέρει το άψυχο σώμα του Έκτορα δεμένο στο άρμα του. Από τοιχογραφία του Αχιλλείου, Κέρκυρα Η συμβολή των Μυρμιδόνων στον τρωικό πόλεμο, φάνηκε όταν αυτοί με εντολή του Αχιλλέα αποσύρθηκαν από τον πόλεμο για ένα διάστημα.
Η αιτία ήταν η αντιπαλότητα του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, επειδή του πήρε την ιέρεια Βρισηίδα. Τότε, οι Τρώες κέρδισαν έδαφος και υπερίσχυσαν των Αχαιών στις μεταξύ τους μάχες. Οι Αχαιοί παρακάλεσαν τον Αχιλλέα, που είχε κλειστεί στη σκηνή του, και το επίλεκτο τάγμα του να επιστρέψει στον πόλεμο, υποσχόμενοι να του εκπληρώσουν κάθε επιθυμία. Έπειτα από πιέσεις οι Μυρμιδόνες που ζούσαν για να πολεμούν, ρίχτηκαν ξανά στη μάχη με επικεφαλής τον πιστό φίλο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος φόρεσε την πανοπλία του Αχιλλέα για να παραπλανήσει τους εχθρούς.
Όταν ο Έκτορας τον σκότωσε, η εκδίκηση του Αχιλλέα δεν είχε προηγούμενο. Προκάλεσε σε μονομαχία τον Έκτορα και τον σκότωσε. Οι Μυρμιδόνες επαλήθευσαν τον χρησμό. Μπήκαν στην Τροία, κατέστρεψαν την πόλη και έσφαξαν τους κατοίκους με τον Αχιλλέα να σκοτώνεται, όταν χτυπήθηκε από τον Πάρη στο μοναδικό τρωτό του σημείο, την «Αχίλλειο πτέρνα»….
Η Σπαρτιατική Φάλαγγα
Ήταν η πόλη του Λυκούργου, ειδικά μετά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους, που καθόρισε τον τρόπο «επιστημονικής» διεξαγωγής του πολέμου, αναγορεύοντας τη μάχη σε υπέρτατη πολεμική τέχνη. Η Σπάρτη δημιούργησε τον πρώτο τακτικό στρατό του αρχαίου κόσμου, έναν στρατό επαγγελματικό μεν, αλλά χωρίς μισθό, στον οποίο ο πολίτης ήταν διά βίου (μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του) και για όλο το διάστημα της ημέρας οπλίτης. Η αξιοθαύμαστη δομή του σπαρτιατικού στρατού, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε ως κύριο σώμα μάχης τη λακωνική φάλαγγα, ενώ ο βασικός πυρήνας του αποτελούνταν από άντρες που ήταν στενά δεμένοι μεταξύ τους με όρκο.
Οι οπλίτες της λακωνικής φάλαγγας φορούσαν ερυθρά χλαίνη -για να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους κατά τον τραυματισμό-, κρατούσαν χάλκινη ασπίδα μεγάλου μεγέθους (με σήμα ένα τεράστιο κεφαλαίο «Λ») και πολεμούσαν με δόρυ 3-4 μέτρων. Για τις μάχες σώμα με σώμα (εκ του συστάδην) χρησιμοποιούσαν τα ειδικής κατασκευής λακωνικά ξίφη τους.
Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν συγχωρούσε εκείνους που έδειχναν δειλία προ του εχθρού: ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες» (τρέμοντες) και τόσο οι ίδιοι οι «ριψασπίδες» όσο και οι οικογένειές τους δεν είχαν πλέον καμία υπόληψη στην πόλη.
Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) είναι που έκανε τον στρατό τους πανίσχυρο, αφού στην αρχαία Σπάρτη δεν ήταν αξιοσημείωτο το να είναι αλλά το να μην είναι κανείς γενναίος. Βέβαια, παρά το αξιόμαχο του συνόλου του σπαρτιατικού στρατεύματος, υπήρχε ωστόσο ένα επίλεκτο τμήμα 300 ανδρών, οι περίφημοι «Ιππείς», το οποίο συγκροτούσαν οι καλύτεροι σπαρτιάτες «Όμοιοι» πολεμιστές, δηλαδή οι καλύτεροι των καλυτέρων! Αυτοί είχαν την τιμή να πολεμούν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον βασιλιά τους. Οι «Ιππείς» δεν είχαν καμιά διαφορά στον τρόπο μάχης από τον υπόλοιπο στρατό των Λακεδαιμονίων, καθώς σχημάτιζαν κι αυτοί φάλαγγες. Αν και ονομάζονταν «Ιππείς», ήταν στην πραγματικότητα πεζοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δράσης των «Ιππέων» ήταν η μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο Λεωνίδας ηγούνταν αυτού ακριβώς του τμήματος.
Γενικά, ο χαρακτήρας της σπαρτιάτικης πολιτείας ήταν καθαρά στρατιωτικός. Η Σπάρτη ήταν μια πόλη-στρατόπεδο και γι’ αυτό είναι λάθος να ζητάμε από αυτή, τουλάχιστον στην κλασσική εποχή, αυστηρή ρυμοτομία. Οι λεγόμενες κώμες που απάρτιζαν τη Σπάρτη δεν πρέπει να εκλαμβάνονται σαν χωριά ή σαν συνοικισμοί αλλά περισσότερο σαν στρατιωτικές βάσεις. Ασφαλώς ήταν οικισμοί, κατά βάση όμως ήταν στρατιωτικοί πυρήνες. Μπορεί ο Ηρόδοτος να ονομάζει τις σπαρτιάτικες κώμες, δήμους, κατά αναλογία προς τα συμβαίνοντα στην Αθήνα, αλλά οι κώμες των Σπαρτιατών δεν είχαν διοικητικό -ή μόνον διοικητικό-, είχαν πρωτίστως στρατιωτικό χαρακτήρα. Διότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (αποσπ. 498), ο στρατός των Σπαρτιατών απαρτιζόταν από πέντε λόχους, που προέρχονταν από τις κώμες αυτές. Κι επειδή οι λόχοι έπρεπε να έχουν ίσο αριθμό ανδρών, εξυπακούεται ότι οι κώμες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα μόνον αρχικά. Αφότου μάλιστα σχηματίστηκε ένα πολιτικό κέντρο (Γερουσία, Έφοροι, Βασιλείς) ήταν φυσικό πέριξ του κέντρου αυτού να υπάρχει πολυπληθέστερο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι λόχοι των Σπαρτιατών έφεραν τα ακόλουθα ονόματα: Αρίμας ή Σαρίνας, Σίνης, Πλόας, Μεσσοάτης, Εδωλός ή Αιδωλός. Οι αυξανόμενες στρατιωτικές ανάγκες, επέβαλαν κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα και τον σχηματισμό έκτου λόχου. Ταυτόχρονα ή λίγο μετά, αλλάζει και η δομή του σπαρτιάτικου στρατού και εμφανίζεται η γνωστή σπαρτιάτικη ονομασία «μόρα», δηλαδή μοίρα, όχι βέβαια με την έννοια της ειμαρμένης αλλά με την έννοια του μέρους (από το μοιράζω), του τμήματος, δηλαδή της μεγάλης στρατιωτικής μονάδος..
Ιερός Λόχος Θηβών
Ο Ιερός Λόχος των Θηβών ήταν μια από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες που έδρασαν ποτέ στην αρχαία Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 379 π.Χ. από τον Γοργίδα, σε μια εποχή που η Θήβα είχε αποτινάξει τον σπαρτιατικό ζυγό. Ο λόχος απαρτιζόταν από 300 άνδρες, από τους πλέον εξέχοντες νέους της πόλης στις αθλοπαιδιές και ειδικά στην πάλη. Είχαν όλοι τους αριστοκρατική καταγωγή και ήταν προσεκτικά διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του λόχου αδιάσπαστες. Η εντατική εκπαίδευση και οι συχνές μάχες τους, με δημόσια δαπάνη, έκαναν τον λόχο φόβητρο ξακουστό.
Οι μεγαλύτερες στιγμές του λόχου σημειώθηκαν υπό τις διαταγές του Πελοπίδα, καθώς παρέμεινε αήττητος για 35 ολόκληρα χρόνια σφοδρών συγκρούσεων, ενώ καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, το οποίο διοικούσε πλέον ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος. Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Ιερός Λόχος των Θηβών ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, αν και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μαρτυρεί ωστόσο την ύπαρξη του Ιερού Λόχου ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου.
Οργάνωση, τακτική και δράση
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Λόχος ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, την εποχή που η Θήβα αποτίναξε τη σπαρτιατική κυριαρχία. Όμως ο Διόδωρος Σικελιώτης μαρτυρεί ύπαρξη Ιερού Λόχου το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτή η διαφορά με τον Πλούταρχο εξηγείται αν θεωρηθεί πως ο Γοργίδας απλώς αναδιοργάνωσε το σώμα, μετά την απελευθέρωση της Θήβας. Η ίδρυση μιας τέτοιας επίλεκτης μονάδας καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών πρέπει να θεωρηθεί προϊόν μίμησης του επιτυχημένου σπαρτιατικού δόγματος ότι ο πόλεμος είναι τέχνη η οποία αποκτάται με την εκπαίδευση.
Πριν τον Πελοπίδα, ο Ιερός Λόχος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην πρώτη γραμμή της θηβαϊκής φάλαγγας, με αποτέλεσμα τη διασπορά των ανδρών του, ενώ ο Πελοπίδας ήταν ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε ως αδιάσπαστη δύναμη.
Οι πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ο Ιερός Λόχος, μετά την αναδιοργάνωση από τον Πελοπίδα, δεν είναι σαφείς. Εξ αιτίας αυτού έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες ερμηνείες. Κατά μία άποψη, η μονάδα αυτή βρισκόταν πίσω από την πρώτη γραμμή του κέρατος του Επαμεινώνδα. Ωστόσο η θεωρία αυτή προσκρούει στις δυσκολίες παρακολούθησης της μάχης πίσω από σχηματισμό με μεγάλο βάθος, όπως ήταν ο θηβαϊκός. Η αντίθετη άποψη τοποθετεί τον Λόχο στην πρώτη γραμμή της πτέρυγας του Επαμεινώνδα, είτε καλύπτοντάς την ολόκληρη είτε εν μέρει.
Η πρώτη μάχη όπου ο Ιερός Λόχος του Πελοπίδα είχε σημαντική συμβολή ήταν αυτή στην Τεγύρα, όπου ανέκοψε μεγαλύτερη σπαρτιατική δύναμη.
Για τη μάχη των Λεύκτρων, επικρατεί η άποψη πως ο ρόλος του Ιερού Λόχου ήταν καθοριστικός στη διατάραξη της κυκλωτικής κίνησης που επιχείρησαν οι Σπαρτιάτες, αν και μερικοί γνωστοί σύγχρονοι ιστορικοί τον έχουν αμφισβητήσει έντονα, μη δίνοντας βάση στα λεγόμενα του Πλουτάρχου και παρατηρώντας τη σιωπή άλλων αρχαίων συγγραφέων.
Για 35 χρόνια έμεινε αήττητος, μέχρι τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. όπου καταστράφηκε ολοσχερώς από το Μακεδονικό Ιππικό του Φίλιππου το οποίο διοικούσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Κατά μια υπόθεση που έχει αμφισβητηθεί, ο Λέων της Χαιρώνειας είχε αναγερθεί προς τιμή του Ιερού Λόχου, στην περιοχή που είναι θαμμένοι οι νεκροί του.
Το Αθηναϊκό Ναυτικό
Μέχρι το 490 π.Χ., η μετέπειτα θαλασσοκράτειρα Αθήνα διέθετε μεν στόλο, την ανταγωνίζονταν ωστόσο στη θάλασσα στα ίσα τόσο οι Μεγαρείς όσο και οι Κορίνθιοι. Τη χρησιμότητα ισχυρού στόλου την αντιλήφθηκε πρώτος ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και έπεισε τους Αθηναίους να αναλάβουν τις σχετικές δαπάνες. Για την επάνδρωση των πλοίων πολλοί οπλίτες αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε ναύτες, κατηγορώντας τον Θεμιστοκλή ότι μετέτρεψε τους αριστοκράτες από ευγενείς πολεμιστές σε κωπηλάτες.
Το 480 π.Χ. ωστόσο, κατά την εισβολή των Περσών, η Αθήνα μπορούσε να αντιπαρατάξει 200 ετοιμοπόλεμες τριήρεις και να νικήσει τους Πέρσες κατά κράτος στη θάλασσα. Μετά την ήττα των Περσών, η Αθήνα είχε ήδη μετατραπεί σε σημαντική ναυτική δύναμη, ενώ με τους φόρους επί των συμμάχων της κατάφερε να αυξήσει κι άλλο τον στόλο της σε 400 τριήρεις. Η αθηναϊκή θαλασσοκρατορία ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη και το ναυτικό της ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατιωτικού δυναμικού της! Από τότε ως και τον θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), η Αθήνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας.
Η Μακεδονική Φάλαγγα
Την ώρα που το ιππικό που συντρόφευε τον μέγα στρατηλάτη Αλέξανδρο ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατού του, η τιμή οφείλει να πάει στον τρόπο παράταξης της μακεδονικής φάλαγγας, που μεταμορφώθηκε έτσι σε ένα από τα πλέον αξιόμαχα στρατεύματα του αρχαίου κόσμου! Ο χαρακτηριστικός τρόπος παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των επιγόνων του Αλεξάνδρου, ήταν και ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός στρατιωτικά σχηματισμός της αρχαιότητας. Η μακεδονική φάλαγγα, στην πλήρη ανάπτυξή της, αποδίδεται στον Μέγα Αλέξανδρο, η μεταρρύθμιση πάντως της οπλιτικής φάλαγγας στην περίφημη μακεδονική συντελέστηκε από τον Φίλιππο Β’.
Η φάλαγγα αποτελούταν από ελεύθερους επαγγελματίες της Μακεδονίας, από μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστούς των πόλεων, ενώ η προέλευση κάθε τάξης στη φάλαγγα από συγκεκριμένη περιοχή συνέβαλε στο να σφυρηλατείται το ομαδικό πνεύμα και να εξασφαλίζεται έτσι η καλύτερη απόδοση του σώματος. Υπό τη διοίκηση λοιπόν του Φιλίππου Β’ και μετέπειτα του γιου του Αλεξάνδρου, η Μακεδονική Φάλαγγα έγινε πανίσχυρος σχηματισμός, με ακρογωνιαίο λίθο της πολεμικής της τακτικής την περίφημη σάρισα: η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί κατά μέτωπο. Το μακεδονικό υπερόπλο έδωσε στον Αλέξανδρο την υπεροχή στην εκστρατεία του στα πέρατα της οικουμένης.
Τακτική – Στρατηγική
Σχηματισμοί
Οι σχηματισμοί στη μακεδονική φάλαγγα περιελάμβαναν:
Πύκνωση: βάθος 16 ανδρών
Συνασπισμός: 8 (όπως η νοτιοελληνική φάλαγγα)
Βάθος: 32 (σπάνια)
Η φάλαγγα μπορούσε να ταχθεί με ευθύ μέτωπο, λοξά ή σε άλλο σχηματισμό (τοξωτά, σφηνοειδώς, τετράγωνα) κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τον 2ο αιώνα ήταν δυνατή μόνο η ευθεία παράταξη.
Κύρια αποστολή της Μακεδονικής Φάλαγγας στο πεδίο της μάχης, ήταν να καθηλώσει τα αντίπαλα στρατεύματα, να τα αγκιστρώσει, παίζοντας έτσι αμυντικό ρόλο, ή να τα πιέσει δημιουργώντας μια τακτική βάση ανάπτυξης επιχειρησιακών κινήσεων για το υπόλοιπο στράτευμα. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ασφαλώς συνέβαλλε και η καθίζηση του ηθικού που προκαλούσε στους αντιπάλους.
Τακτική
Υπό τη διοίκηση του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, η Μακεδονική φάλαγγα ήταν ισχυρότατος σχηματισμός. Αυτοί οι άνδρες μπόρεσαν να κατανοήσουν και να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά της χωρίς να εκθέσουν στον αντίπαλο τις αδυναμίες της. Κατά την Ελληνιστική περίοδο συγκρούσθηκαν μεγάλες φάλαγγες σαρισοφόρων με ποικίλα αποτελέσματα, ωστόσο ο ρόλος του βαρέος ιππικού πολλές φορές έκρινε εκείνες τις μάχες. Ο Μολοσσός βασιλιάς Πύρρος πρώτος αντιμετώπισε με φάλαγγα τις Ρωμαϊκές λεγεώνες πετυχαίνοντας οριακές νίκες, που όμως, σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στους ελέφαντές του. Οι Ρωμαίοι συνέτριψαν αργότερα τους στρατούς των Ελληνιστικών βασιλείων, καθώς οι πιο ευέλικτες λεγεώνες τους γνώριζαν πως να αντιμετωπίσουν τις φάλαγγες πεζέταιρων.
Κύριο πλεονέκτημα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξε η τρομερή δύναμη κρούσης που παρέτασσε στο εμπρόσθιο τόξο, καθώς οι σάρισες των τριών πρώτων σειρών εκτείνονταν τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της. Το βάθος των ανδρών της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί από μπροστά.
Κύρια μειονεκτήματα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξαν τα εκτεθειμένα πλευρά της και η αδυναμία άμυνας σε περίπτωση διάσπασης ή ρήγματος. Οι φαλαγγίτες δεν διέθεταν ούτε τον οπλισμό ούτε την εκπαίδευση για να αντιμετωπίσουν εκ του συστάδην αντιπάλους με ροπή στην ξιφομαχία, όπως οι λεγεωνάριοι με τις ευέλικτες ασπίδες τους (scutum) και τα φονικά κοντά ξίφη τους (gladius).
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, οι Φίλιππος Β’ και Μ. Αλέξανδρος στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποίησαν την φάλαγγα ως όπλο κρούσης, δηλαδή δεν επεδίωξαν με την επέλασή της να καταβάλλουν τον αντίπαλο. Γνώριζαν ότι κατά την καταδίωξη ενός οπισθοχωρούντος εχθρού η φάλαγγα πιθανότατα θα εξέθετε τα ανυπεράσπιστα πλευρά της ή θα συναντούσε ανωμαλίες στο έδαφος οπότε θα παρουσίαζε ρήγματα. Οι Μακεδόνες στρατηλάτες, αντίθετα, χρησιμοποίησαν την φάλαγγα ώστε να αγκιστρώσουν τις δυνάμεις του αντιπάλου επάνω της, να τις εγκλωβίσουν, και στην συνέχεια να επιτύχουν το αποφασιστικό πλήγμα με το βαρύ ιππικό τους (Εταίροι, Σαρισοφόροι ιππείς, Θεσσαλοί). Αυτή η τακτική διδάσκεται ακόμα και σήμερα στις στρατιωτικές ακαδημίες διεθνώς ως τακτική Σφύρας και Άκμωνος (εν προκειμένω Άκμων=φάλαγγα, Σφύρα=Ιππικό).
Στις καταστροφικές για το βασίλειο της Μακεδονίας μάχες στις Κυνός Κεφαλαί και στην Πύδνα, αντίθετα, η φάλαγγα χρησιμοποιήθηκε ως «οδοστρωτήρας». Οι Ρωμαίοι διέθεταν την ψυχραιμία και την ποιότητα να οπισθοχωρήσουν μετά την πρώτη φονική για αυτούς επαφή, να παρασύρουν την φάλαγγα σε καταδίωξη και να της αντεπιτεθούν μόλις αυτή εξέθεσε τα πλευρά της και παρουσίασε ρήγματα στο μέτωπό της. Κατόπιν αυτού ακολούθησε σφαγή καθώς οι λεγεωνάριοι είχαν ασύγκριτο πλεονέκτημα στις κοντινές επαφές.
Συνοψίζοντας, για να αποτελέσει η Μακεδονική φάλαγγα στοιχείο μιας νικηφόρας συνταγής έπρεπε:
Να δίνει μάχη σε επίπεδο έδαφος χωρίς ανωμαλίες
Να υποστηρίζονται τα πλευρά της επαρκώς από ιππικό ή και υψηλής ποιότητας ελαφρύ πεζικό.
Να οδηγείται σε ασφαλείς για αυτήν ελιγμούς και όχι σε καταδίωξη
Να διοικείται από υψηλής ποιότητας στρατηγούς και ταξιάρχους (όπως αυτοί του Αλεξάνδρου)
Να στελεχώνεται από υψηλής ποιότητας πεζέταιρους (όπως αυτοί του Αλεξάνδρου)
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση (όπως έγινε κατά τις κατακτήσεις των Ελληνιστικών βασιλείων από τους Ρωμαίους) η φάλαγγα εξέθετε τα σημαντικά μειονεκτήματά της με κίνδυνο ένας αποφασισμένος και πειθαρχημένος εχθρός (όπως οι Ρωμαίοι) να τα εκμεταλλευτεί.
Οι Αθάνατοι της Περσικής Αυτοκρατορίας
Περιγράφοντας τον πανίσχυρο στρατό των Περσών, ο ιστορικός Ηρόδοτος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα ελίτ τάγμα που ονόμασε «Αθάνατοι» και αποτελούταν από 10.000 στρατιώτες. Κι ενώ ο περσικός στρατός ήταν ένα συνονθύλευμα εθνών και φυλών, οι Αθάνατοι κατάγονταν όλοι από τις κεντρικές επαρχίες της χώρας. Ντυμένοι με πολύχρωμα ενδύματα, που έκρυβαν τη θωράκισή τους, οι Αθάνατοι ήταν εφοδιασμένοι με τόξα και ξίφη, ενώ τέτοια ήταν η φήμη και τα προνόμια που απολάμβαναν ώστε να εκστρατεύουν με ομάδα από μάγειρες και παλλακίδες. Χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο σάχης του Ιράν, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει το ένδοξο παρελθόν, ονόμασε τη δική του ελίτ στρατιωτική μονάδα «Javidan» («Αθάνατοι»).
Η Ρωμαϊκή Πραιτοριανή Φρουρά
Την ώρα που η πανίσχυρη ρωμαϊκή λεγεώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίλεκτο σώμα της εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα της σπαρτιατικής και μακεδονικής φάλαγγας, εδώ θα μιλήσουμε μόνο για την Πραιτοριανή Φρουρά, καθώς δεν είναι και πολύ συχνό το φαινόμενο ένα ελίτ τάγμα να γίνεται παντοδύναμο, να ξεκόβεται από τη στρατιωτική πεπατημένη και να αναλαμβάνει ρόλους πολύ μεγαλύτερους από αυτούς για τους οποίους φτιάχνεται. Ορόσημο στέκει εδώ η αυτοκρατορική φρουρά του Ρωμαίου ηγεμόνα, οι φοβεροί και τρομεροί Πραίτορες, οι οποίοι από την αρχή σχεδόν της ίδρυσής τους ως αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες διαδραμάτισαν κεφαλαιώδη ρόλο στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Η αυτοκρατορική φρουρά ήταν σχεδόν αδιαχώριστη από τον όλο κρατικό μηχανισμό και δεν ήταν σπάνιο να ανεβάζει και να κατεβάζει αυτοκράτορες (όπως τη δολοφονία του Καλιγούλα), για τέτοια δύναμη μιλάμε. Από την ίδρυσή της το 27 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι και την οριστική της διάλυση το 312 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο, η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν το επίλεκτο σώμα των ρωμαϊκών δυνάμεων. Το σώμα αποτελούταν από 9 κοόρτεις (αργότερα έγιναν 10) των 1.000 αντρών η καθεμία. Όλα τα μέλη του ήταν ιταλοί εθελοντές, η δε αμοιβή τους ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από τις απολαβές ενός λεγεωνάριου. Ο Τιβέριος κράτησε το επίλεκτο σώμα συγκεντρωμένο στη Ρώμη χτίζοντας οχυρωμένους στρατώνες στα τείχη της πόλης και παρέχοντάς του ακόμα πιο αυξημένες αρμοδιότητες.
Μολονότι κάποιες από τις κοόρτεις μπορεί να στέλνονταν σε ξένες χώρες, τρεις ήταν πάντοτε εγκατεστημένες στη Ρώμη και μία από αυτές κατέλυε σε ειδικούς στρατώνες που επικοινωνούσαν απευθείας με το ανάκτορο του αυτοκράτορα. Εφόσον η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν βασικά το μοναδικό μόνιμο στρατιωτικό σώμα στην Ιταλία, κατέληξε να αποτελεί ισχυρή πολιτική δύναμη όσον αφορά στην υποστήριξη ή την ανατροπή του αυτοκράτορα. Με τον καιρό, το μέγεθος και η σύσταση της Πραιτοριανής Φρουράς άλλαξαν και πλέον γίνονταν δεκτοί σε αυτή ακόμη και άντρες από τις επαρχίες, παραμένοντας πάντα το πλέον αξιόμαχο ρωμαϊκό σώμα.
Η Βυζαντινή Βαράγγια Φρουρά
Την ώρα που ο πανίσχυρος βυζαντινός στρατός χρησιμοποιούσε πολλές μισθοφορικές εθνοτικές ομάδες, με πολλές από αυτές να λειτουργούν ως ειδικά επίλεκτα σώματα, και μια σειρά ακόμα από τάγματα να μεταμορφώνονται σε ελίτ προσωπικές φρουρές του αυτοκράτορα και των συγκλητικών οίκων του Βυζαντίου (όπως οι εξκουβίτορες και οι βουκελάριοι), ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στους θρυλικούς Βάραγγους, απογόνους των πρώτων Βίκινγκς που κατοικούσαν σε οικισμούς της σημερινής Ουκρανίας, Ρωσίας και Λευκορωσίας και ο πρίγκιπας του Κιέβου, Βλαδίμηρος Α’, έστειλε ως δώρο στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ περί το 988 μ.Χ. Η αγριότητα και η απαράμιλλη ανδρεία τους στη μάχη οδήγησαν τους βάραγγους μισθοφόρους να ενταχθούν στις τάξεις των πλέον παντοδύναμων στρατών της Μεσογείου.
Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Βασίλειος Β’ σχημάτισε την επίλεκτη βασιλική του φρουρά αποκλειστικά από Βάραγγους, καθώς φοβόταν τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της αυλής του. Για τους επόμενους δύο αιώνες, η Βαράγγια Φρουρά θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της αυτοκρατορίας, επεμβαίνοντας σε διαμάχες και επιβάλλοντας τον νόμο. Το επίλεκτο σώμα των Βάραγγων ξεθώριασε με την παρακμή του Βυζαντίου, όμοια με τους Πραιτοριανούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού έδωσαν βέβαια ένα καλό μάθημα στους Σταυροφόρους που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204.
Οι Κατάφρακτοι
Ο ελληνικός και αργότερα ρωμαϊκός όρος «κατάφρακτος» αναφερόταν στο πολύ καλά θωρακισμένο και πάνοπλο ιππικό που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της Ανατολής, όπως οι Πέρσες, οι Πάρθοι, οι Σασανίδες κ.λπ. Η ολόσωμη θωράκιση τόσο του αλόγου όσο και του ιππέα έκαναν το ιδιαίτερο αυτό σώμα ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο πεδίο της μάχης, τόσο μάλιστα που σύντομα Ρωμαίοι και Βυζαντινοί θα το υιοθετούσαν στις πολεμικές τους μηχανές.
Σασσανίδες: Κλιβανάριος δεξιά κατάφρακτος
Από ανασκαφές στην Κεντρική Ασία, ξέρουμε σήμερα ότι οι παλιότερες εκδοχές των κατάφρακτων όργωναν τις στέπες της Ασίας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., αν και με τη μορφή του πάνοπλου και θωρακισμένου μέχρι τα νύχια έφιππου πολεμιστή που τους ξέρουμε θα έπρεπε να περιμένουμε μερικούς ακόμα αιώνες για να εμφανιστούν. Ασσύριοι, Πέρσες και ιδιαίτερα οι Αχαιμενίδες χρησιμοποιούσαν για αιώνες το επίλεκτο σώμα, πριν οι επίγονοι του Αλεξάνδρου και ειδικά οι Σελευκίδες το εισάγουν στον στρατό τους.
Δεξιά κατάφρακτοι του στρατού των Σελευκιδών
Ο βασιλιάς των Σελευκιδών, Αντίοχος Γ’ ο Μέγας, θεωρείται ο πρώτος που οργάνωσε τάγματα στα πρότυπα του ανατολίτη κατάφρακτου και αυτά πήραν στα σίγουρα μέρος στις μάχες κατά των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων περί τα 200-180 π.Χ. Κι έτσι πέρασαν αργότερα στο ρωμαϊκό στράτευμα, το οποίο επιζητούσε να εντάξει τα καλύτερα ξένα στοιχεία στην πολεμική του μηχανή, με τους πρώτους ρωμαίους κατάφρακτους να εμφανίζονται πλάι στις λεγεώνες κάπου δύο αιώνες αργότερα.
Κι έτσι οι Πέρσες, Σκύθες και Πάρθες κατάφρακτοι έφτασαν μέχρι και τη Ανατολική Ρωμαϊκή (βυζαντινή) αυτοκρατορία ακόμα, πριν μετατραπούν στον κλασικό ιππότη της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Κατάφρακτοι του ρωμέϊκου «Βυζαντινού» στρατού
Από τους Βασιλικούς Κατάφρακτους των Περσών μέχρι και τους βυζαντινούς αντίστοιχούς τους, ο περίφημος ιππέας ήταν πάντα τρομερός και πειθαρχημένος πολεμιστής, αν και σαφώς λιγότερο ευέλικτος από τους άλλους ιππείς. Στο Βυζάντιο γνώρισαν ιδιαίτερη δόξα πλάι στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, καθώς πλέον ένα ακόμα πιο βαριά οπλισμένο σώμα κατάφρακτων είχε εμφανιστεί, οι διαβόητοι Κλιβανοφόροι.
Οι Ασασίνοι
Στον 12ο και 13ο αιώνα, μια αποσχισθείσα σέχτα Νιζαριτών Ισμαηλιτών βρήκε την πολιτική και στρατιωτική φωνή της στους Ασασίνους. Καθώς η Μέση Ανατολή συνταρασσόταν από τις Σταυροφορίες και τις εισβολές των Σελτζούκων πολεμάρχων, οι Ασασίνοι (το όνομα των οποίων φημολογείται ότι προέρχεται από την τάση του τάγματος να εντρυφάτε στο χασίς, αν πιστέψουμε τουλάχιστον τους Σταυροφόρους) ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τους χριστιανούς κατακτητές και τις τουρκικές δυναστείες, θεωρώντας τους σουνίτες χαλίφηδες ακόμα χειρότερους και από τους χριστιανούς εισβολείς.
Ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, που ίδρυσε το τάγμα των Ασασίνων κάποια στιγμή του 11ου αιώνα στο μακρινό Ιράν, οδήγησε τους ακολούθους του στη σημερινή βορειοδυτική Συρία. Οι Ασασίνοι έφτιαξαν κάποια στιγμή και δικό τους βασίλειο πάνω στα βουνά. Το τάγμα ήταν πρακτικά ανίκητο, ενώ ο χειρισμός του γιαταγανιού έμεινε στην Ιστορία. Οι Ασασίνοι ήταν τόσο έμπειροι και επιδέξιοι στον ανταρτοπόλεμο και τις πολιτικές δολοφονίες των αντιπάλων τους, που η αγγλική λέξη για τον δολοφόνο «assassin» έλκει την καταγωγή της από το περίφημο τάγμα των Ασασίνων.
Το σιιτικό στρατιωτικό-θρησκευτικό τάγμα με τις τόσες πολιτικές δολοφονίες στη φαρέτρα του σκόρπισε τον τρόπο στη Μέση Ανατολή για τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, μέχρι να το διαλύσουν οι μογγολικές ορδές στα ορμητήριά του στην Περσία και οι Μαμελούκοι στα εναπομείναντα κάστρα του στη Μέση Ανατολή (γύρω στο 1265 μ.Χ.).
(πληροφορίες από wikipedia, sarantoskargakos, mixanitouxronou, hellinon.net)
pronews.gr
Της Χριστίνας Φλάσκου
Γνωρίστε τα περίφημα στρατιωτικά τμήματα, από την αρχαιότητα μέχρι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που πέρασαν στην ιστορία ως οι φονικότεροι και αήττητοι Στρατοί του κόσμου. Κάντε ένα νοερό ταξίδι από την εποχή των Μυρμιδόνων του Αχιλλέα ως τους Ασασίνους
Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα
Η ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Φθίας (η σημερινή ανατολική Φθιώτιδα) φιλοξενούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, τον περίφημο πολεμικό λαό των Μυρμιδόνων και αποτελούσε πατρίδα του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο ημίθεος Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες του πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 50 πλοία και διέπρεψαν με τα στρατιωτικά ανδραγαθήματά τους και τον απαράμιλλο ηρωισμό τους στη μάχη. Ένας στρατός που λειτούργησε άψογα ως επίλεκτο σώμα δηλαδή, καθώς οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν υπόδειγμα πολεμιστή στην αρχαία Ελλάδα αλλά και άνθρωποι υπερήφανοι που η λέξη «ήττα» δεν περιλαμβανόταν στο λεξιλόγιό τους.
Οι ηρωικοί τους άθλοι προκάλεσαν τον θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλνοντας μυριάδες στον άλλο κόσμο: στα πρώτα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας λεηλάτησε με τους Μυρμιδόνες του 11 πολιτείες γύρω από την Τροία και 12 σε γειτονικά νησιά, παραδίδοντας μάλιστα όλα τα λάφυρα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα. Αν πιστέψουμε το ομηρικό έπος, κανείς από τους Αχαιούς δεν προκάλεσε μεγαλύτερες απώλειες αλλά και τρόμο ανείπωτο στους Τρώες από τον Αχιλλέα και το επίλεκτο στράτευμά του.
Ο μύθος των Μυρμιδόνων
Οι Μυρμιδόνες κατάγονταν από τον Αιακό, τον γιο του Δία και της Αίγινας. Σύμφωνα με έναν από τους μύθους, η Ήρα για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της έστειλε στο νησί του Αισώπου, την Αίγινα, τρία φίδια. Τα ερπετά δηλητηρίασαν το νερό και όλοι οι κάτοικοι του νησιού βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο μόνος που επέζησε, ήταν ο Αιακός. Τότε η μητέρα του Αίγινα, για να μην είναι μόνος του, παρακάλεσε τον Δία να τον βοηθήσει.
Ο Δίας μετέτρεψε τα μυρμήγκια που βρισκόταν σε ένα σάπιο κορμό δέντρου σε ανθρώπους, τους Μυρμιδόνες.
Ο Αιακός απέκτησε τρεις γιους. Ένας από αυτούς ήταν ο Πηλέας, ο οποίος, αφού σκότωσε τον έναν αδερφό του, κατέφυγε με μερικούς Μυρμιδόνες στην περιοχή της Φθίας, τη σημερινή ανατολική Φθιώτιδα και δημιούργησε το βασίλειο των Μυρμιδόνων.
Ο Πηλέας παντρεύτηκε τη θεά της θάλασσας, Θέτις, και απέκτησαν έναν γιο, τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ήταν άτρωτος και υπό τη βασιλεία του οι Μυρμιδόνες γνώρισαν μεγάλη δόξα, όταν πήραν μέρος στον πόλεμο της Τροίας.
Οπλισμός
Η πανοπλία των πολεμιστών έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προστασία τους από τα χτυπήματα των εχθρών. Ήταν έμβλημα κύρους και ήταν διαφορετική για κάθε φυλή. Ήταν βαριά και συνήθως κατασκευάζονταν από χαλκό και μπρούτζο. Η πανοπλία των Μυρμιδόνων είχε καφέ χρώμα όπως και τα μυρμήγκια, από τα οποία κατάγονταν. Η Θέτις παραλαμβάνει από τον Ήφαιστο την ασπίδα του Αχιλλέα Η πιο περίτεχνη και καλύτερη πανοπλία άνηκε στον βασιλιά τους, τον Αχιλλέα, καθώς την είχε κατασκευάσει ο θεός Ήφαιστος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τροία, ο Αχιλλέας έχασε την πανοπλία του, όταν ο Πάτροκλος την φόρεσε για να παραπλανήσει τους Τρώες και σκοτώθηκε από τον Έκτορα.
Τότε η μητέρα του Αχιλλέα, Θέτις, ζήτησε από τον Ήφαιστο να του φτιάξει μια καινούργια. Η νέα του ασπίδα του ήταν ένα έργο τέχνης και περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον Όμηρο. Από το κέντρο ως την άκρη της υπήρχαν λαξευμένες παραστάσεις με εικόνες από τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη , το ήλιο το φεγγάρι και τα αστέρια. Ο Ήφαιστος είχε χαράξει πάνω στην ασπίδα δύο πολιτείες, στη μία οι άνθρωποι παρουσιάζονταν να ζουν ειρηνικά και στη δεύτερη με πόλεμο.
Η ασπίδα του Αχιλλέα εξιστορούσε τη χαρά της ειρήνης και τη συμφορά του πολέμου. Οι Μυρμιδόνες ανέπτυξαν ιδιαίτερα τη ναυτιλία τους και είχαν δημιουργήσει έναν μεγάλο στόλο από πλοία. Όπως και τα υπόλοιπα αρχαία φύλα πολεμούσαν με θάρρος, με σκοπό την κυριαρχία και τον ένδοξο θάνατο. Χρησιμοποιούσαν ακόντια, ξίφη και δόρατα. Η σύγκρουση ξεκινούσε με τη μονομαχία των αρχηγών που μετέβαιναν στο πεδίο της μάχης με άρματα.
Ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων, Αχιλλέας, έβγαινε μπροστά από την παράταξη των πολεμιστών και μονομαχούσε με τον αντίπαλο του. Πρώτα πετούσαν από απόσταση τα ακόντια ο ένας στον άλλον. Ακολουθούσε η μάχη με τα δόρατα και όταν αυτά έσπαγαν, έβγαζαν τα ξίφη. Όταν ένας από τους δύο έπεφτε νεκρός οι στρατιώτες ρίχνονταν στη μάχη σώμα με σώμα.
Οι Μυρμιδόνες στην Τροία
Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν ο Αιακός κατασκεύασε τα τείχη της Τροίας, τρία φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και κατευθύνθηκαν στην πόλη. Τα δύο δεν μπόρεσαν να διαπεράσουν το τείχος του Αιακού, αλλά το ένα κατάφερε να εισχωρήσει στην πόλη.
Όταν οι Τρώες ρώτησαν το μαντείο, τι σήμαινε η εισβολή του φιδιού, ο θεός τους απάντησε ότι ο απόγονος του χτίστη θα τους κατέστρεφε την πόλη. Mερικά χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας κατάφερε να βρει τον περίφημο Μυρμιδόνα, Αχιλλέα και να τον πείσει να συμμετέχει στην εκστρατεία τους ενάντια στην Τροία. Οι Μυρμιδόνες με επικεφαλής τον βασιλιά τους, ξεκίνησαν με 50 πλοία για την Τροία. Θεωρούταν η καλύτερη ομάδα που συμμετείχε στον πόλεμο καθώς με το που πάτησαν το πόδι τους στην Τροία, το μένος του Αχιλλέα ανάγκασε τους Τρώες σε υποχώρηση.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς πολιορκίας της Τροίας, οι Μυρμιδόνες κυρίευσαν και λεηλάτησαν συνολικά 23 συμμαχικές πόλεις. Ο Αχιλλέας ήταν το πρόσωπο που προκάλεσε τις μεγαλύτερες απώλειες στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Αχιλλέας περιφέρει το άψυχο σώμα του Έκτορα δεμένο στο άρμα του. Από τοιχογραφία του Αχιλλείου, Κέρκυρα Η συμβολή των Μυρμιδόνων στον τρωικό πόλεμο, φάνηκε όταν αυτοί με εντολή του Αχιλλέα αποσύρθηκαν από τον πόλεμο για ένα διάστημα.
Η αιτία ήταν η αντιπαλότητα του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, επειδή του πήρε την ιέρεια Βρισηίδα. Τότε, οι Τρώες κέρδισαν έδαφος και υπερίσχυσαν των Αχαιών στις μεταξύ τους μάχες. Οι Αχαιοί παρακάλεσαν τον Αχιλλέα, που είχε κλειστεί στη σκηνή του, και το επίλεκτο τάγμα του να επιστρέψει στον πόλεμο, υποσχόμενοι να του εκπληρώσουν κάθε επιθυμία. Έπειτα από πιέσεις οι Μυρμιδόνες που ζούσαν για να πολεμούν, ρίχτηκαν ξανά στη μάχη με επικεφαλής τον πιστό φίλο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο. Ο Πάτροκλος φόρεσε την πανοπλία του Αχιλλέα για να παραπλανήσει τους εχθρούς.
Όταν ο Έκτορας τον σκότωσε, η εκδίκηση του Αχιλλέα δεν είχε προηγούμενο. Προκάλεσε σε μονομαχία τον Έκτορα και τον σκότωσε. Οι Μυρμιδόνες επαλήθευσαν τον χρησμό. Μπήκαν στην Τροία, κατέστρεψαν την πόλη και έσφαξαν τους κατοίκους με τον Αχιλλέα να σκοτώνεται, όταν χτυπήθηκε από τον Πάρη στο μοναδικό τρωτό του σημείο, την «Αχίλλειο πτέρνα»….
Η Σπαρτιατική Φάλαγγα
Ήταν η πόλη του Λυκούργου, ειδικά μετά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους, που καθόρισε τον τρόπο «επιστημονικής» διεξαγωγής του πολέμου, αναγορεύοντας τη μάχη σε υπέρτατη πολεμική τέχνη. Η Σπάρτη δημιούργησε τον πρώτο τακτικό στρατό του αρχαίου κόσμου, έναν στρατό επαγγελματικό μεν, αλλά χωρίς μισθό, στον οποίο ο πολίτης ήταν διά βίου (μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του) και για όλο το διάστημα της ημέρας οπλίτης. Η αξιοθαύμαστη δομή του σπαρτιατικού στρατού, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε ως κύριο σώμα μάχης τη λακωνική φάλαγγα, ενώ ο βασικός πυρήνας του αποτελούνταν από άντρες που ήταν στενά δεμένοι μεταξύ τους με όρκο.
Οι οπλίτες της λακωνικής φάλαγγας φορούσαν ερυθρά χλαίνη -για να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους κατά τον τραυματισμό-, κρατούσαν χάλκινη ασπίδα μεγάλου μεγέθους (με σήμα ένα τεράστιο κεφαλαίο «Λ») και πολεμούσαν με δόρυ 3-4 μέτρων. Για τις μάχες σώμα με σώμα (εκ του συστάδην) χρησιμοποιούσαν τα ειδικής κατασκευής λακωνικά ξίφη τους.
Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν συγχωρούσε εκείνους που έδειχναν δειλία προ του εχθρού: ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες» (τρέμοντες) και τόσο οι ίδιοι οι «ριψασπίδες» όσο και οι οικογένειές τους δεν είχαν πλέον καμία υπόληψη στην πόλη.
Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) είναι που έκανε τον στρατό τους πανίσχυρο, αφού στην αρχαία Σπάρτη δεν ήταν αξιοσημείωτο το να είναι αλλά το να μην είναι κανείς γενναίος. Βέβαια, παρά το αξιόμαχο του συνόλου του σπαρτιατικού στρατεύματος, υπήρχε ωστόσο ένα επίλεκτο τμήμα 300 ανδρών, οι περίφημοι «Ιππείς», το οποίο συγκροτούσαν οι καλύτεροι σπαρτιάτες «Όμοιοι» πολεμιστές, δηλαδή οι καλύτεροι των καλυτέρων! Αυτοί είχαν την τιμή να πολεμούν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον βασιλιά τους. Οι «Ιππείς» δεν είχαν καμιά διαφορά στον τρόπο μάχης από τον υπόλοιπο στρατό των Λακεδαιμονίων, καθώς σχημάτιζαν κι αυτοί φάλαγγες. Αν και ονομάζονταν «Ιππείς», ήταν στην πραγματικότητα πεζοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δράσης των «Ιππέων» ήταν η μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο Λεωνίδας ηγούνταν αυτού ακριβώς του τμήματος.
Γενικά, ο χαρακτήρας της σπαρτιάτικης πολιτείας ήταν καθαρά στρατιωτικός. Η Σπάρτη ήταν μια πόλη-στρατόπεδο και γι’ αυτό είναι λάθος να ζητάμε από αυτή, τουλάχιστον στην κλασσική εποχή, αυστηρή ρυμοτομία. Οι λεγόμενες κώμες που απάρτιζαν τη Σπάρτη δεν πρέπει να εκλαμβάνονται σαν χωριά ή σαν συνοικισμοί αλλά περισσότερο σαν στρατιωτικές βάσεις. Ασφαλώς ήταν οικισμοί, κατά βάση όμως ήταν στρατιωτικοί πυρήνες. Μπορεί ο Ηρόδοτος να ονομάζει τις σπαρτιάτικες κώμες, δήμους, κατά αναλογία προς τα συμβαίνοντα στην Αθήνα, αλλά οι κώμες των Σπαρτιατών δεν είχαν διοικητικό -ή μόνον διοικητικό-, είχαν πρωτίστως στρατιωτικό χαρακτήρα. Διότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (αποσπ. 498), ο στρατός των Σπαρτιατών απαρτιζόταν από πέντε λόχους, που προέρχονταν από τις κώμες αυτές. Κι επειδή οι λόχοι έπρεπε να έχουν ίσο αριθμό ανδρών, εξυπακούεται ότι οι κώμες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα μόνον αρχικά. Αφότου μάλιστα σχηματίστηκε ένα πολιτικό κέντρο (Γερουσία, Έφοροι, Βασιλείς) ήταν φυσικό πέριξ του κέντρου αυτού να υπάρχει πολυπληθέστερο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι λόχοι των Σπαρτιατών έφεραν τα ακόλουθα ονόματα: Αρίμας ή Σαρίνας, Σίνης, Πλόας, Μεσσοάτης, Εδωλός ή Αιδωλός. Οι αυξανόμενες στρατιωτικές ανάγκες, επέβαλαν κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα και τον σχηματισμό έκτου λόχου. Ταυτόχρονα ή λίγο μετά, αλλάζει και η δομή του σπαρτιάτικου στρατού και εμφανίζεται η γνωστή σπαρτιάτικη ονομασία «μόρα», δηλαδή μοίρα, όχι βέβαια με την έννοια της ειμαρμένης αλλά με την έννοια του μέρους (από το μοιράζω), του τμήματος, δηλαδή της μεγάλης στρατιωτικής μονάδος..
Ιερός Λόχος Θηβών
Ο Ιερός Λόχος των Θηβών ήταν μια από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες που έδρασαν ποτέ στην αρχαία Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 379 π.Χ. από τον Γοργίδα, σε μια εποχή που η Θήβα είχε αποτινάξει τον σπαρτιατικό ζυγό. Ο λόχος απαρτιζόταν από 300 άνδρες, από τους πλέον εξέχοντες νέους της πόλης στις αθλοπαιδιές και ειδικά στην πάλη. Είχαν όλοι τους αριστοκρατική καταγωγή και ήταν προσεκτικά διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του λόχου αδιάσπαστες. Η εντατική εκπαίδευση και οι συχνές μάχες τους, με δημόσια δαπάνη, έκαναν τον λόχο φόβητρο ξακουστό.
Οι μεγαλύτερες στιγμές του λόχου σημειώθηκαν υπό τις διαταγές του Πελοπίδα, καθώς παρέμεινε αήττητος για 35 ολόκληρα χρόνια σφοδρών συγκρούσεων, ενώ καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, το οποίο διοικούσε πλέον ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος. Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Ιερός Λόχος των Θηβών ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, αν και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μαρτυρεί ωστόσο την ύπαρξη του Ιερού Λόχου ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου.
Οργάνωση, τακτική και δράση
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Λόχος ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, την εποχή που η Θήβα αποτίναξε τη σπαρτιατική κυριαρχία. Όμως ο Διόδωρος Σικελιώτης μαρτυρεί ύπαρξη Ιερού Λόχου το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτή η διαφορά με τον Πλούταρχο εξηγείται αν θεωρηθεί πως ο Γοργίδας απλώς αναδιοργάνωσε το σώμα, μετά την απελευθέρωση της Θήβας. Η ίδρυση μιας τέτοιας επίλεκτης μονάδας καλά εκπαιδευμένων στρατιωτών πρέπει να θεωρηθεί προϊόν μίμησης του επιτυχημένου σπαρτιατικού δόγματος ότι ο πόλεμος είναι τέχνη η οποία αποκτάται με την εκπαίδευση.
Πριν τον Πελοπίδα, ο Ιερός Λόχος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην πρώτη γραμμή της θηβαϊκής φάλαγγας, με αποτέλεσμα τη διασπορά των ανδρών του, ενώ ο Πελοπίδας ήταν ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε ως αδιάσπαστη δύναμη.
Οι πληροφορίες που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ο Ιερός Λόχος, μετά την αναδιοργάνωση από τον Πελοπίδα, δεν είναι σαφείς. Εξ αιτίας αυτού έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες ερμηνείες. Κατά μία άποψη, η μονάδα αυτή βρισκόταν πίσω από την πρώτη γραμμή του κέρατος του Επαμεινώνδα. Ωστόσο η θεωρία αυτή προσκρούει στις δυσκολίες παρακολούθησης της μάχης πίσω από σχηματισμό με μεγάλο βάθος, όπως ήταν ο θηβαϊκός. Η αντίθετη άποψη τοποθετεί τον Λόχο στην πρώτη γραμμή της πτέρυγας του Επαμεινώνδα, είτε καλύπτοντάς την ολόκληρη είτε εν μέρει.
Η πρώτη μάχη όπου ο Ιερός Λόχος του Πελοπίδα είχε σημαντική συμβολή ήταν αυτή στην Τεγύρα, όπου ανέκοψε μεγαλύτερη σπαρτιατική δύναμη.
Για τη μάχη των Λεύκτρων, επικρατεί η άποψη πως ο ρόλος του Ιερού Λόχου ήταν καθοριστικός στη διατάραξη της κυκλωτικής κίνησης που επιχείρησαν οι Σπαρτιάτες, αν και μερικοί γνωστοί σύγχρονοι ιστορικοί τον έχουν αμφισβητήσει έντονα, μη δίνοντας βάση στα λεγόμενα του Πλουτάρχου και παρατηρώντας τη σιωπή άλλων αρχαίων συγγραφέων.
Για 35 χρόνια έμεινε αήττητος, μέχρι τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. όπου καταστράφηκε ολοσχερώς από το Μακεδονικό Ιππικό του Φίλιππου το οποίο διοικούσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Κατά μια υπόθεση που έχει αμφισβητηθεί, ο Λέων της Χαιρώνειας είχε αναγερθεί προς τιμή του Ιερού Λόχου, στην περιοχή που είναι θαμμένοι οι νεκροί του.
Το Αθηναϊκό Ναυτικό
Μέχρι το 490 π.Χ., η μετέπειτα θαλασσοκράτειρα Αθήνα διέθετε μεν στόλο, την ανταγωνίζονταν ωστόσο στη θάλασσα στα ίσα τόσο οι Μεγαρείς όσο και οι Κορίνθιοι. Τη χρησιμότητα ισχυρού στόλου την αντιλήφθηκε πρώτος ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και έπεισε τους Αθηναίους να αναλάβουν τις σχετικές δαπάνες. Για την επάνδρωση των πλοίων πολλοί οπλίτες αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε ναύτες, κατηγορώντας τον Θεμιστοκλή ότι μετέτρεψε τους αριστοκράτες από ευγενείς πολεμιστές σε κωπηλάτες.
Το 480 π.Χ. ωστόσο, κατά την εισβολή των Περσών, η Αθήνα μπορούσε να αντιπαρατάξει 200 ετοιμοπόλεμες τριήρεις και να νικήσει τους Πέρσες κατά κράτος στη θάλασσα. Μετά την ήττα των Περσών, η Αθήνα είχε ήδη μετατραπεί σε σημαντική ναυτική δύναμη, ενώ με τους φόρους επί των συμμάχων της κατάφερε να αυξήσει κι άλλο τον στόλο της σε 400 τριήρεις. Η αθηναϊκή θαλασσοκρατορία ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη και το ναυτικό της ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατιωτικού δυναμικού της! Από τότε ως και τον θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), η Αθήνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας.
Η Μακεδονική Φάλαγγα
Την ώρα που το ιππικό που συντρόφευε τον μέγα στρατηλάτη Αλέξανδρο ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατού του, η τιμή οφείλει να πάει στον τρόπο παράταξης της μακεδονικής φάλαγγας, που μεταμορφώθηκε έτσι σε ένα από τα πλέον αξιόμαχα στρατεύματα του αρχαίου κόσμου! Ο χαρακτηριστικός τρόπος παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των επιγόνων του Αλεξάνδρου, ήταν και ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός στρατιωτικά σχηματισμός της αρχαιότητας. Η μακεδονική φάλαγγα, στην πλήρη ανάπτυξή της, αποδίδεται στον Μέγα Αλέξανδρο, η μεταρρύθμιση πάντως της οπλιτικής φάλαγγας στην περίφημη μακεδονική συντελέστηκε από τον Φίλιππο Β’.
Η φάλαγγα αποτελούταν από ελεύθερους επαγγελματίες της Μακεδονίας, από μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστούς των πόλεων, ενώ η προέλευση κάθε τάξης στη φάλαγγα από συγκεκριμένη περιοχή συνέβαλε στο να σφυρηλατείται το ομαδικό πνεύμα και να εξασφαλίζεται έτσι η καλύτερη απόδοση του σώματος. Υπό τη διοίκηση λοιπόν του Φιλίππου Β’ και μετέπειτα του γιου του Αλεξάνδρου, η Μακεδονική Φάλαγγα έγινε πανίσχυρος σχηματισμός, με ακρογωνιαίο λίθο της πολεμικής της τακτικής την περίφημη σάρισα: η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί κατά μέτωπο. Το μακεδονικό υπερόπλο έδωσε στον Αλέξανδρο την υπεροχή στην εκστρατεία του στα πέρατα της οικουμένης.
Τακτική – Στρατηγική
Σχηματισμοί
Οι σχηματισμοί στη μακεδονική φάλαγγα περιελάμβαναν:
Πύκνωση: βάθος 16 ανδρών
Συνασπισμός: 8 (όπως η νοτιοελληνική φάλαγγα)
Βάθος: 32 (σπάνια)
Η φάλαγγα μπορούσε να ταχθεί με ευθύ μέτωπο, λοξά ή σε άλλο σχηματισμό (τοξωτά, σφηνοειδώς, τετράγωνα) κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Τον 2ο αιώνα ήταν δυνατή μόνο η ευθεία παράταξη.
Κύρια αποστολή της Μακεδονικής Φάλαγγας στο πεδίο της μάχης, ήταν να καθηλώσει τα αντίπαλα στρατεύματα, να τα αγκιστρώσει, παίζοντας έτσι αμυντικό ρόλο, ή να τα πιέσει δημιουργώντας μια τακτική βάση ανάπτυξης επιχειρησιακών κινήσεων για το υπόλοιπο στράτευμα. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, ασφαλώς συνέβαλλε και η καθίζηση του ηθικού που προκαλούσε στους αντιπάλους.
Τακτική
Υπό τη διοίκηση του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, η Μακεδονική φάλαγγα ήταν ισχυρότατος σχηματισμός. Αυτοί οι άνδρες μπόρεσαν να κατανοήσουν και να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά της χωρίς να εκθέσουν στον αντίπαλο τις αδυναμίες της. Κατά την Ελληνιστική περίοδο συγκρούσθηκαν μεγάλες φάλαγγες σαρισοφόρων με ποικίλα αποτελέσματα, ωστόσο ο ρόλος του βαρέος ιππικού πολλές φορές έκρινε εκείνες τις μάχες. Ο Μολοσσός βασιλιάς Πύρρος πρώτος αντιμετώπισε με φάλαγγα τις Ρωμαϊκές λεγεώνες πετυχαίνοντας οριακές νίκες, που όμως, σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στους ελέφαντές του. Οι Ρωμαίοι συνέτριψαν αργότερα τους στρατούς των Ελληνιστικών βασιλείων, καθώς οι πιο ευέλικτες λεγεώνες τους γνώριζαν πως να αντιμετωπίσουν τις φάλαγγες πεζέταιρων.
Κύριο πλεονέκτημα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξε η τρομερή δύναμη κρούσης που παρέτασσε στο εμπρόσθιο τόξο, καθώς οι σάρισες των τριών πρώτων σειρών εκτείνονταν τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της. Το βάθος των ανδρών της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί από μπροστά.
Κύρια μειονεκτήματα της Μακεδονικής φάλαγγας υπήρξαν τα εκτεθειμένα πλευρά της και η αδυναμία άμυνας σε περίπτωση διάσπασης ή ρήγματος. Οι φαλαγγίτες δεν διέθεταν ούτε τον οπλισμό ούτε την εκπαίδευση για να αντιμετωπίσουν εκ του συστάδην αντιπάλους με ροπή στην ξιφομαχία, όπως οι λεγεωνάριοι με τις ευέλικτες ασπίδες τους (scutum) και τα φονικά κοντά ξίφη τους (gladius).
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, οι Φίλιππος Β’ και Μ. Αλέξανδρος στην πραγματικότητα δεν χρησιμοποίησαν την φάλαγγα ως όπλο κρούσης, δηλαδή δεν επεδίωξαν με την επέλασή της να καταβάλλουν τον αντίπαλο. Γνώριζαν ότι κατά την καταδίωξη ενός οπισθοχωρούντος εχθρού η φάλαγγα πιθανότατα θα εξέθετε τα ανυπεράσπιστα πλευρά της ή θα συναντούσε ανωμαλίες στο έδαφος οπότε θα παρουσίαζε ρήγματα. Οι Μακεδόνες στρατηλάτες, αντίθετα, χρησιμοποίησαν την φάλαγγα ώστε να αγκιστρώσουν τις δυνάμεις του αντιπάλου επάνω της, να τις εγκλωβίσουν, και στην συνέχεια να επιτύχουν το αποφασιστικό πλήγμα με το βαρύ ιππικό τους (Εταίροι, Σαρισοφόροι ιππείς, Θεσσαλοί). Αυτή η τακτική διδάσκεται ακόμα και σήμερα στις στρατιωτικές ακαδημίες διεθνώς ως τακτική Σφύρας και Άκμωνος (εν προκειμένω Άκμων=φάλαγγα, Σφύρα=Ιππικό).
Στις καταστροφικές για το βασίλειο της Μακεδονίας μάχες στις Κυνός Κεφαλαί και στην Πύδνα, αντίθετα, η φάλαγγα χρησιμοποιήθηκε ως «οδοστρωτήρας». Οι Ρωμαίοι διέθεταν την ψυχραιμία και την ποιότητα να οπισθοχωρήσουν μετά την πρώτη φονική για αυτούς επαφή, να παρασύρουν την φάλαγγα σε καταδίωξη και να της αντεπιτεθούν μόλις αυτή εξέθεσε τα πλευρά της και παρουσίασε ρήγματα στο μέτωπό της. Κατόπιν αυτού ακολούθησε σφαγή καθώς οι λεγεωνάριοι είχαν ασύγκριτο πλεονέκτημα στις κοντινές επαφές.
Συνοψίζοντας, για να αποτελέσει η Μακεδονική φάλαγγα στοιχείο μιας νικηφόρας συνταγής έπρεπε:
Να δίνει μάχη σε επίπεδο έδαφος χωρίς ανωμαλίες
Να υποστηρίζονται τα πλευρά της επαρκώς από ιππικό ή και υψηλής ποιότητας ελαφρύ πεζικό.
Να οδηγείται σε ασφαλείς για αυτήν ελιγμούς και όχι σε καταδίωξη
Να διοικείται από υψηλής ποιότητας στρατηγούς και ταξιάρχους (όπως αυτοί του Αλεξάνδρου)
Να στελεχώνεται από υψηλής ποιότητας πεζέταιρους (όπως αυτοί του Αλεξάνδρου)
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση (όπως έγινε κατά τις κατακτήσεις των Ελληνιστικών βασιλείων από τους Ρωμαίους) η φάλαγγα εξέθετε τα σημαντικά μειονεκτήματά της με κίνδυνο ένας αποφασισμένος και πειθαρχημένος εχθρός (όπως οι Ρωμαίοι) να τα εκμεταλλευτεί.
Οι Αθάνατοι της Περσικής Αυτοκρατορίας
Περιγράφοντας τον πανίσχυρο στρατό των Περσών, ο ιστορικός Ηρόδοτος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα ελίτ τάγμα που ονόμασε «Αθάνατοι» και αποτελούταν από 10.000 στρατιώτες. Κι ενώ ο περσικός στρατός ήταν ένα συνονθύλευμα εθνών και φυλών, οι Αθάνατοι κατάγονταν όλοι από τις κεντρικές επαρχίες της χώρας. Ντυμένοι με πολύχρωμα ενδύματα, που έκρυβαν τη θωράκισή τους, οι Αθάνατοι ήταν εφοδιασμένοι με τόξα και ξίφη, ενώ τέτοια ήταν η φήμη και τα προνόμια που απολάμβαναν ώστε να εκστρατεύουν με ομάδα από μάγειρες και παλλακίδες. Χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο σάχης του Ιράν, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει το ένδοξο παρελθόν, ονόμασε τη δική του ελίτ στρατιωτική μονάδα «Javidan» («Αθάνατοι»).
Η Ρωμαϊκή Πραιτοριανή Φρουρά
Την ώρα που η πανίσχυρη ρωμαϊκή λεγεώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίλεκτο σώμα της εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα της σπαρτιατικής και μακεδονικής φάλαγγας, εδώ θα μιλήσουμε μόνο για την Πραιτοριανή Φρουρά, καθώς δεν είναι και πολύ συχνό το φαινόμενο ένα ελίτ τάγμα να γίνεται παντοδύναμο, να ξεκόβεται από τη στρατιωτική πεπατημένη και να αναλαμβάνει ρόλους πολύ μεγαλύτερους από αυτούς για τους οποίους φτιάχνεται. Ορόσημο στέκει εδώ η αυτοκρατορική φρουρά του Ρωμαίου ηγεμόνα, οι φοβεροί και τρομεροί Πραίτορες, οι οποίοι από την αρχή σχεδόν της ίδρυσής τους ως αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες διαδραμάτισαν κεφαλαιώδη ρόλο στο εσωτερικό της κοινωνίας.
Η αυτοκρατορική φρουρά ήταν σχεδόν αδιαχώριστη από τον όλο κρατικό μηχανισμό και δεν ήταν σπάνιο να ανεβάζει και να κατεβάζει αυτοκράτορες (όπως τη δολοφονία του Καλιγούλα), για τέτοια δύναμη μιλάμε. Από την ίδρυσή της το 27 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι και την οριστική της διάλυση το 312 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο, η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν το επίλεκτο σώμα των ρωμαϊκών δυνάμεων. Το σώμα αποτελούταν από 9 κοόρτεις (αργότερα έγιναν 10) των 1.000 αντρών η καθεμία. Όλα τα μέλη του ήταν ιταλοί εθελοντές, η δε αμοιβή τους ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από τις απολαβές ενός λεγεωνάριου. Ο Τιβέριος κράτησε το επίλεκτο σώμα συγκεντρωμένο στη Ρώμη χτίζοντας οχυρωμένους στρατώνες στα τείχη της πόλης και παρέχοντάς του ακόμα πιο αυξημένες αρμοδιότητες.
Μολονότι κάποιες από τις κοόρτεις μπορεί να στέλνονταν σε ξένες χώρες, τρεις ήταν πάντοτε εγκατεστημένες στη Ρώμη και μία από αυτές κατέλυε σε ειδικούς στρατώνες που επικοινωνούσαν απευθείας με το ανάκτορο του αυτοκράτορα. Εφόσον η Πραιτοριανή Φρουρά ήταν βασικά το μοναδικό μόνιμο στρατιωτικό σώμα στην Ιταλία, κατέληξε να αποτελεί ισχυρή πολιτική δύναμη όσον αφορά στην υποστήριξη ή την ανατροπή του αυτοκράτορα. Με τον καιρό, το μέγεθος και η σύσταση της Πραιτοριανής Φρουράς άλλαξαν και πλέον γίνονταν δεκτοί σε αυτή ακόμη και άντρες από τις επαρχίες, παραμένοντας πάντα το πλέον αξιόμαχο ρωμαϊκό σώμα.
Η Βυζαντινή Βαράγγια Φρουρά
Την ώρα που ο πανίσχυρος βυζαντινός στρατός χρησιμοποιούσε πολλές μισθοφορικές εθνοτικές ομάδες, με πολλές από αυτές να λειτουργούν ως ειδικά επίλεκτα σώματα, και μια σειρά ακόμα από τάγματα να μεταμορφώνονται σε ελίτ προσωπικές φρουρές του αυτοκράτορα και των συγκλητικών οίκων του Βυζαντίου (όπως οι εξκουβίτορες και οι βουκελάριοι), ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στους θρυλικούς Βάραγγους, απογόνους των πρώτων Βίκινγκς που κατοικούσαν σε οικισμούς της σημερινής Ουκρανίας, Ρωσίας και Λευκορωσίας και ο πρίγκιπας του Κιέβου, Βλαδίμηρος Α’, έστειλε ως δώρο στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ περί το 988 μ.Χ. Η αγριότητα και η απαράμιλλη ανδρεία τους στη μάχη οδήγησαν τους βάραγγους μισθοφόρους να ενταχθούν στις τάξεις των πλέον παντοδύναμων στρατών της Μεσογείου.
Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Βασίλειος Β’ σχημάτισε την επίλεκτη βασιλική του φρουρά αποκλειστικά από Βάραγγους, καθώς φοβόταν τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της αυλής του. Για τους επόμενους δύο αιώνες, η Βαράγγια Φρουρά θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της αυτοκρατορίας, επεμβαίνοντας σε διαμάχες και επιβάλλοντας τον νόμο. Το επίλεκτο σώμα των Βάραγγων ξεθώριασε με την παρακμή του Βυζαντίου, όμοια με τους Πραιτοριανούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού έδωσαν βέβαια ένα καλό μάθημα στους Σταυροφόρους που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204.
Οι Κατάφρακτοι
Ο ελληνικός και αργότερα ρωμαϊκός όρος «κατάφρακτος» αναφερόταν στο πολύ καλά θωρακισμένο και πάνοπλο ιππικό που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της Ανατολής, όπως οι Πέρσες, οι Πάρθοι, οι Σασανίδες κ.λπ. Η ολόσωμη θωράκιση τόσο του αλόγου όσο και του ιππέα έκαναν το ιδιαίτερο αυτό σώμα ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο πεδίο της μάχης, τόσο μάλιστα που σύντομα Ρωμαίοι και Βυζαντινοί θα το υιοθετούσαν στις πολεμικές τους μηχανές.
Σασσανίδες: Κλιβανάριος δεξιά κατάφρακτος
Από ανασκαφές στην Κεντρική Ασία, ξέρουμε σήμερα ότι οι παλιότερες εκδοχές των κατάφρακτων όργωναν τις στέπες της Ασίας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., αν και με τη μορφή του πάνοπλου και θωρακισμένου μέχρι τα νύχια έφιππου πολεμιστή που τους ξέρουμε θα έπρεπε να περιμένουμε μερικούς ακόμα αιώνες για να εμφανιστούν. Ασσύριοι, Πέρσες και ιδιαίτερα οι Αχαιμενίδες χρησιμοποιούσαν για αιώνες το επίλεκτο σώμα, πριν οι επίγονοι του Αλεξάνδρου και ειδικά οι Σελευκίδες το εισάγουν στον στρατό τους.
Δεξιά κατάφρακτοι του στρατού των Σελευκιδών
Ο βασιλιάς των Σελευκιδών, Αντίοχος Γ’ ο Μέγας, θεωρείται ο πρώτος που οργάνωσε τάγματα στα πρότυπα του ανατολίτη κατάφρακτου και αυτά πήραν στα σίγουρα μέρος στις μάχες κατά των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων περί τα 200-180 π.Χ. Κι έτσι πέρασαν αργότερα στο ρωμαϊκό στράτευμα, το οποίο επιζητούσε να εντάξει τα καλύτερα ξένα στοιχεία στην πολεμική του μηχανή, με τους πρώτους ρωμαίους κατάφρακτους να εμφανίζονται πλάι στις λεγεώνες κάπου δύο αιώνες αργότερα.
Κι έτσι οι Πέρσες, Σκύθες και Πάρθες κατάφρακτοι έφτασαν μέχρι και τη Ανατολική Ρωμαϊκή (βυζαντινή) αυτοκρατορία ακόμα, πριν μετατραπούν στον κλασικό ιππότη της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Κατάφρακτοι του ρωμέϊκου «Βυζαντινού» στρατού
Από τους Βασιλικούς Κατάφρακτους των Περσών μέχρι και τους βυζαντινούς αντίστοιχούς τους, ο περίφημος ιππέας ήταν πάντα τρομερός και πειθαρχημένος πολεμιστής, αν και σαφώς λιγότερο ευέλικτος από τους άλλους ιππείς. Στο Βυζάντιο γνώρισαν ιδιαίτερη δόξα πλάι στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, καθώς πλέον ένα ακόμα πιο βαριά οπλισμένο σώμα κατάφρακτων είχε εμφανιστεί, οι διαβόητοι Κλιβανοφόροι.
Οι Ασασίνοι
Στον 12ο και 13ο αιώνα, μια αποσχισθείσα σέχτα Νιζαριτών Ισμαηλιτών βρήκε την πολιτική και στρατιωτική φωνή της στους Ασασίνους. Καθώς η Μέση Ανατολή συνταρασσόταν από τις Σταυροφορίες και τις εισβολές των Σελτζούκων πολεμάρχων, οι Ασασίνοι (το όνομα των οποίων φημολογείται ότι προέρχεται από την τάση του τάγματος να εντρυφάτε στο χασίς, αν πιστέψουμε τουλάχιστον τους Σταυροφόρους) ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τους χριστιανούς κατακτητές και τις τουρκικές δυναστείες, θεωρώντας τους σουνίτες χαλίφηδες ακόμα χειρότερους και από τους χριστιανούς εισβολείς.
Ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, που ίδρυσε το τάγμα των Ασασίνων κάποια στιγμή του 11ου αιώνα στο μακρινό Ιράν, οδήγησε τους ακολούθους του στη σημερινή βορειοδυτική Συρία. Οι Ασασίνοι έφτιαξαν κάποια στιγμή και δικό τους βασίλειο πάνω στα βουνά. Το τάγμα ήταν πρακτικά ανίκητο, ενώ ο χειρισμός του γιαταγανιού έμεινε στην Ιστορία. Οι Ασασίνοι ήταν τόσο έμπειροι και επιδέξιοι στον ανταρτοπόλεμο και τις πολιτικές δολοφονίες των αντιπάλων τους, που η αγγλική λέξη για τον δολοφόνο «assassin» έλκει την καταγωγή της από το περίφημο τάγμα των Ασασίνων.
Το σιιτικό στρατιωτικό-θρησκευτικό τάγμα με τις τόσες πολιτικές δολοφονίες στη φαρέτρα του σκόρπισε τον τρόπο στη Μέση Ανατολή για τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, μέχρι να το διαλύσουν οι μογγολικές ορδές στα ορμητήριά του στην Περσία και οι Μαμελούκοι στα εναπομείναντα κάστρα του στη Μέση Ανατολή (γύρω στο 1265 μ.Χ.).
(πληροφορίες από wikipedia, sarantoskargakos, mixanitouxronou, hellinon.net)
pronews.gr