Οι απόψεις στην επιστημονική κοινότητα σχετικά με το γάλα διίστανται και κάποιες
φορές είναι αντιφατικές.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο για μια ισορροπημένη διατροφή και βοηθάει στην υγεία των οστών. Άλλοι όμως, πιστεύουν ότι όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο, αλλά και ότι μπορεί να βλάψει τους καταναλωτές.
Οι επιστήμονες διαφωνούν ακόμη και για την ημερήσια συνιστώμενη ποσότητα. Το Αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας υποστηρίζει ότι καθημερινά μπορούμε να καταναλώσουμε μέχρι τρία ποτήρια γάλα, ενώ η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ συνιστά ένα με δύο ποτήρια την ημέρα.
Οι καταναλωτές με τη σειρά τους έχουν μπερδευτεί από τις αμέτρητες διφορούμενες έρευνες που βγαίνουν στη δημοσιότητα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση της κατανάλωσης γάλακτος σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με μετρήσεις, οι Αμερικανοί πίνουν 37% λιγότερο γάλα από ό,τι έπιναν στη δεκαετία του 1970, ενώ η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειωθεί κατά ένα τρίτο τα τελευταία 20 χρόνια.
Τελικά πρέπει να πίνουμε γάλα;
Το γάλα, όπως και τα περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα, είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, όπως ασβέστιο, ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, B, C, D και Β12, φώσφορο, κάλιο και νιασίνη. Ένα ποτήρι περιέχει μόλις 146 θερμίδες, ενώ έχει 8 γραμμάρια πρωτεΐνης.
Η περιεκτικότητα των θρεπτικών συστατικών εξαρτάται από τη διατροφή των ζώων. Έχει παρατηρηθεί ότι το γάλα από αγελάδες που ζουν σε βοσκότοπους και τρέφονται με χορτάρια, έχει περισσότερες βιταμίνες και ωφέλιμα λιπαρά οξέα.
Το ασβέστιο, ο φώσφορος και η βιταμίνη D έχουν συνδεθεί με τη διατήρηση γερών οστών και δοντιών. Το ασβέστιο του αγελαδινού γάλακτος απορροφάται πιο εύκολα από τον οργανισμό συγκριτικά με το ασβέστιο που περιέχεται στο γάλα καρύδας που πολλοί προτείνουν ως εναλλακτική λύση.
Παράλληλα, η πρωτεΐνη που περιέχεται στο γάλα, βοηθάει στην ανάπλαση των μυϊκών ιστών, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι η βιταμίνη Β12 βοηθάει την κυκλοφορία του αίματος, αλλά και τη σωστή λειτουργία του εγκεφάλου.
Όλα αυτά καθιστούν το γάλα εξαιρετικά θρεπτικό. Παρόλο, όμως, που το γάλα θεωρείται υπερτροφή για την ενδυνάμωση των οστών, έρευνες έχουν δείξει ότι σε χώρες που η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων είναι χαμηλή, υπάρχουν και χαμηλά ποσοστά οστεοπόρωσης. Αντίθετα, σε χώρες που καταναλώνουν πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως οι ΗΠΑ, συχνά έχουν υψηλά ποσοστά οστεοπόρωσης.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα προκαλούν οστεοπόρωση. Η πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι βελτιώνουν την οστική πυκνότητα και μειώνουν τον κίνδυνο καταγμάτων στους ηλικιωμένους. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι το πλήρες γάλα, παρόλο που είναι υψηλό σε θερμίδες, έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο παχυσαρκίας. Μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ έδειξε ότι όσοι κατανάλωναν πλήρες γάλα είχαν λιγότερο λίπος στην κοιλιά, χαμηλότερα τριγλυκερίδια και 62% λιγότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Το γάλα που προέρχεται από αγελάδες που τρέφονται με χορτάρια, έχει ακόμη συνδεθεί με μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οι επιστήμονες αποδίδουν αυτήν την ιδιότητα στη βιταμίνη K2 που περιέχεται σε αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που βοηθά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και των φλεγμονών.
Παρ’ όλα αυτά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα βοηθούν την απελευθέρωση ινσουλίνης. Αυτός είναι και ο λόγος που η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συνδεθεί με αυξημένη ακμή, αλλά και τον κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου.
Οι μέχρι τώρα έρευνες, όμως, δεν έχουν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Άλλες μιλούν για μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, ενώ άλλες για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη.
Το πρόβλημα με την κατανάλωση του γάλακτος προκύπτει όταν οι καταναλωτές έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, το φυσικό σάκχαρο που εμπεριέχεται στο γάλα. Περίπου το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αφομοιώσει τη λακτόζη μετά τη βρεφική ηλικία. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μειωμένα επίπεδα λακτάσης, του ενζύμου που διασπά τη λακτόζη σε γλυκόζη για να απορροφηθεί στον οργανισμό. Τα παιδιά παράγουν περισσότερη λακτάση για να μπορέσουν να διασπάσουν τη λακτόζη που υπάρχει στο μητρικό γάλα.
Χωρίς αρκετή λακτάση, η λακτόζη διασπάται από βακτήρια στο λεπτό έντερο, προκαλώντας φούσκωμα, κράμπες στομάχου, διάρροια και ναυτία. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνες, η δυσανεξία στη λακτόζη είναι σπάνια στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία, αλλά είναι πολύ συχνή στην Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική.
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία χιλιάδες χρόνια, με αποτέλεσμα το σώμα τους να έχει προσαρμοστεί και υποστεί γενετικές μεταλλάξεις για να δέχεται πιο εύκολα το αγελαδινό γάλα.
Ένα επιχείρημα κατά της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων είναι ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό είδος που πίνει γάλα από κάποιο άλλο ζώο κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του, κάτι που χαρακτηρίζεται ως «αφύσικο».
Οι αγελάδες παράγουν γάλα για να ταΐσουν τα παιδιά τους και όχι τους ανθρώπους, παρ’ όλα αυτά δεν έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να μας βλάψει, αν είμαστε υγιείς και δεν έχουμε αλλεργία σε κάποιο από τα συστατικά του.
Οι περισσότεροι διατροφολόγοι υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση γάλακτος μπορεί να γίνει από όλες τις ηλικίες, αρκεί να μην ξεπερνούν τα τρία ποτήρια την ημέρα.
Ποιο είναι το καλύτερο γάλα;
Η ποιότητα του γάλακτος εξαρτάται από τροφή και το μέρος που ζει το ζώο.
Γενικότερα, το κατσικίσιο γάλα θεωρείται πιο υγιεινό από το αγελαδινό. Παρόλο που έχει περίπου τα ίδια θρεπτικά συστατικά με το γάλα αγελάδας, το κατσικίσιο έχει 15% περισσότερο ασβέστιο, λιγότερη λακτόζη και χοληστερόλη, καλύτερη ποιότητα καζεΐνης που είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα.
Μπορεί φαινομενικά να έχει περισσότερα λιπαρά οξέα, αλλά το 30% αυτών χρησιμοποιούνται για να μας δώσουν ενέργεια και δεν αποθηκεύονται στον οργανισμό.
Όλα αυτά το κάνουν πιο εύπεπτο. Η γεύση του, όμως, είναι ιδιαίτερη και έτσι πολλοί δυσκολεύονται να το πιουν.
Πηγή: valueforlife.gr
φορές είναι αντιφατικές.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο για μια ισορροπημένη διατροφή και βοηθάει στην υγεία των οστών. Άλλοι όμως, πιστεύουν ότι όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο, αλλά και ότι μπορεί να βλάψει τους καταναλωτές.
Οι επιστήμονες διαφωνούν ακόμη και για την ημερήσια συνιστώμενη ποσότητα. Το Αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας υποστηρίζει ότι καθημερινά μπορούμε να καταναλώσουμε μέχρι τρία ποτήρια γάλα, ενώ η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ συνιστά ένα με δύο ποτήρια την ημέρα.
Οι καταναλωτές με τη σειρά τους έχουν μπερδευτεί από τις αμέτρητες διφορούμενες έρευνες που βγαίνουν στη δημοσιότητα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση της κατανάλωσης γάλακτος σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με μετρήσεις, οι Αμερικανοί πίνουν 37% λιγότερο γάλα από ό,τι έπιναν στη δεκαετία του 1970, ενώ η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει μειωθεί κατά ένα τρίτο τα τελευταία 20 χρόνια.
Τελικά πρέπει να πίνουμε γάλα;
Το γάλα, όπως και τα περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα, είναι πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, όπως ασβέστιο, ριβοφλαβίνη, βιταμίνες Α, B, C, D και Β12, φώσφορο, κάλιο και νιασίνη. Ένα ποτήρι περιέχει μόλις 146 θερμίδες, ενώ έχει 8 γραμμάρια πρωτεΐνης.
Η περιεκτικότητα των θρεπτικών συστατικών εξαρτάται από τη διατροφή των ζώων. Έχει παρατηρηθεί ότι το γάλα από αγελάδες που ζουν σε βοσκότοπους και τρέφονται με χορτάρια, έχει περισσότερες βιταμίνες και ωφέλιμα λιπαρά οξέα.
Το ασβέστιο, ο φώσφορος και η βιταμίνη D έχουν συνδεθεί με τη διατήρηση γερών οστών και δοντιών. Το ασβέστιο του αγελαδινού γάλακτος απορροφάται πιο εύκολα από τον οργανισμό συγκριτικά με το ασβέστιο που περιέχεται στο γάλα καρύδας που πολλοί προτείνουν ως εναλλακτική λύση.
Παράλληλα, η πρωτεΐνη που περιέχεται στο γάλα, βοηθάει στην ανάπλαση των μυϊκών ιστών, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι η βιταμίνη Β12 βοηθάει την κυκλοφορία του αίματος, αλλά και τη σωστή λειτουργία του εγκεφάλου.
Όλα αυτά καθιστούν το γάλα εξαιρετικά θρεπτικό. Παρόλο, όμως, που το γάλα θεωρείται υπερτροφή για την ενδυνάμωση των οστών, έρευνες έχουν δείξει ότι σε χώρες που η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων είναι χαμηλή, υπάρχουν και χαμηλά ποσοστά οστεοπόρωσης. Αντίθετα, σε χώρες που καταναλώνουν πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως οι ΗΠΑ, συχνά έχουν υψηλά ποσοστά οστεοπόρωσης.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα προκαλούν οστεοπόρωση. Η πλειοψηφία των ερευνών δείχνει ότι βελτιώνουν την οστική πυκνότητα και μειώνουν τον κίνδυνο καταγμάτων στους ηλικιωμένους. Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι το πλήρες γάλα, παρόλο που είναι υψηλό σε θερμίδες, έχει συνδεθεί με μειωμένο κίνδυνο παχυσαρκίας. Μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ έδειξε ότι όσοι κατανάλωναν πλήρες γάλα είχαν λιγότερο λίπος στην κοιλιά, χαμηλότερα τριγλυκερίδια και 62% λιγότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.
Το γάλα που προέρχεται από αγελάδες που τρέφονται με χορτάρια, έχει ακόμη συνδεθεί με μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Οι επιστήμονες αποδίδουν αυτήν την ιδιότητα στη βιταμίνη K2 που περιέχεται σε αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα, που βοηθά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και των φλεγμονών.
Παρ’ όλα αυτά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα βοηθούν την απελευθέρωση ινσουλίνης. Αυτός είναι και ο λόγος που η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων έχει συνδεθεί με αυξημένη ακμή, αλλά και τον κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου.
Οι μέχρι τώρα έρευνες, όμως, δεν έχουν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Άλλες μιλούν για μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, ενώ άλλες για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη.
Το πρόβλημα με την κατανάλωση του γάλακτος προκύπτει όταν οι καταναλωτές έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, το φυσικό σάκχαρο που εμπεριέχεται στο γάλα. Περίπου το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αφομοιώσει τη λακτόζη μετά τη βρεφική ηλικία. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μειωμένα επίπεδα λακτάσης, του ενζύμου που διασπά τη λακτόζη σε γλυκόζη για να απορροφηθεί στον οργανισμό. Τα παιδιά παράγουν περισσότερη λακτάση για να μπορέσουν να διασπάσουν τη λακτόζη που υπάρχει στο μητρικό γάλα.
Χωρίς αρκετή λακτάση, η λακτόζη διασπάται από βακτήρια στο λεπτό έντερο, προκαλώντας φούσκωμα, κράμπες στομάχου, διάρροια και ναυτία. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνες, η δυσανεξία στη λακτόζη είναι σπάνια στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία, αλλά είναι πολύ συχνή στην Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική.
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία χιλιάδες χρόνια, με αποτέλεσμα το σώμα τους να έχει προσαρμοστεί και υποστεί γενετικές μεταλλάξεις για να δέχεται πιο εύκολα το αγελαδινό γάλα.
Ένα επιχείρημα κατά της κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων είναι ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό είδος που πίνει γάλα από κάποιο άλλο ζώο κατά τη διάρκεια όλης της ζωής του, κάτι που χαρακτηρίζεται ως «αφύσικο».
Οι αγελάδες παράγουν γάλα για να ταΐσουν τα παιδιά τους και όχι τους ανθρώπους, παρ’ όλα αυτά δεν έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να μας βλάψει, αν είμαστε υγιείς και δεν έχουμε αλλεργία σε κάποιο από τα συστατικά του.
Οι περισσότεροι διατροφολόγοι υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση γάλακτος μπορεί να γίνει από όλες τις ηλικίες, αρκεί να μην ξεπερνούν τα τρία ποτήρια την ημέρα.
Ποιο είναι το καλύτερο γάλα;
Η ποιότητα του γάλακτος εξαρτάται από τροφή και το μέρος που ζει το ζώο.
Γενικότερα, το κατσικίσιο γάλα θεωρείται πιο υγιεινό από το αγελαδινό. Παρόλο που έχει περίπου τα ίδια θρεπτικά συστατικά με το γάλα αγελάδας, το κατσικίσιο έχει 15% περισσότερο ασβέστιο, λιγότερη λακτόζη και χοληστερόλη, καλύτερη ποιότητα καζεΐνης που είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα.
Μπορεί φαινομενικά να έχει περισσότερα λιπαρά οξέα, αλλά το 30% αυτών χρησιμοποιούνται για να μας δώσουν ενέργεια και δεν αποθηκεύονται στον οργανισμό.
Όλα αυτά το κάνουν πιο εύπεπτο. Η γεύση του, όμως, είναι ιδιαίτερη και έτσι πολλοί δυσκολεύονται να το πιουν.
Πηγή: valueforlife.gr