To Politico περιγράφει την «κωμωδία με τις εγγυήσεις» - Τι συμβαίνει πραγματικά στο παρασκήνιο
Παρά τις πιέσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι ξεκαθάρισε πως η Ουκρανία θα προχωρήσει σε μια ειρηνευτική συμφωνία με τη Ρωσία, μόνο εάν αυτή υποστηρίζεται από ακλόνητες εγγυήσεις ασφαλείας.
Ο Αμερικανός ηγέτης είπε προσωπικά στον Ουκρανό ομόλογό του και τους Ευρωπαίους ηγέτες, κατά τη συνάντησή τους τη Δευτέρα, 18 Αυγούστου, στον Λευκό Οίκο, ότι το Κίεβο θα έχει την προστασία του ΝΑΤΟ, «τύπου Άρθρου 5», αλλά δεν αποκάλυψε άλλες λεπτομέρειες.
Μια μέρα αργότερα, την Τρίτη 19 Αυγούστου, ο «Συνασπισμός των Προθύμων», των συμμάχων του Κιέβου, ήρθε αντιμέτωπος με το ζήτημα, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, ηγείται μιας επιτροπής με Ουκρανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους για να διαμορφωθούν οι εγγυήσεις ασφαλείας.
Οι ομάδες σχεδιασμού συναντώνται «τις επόμενες ημέρες για να ενισχύσουν περαιτέρω τα σχέδια για την παροχή ισχυρών εγγυήσεων ασφαλείας και την προετοιμασία για την ανάπτυξη μιας δύναμης διαβεβαίωσης σε περίπτωση τερματισμού των εχθροπραξιών», ανέφερε την Τρίτη ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ.
Το Politico αναφέρει πως πρόκειται για ένα τεράστιο πρόβλημα – και ένα ζήτημα που οι σύμμαχοι του Κιέβου έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς ποτέ να καταλήξουν σε απάντηση.
Η πιο προφανής λύση – και αυτή που πραγματικά θέλει το Κίεβο – είναι να επιτραπεί στην Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όπου θα προστατεύεται από το κοινό αμυντικό σύμφωνο του Άρθρου 5 της Συμμαχίας. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες (με τη σιωπηλή υποστήριξη ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών) έχουν αποκλείσει κάτι τέτοιο.
Το να πρέπει να οργανωθεί μια εξατομικευμένη αποστολή, δημιουργεί τεράστιες επιπλοκές. Ποια χώρα θα έστελνε στρατεύματα; Ποιες θα ήταν οι συνθήκες ανάπτυξής τους; Πώς θα αντιδρούσαν σε περίπτωση επίθεσης; «Ποιος θα πλήρωνε;», διερωτάται το Politico.
Στις 19 Αυγούστου ήταν ήδη σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναπτύξουν στρατιώτες στην Ουκρανία. «Μπορώ να σας πω ότι έχει αποκλειστεί οριστικά η παρουσία (Αμερικανών) στρατιωτών στο ουκρανικό έδαφος», δήλωσε στους δημοσιογράφους η γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ.
Ο Τραμπ ήταν ξεκάθαρος σχετικά με το ποιος θα έπρεπε να φέρει το βάρος. Μέσω συνέντευξής του στο Fox News επισήμανε: «Η Γαλλία και η Γερμανία, μερικές από τις χώρες που θα στείλουν δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο. Θέλουν να έχουν, ξέρετε, δυνάμεις στο έδαφος…».
Ο Εμανουέλ Μακρόν αναφέρθηκε στο θέμα νωρίτερα εκείνη την ημέρα, λέγοντας στη γαλλική τηλεόραση ότι η Ευρώπη ήταν έτοιμη να αναπτύξει «δυνάμεις διαβεβαίωσης» – βρετανικές, γαλλικές, γερμανικές, τουρκικές και άλλες – για να πραγματοποιήσουν επιχειρήσεις «στον αέρα, στη θάλασσα και στην ξηρά».
Πολλά λόγια, λίγες πράξεις
Ωστόσο, πίσω από τα μεγάλα λόγια, κρύβεται μια μπερδεμένη πραγματικότητα, σημειώνει το Politico.
Παρά τις κουβέντες για «δύναμη στο έδαφος», η ακριβής μορφή των εγγυήσεων ασφαλείας της Ουκρανίας παραμένει απροσδιόριστη – και αυτή η έλλειψη σαφήνειας σπέρνει σύγχυση μεταξύ των συμμάχων του Κιέβου.
Ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος ασφαλείας προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε δύναμη θα χρειαζόταν «εντολή μάχης», τουλάχιστον για να αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης από τη Ρωσία. Επίσης, σημείωσε ότι μια τέτοια αποστολή δεν θα ήταν υπεύθυνη για την επιβολή της ειρήνης. Αυτό, πρόσθεσε, θα παρέμενε δουλειά του ουκρανικού στρατού.
Η έλλειψη ορισμού αποκαλύπτει επίσης τις αδυναμίες όσων είναι πιο πρόθυμοι να ηγηθούν. Ο Μακρόν και ο Στάρμερ – και οι δύο ηγέτες πυρηνικών δυνάμεων, με έδρες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – επιθυμούν να δείξουν ότι εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή. Ωστόσο, έκαστοι αντιμετωπίζουν πολιτικά και οικονομικά εμπόδια που τροφοδοτούν τον σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητα των χωρών τους να στείλουν δυνάμεις στην Ουκρανία.
«Αν κάποιος λάβει υπόψη πόσο πολιτικά αδύναμοι είναι ο Μακρόν και ο Στάρμερ, δεν είναι εύκολο να δει πώς θα πάει αυτό το σχέδιο», δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ και συμπλήρωσε: «Δεν είναι μια εύκολη οικονομική περίοδος».
Η Γερμανία παραμένει σε δίλημμα. Ο Σοσιαλδημοκράτης νομοθέτης Αντρέας Σβαρτς, υπεύθυνος για την κοινοβουλευτική εποπτεία του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας, ξεκαθάρισε τα όρια. «Αυτή είναι μια απόφαση που πρέπει να λάβει το κοινοβούλιο», δήλωσε στο Politico, τονίζοντας ότι η στρατιωτική ανάπτυξη δεν είναι εκτελεστική απόφαση.
Πέρα από αυτό, ο γερμανικός στρατός είναι πολύ μικρός και η ανανεωμένη ροή χρημάτων στην άμυνα πολύ πρόσφατη για να επιτρέψει μια μεγάλη ανάπτυξη στα ανατολικά. Ακόμα και η αποστολή 5.000 στρατιωτών σε μόνιμη αποστολή στη Λιθουανία επιβαρύνει την Μπούντεσβερ.
«Απλώς δεν έχουμε το προσωπικό για ένα μεγάλο απόσπασμα», επισήμανε ο Σβαρτς, για να προσθέσει: «Ακόμα και μια μικρή ανάπτυξη θα αποτελούσε πρόκληση».

Η Τουρκία – με τον μεγάλο στρατό της και την εμπειρία της στη Μαύρη Θάλασσα – θα μπορούσε να διαδραματίσει βασικό ρόλο. Αλλά, είναι επίσης πολιτικά μπερδεμένη – με την Ελλάδα και την Κύπρο να διστάζουν να επιτρέψουν στην Άγκυρα πρόσβαση σε κονδύλια της ΕΕ για τον στρατό της.
«Είναι πολύ νωρίς για να σκεφτούμε μια τέτοια εξέλιξη», δήλωσε στο Politico ο Σελίμ Γενέλ, πρώην πρέσβης της Τουρκίας στην ΕΕ. Και η Άγκυρα, προειδοποίησε, θα απαιτήσει κάτι σε αντάλλαγμα.
«Όσο για το quid pro quo, θα είναι ακόμα δύσκολο να ξεπεραστούν τα εμπόδια της ΕΕ στα κονδύλια για την άμυνα. Είμαι βέβαιος ότι η ΕΕ θα βρει έναν τρόπο να αποτρέψει την πρόσβαση της Τουρκίας», υπογράμμισε ο Γενέλ.
Η Πολωνία, η οποία τώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο στρατό της ΕΕ, αποκλείει την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, ενώ λέει ότι θα βοηθήσει με τον εφοδιασμό οποιασδήποτε αποστολής στα ανατολικά.
«Η Πολωνία έχει το δικό της στρατηγικό δίλημμα επειδή έχει σύνορα με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, επομένως δεν μπορεί να αποδυναμώσει τις δυνάμεις που απαιτούνται για την αποτροπή μιας επίθεσης», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της χώρας, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Η Τζόρτζια Μελόνι είναι επίσης επιφυλακτική ως προς την αποστολή στρατιωτών στην Ουκρανία και έχει διαφωνήσει με τον Μακρόν, τονίζοντας ότι είναι πιο συνετό να προσφερθεί στην Ουκρανία ένα αμυντικό σύμφωνο παρά στρατεύματα, τα οποία θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να εμπλακούν σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία.
«Εάν ένας από τους στρατιώτες μας πέθαινε, θα προσποιούμασταν ότι δεν συνέβη τίποτα ή θα έπρεπε να αντιδράσουμε; Διότι αν αντιδράσουμε, είναι προφανές ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να το κάνει. Και τότε μπορούμε κάλλιστα να ενεργοποιήσουμε αμέσως τη ρήτρα (του Άρθρου 5)», φέρεται να είπε η πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η Μόσχα λέει «όχι»
Υπάρχει λόγος για προσοχή, τονίζει το Politico. Παρά τη θερμή ανταπόκριση που επικράτησε μετά τη φιλική σύνοδο κορυφής του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Αλάσκα, η Μόσχα είναι κατηγορηματικά αντίθετη στην ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία.
«Επαναλαμβάνουμε τη μακροχρόνια θέση μας να απορρίπτουμε κατηγορηματικά οποιοδήποτε σενάριο που αφορά την ανάπτυξη στρατιωτικών αποσπασμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, καθώς αυτό διακινδυνεύει την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση με απρόβλεπτες συνέπειες», προειδοποίησε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα.
Ωστόσο, η Ουκρανία έχει πληγεί σοβαρά από δηλώσεις που δεν υποστηρίζονται από στρατιώτες από χώρες που είναι πρόθυμες να θέσουν εαυτόν σε κίνδυνο. Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994 είδε τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμεύονται για εγγυήσεις ασφαλείας σε αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη των πυρηνικών όπλων της Ουκρανίας, κάτι που ακολουθήθηκε από πολυάριθμες συνθήκες με τη Ρωσία οι οποίες παραβιάστηκαν.
Για το Κίεβο, η συζήτηση για τις εγγυήσεις ασφαλείας είναι θλιβερά οικεία. Ήδη το 2023, πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ανέκυψαν τα ίδια επιχειρήματα – και τα ίδια ερωτήματα έμειναν αναπάντητα.
«Μερικές φορές», σημείωσε ένας ανώτερος διπλωμάτης της Ανατολικής Ευρώπης, «είναι δύσκολο να καταλάβουμε για τι μιλάμε».
Ο ανώτερος Πολωνός αξιωματούχος ήταν ακόμη πιο ωμός, υποστηρίζοντας ότι ολόκληρη η συζήτηση είναι πρόωρη. «Τίποτα δεν θα συμβεί επειδή οι μάχες δεν σταματούν», δήλωσε στο Politico και πρόσθεσε: «Οι Αμερικανοί φαίνονται απρόθυμοι να κινηθούν πολύ προς τη Ρωσία και οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία, οπότε έχουμε ένα αδιέξοδο».
Ο Αμερικανός ηγέτης είπε προσωπικά στον Ουκρανό ομόλογό του και τους Ευρωπαίους ηγέτες, κατά τη συνάντησή τους τη Δευτέρα, 18 Αυγούστου, στον Λευκό Οίκο, ότι το Κίεβο θα έχει την προστασία του ΝΑΤΟ, «τύπου Άρθρου 5», αλλά δεν αποκάλυψε άλλες λεπτομέρειες.
Μια μέρα αργότερα, την Τρίτη 19 Αυγούστου, ο «Συνασπισμός των Προθύμων», των συμμάχων του Κιέβου, ήρθε αντιμέτωπος με το ζήτημα, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, ηγείται μιας επιτροπής με Ουκρανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους για να διαμορφωθούν οι εγγυήσεις ασφαλείας.
Οι ομάδες σχεδιασμού συναντώνται «τις επόμενες ημέρες για να ενισχύσουν περαιτέρω τα σχέδια για την παροχή ισχυρών εγγυήσεων ασφαλείας και την προετοιμασία για την ανάπτυξη μιας δύναμης διαβεβαίωσης σε περίπτωση τερματισμού των εχθροπραξιών», ανέφερε την Τρίτη ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Κιρ Στάρμερ.
Το Politico αναφέρει πως πρόκειται για ένα τεράστιο πρόβλημα – και ένα ζήτημα που οι σύμμαχοι του Κιέβου έχουν αντιμετωπίσει πολλές φορές τα τελευταία τρία χρόνια, χωρίς ποτέ να καταλήξουν σε απάντηση.
Η πιο προφανής λύση – και αυτή που πραγματικά θέλει το Κίεβο – είναι να επιτραπεί στην Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, όπου θα προστατεύεται από το κοινό αμυντικό σύμφωνο του Άρθρου 5 της Συμμαχίας. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες (με τη σιωπηλή υποστήριξη ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών) έχουν αποκλείσει κάτι τέτοιο.
Το να πρέπει να οργανωθεί μια εξατομικευμένη αποστολή, δημιουργεί τεράστιες επιπλοκές. Ποια χώρα θα έστελνε στρατεύματα; Ποιες θα ήταν οι συνθήκες ανάπτυξής τους; Πώς θα αντιδρούσαν σε περίπτωση επίθεσης; «Ποιος θα πλήρωνε;», διερωτάται το Politico.
Στις 19 Αυγούστου ήταν ήδη σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θα αναπτύξουν στρατιώτες στην Ουκρανία. «Μπορώ να σας πω ότι έχει αποκλειστεί οριστικά η παρουσία (Αμερικανών) στρατιωτών στο ουκρανικό έδαφος», δήλωσε στους δημοσιογράφους η γραμματέας Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ.
Ο Τραμπ ήταν ξεκάθαρος σχετικά με το ποιος θα έπρεπε να φέρει το βάρος. Μέσω συνέντευξής του στο Fox News επισήμανε: «Η Γαλλία και η Γερμανία, μερικές από τις χώρες που θα στείλουν δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο. Θέλουν να έχουν, ξέρετε, δυνάμεις στο έδαφος…».
Ο Εμανουέλ Μακρόν αναφέρθηκε στο θέμα νωρίτερα εκείνη την ημέρα, λέγοντας στη γαλλική τηλεόραση ότι η Ευρώπη ήταν έτοιμη να αναπτύξει «δυνάμεις διαβεβαίωσης» – βρετανικές, γαλλικές, γερμανικές, τουρκικές και άλλες – για να πραγματοποιήσουν επιχειρήσεις «στον αέρα, στη θάλασσα και στην ξηρά».
Πολλά λόγια, λίγες πράξεις
Ωστόσο, πίσω από τα μεγάλα λόγια, κρύβεται μια μπερδεμένη πραγματικότητα, σημειώνει το Politico.
Παρά τις κουβέντες για «δύναμη στο έδαφος», η ακριβής μορφή των εγγυήσεων ασφαλείας της Ουκρανίας παραμένει απροσδιόριστη – και αυτή η έλλειψη σαφήνειας σπέρνει σύγχυση μεταξύ των συμμάχων του Κιέβου.
Ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος ασφαλείας προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε δύναμη θα χρειαζόταν «εντολή μάχης», τουλάχιστον για να αμυνθεί σε περίπτωση επίθεσης από τη Ρωσία. Επίσης, σημείωσε ότι μια τέτοια αποστολή δεν θα ήταν υπεύθυνη για την επιβολή της ειρήνης. Αυτό, πρόσθεσε, θα παρέμενε δουλειά του ουκρανικού στρατού.
Η έλλειψη ορισμού αποκαλύπτει επίσης τις αδυναμίες όσων είναι πιο πρόθυμοι να ηγηθούν. Ο Μακρόν και ο Στάρμερ – και οι δύο ηγέτες πυρηνικών δυνάμεων, με έδρες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – επιθυμούν να δείξουν ότι εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή. Ωστόσο, έκαστοι αντιμετωπίζουν πολιτικά και οικονομικά εμπόδια που τροφοδοτούν τον σκεπτικισμό σχετικά με την ικανότητα των χωρών τους να στείλουν δυνάμεις στην Ουκρανία.
«Αν κάποιος λάβει υπόψη πόσο πολιτικά αδύναμοι είναι ο Μακρόν και ο Στάρμερ, δεν είναι εύκολο να δει πώς θα πάει αυτό το σχέδιο», δήλωσε ένας διπλωμάτης της ΕΕ και συμπλήρωσε: «Δεν είναι μια εύκολη οικονομική περίοδος».
Η Γερμανία παραμένει σε δίλημμα. Ο Σοσιαλδημοκράτης νομοθέτης Αντρέας Σβαρτς, υπεύθυνος για την κοινοβουλευτική εποπτεία του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας, ξεκαθάρισε τα όρια. «Αυτή είναι μια απόφαση που πρέπει να λάβει το κοινοβούλιο», δήλωσε στο Politico, τονίζοντας ότι η στρατιωτική ανάπτυξη δεν είναι εκτελεστική απόφαση.
Πέρα από αυτό, ο γερμανικός στρατός είναι πολύ μικρός και η ανανεωμένη ροή χρημάτων στην άμυνα πολύ πρόσφατη για να επιτρέψει μια μεγάλη ανάπτυξη στα ανατολικά. Ακόμα και η αποστολή 5.000 στρατιωτών σε μόνιμη αποστολή στη Λιθουανία επιβαρύνει την Μπούντεσβερ.
«Απλώς δεν έχουμε το προσωπικό για ένα μεγάλο απόσπασμα», επισήμανε ο Σβαρτς, για να προσθέσει: «Ακόμα και μια μικρή ανάπτυξη θα αποτελούσε πρόκληση».

Η Τουρκία – με τον μεγάλο στρατό της και την εμπειρία της στη Μαύρη Θάλασσα – θα μπορούσε να διαδραματίσει βασικό ρόλο. Αλλά, είναι επίσης πολιτικά μπερδεμένη – με την Ελλάδα και την Κύπρο να διστάζουν να επιτρέψουν στην Άγκυρα πρόσβαση σε κονδύλια της ΕΕ για τον στρατό της.
«Είναι πολύ νωρίς για να σκεφτούμε μια τέτοια εξέλιξη», δήλωσε στο Politico ο Σελίμ Γενέλ, πρώην πρέσβης της Τουρκίας στην ΕΕ. Και η Άγκυρα, προειδοποίησε, θα απαιτήσει κάτι σε αντάλλαγμα.
«Όσο για το quid pro quo, θα είναι ακόμα δύσκολο να ξεπεραστούν τα εμπόδια της ΕΕ στα κονδύλια για την άμυνα. Είμαι βέβαιος ότι η ΕΕ θα βρει έναν τρόπο να αποτρέψει την πρόσβαση της Τουρκίας», υπογράμμισε ο Γενέλ.
Η Πολωνία, η οποία τώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο στρατό της ΕΕ, αποκλείει την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, ενώ λέει ότι θα βοηθήσει με τον εφοδιασμό οποιασδήποτε αποστολής στα ανατολικά.
«Η Πολωνία έχει το δικό της στρατηγικό δίλημμα επειδή έχει σύνορα με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, επομένως δεν μπορεί να αποδυναμώσει τις δυνάμεις που απαιτούνται για την αποτροπή μιας επίθεσης», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της χώρας, μιλώντας υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Η Τζόρτζια Μελόνι είναι επίσης επιφυλακτική ως προς την αποστολή στρατιωτών στην Ουκρανία και έχει διαφωνήσει με τον Μακρόν, τονίζοντας ότι είναι πιο συνετό να προσφερθεί στην Ουκρανία ένα αμυντικό σύμφωνο παρά στρατεύματα, τα οποία θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν να εμπλακούν σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία.
«Εάν ένας από τους στρατιώτες μας πέθαινε, θα προσποιούμασταν ότι δεν συνέβη τίποτα ή θα έπρεπε να αντιδράσουμε; Διότι αν αντιδράσουμε, είναι προφανές ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να το κάνει. Και τότε μπορούμε κάλλιστα να ενεργοποιήσουμε αμέσως τη ρήτρα (του Άρθρου 5)», φέρεται να είπε η πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Η Μόσχα λέει «όχι»
Υπάρχει λόγος για προσοχή, τονίζει το Politico. Παρά τη θερμή ανταπόκριση που επικράτησε μετά τη φιλική σύνοδο κορυφής του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Αλάσκα, η Μόσχα είναι κατηγορηματικά αντίθετη στην ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία.
«Επαναλαμβάνουμε τη μακροχρόνια θέση μας να απορρίπτουμε κατηγορηματικά οποιοδήποτε σενάριο που αφορά την ανάπτυξη στρατιωτικών αποσπασμάτων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, καθώς αυτό διακινδυνεύει την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση με απρόβλεπτες συνέπειες», προειδοποίησε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα.
Ωστόσο, η Ουκρανία έχει πληγεί σοβαρά από δηλώσεις που δεν υποστηρίζονται από στρατιώτες από χώρες που είναι πρόθυμες να θέσουν εαυτόν σε κίνδυνο. Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994 είδε τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμεύονται για εγγυήσεις ασφαλείας σε αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη των πυρηνικών όπλων της Ουκρανίας, κάτι που ακολουθήθηκε από πολυάριθμες συνθήκες με τη Ρωσία οι οποίες παραβιάστηκαν.
Για το Κίεβο, η συζήτηση για τις εγγυήσεις ασφαλείας είναι θλιβερά οικεία. Ήδη το 2023, πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, ανέκυψαν τα ίδια επιχειρήματα – και τα ίδια ερωτήματα έμειναν αναπάντητα.
«Μερικές φορές», σημείωσε ένας ανώτερος διπλωμάτης της Ανατολικής Ευρώπης, «είναι δύσκολο να καταλάβουμε για τι μιλάμε».
Ο ανώτερος Πολωνός αξιωματούχος ήταν ακόμη πιο ωμός, υποστηρίζοντας ότι ολόκληρη η συζήτηση είναι πρόωρη. «Τίποτα δεν θα συμβεί επειδή οι μάχες δεν σταματούν», δήλωσε στο Politico και πρόσθεσε: «Οι Αμερικανοί φαίνονται απρόθυμοι να κινηθούν πολύ προς τη Ρωσία και οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν την Ουκρανία, οπότε έχουμε ένα αδιέξοδο».