Χωρίς αμφιβολία, η κυβέρνηση Τσίπρα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζουν την πιο
δύσκολη καμπή ύστερα από την διαπραγμάτευση του καλοκαιριού του 2015 και την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου.
Από τη μια έχουμε όλες τις δυσκολίες που καθιστούν αδύνατη τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο» και συνολικά το αφήγημα της επιστροφής στην κανονικότητα με θετικούς όρους.
Η αδυναμία «εξόδου στις αγορές» εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής αστάθειας και των ανοιχτών ερωτημάτων για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που έθεσε το ΔΝΤ αλλά και εμμέσως η ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τη σαφή απαίτηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εφαρμοστούν τα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο, σημαίνουν ότι ο πρωθυπουργός θα πάει στη ΔΕΘ με ένα σχετικά μικρό καλάθι φοροαπαλλαγών και κοινωνικών παροχών και σίγουρα όχι με υποσχέσεις για αλλαγή σελίδας.
Έπειτα, εξακολουθεί ο πρωθυπουργός να αντιμετωπίζει το φάσμα της δυσαρέσκειας για τη συμφωνία με την πΓΔΜ. Μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη θα έχει να αντιμετωπίσει εκ νέου και συλλαλητήρια για το ζήτημα του ονόματος, που θα του υπενθυμίσουν και την εκλογική φθορά που εξακολουθεί να έχει εξαιτίας αυτού του θέματος.
Όμως, οι πιο δύσκολες ερωτήσεις που θα δεχτεί ο πρωθυπουργός στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, θα είναι αυτές που θα αφορούν τις ευθύνες και τους χειρισμούς για την τραγωδία στην Ανατολική Αττική.
Γιατί μπορεί στην καταστροφή και την τραγωδία να συνετέλεσαν διαχρονικές ευθύνες για ένα άναρχο και επικίνδυνο μοντέλο δόμησης και παράμετροι όπως η κλιματική αλλαγή, εντούτοις η κλίμακα της καταστροφής και κυρίως ο αριθμός των θυμάτων καθορίστηκε από τις ελλείψεις στα μέσα πυρόσβεσης, την έλλειψη συντονισμού των αρμόδιων φορέων και την τραγική έλλειψη ετοιμότητας για την πραγματική ενεργοποίηση μηχανισμών πολιτικής προστασίας.
Και οι ερωτήσεις θα είναι ακόμη πιο δύσκολες από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα όχι μόνο για τις πραγματικές πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης αλλά και για τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, το ήθος και το ύφος της εξουσίας που επέδειξε αυτός και η κυβέρνησή του.
Και δεν είναι μόνο ότι χρειάστηκε να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να πει ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για να αρχίσουν να υπάρχουν οι πρώτες παραδοχές ότι υπάρχουν ευθύνες και οι πρώτες δειλές ή μισές συγγνώμες. Είναι και ότι εκεί όπου υπήρχε ανάληψη ευθύνης αυτή δεν γινόταν με πραγματική παραδοχή λαθών αλλά με προσπάθεια αυτοδικαίωσης.
Από την αντίληψη της κ. Δούρου ότι μια εθνική τραγωδία είναι μια «στραβή στη βάρδιά της» μέχρι την αντίληψη του κ. Πολάκη ότι ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε άψογα και απλώς υπάρχουν μερικές δεκάδες νεκροί που «θολώνουν» (ή «μαυρίζουν») την εικόνα, τα παραδείγματα είναι πολλά.
Όλα αυτά στέρησαν από τον Αλέξη Τσίπρα το βασικότερό του ίσως πλεονέκτημα: την ικανότητά του ακόμη και εκεί που έκανε άλλα από αυτά που είχε υποσχεθεί να μπορεί να δίνει την αίσθηση ότι έκανε ό,τι μπορούσε και ότι εκπροσωπούσε μια κυβέρνηση που ασκούσε την εξουσία με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες.
Ο Αλέξης Τσίπρας που μέχρι τώρα απέφυγε την πολιτική φθορά, παρότι δεν έφερε την ανατροπή που είχε υποσχεθεί τώρα, τώρα την αντιμετωπίζει γιατί δεν μπορεί να πείσει ότι την κρίσιμη στιγμή «κάνει τη διαφορά».
Επίσης, για πρώτη φορά αυτός ο πολιτικός που κατόρθωνε να διατηρεί σχετικά αλώβητη την εικόνα του και να μπορεί να έχει μια σχετική πρωτοβουλία των κινήσεων, βρίσκεται να πληρώνει το κόστος μιας αλυσίδας χειρισμών που μικρή σημασία έχει εάν είναι δική του ευθύνη ή ευθύνη των συνεργατών του.
Πρωτοβουλίες που κανονικά θα ήταν επιθετικές κινήσεις προς τα εμπρός, όπως ο σαρωτικός ανασχηματισμός που ετοιμάζεται, χάνουν τη δυναμική τους και μοιάζουν με αμυντικές επιλογές χωρίς ιδιαίτερο βάθος.
Ούτε βεβαίως η επικοινωνιακού τύπου χθεσινή συνάντηση με πληγέντες από το Μάτι και το Νέο Βουτζά στο… ασφαλές περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίμου. Η εικόνα ενός πρωθυπουργού να δίνει μάχη μαζί με τους κατοίκους στα καμμένα, δεν γράφτηκε ποτέ, γιατί απλά ο Τσίπρας την απέφυγε.
Γιατί αυτό που παρέβλεψε ο Αλέξης Τσίπρας είναι ότι υπάρχουν κατώφλια ανοχής στην κοινωνία που όταν ξεπεραστούν τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα.
Η ίδια η κοινωνία που αντιμετώπισε σχεδόν με μοιρολατρία την επιβολή «μνημονίου διαρκείας», αποδεχόμενη ότι «δεν γινόταν αλλιώς», είναι η ίδια κοινωνία που δεν μπορεί να ανεχτεί ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης η ζωή του πολίτη γίνεται ζήτημα τύχης και όχι πολιτικής προστασίας.
Και σε όλα αυτά ο πρωθυπουργός, είτε το θέλει είτε όχι, πρέπει να δώσει μια πειστική απάντηση όταν ανέβει στη ΔΕΘ. Ή και νωρίτερα…
δύσκολη καμπή ύστερα από την διαπραγμάτευση του καλοκαιριού του 2015 και την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου.
Από τη μια έχουμε όλες τις δυσκολίες που καθιστούν αδύνατη τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο» και συνολικά το αφήγημα της επιστροφής στην κανονικότητα με θετικούς όρους.
Η αδυναμία «εξόδου στις αγορές» εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής αστάθειας και των ανοιχτών ερωτημάτων για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους που έθεσε το ΔΝΤ αλλά και εμμέσως η ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τη σαφή απαίτηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εφαρμοστούν τα μέτρα για συντάξεις και αφορολόγητο, σημαίνουν ότι ο πρωθυπουργός θα πάει στη ΔΕΘ με ένα σχετικά μικρό καλάθι φοροαπαλλαγών και κοινωνικών παροχών και σίγουρα όχι με υποσχέσεις για αλλαγή σελίδας.
Έπειτα, εξακολουθεί ο πρωθυπουργός να αντιμετωπίζει το φάσμα της δυσαρέσκειας για τη συμφωνία με την πΓΔΜ. Μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη θα έχει να αντιμετωπίσει εκ νέου και συλλαλητήρια για το ζήτημα του ονόματος, που θα του υπενθυμίσουν και την εκλογική φθορά που εξακολουθεί να έχει εξαιτίας αυτού του θέματος.
Όμως, οι πιο δύσκολες ερωτήσεις που θα δεχτεί ο πρωθυπουργός στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, θα είναι αυτές που θα αφορούν τις ευθύνες και τους χειρισμούς για την τραγωδία στην Ανατολική Αττική.
Γιατί μπορεί στην καταστροφή και την τραγωδία να συνετέλεσαν διαχρονικές ευθύνες για ένα άναρχο και επικίνδυνο μοντέλο δόμησης και παράμετροι όπως η κλιματική αλλαγή, εντούτοις η κλίμακα της καταστροφής και κυρίως ο αριθμός των θυμάτων καθορίστηκε από τις ελλείψεις στα μέσα πυρόσβεσης, την έλλειψη συντονισμού των αρμόδιων φορέων και την τραγική έλλειψη ετοιμότητας για την πραγματική ενεργοποίηση μηχανισμών πολιτικής προστασίας.
Και οι ερωτήσεις θα είναι ακόμη πιο δύσκολες από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα όχι μόνο για τις πραγματικές πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης αλλά και για τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης, το ήθος και το ύφος της εξουσίας που επέδειξε αυτός και η κυβέρνησή του.
Και δεν είναι μόνο ότι χρειάστηκε να βγει ο ίδιος ο πρωθυπουργός και να πει ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για να αρχίσουν να υπάρχουν οι πρώτες παραδοχές ότι υπάρχουν ευθύνες και οι πρώτες δειλές ή μισές συγγνώμες. Είναι και ότι εκεί όπου υπήρχε ανάληψη ευθύνης αυτή δεν γινόταν με πραγματική παραδοχή λαθών αλλά με προσπάθεια αυτοδικαίωσης.
Από την αντίληψη της κ. Δούρου ότι μια εθνική τραγωδία είναι μια «στραβή στη βάρδιά της» μέχρι την αντίληψη του κ. Πολάκη ότι ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε άψογα και απλώς υπάρχουν μερικές δεκάδες νεκροί που «θολώνουν» (ή «μαυρίζουν») την εικόνα, τα παραδείγματα είναι πολλά.
Όλα αυτά στέρησαν από τον Αλέξη Τσίπρα το βασικότερό του ίσως πλεονέκτημα: την ικανότητά του ακόμη και εκεί που έκανε άλλα από αυτά που είχε υποσχεθεί να μπορεί να δίνει την αίσθηση ότι έκανε ό,τι μπορούσε και ότι εκπροσωπούσε μια κυβέρνηση που ασκούσε την εξουσία με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες.
Ο Αλέξης Τσίπρας που μέχρι τώρα απέφυγε την πολιτική φθορά, παρότι δεν έφερε την ανατροπή που είχε υποσχεθεί τώρα, τώρα την αντιμετωπίζει γιατί δεν μπορεί να πείσει ότι την κρίσιμη στιγμή «κάνει τη διαφορά».
Επίσης, για πρώτη φορά αυτός ο πολιτικός που κατόρθωνε να διατηρεί σχετικά αλώβητη την εικόνα του και να μπορεί να έχει μια σχετική πρωτοβουλία των κινήσεων, βρίσκεται να πληρώνει το κόστος μιας αλυσίδας χειρισμών που μικρή σημασία έχει εάν είναι δική του ευθύνη ή ευθύνη των συνεργατών του.
Πρωτοβουλίες που κανονικά θα ήταν επιθετικές κινήσεις προς τα εμπρός, όπως ο σαρωτικός ανασχηματισμός που ετοιμάζεται, χάνουν τη δυναμική τους και μοιάζουν με αμυντικές επιλογές χωρίς ιδιαίτερο βάθος.
Ούτε βεβαίως η επικοινωνιακού τύπου χθεσινή συνάντηση με πληγέντες από το Μάτι και το Νέο Βουτζά στο… ασφαλές περιβάλλον του Μεγάρου Μαξίμου. Η εικόνα ενός πρωθυπουργού να δίνει μάχη μαζί με τους κατοίκους στα καμμένα, δεν γράφτηκε ποτέ, γιατί απλά ο Τσίπρας την απέφυγε.
Γιατί αυτό που παρέβλεψε ο Αλέξης Τσίπρας είναι ότι υπάρχουν κατώφλια ανοχής στην κοινωνία που όταν ξεπεραστούν τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα.
Η ίδια η κοινωνία που αντιμετώπισε σχεδόν με μοιρολατρία την επιβολή «μνημονίου διαρκείας», αποδεχόμενη ότι «δεν γινόταν αλλιώς», είναι η ίδια κοινωνία που δεν μπορεί να ανεχτεί ότι σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης η ζωή του πολίτη γίνεται ζήτημα τύχης και όχι πολιτικής προστασίας.
Και σε όλα αυτά ο πρωθυπουργός, είτε το θέλει είτε όχι, πρέπει να δώσει μια πειστική απάντηση όταν ανέβει στη ΔΕΘ. Ή και νωρίτερα…