Η Ελλάδα καταρρέει δημογραφικά, με την υπογεννητικότητα να αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα για τη χώρα μας, που γερνάει επικίνδυνα.
Η συγκεκριμένη τάση φαίνεται ότι δύσκολα μπορεί να αναστραφεί.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι το -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- πενιχρό αποτέλεσμα των πολιτικών που διαχρονικά βλέπουμε να εφαρμόζονται στην Ελλάδα, με σκοπό τη μείωση της υπογεννητικότητας.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία μελέτης του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (Ι.Δ.Ε.Μ.) που ρίχνει «φως» στα κύρια αίτια του δημογραφικού προβλήματος, τόσο στην Ελλάδα όσο και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν έχει καταφέρει να «φρενάρει» τη γήρανση του πληθυσμού, που συρρικνώνεται.
Η Ελλάδα στον «πάτο» της Ευρώπης αναφορικά με τη γονιμότητα
Η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των πέντε χωρών με την χαμηλότερη γονιμότητα στην Ευρώπη, καταγράφοντας επί δεκαετίες δείκτες κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα – επίπεδο που θεωρείται «εξαιρετικά χαμηλό».

Αυτό προκύπτει από την ανάλυση του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, στο οποίο διευθυντής είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης. Η μελέτη καλύπτει 54 χρόνια (1970-2023) και εξετάζει τα δεδομένα από 30 ευρωπαϊκές χώρες.

Στην ίδια κατηγορία με την Ελλάδα βρίσκονται η Ισπανία, η Ιταλία, η Αυστρία και η Γερμανία, με περισσότερα από 35 χρόνια εξαιρετικά χαμηλής γονιμότητας. Αντίθετα, χώρες όπως η Γαλλία και η Ισλανδία δεν είδαν ποτέ τον δείκτη τους να πέφτει κάτω από το 1,5, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες είχαν ελάχιστα χρόνια με τόσο χαμηλές τιμές.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία. Στις χώρες με σταθερά υψηλότερη γονιμότητα, το κράτος πρόνοιας και οι στοχευμένες πολιτικές στήριξης της οικογένειας και του παιδιού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Στον αντίποδα, στον ευρωπαϊκό νότο και στην Ελλάδα, η απουσία ενός τέτοιου περιβάλλοντος εμπόδισε τις γενιές μετά το 1970 να αποκτήσουν τον αριθμό παιδιών που επιθυμούσαν.
Τι αναφέρει η μελέτη
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, οι υψηλοί ετήσιοι δείκτες γονιμότητας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στις ευρωπαϊκές χώρες (>2,5 παιδιά/γυναίκα), δείκτες που αποτυπώνουν στις περισσότερες από τις χώρες αυτές την ταχεία αύξηση της γονιμότητας των γενεών του μεσοπολέμου (την αύξηση δηλαδή του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές αυτές σε σύγκριση με τις γενεές που
γεννήθηκαν πριν το 1918), αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν.
Οι συγχρονικοί αυτοί δείκτες μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αρχίζουν να συρρικνώνονται και το 2022 και 2023 στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες οι τιμές που λαμβάνουν είναι <=1,5 παιδιά/γυναίκα. Η πτώση αυτή αποτυπώνει την μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση της γονιμότητας στις μεταπολεμικές γενεές και την σχεδόν ταυτόχρονη αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών τους.
Οι ιδιαίτερα δε χαμηλές τιμές των ετήσιων δεικτών το 2022 και 2023 σε μια ομάδα χωρών, όπου δεν είχαν καταγραφεί μεταπολεμικά ποτέ τέτοιες τιμές, προβληματίζουν έντονα την κοινή γνώμη, ενώ, όλο και συχνότερα, σε μια δεύτερη ομάδα χωρών που δεν είχαν ή δε έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί, διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις χώρες της πρώτης ομάδας δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές ενώ, ταυτόχρονα, αποδίδεται υπερβαρής ρόλος στις επελθούσες τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές αλλαγές σε πλήθος πεδίων, αλλαγές που δεν επαρκούν όμως για να ερμηνεύσουμε τις μετά το 1970 έντονες διαφοροποιήσεις της πορείας της συγχρονικής γονιμότητας στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Στο μελέτη εξετάζεται η πορεία των ετήσιων δεικτών σε 30 ευρωπαϊκές χώρες από το 1970 έως και το 2023 (54 συνεχόμενα έτη) ταξινομώντας τις χώρες αυτές με βάση τον αριθμό των ετών που οι τιμές των δεικτών τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές (<=1,5 παιδιά/γυναίκα). Είναι προφανές δε ότι όσο περισσότερα χρόνια καταγράφονται σε μια χώρα τέτοιες τιμές,
τόσο και η πτώση της διαγενεακής γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που απέκτησαν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1945) είναι εντονότερη.
Από τη ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι μια σχεδόν στις τρεις χώρες (σε 10 από τις 30) είτε οι ετήσιοι δείκτες δεν έπεσαν ποτέ κάτω από τα 1,5 παιδιά/γυναίκα (Γαλλία και Ισλανδία), είτε, όπως στο Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Ολλανδία, Δανία και Φιλανδία και Εσθονία ο αριθμός των ετών όπου καταγράφονται τόσο χαμηλές τιμές ήταν εξαιρετικά περιορισμένος (λιγότερα από 15 από τα 54 εξεταζόμενα έτη). Στο άλλο άκρο όμως πέντε χώρες (Αυστρία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία) χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλούς ετήσιους δείκτες για πάρα πολλά χρόνια (35 ή και περισσότερα από τα 54 εξεταζόμενα).
Το μοντέλο για τη δημιουργία οικογένειας έχει αλλάξει
Το ευρύτερο περιβάλλον για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων στις μεταπολεμικές γενεές που διένυσαν την μετά το 1970 περίοδο σε ηλικία απόκτησης παιδιών έχει φυσικά αλλάξει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να καταγράφεται -αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς- παντού: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας και άμβλυνση της εξάρτησής της από το άλλο φύλο, αύξηση του χρόνου παραμονής στο εκπαιδευτικό σύστημα, δυσκολίες – στις γυναίκες ιδιαίτερα – για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος των παιδιών, διάχυση σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και, στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν δε και από τον ανάδυση ενός νέου οικογενειακού μοντέλου ιδιαίτερα εύθραυστου, εξ ου και η ταχύτατη αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών. Έτσι, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μια μικρότερη η μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, και, ταυτόχρονα μια αύξηση της μέσης ηλικίας στην απόκτησή τους. Από όλες όμως τις διαθέσιμες έρευνες, προκύπτει ότι, παρόλα αυτά, σε όλες σχεδόν τις χώρες αυτές (με εξαίρεση την Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία) οι γυναίκες που γεννήθηκαν από το 1952 έως και το 1982 επιθυμούσαν να αποκτήσουν περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο (λίγο περισσότερα αυτές που γεννήθηκαν το 1952, λίγο λιγότερες όσες γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα).
Δεν είναι δε τυχαίο ότι στις χώρες εκείνες όπου τα τελευταία 54 χρόνια είτε οι δείκτες γονιμότητας ήταν πάντοτε υψηλότεροι των 1,5 παιδιών/γυναίκα (π.χ η Γαλλία) είτε καταγράφεται ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ετών (λιγότερα από 15) με τόσο χαμηλούς δείκτες, είναι κυρίως χώρες που έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις προαναφερθείσες αλλαγές αναπτύσσοντας, εκτός των άλλων, και στοχευμένες πολιτικές για την στήριξη της οικογένειας και του παιδιού.
Δεν είναι ακόμη τυχαίο ότι οι χώρες στις οποίες καταγράφονται πολύ χαμηλές τιμές δεικτών για 35 ή και περισσότερα ακόμη χρόνια είναι συνήθως χώρες όπως π.χ η Ελλάδα ή ακόμη η Ιταλία που δεν έλαβαν υπόψη τις παραπάνω αλλαγές και δεν υιοθέτησαν έγκαιρα αντίστοιχα μέτρα και πολιτικές με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να κινούνται επί μακρόν ανάμεσα στα 1,2 και 1,5 παιδιά, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ταχεία μείωση στις χώρες αυτές όχι μόνον των γεννήσεων αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα.
https://www.zougla.gr/