Ένα αποκαλυπτικό άρθρο του καθηγητή Στέργιου Ζυγούρα
Η ΝΟΘΕΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 2007 ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΡΥΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΤΩΝ ΣΕ ΑΜΦΙΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ
Σας θυμίζουν κάτι τα ονόματα Μαρία Γκρίζου και Φωτεινή Παπαδοπούλου; Είναι οι δύο καθηγήτριες αγγλικών της Δ.Ε. που ως βαθμολογήτριες των Πανελλαδικών Εξετάσεων του 2007 έγιναν αιτία να γνωστοποιηθεί στο ευρύ κοινό το σκάνδαλο των παράνομων αναβαθμολογήσεων. Αξίζει ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό σήμερα; Βεβαίως, για δύο λόγους:
Σας θυμίζουν κάτι τα ονόματα Μαρία Γκρίζου και Φωτεινή Παπαδοπούλου; Είναι οι δύο καθηγήτριες αγγλικών της Δ.Ε. που ως βαθμολογήτριες των Πανελλαδικών Εξετάσεων του 2007 έγιναν αιτία να γνωστοποιηθεί στο ευρύ κοινό το σκάνδαλο των παράνομων αναβαθμολογήσεων. Αξίζει ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό σήμερα; Βεβαίως, για δύο λόγους:
α) Μόλις τώρα ολοκληρώνεται η πρώτη τυπική φάση της υπόθεσης και
β) Σχετίζεται άμεσα και πολλαπλά με την γενικότερη πολιτική κατάσταση και την τρέχουσα επικαιρότητα. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να δώσουν χρήσιμα συμπεράσματα, τόσο για την κατάσταση και την προοπτική της παιδείας, όσο και για το ρόλο της παιδείας στις πολιτικές μας προοπτικές.
Β/Κ ΠΥΛΑΙΑΣ 2007 - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΝΟΘΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ
Στις 29.6.07, αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία βαθμολόγησης, οι δύο καθηγήτριες κλήθηκαν -όπως και άλλοι βαθμολογητές- στο βαθμολογικό κέντρο Πυλαίας από την πρόεδρό του. Στις 4.7.07 οι δύο καθηγήτριες υπέβαλαν αναφορά-καταγγελία στον Περιφερειακό Δ/ντη Εκπ/σης Κ. Μακεδονίας όπου κατήγγειλαν ότι η πρόεδρος του β/κ, επικαλούμενη προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ, ζήτησε από τις βαθμολογήτριες να αλλάξουν προς τα πάνω τη βαθμολογία σε γραπτά που είχαν βαθμολογήσει (είτε ως α΄ είτε ως β΄ βαθμολογητές) και είχαν ήδη αναβαθμολογηθεί, διατηρώντας τη διαφορά μεταξύ α΄ και β΄ βαθμολογητή στις 13 μονάδες. Οι καθηγήτριες ενημέρωσαν τον τοπικό συνδικαλισμό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι 4 από τους 5 προέδρους των ΕΛΜΕ-Θ στήριξαν την καταγγελία και προέβησαν σε δημόσιες ανακοινώσεις. Το θέμα έγινε γνωστό και ο τύπος ασχολήθηκε εκτενώς για αρκετές μέρες. Ακολούθησε η ΕΔΕ που διενήργησε ο Δ/ντής Δ/θμιας Εκπ/σης Δυτ. Θεσ/νίκης (6-9.7.2007). Τα συμπεράσματα της ΕΔΕ ήταν: η νόθευση της βαθμολογίας έγινε σε 33 γραπτά Αγγλικών από 8 καθηγήτριες, οι οποίες -κακώς- θεώρησαν ότι υπάκουαν σε νόμιμη εντολή ανωτέρου, καταλογίσθηκε ηθική αυτουργία στην πρόεδρο του β/κ, διαπιστώθηκε ότι καμιά οδηγία-εντολή δεν δόθηκε από το ΥπΕΠΘ, αφού κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε στα υπόλοιπα ειδικά μαθήματα. Το πόρισμα διαβιβάστηκε στα ΠΥΣΔΕ Αν. και Δυτ. Θεσ/νίκης που τον Ιούλιο του 2008 επέβαλαν ποινές 90 έως 100 μέρες αργία (με αντίστοιχη στέρηση μισθού στις 8 βαθμολογήτριες), ενώ το Συμβούλιο Επιλογής Σχολικών Συμβούλων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επέβαλε στην πρόεδρο του β/κ την ποινή της οριστικής παύσης. Στη συνέχεια, ο Γ. Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και ο τότε Υπουργός Παιδείας υπέβαλαν ενστάσεις κατά των διοικητικών ποινών που επιβλήθηκαν στις 8, θεωρώντας ότι ήταν υπερβολικά επιεικείς, ενώ οι καθηγήτριες προσέφυγαν στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό όργανο για να ανατρέψουν τις ποινές. Το πόρισμα της ΕΔΕ διαβιβάστηκε επίσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Ασκήθηκαν διώξεις στις 8 καθηγήτριες για πλαστογραφία εγγράφων κατ’ εξακολούθηση και χρήση τους, ενώ στην πρόεδρο του β/κ για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή. Η δίκη έγινε τελικά τον Φεβρουάριο του 2009. Το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής διεκδικώντας 2000 € από κάθε μια κατηγορούμενη, επειδή υπέστη ηθική βλάβη και τρώθηκε το κύρος του θεσμού των Πανελλαδικών εξετάσεων. Το δικαστήριο απέβαλε την παράσταση πολιτικής αγωγής με το αιτιολογικό ότι άμεση ζημία δεν υπέστη το Δημόσιο, αλλά οι εξεταζόμενοι. Μετά από αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης, κλήθηκε και εξετάστηκε ως ουσιώδης μάρτυρας ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ, υπεύθυνος για την οργάνωση και διεξαγωγή των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Το δικαστήριο αθώωσε τις 8 καθηγήτριες και έκρινε ένοχη την πρόεδρο του β/κ, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή. Στις 30.6.2009 το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΥπΕΣΔΔΑ έκρινε αθώες από την κατηγορία της νοθείας δημοσίων εγγράφων, ένοχες όμως για ατελή εκπλήρωση καθηκόντων τις 3 καθηγήτριες του ΠΥΣΔΕ Αν. Θεσ/νίκης, μειώνοντας την αρχική τους ποινή σε ενός μηνός στέρηση αποδοχών, ενώ η προσδιορισμένη για το Σεπτέμβριο αντίστοιχη εκδίκαση για τις υπόλοιπες 5 καθηγήτριες του ΠΥΣΔΕ Δυτ. Θεσ/νίκης αναβλήθηκε.
ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Σε λίγο συμπληρώνεται ένας χρόνος από την κυβερνητική υιοθέτηση του συνθήματος/διλήμματος «υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;». Την αμυντική αυτή τακτική υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός στα τέλη του 2008, ως βασικό μέσο συγκράτησης των υπολειπόμενων ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος. Το σύνθημα έκανε θραύση κατά την «βατοπεδινή» και την «παυλιδική» περίοδο. Η «υπευθυνότητα» εμφανιζόταν ως μόνιμος αυτοχαρακτηρισμός κάθε κυβερνητικού παράγοντα και συνόδευε κάθε απάντηση προς την αντιπολίτευση ή δήλωση προς τους πολίτες, ώστε να εμπεδώσουν όλοι ποιο κόμμα υπερασπίζεται και ποιο περιφρονεί τους θεσμούς. Στη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού, η «υπευθυνότητα» όχι μόνο δεν πήγε διακοπές, αλλά υπερέβη χρονικά -τουλάχιστον στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων- τις συνθήκες θανάτου του Μάικλ Τζάκσον και τις ερωτικές περιπέτειες του Μπερλουσκόνι. Πεδίο εφαρμογής της υπευθυνολογίας έγινε από την κυβέρνηση ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο δρόμος προς τις πρόωρες εκλογές είχε ανοίξει.
Το πού εδράζεται το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» είναι προφανές. Το εκλογικό σώμα έπρεπε να θυμηθεί τα αίτια του εκλογικού αποτελέσματος του 2004. Καθώς η παρούσα ανάλυση δεν ασχολείται με εκλογικά θέματα, αλλά με πολιτικά επιχειρήματα, πρέπει να σημειωθεί ότι η «ανευθυνότητα», κρινόμενη ως αιτία οδήγησης της χώρας σε πρόωρες εκλογές, είναι ένα ανίσχυρο επιχείρημα που προσπαθεί να πετύχει «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»: α) να δείξει την περιφρόνηση της άλλης πλευράς προς τους θεσμούς και β) να ενισχύσει το προφίλ σοβαρότητας και «θεσμικότητας» της εκστομίζουσας πλευράς. Όμως, το 2007 ο Πρωθυπουργός ανήγαγε τη σύνταξη του προϋπολογισμού σε «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή στις κάλπες. Αυτό αποτέλεσε συνέχεια των θεσμικών τερτιπιών του νεότερου ελληνικού πολιτικού βίου και επιβεβαίωσε αυτό που όλοι οι πολιτικοί ομολογούν και η πλειοψηφία της κοινωνίας αποδέχεται, ότι δηλαδή το Σύνταγμα που υπάρχει στο χαρτί, δεν λειτουργεί πάντα στην πράξη: «το θέμα των εκλογών είναι αποκλειστική απόφαση του Πρωθυπουργού, ο Πρωθυπουργός μπορεί να αιφνιδιάσει με πρόωρες εκλογές» είναι οι επικρατούσες διατυπώσεις. Ως εδώ υπάρχει ζήτημα, αλλά οι πρωθυπουργικές αντιφάσεις έχουν συνέχεια. Καθόσον η Βουλή που θα προέκυπτε το 2007 θα ήταν αναθεωρητική, μέσω του τότε διαγγέλματος ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο ίδιο το Σύνταγμα. Όμως, ιεράρχησε το Σύνταγμα χαμηλότερα από τον προϋπολογισμό. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η «αναθεώρηση του Συντάγματος» στόχευε -πάντα κατά τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού- σε ενίσχυση της διαφάνειας του δημόσιου βίου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Οι μετέπειτα κυβερνητικοί χειρισμοί στις υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών, ομολόγων, Ζαχόπουλου, Συνταγματικής Αναθεώρησης, Ζορμπά, αυτοδιοίκησης δικαστηρίων, Βατοπεδίου, Παυλίδη, Ζήμενς, οικονομικής ύφεσης, έδωσαν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του πώς νοείται πρωθυπουργικά η «ευθύνη» και πώς προφυλάσσονται οι «θεσμοί». Όσο για την ίδια τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης…
Πολλά λόγια δεν χρειάζονται, τα γεγονότα βοούν. Ποιο ακριβώς είναι το σύμπτωμα που αναδεικνύει το σύνθημα της «ανευθυνότητας»; Ότι το κόμμα που ήρθε στην εξουσία μετά από 20ετή απουσία του, αλλά και μετά από βαριά κοινωνική καταδίκη της ως τότε κακοδιαχείρισης και κατάχρησης της εξουσίας, αυτό το ίδιο κόμμα, πεντέμιση χρόνια μετά, επισείει στους πολίτες τον κίνδυνο να ξαναγυρίσουν «σ’ αυτά τα οποία καταδίκασαν». Κι αυτό δεν είναι νέο. Το ξαναζήσαμε στα τέλη του 2003 με τις προειδοποιητικές αναφορές του τότε πρωθυπουργού για την (επερχόμενη) κακή «δεξά». Συνεπώς: Ο κομματικός ανταγωνισμός συνεχίζεται με κατεύθυνση προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω. Ο δεύτερος δεν ανεβαίνει, απλώς πέφτει ο πρώτος. Προφανώς έχουμε να κάνουμε, αφ’ ενός με την παρακμιακή μας δημοκρατία όπου τα πρόσωπα δεν υπάρχουν, προβάλλονται κυρίως οι κομματικές επιγραφές που ευκολότερα φανατίζουν, αφ’ ετέρου με μια νέα, έμμεση ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης που βάζει τον πήχη προς τα κάτω, ώστε να κρίνει (και πάλι) ο πολίτης ποιος είναι ο ολιγότερο κακός. Και μόνον αυτά είναι στοιχεία απολύτως αντίθετα με τη διαφύλαξη των θεσμών και βέβαια, οι κραυγάζοντες τα περί «ευθύνης», διαγράφουν πορεία κωμικοτραγική. Και μόνον αυτά είναι αρκετά ώστε να επιβεβαιώνουν δύο Προέδρους της Ελληνικής Δημοκρατίας (τον πρώην και τον νυν), οι οποίοι με διαφορά λίγων μηνών, επισήμαναν δημόσια: «κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα, χρησιμοποίηση της πολιτικής από τους λαϊκούς εκπροσώπους ως εφαλτήριο για τρυφηλή ζωή, διατήρηση των διαχρονικών παθογενειών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, ηθική νομιμοποίηση των πελατειακών συμπεριφορών» δηλαδή: «διαφθορά, αναξιοκρατία, ατιμωρησία, κομματικό κράτος, πελατειακές σχέσεις, κακοποίηση της δημοκρατίας». Σημειολογικό είναι και το ότι ο νυν Πρόεδρος μίλησε έτσι τον Ιούλιο, κατά την τελετή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Αν μη τι άλλο, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας δεν μπορούν (εύκολα) να κατηγορηθούν για πολιτική σκοπιμότητα. Αφού μέχρι χθες το κυβερνητικό κόμμα κατήγγειλε την αντιπολίτευση για μια τεχνητή εκλογολογία, αφού μέχρι και σήμερα την καταγγέλλει για την προσβολή του πολιτειακού θεσμού, ας κάνει τον κόπο να τοποθετηθεί πάνω στη θεσμική αποδυνάμωση του ΠτΔ που επέφερε η συνταγματική αναθεώρηση του 1985.
Συνεπώς, ή όντως έχουμε πολιτεία με θεσμούς που λειτουργούν ικανοποιητικά, ή η διαφθορά, η απαξίωση των πολιτών, το πελατειακό κράτος, ο διαλυμένος δημόσιος τομέας, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των προϊόντων βρίσκονται αποκλειστικά και μόνον στη φαντασία μας.
«ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ» (Η μέγιστη κυβερνητική προσφορά στην παιδεία;)
Πώς συνδέονται τα παραπάνω με τις πανελλαδικές εξετάσεις του 2007; Θεσμικά (φυσικά). Η κυβέρνηση που εξελέγη μέσω των εκλογών του 2004 και 2007 διακήρυξε με έμφαση την μάχη κατά της διαφθοράς, την προσήλωση στους θεσμούς και στους εθνικούς στόχους, μεταξύ των οποίων ήταν και η παιδεία. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για την παιδεία (ας υποθέσουμε ότι ούτε όραμα δεν έχει γι’ αυτήν), είναι να της εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους. Κι όμως, από το 2007 άρχισε να «εξηγεί» τη μη χρηματοδότηση της παιδείας (με το θρυλικό 5% του ΑΕΠ) χρησιμοποιώντας το επιχείρημα «νομίζαμε ότι μπορούσαμε, επειδή οι προηγούμενοι μας εμφάνιζαν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς». Στη διάρκεια 2004-07, η κυβέρνηση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την τριτοβάθμια, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα «με καλύτερους δασκάλους αλλάζουμε γρηγορότερα το αποτέλεσμα της παιδείας». Το 2005 «για να ανεβεί το επίπεδο των ΑΕΙ-ΑΤΕΙ» η κυβέρνηση θέσπισε και την περίφημη «βάση του 10».
Όταν το ΥπΕΠΘ υιοθετούσε επί υπουργίας του κ. Στυλιανίδη (Μάϊος 2008) το σύνθημα-λογότυπο «Όλα είναι θέμα παιδείας», μάλλον δεν είχε αποτιμήσει πλήρως πόσο καταλυτικό ρόλο μπορούσε να διαδραματίσει: πόσο αντιφατικό κάποιων κ[ε]νοτόμων πολιτικών παιδείας μπορούσε να φαντάζει, ποια εν δυνάμει τροχοπέδη κάθε ανερμάτιστης πολιτικής παιδείας μπορούσε να αποτελέσει. Ενώ λοιπόν στη διάρκεια 2007-08 η κυβέρνηση έδινε τα επικοινωνιακά της ρέστα με το «έξυπνο σχολείο», ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβριο του 2008 με τα λοιπά διατρέξαντα έγιναν αιτία για να απομακρυνθεί ο δεύτερος υπουργός παιδείας. Η κατάρρευση του δημόσιου σχολείου σε πρώτη και δεύτερη βαθμίδα ήταν το μόνο στο οποίο μπορούσε να εστιάσει η κυβέρνηση, οπότε ο νέος υπουργός κ. Σπηλιωτόπουλος έλαβε οδηγία και συμφώνησε να δώσει τη μέγιστη έμφαση στο «διάλογο για την παιδεία» που επίσημα ξεκίνησε το Μάρτιο του 2009. Η στόχευση της κυβέρνησης όμως είχε ήδη φανεί στις 2.1.2009, όταν ο Πρωθυπουργός με τη βασιλόπιτα ακόμα στο τραπέζι, ζήτησε από τον Πρόεδρο της Βουλής «προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την παιδεία», οπότε στις 23.1.2009 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα ακόμα δίλημμα: «Είμαστε ανοιχτοί στα μηνύματα των καιρών, ναι ή όχι;», «Δημιουργούμε το σχολείο του μέλλοντος; Ναι ή όχι;». Για άλλη μια φορά η «στροφή» ήταν επικοινωνιακή. Η ονομασία «έξυπνο σχολείο» υποχώρησε λίγο, έδωσε τη θέση της στο (συνώνυμο) «σχολείο του μέλλοντος». Μάθαμε λοιπόν επίσημα, ότι αυτό που κυρίως λείπει από την παιδεία είναι η σύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα. Πληροφορηθήκαμε ακόμα ότι το επιχείρημα της υποχρηματοδότησης «νομίζαμε, δεν έχουμε..» ήταν ατελές. Συμπληρώθηκε από τον πρωθυπουργό με ένα ξεκάθαρο «έχουμε, αλλά δεν δίνουμε, όσο η κοινωνία δεν δέχεται τις μεταρρυθμίσεις». Άλλωστε και να μην το έλεγε, εννοείτο. Είχε ήδη βεβαιωθεί με άλλες κυβερνητικές πράξεις. Εν μέσω θέρους του 2008 και ταυτόχρονα με την κατάργηση της Αρχής για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, οι δικαστικοί έλαβαν γενναιότατες αυξήσεις, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση αφαίρεσε τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων.
Η θετική έκπληξη ήρθε με τη δήλωση-ομολογία του κ. Σπηλιωτόπουλου: «η παιδεία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, από το σχολείο δεν βγαίνουν μορφωμένοι πολίτες, έχουμε απαξιώσει το ρόλο του εκπαιδευτικού» (9.3.2009). Ταυτόχρονα, ο κ. Μπαμπινιώτης δήλωνε: «Είναι ουτοπία, -αν όχι ηθελημένο λάθος- το να συζητάς για την εκπαίδευση και να μην έχεις στο μυαλό σου, στη συνείδησή σου ότι επίκεντρο είναι ο εκπαιδευτικός» (11.3.2009). Η απογοήτευση: στις τελευταίες δηλώσεις (5.8.2009) κυβέρνησης και προέδρου του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για την κατεύθυνση των αλλαγών στο σχολείο, ουδόλως περιλαμβάνεται ο παράγων «άνθρωπος/εκπαιδευτικός». Δηλαδή, ο διοικητικός-παιδαγωγικός μηχανισμός του ΥπΕΠΘ και η αξιοκρατία του κρίθηκαν επαρκείς και μη χρήζουσες αλλαγών. Δηλαδή, η κατάπτωση της δημόσιας διοίκησης δεν αγγίζει το ΥπΕΠΘ. Δεν ισχύει για το διοικητικό μηχανισμό η tabula rasa. Άρα ο «εθνικός στόχος της παιδείας» είναι μόνο το «έξυπνο σχολείο» ή «σχολείο του μέλλοντος» με τους διαδραστικούς πίνακες ! Και η «αναβαθμολόγηση» στις πανελλαδικές του 2007 πώς προέκυψε; Πώς έγινε γνωστή; Πώς αντιμετωπίστηκε από το ΥπΕΠΘ; Ήταν τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός; Τι συμπεράσματα βγαίνουν από την όλη ιστορία;
«ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥΣ» (ΕΔΕ #1)
Σύμφωνα με το πόρισμα της ΕΔΕ, μια πρόεδρος βαθμολογικού κέντρου με πολυετή πείρα στη θέση αυτή, που ήταν επί πλέον και σύμβουλος, δηλαδή παιδαγωγική προϊσταμένη, παρεξήγησε την οδηγία του ΥπΕΠΘ να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι μεγάλες αποκλίσεις βαθμολογίας που προκαλούν τις αναβαθμολογήσεις και σε περιπτώσεις τέτοιες να γίνεται επανέλεγχος για αθροιστικά λάθη. Για να υλοποιήσει αυτή την οδηγία κάλεσε βαθμολογητές να διορθώσουν τους βαθμούς που είχαν ήδη βάλει. Δύο από τους βαθμολογητές που συμμετείχαν, το κατήγγειλαν για λόγους που δεν κατάφερε να εξακριβώσει η ανακριτική διαδικασία, ενώ διαπιστώθηκε ότι το περιστατικό αυτό ήταν μεμονωμένο και ουδεμία ευθύνη του ΥπΕΠΘ υπήρχε. Η (συνοπτικά διατυπωμένη) αυτή διαπίστωση έχει μερικά εύλογα κενά:
Ο κ. Κωνσταντινίδης που διενήργησε την ΕΔΕ ρωτούσε επίμονα τους μάρτυρες «ποια πιστεύετε ότι ήταν τα κίνητρα των δύο καταγγελλουσών;». Γιατί; Ήταν ανεξήγητη από μόνη της η καταγγελία; Ή μήπως υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν κάποια σκοτεινή πρόθεση; Αν ο ανακριτής ήθελε να διερευνήσει την πρόθεση των δύο καθηγητριών, δεν διέθετε άραγε αρκετή πείρα, ούτε την κοινή λογική για να ρωτήσει «τι κίνητρο είχαν οι δύο καθηγήτριες να καταγγείλουν μια υπόθεση που τις ενέπλεκε προσωπικά, μια που και οι ίδιες είχαν αλλάξει βαθμολογίες τους;». Κίνητρο μιας πράξης διερευνάται, όταν η πράξη αυτή είναι κολάσιμη. Η επιμονή στη διερεύνηση αυτή, φανερώνει τουλάχιστον μια πτυχή της ανακριτικής γραμμής: η καταγγελία μάλλον αμφισβητείται παρά ερευνάται, οπότε με τις κατάλληλες ερωτήσεις επιχειρείται να βρεθεί έδαφος επιβεβαίωσης της αμφισβήτησης. Βρέθηκε τελικά κάποιο δόλιο κίνητρο; Όχι, φυσικά. Και, όπως μαντεύετε, για την «αντίπερα όχθη» ακολουθήθηκε άλλη τακτική. Το κίνητρο της αναμφισβήτητης αλλοίωσης της βαθμολογίας ειπώθηκε τόσο από την πρόεδρο του β/κ όσο και από τις επόπτριες βαθμολόγησης: «για το καλό των παιδιών, για να βοηθήσουμε τα παιδιά, για να μην αδικούνται οι υποψήφιοι, για να προασπιστεί το δίκιο των υποψηφίων». Κανένας μάρτυρας δεν ρωτήθηκε «πού στηρίζεται αυτό το επιχείρημα», πολύ δε περισσότερο, καμιά διερεύνηση του ποιος και τι κρύβεται πίσω από μια τέτοια δικαιολόγηση που -όλως παραδόξως- συμπίπτει με την επίσημη εξήγηση του ΥπΕΠΘ (που δόθηκε πολύ αργότερα, στις αίθουσες των δικαστηρίων). Καμιά συσχέτιση αυτού του επιχειρήματος με την «παρεξηγημένη εντολή». Αντίθετα, υπήρξαν ερωτήσεις για τη γνώση του υπαλληλικού κώδικα «γνωρίζετε ότι προδήλως παράνομες εντολές δεν πρέπει να εκτελούνται και πρέπει να αναφέρονται;». Αυτό όντως αναφέρεται στην 3η παράγραφο του άρθρου 25 (Ν.3528/2007), όμως στην 2η παράγραφο αναφέρεται κάτι που όλοι γνωρίζουν πώς εφαρμόζεται σε σχέση με την 3η: «Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτελέσει, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Καταφανώς παράνομη λοιπόν ήταν για τον ανακριτή η εντολή. Σωστά! Κι αφού ήταν παράνομη, γιατί την έδωσε η πρόεδρος; Ξέχασε τα καθήκοντα που επιτελούσε τις προηγούμενες χρονιές; Πήρε πρωτοβουλία; Ή μήπως κάλεσε τους βαθμολογητές για να δουν τις μεγάλες αποκλίσεις και να συζητήσουν πάνω στον τρόπο βαθμολόγησης, οπότε αυτοί μαζικά, βρήκαν ευκαιρία ν’ αρπάξουν τα γραπτά τους για να ανεβάσουν τους βαθμούς;
Έντονη αναφορά υπήρξε στο Π.Δ. 60/2006 που προβλέπει τα περί βαθμολόγησης. Καμιά συσχέτιση όμως των νόμων με το «καλό των παιδιών» δεν έγινε από τον ανακριτή. Δεν κίνησε την περιέργεια της πειθαρχικής ανάκρισης η απουσία κάθε αναφοράς του «καλού των παιδιών» στο Π.Δ. 60/2006. Η διερεύνηση του κινήτρου ίσχυε μόνο για τις δυο καταγγέλλουσες. Για την πρόεδρο, το κίνητρο δεν διερευνήθηκε στην τυπική διαδικασία, αντίθετα, υπήρξαν «διαρροές» από το ΥπΕΠΘ που καταλόγιζαν ιδιοτέλεια στην πρόεδρο του β/κ και μάλιστα, το σενάριο αυτό ακούστηκε και από τα κρατικά ΜΜΕ. Η καταγγελία κατά τον κ. Κωνσταντινίδη έπρεπε να ελεγχθεί ενδελεχώς ως πράξη, αλλά κατά βούληση ως περιεχόμενο. Το κίνητρο της προέδρου του β/κ δεν ανεζητείτο, αφού εξ αρχής είχαν επιλεγεί κατάλληλα οι μάρτυρες, με πρώτο βασικό απόντα τον κ. Γαρίνη, Τμηματάρχη του ΥπΕΠΘ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ειδικών Μαθημάτων που είχε κατονομαστεί από την κα Τσοτσόλη και είχε δείξει τον Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ ως πομπό της οδηγίας. Από την μια πλευρά λοιπόν οι πιθανοί ηθικοί αυτουργοί προστατεύτηκαν με την επιλογή των μαρτύρων και των κατάλληλων ερωτημάτων. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε ένα ακόμη δίχτυ προστασίας, που -προφανέστατα- λειτούργησε καταλυτικά και ως προς την ίδια την ηθική αυτουργία: η αδυναμία πρόσβασης των υποψηφίων στα γραπτά τους. Λέτε κι αυτό να έγινε «για το καλό των παιδιών»;
«ΒΑΣΗ ΤΟΥ 10» και «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ προσωπικΩν δεδομΕνων»
Ας δούμε λοιπόν την πτυχή αυτή. Το Π.Δ. που προέβλεπε τα της λειτουργίας των β/κ ήταν το 60/2006. Δεν περιείχε καμιά διάταξη για επανέλεγχο, επαναβαθμολόγηση γραπτών που είχαν διαφορά μεταξύ α’ και β’ βαθμολογητή πάνω από 20 μονάδες. Κι όμως, αυτή την εντολή μετέφερε η πρόεδρος στο β/κ της Πυλαίας και βέβαια αυτή τη ρύθμιση δεν μπορεί να την επινόησε μόνη της. Την επικαλέστηκαν και άλλες καθηγήτριες στην ΕΔΕ, βάσει αυτής έγινε η κλήση των βαθμολογητών στις 29.6.07, πολύ περισσότερο, την ήξεραν όλα τα μέλη της επιτροπής βαθμολόγησης στην Πυλαία που «δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν αντιλήφθηκαν» τίποτε το επιλήψιμο στις 29.6.07.
Το 2005 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (κατόπιν προσφυγής γονέα) κάνει σύσταση προς την Υπουργό Παιδείας για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε γραπτά δοκίμια. Στις 13.9.2005 εκδίδεται Υπουργική Απόφαση που επιτρέπει την επίδειξη των γραπτών. Το Σεπτέμβριο του 2005 ψηφίζεται από τη Βουλή ο Ν.3404 ο οποίος προβλέπει και τη γνωστή «βάση του 10» ως απαραίτητη προϋπόθεση στο βαθμό πρόσβασης του υποψηφίου για την είσοδό του σε ΑΕΙ-ΑΤΕΙ. Πολλοί υποψήφιοι που δεν έπιασαν τη βάση, έμειναν εκτός ΑΕΙ τον Αύγουστο του 2006. Ένα μήνα νωρίτερα, στο Ν.3475 περιλήφθηκε διάταξη, σύμφωνα με την οποία «τα γραπτά δοκίμια των μαθημάτων που εξετάζονται σε πανελλαδικό επίπεδο δεν γνωστοποιούνται ούτε επιδεικνύονται με οποιονδήποτε τρόπο στους ενδιαφερόμενους». Με την απόφαση 66/2006 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καλεί την Υπουργό Παιδείας να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης των μαθητών στα γραπτά τους δοκίμια (επίδειξη και χορήγηση αντιγράφου) έναντι παράβολου 10 €. Η απόφαση αυτή ήταν γνωστή από το καλοκαίρι, μάλιστα το ΣτΕ την είχε υιοθετήσει στην εισηγητική του έκθεση. Στη συνέχεια η Υπουργός Παιδείας κατέθεσε στην επιτροπή αναστολών του ΣτΕ αίτηση ακύρωσης της απόφασης 66/2006 που επρόκειτο να εκδικαστεί τον Οκτώβριο του 2007. Η απόφαση του Φεβρουαρίου ήταν αρνητική για το ΥπΕΠΘ. Τον Αύγουστο του 2008 παρενέβη ο Συνήγορος του Πολίτη, ζητώντας να εφαρμοστεί η απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 66/2006 και να μην καταστρέφονται άμεσα τα γραπτά. Στο πόρισμά του στιγματίζεται το ΥπΕΠΘ επειδή αυτό δεν ενημέρωσε τον ΣτΠ για την απόρριψη της αίτησης αναστολής που είχε υποβάλει στο ΣτΕ, ούτε απάντησε σε άλλα έγγραφα που ο ΣτΠ απέστειλε στο ΥπΕΠΘ.
Σύμφωνα με το Π.Δ. 60/2006 που ίσχυε την επίμαχη περίοδο, σε περίπτωση αναβαθμολόγησης, ο τελικός βαθμός του γραπτού προέκυπτε από το μέσο όρο των τριών βαθμολογητών (του α’, του β’ και του αναβαθμολογητή). Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε το 2008 (Π.Δ. 36). Από τις πανελλαδικές εξετάσεις του 2008, σε περίπτωση αναβαθμολόγησης ο τελικός βαθμός του γραπτού προέκυπτε από το μέσο όρο των δύο μεγαλύτερων βαθμών μεταξύ των τριών.
Τι δείχνουν τα παραπάνω στοιχεία; ότι κατά το 2007 υπήρχε πολιτική πρόθεση στο ΥπΕΠΘ για την αλλαγή της διάταξης του Π.Δ. 60/2006 βάσει της οποίας έβγαινε ο μ.ο. σε περίπτωση αναβαθμολόγησης. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση (φοβούμενη τις προσφυγές των γονέων, ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις των αναβαθμολογημένων γραπτών) έπαιζε κρυφτούλι με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τον Συνήγορο του Πολίτη. Ωραία περίπτωση σεβασμού των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεσμών.
Έναντι του ποσού 50-80 € αποφάσισε τελικά το ΥπΕΠΘ να επιτρέπει την επίδειξη μόνον των γραπτών δοκιμίων των πανελλαδικών εξετάσεων, αρνήθηκε δηλαδή να παραδίδει φωτοαντίγραφα. Πότε; Τον Ιούλιο του 2009.
«ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΟ» vs «ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟ» (ΕΔΕ #2)
ΕΔΕ σημαίνει «Ένορκη Διοικητική Εξέταση», δηλαδή ανακριτική διαδικασία για τη διαπίστωση τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά την άσκηση των υπαλληλικών καθηκόντων και των προσώπων που ευθύνονται. Τη διενέργειά τους τη διατάσσουν οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι, τις δε ποινές καταλογίζουν συχνά τα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Στην περίπτωση των Πανελλαδικών του 2007, τη διενέργεια της ΕΔΕ ανέθεσε ο Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης Κ. Μακεδονίας κ. Καρατάσιος, στον οποίο κατατέθηκε η καταγγελία των δύο καθηγητριών. Προηγήθηκε συνεννόηση με το Γ. Γραμματέα κ. Καραμάνο, ο οποίος είναι κατά νόμο υπεύθυνος για τις πανελλαδικές εξετάσεις και ο οποίος ουσιαστικά έδωσε την εντολή (δημόσια δήλωνε ότι ζήτησε να γίνει ΕΔΕ). Όμως το Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ είχε δείξει έμμεσα, πλην δημόσια, ο κ. Γαρίνης ως υπεύθυνο της εντολής («Είμαι τμηματάρχης και δεν μπορώ να δίνω οδηγίες. Μπορώ να μεταφέρω οδηγίες, αλλά όχι να δίνω, δεν τις βγάζω από το μυαλό μου»), δηλώνοντας μάλιστα δημόσια «αν με καλέσει ο ανακριτής (της δικαστικής προανάκρισης), θα συζητήσω όσα συνέβησαν». Τελικά ο ανακριτής δεν τον κάλεσε. Όπως δεν τον κάλεσε και στην ΕΔΕ ο κ. Κωνσταντινίδης, αν και κατονομάστηκε από την κα Τσοτσόλη. Η μεθόδευση της διαδικασίας είναι οφθαλμοφανής. Βέβαια, το ζήτημα της μεθοδευμένης ΕΔΕ ξεκινάει νωρίτερα. Και μόνον το στοιχείο της εντοπιότητας του ανακριτή και μόνον η ανάθεση που έκανε ο κ. Καρατάσιος στον Δ/ντή Β/θμιας Εκπ/σης Δ. Θεσ/νίκης, προδήλωνε το πού θα περιοριστεί η αναζήτηση της ευθύνης, αφού ο υπαλληλικός κώδικας προβλέπει ότι την ΕΔΕ ενεργεί υπάλληλος ίσου τουλάχιστον βαθμού με αυτόν στον οποίο αποδίδεται η πράξη. Από το σημείο αυτό και μετά, η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Αποτέλεσμα: Στις 10.7.2007 έξω από το δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ο κ. Κωνσταντινίδης αφού παρέδωσε το πόρισμα στον εισαγγελέα, μίλησε όχι ως διαδικαστικός παράγοντας αλλά ως κυβερνητικός εκπρόσωπος: «Το Υπουργείο ποτέ δεν έχει δώσει εντολή. Αυτά είναι στη φαντασία αυτών που τα λένε». Την ίδια ώρα, στον κ. Καραμάνο επικρατούσε ο εκνευρισμός αντί της ανακούφισης, αφού η κοινή γνώμη για πρώτη φορά μάθαινε μέσω του πορίσματος της ΕΔΕ ορισμένες πτυχές της υπόθεσης και ορατός ήταν ο κίνδυνος η υπόθεση να ανοίξει αντί να κλείσει και μάλιστα με τον πιο οδυνηρό για το ΥπΕΠΘ τρόπο: την καταγγελία νέων, σχετικών στοιχείων. Ας δούμε ορισμένα ερωτηματικά που προκύπτουν από το πόρισμα.
Γιατί εξετάστηκαν 37 μάρτυρες, τη στιγμή που 25-30 ήταν μόνον οι βαθμολογητές που βρίσκονταν στην αίθουσα στις 29.6.2009; Ερευνήθηκε και διασταυρώθηκε πόσοι βαθμολογητές κλήθηκαν εκείνη την ημέρα; Όχι. Διευκρινίστηκε αν στην αίθουσα αυτή βρίσκονταν μόνον βαθμολογητές αγγλικών; Όχι. Διερευνήθηκε αν η πρόεδρος του β/κ κάλεσε μόνον βαθμολογητές αγγλικών; Όχι. Ήταν παράδοξο για την ΕΔΕ η επικεφαλής να εμφανίζεται ως πρόεδρος του ειδικού μαθήματος των αγγλικών και όχι ως πρόεδρος του β/κ ειδικών μαθημάτων; Όχι. Στην ΕΔΕ εξετάστηκαν 18 βαθμολογήτριες. Πόσοι βαθμολογητές άλλων ξενόγλωσσων μαθημάτων, μουσικών μαθημάτων, σχεδίου κλήθηκαν; Κανείς. Συσχετίσθηκαν με τα αναφερθέντα κίνητρα οι βαθμοί που έβαλαν οι αναβαθμολογητές στα επίμαχα γραπτά; Όχι. Έγινε καταμέτρηση πόσα από τα αναβαθμολογημένα γραπτά που υπέστησαν αλλοίωση συμπλήρωναν τη βάση μόνο με αυτή την προϋπόθεση; Όχι. Ρωτήθηκαν μάρτυρες που κατέθεσαν ότι άλλαξαν τους βαθμούς τους κάτω από ψυχολογική πίεση αν άκουσαν την πρόεδρο του β/κ να λέει ότι «είναι προαιρετική η παρέμβαση στα γραπτά»; Ναι. Ρωτήθηκαν οι βαθμολογητές αν γνώριζαν ότι σύμφωνα με το Ν.3475/2006 άρθρο 22 «Τα γραπτά δοκίμια των μαθημάτων που εξετάζονται σε πανελλαδικό επίπεδο για την εισαγωγή των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και οι αποφάσεις ορισμού των βαθμολογικών κέντρων για τη βαθμολόγηση των ανωτέρω γραπτών, των βαθμολογητών και αναβαθμολογητών των γραπτών δοκιμίων των μαθημάτων αυτών, δεν γνωστοποιούνται ούτε επιδεικνύονται με οποιονδήποτε τρόπο στον ενδιαφερόμενο»; Όχι. Έγινε ερώτηση περί της γνώσης του άρθρου 107 του Υπαλληλικού Κώδικα για δημόσια κριτική προϊσταμένης αρχής; Ναι και μάλιστα με τρόπο παραπλανητικό: ο κώδικας αναφέρει ως πειθαρχικό παράπτωμα την «άσκηση κριτικής με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις». Σημειωτέον ότι αυτή η ερώτηση υποβλήθηκε στις δύο καταγγέλλουσες και στην πρόεδρο του β/κ. Ζητήθηκε από την επιτροπή του β/κ να ελέγξει τα γραπτά των άλλων (πλην αγγλικών) μαθημάτων για αλλοιώσεις βαθμολογίας; Όχι. Ερεύνησε / έλαβε υπόψιν του ο ανακριτής τη μαρτυρία της προέδρου πως διαπίστωσε (παρόντος του Γραμματέα και ενός μέλους της επιτροπής) ότι το β/κ ειδικών μαθημάτων στην Αθήνα είχε λάβει την ίδια εντολή; Όχι. Καταλογίστηκαν ευθύνες στους επόπτες και στον Γραμματέα του β/κ για την άκαιρη αποκόλληση γραπτών, για τη μεγάλη ακαταστασία που επικρατούσε; Όχι. Καταλογίστηκαν ευθύνες στο Γραμματέα για τη φύλαξη και την παραλαβή των αλλοιωμένων γραπτών; Όχι, παρά το ότι το ποινικό δικαστήριο δίκαζε τις καθηγήτριες όχι μόνο για τη νόθευση αλλά και για τη χρήση αυτής. Κατέθεσαν οι επόπτες και ο γραμματέας υπέρ του ΥπΕΠΘ; Ναι.
Πώς διερευνήθηκε το κίνητρο της παράνομης πράξης; Πώς διερευνήθηκε το κύριο σημείο στην ΕΔΕ που ήταν η ηθική αυτουργία; Πώς ερωτήθηκαν -έστω- αυτοί οι 37 μάρτυρες, τι απαντήσεις έδωσαν, πώς αξιολογήθηκαν αυτές οι απαντήσεις; Ο παρακάτω πίνακας βοηθά στην κατανόηση.
ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ / ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΝΤΟΛΗ του ΥΠΕΠΘ
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΝΤΟΛΗ του ΥΠΕΠΘ
ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ – ΔΕΝ ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ
ΣΥΝΟΛΟ
Υπήρχε προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ για τεχνικό επανέλεγχο (πριν την αναβαθμολόγηση) αν η απόκλιση υπερέβαινε τις 20 μονάδες
ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΤΕΣ
11
3 - 4
18
[6]
ΕΠΟΠΤΕΣ
5
0 - 5
10
[6]
ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Β/Κ
3
5 - 0
8
[1]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Β/Κ
1
1
[1*]
ΣΥΝΟΛΟ
11
9
17
37
[14]
Ποσοστό
30%
24%
46%
100%
[38%]
Οι απαντήσεις αυτές οδήγησαν τον κ. Κωνσταντινίδη: Α) στο εξής συμπέρασμα της ΕΔΕ «Εξ όλων όμως των μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη γραπτής ή προφορικής εντολής από το Υπουργείο. […] Το γεγονός ότι δεν υπήρχε εντολή, γραπτή ή προφορική, από το Υπουργείο για επανέλεγχο από βαθμολογητές αναβαθμολογημένων γραπτών, ως μη έδει, επιρρωνύεται και από τις μαρτυρίες των καθηγητών-βαθμολογητών άλλων ειδικών μαθημάτων (Γαλλικά, ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο, μουσική, κλπ.). Αυτοί, απέκλεισαν κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιασδήποτε γραπτής ή προφορικής εντολής για οποιαδήποτε διόρθωση-αλλοίωση βαθμολογιών. Συνεπώς, εάν, αληθώς υποτιθέμενα, είχε δοθεί τέτοια «εντολή», αυτή θα είχε δοθεί για όλα τα ειδικά μαθήματα και όχι μόνο για τα Αγγλικά» και Β) στη γνωστή δημόσια δήλωση για την αυξημένη φαντασία όσων ισχυρίσθηκαν το αντίθετο. Αφενός δηλαδή επικαλέστηκε ψευδώς και μαρτυρίες καθηγητών-βαθμολογητών άλλων ειδικών μαθημάτων, πράγμα που κάποιος μπορούσε να διαπιστώσει με μια απλή ανάγνωση του πορίσματος, αφετέρου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παράνομη (προφορική) εντολή του ΥπΕΠΘ, όταν η διάψευση ήταν μειοψηφία, όταν ο ίδιος δεν ρώτησε 9 άτομα, όταν ακόμα και αυτοί που διέψευδαν «κατηγορηματικά» την ύπαρξη εντολής, παραδέχονταν την εκδοχή «οδηγίας-εντολής» που το ΥπΕΠΘ ομολόγησε, για να βγει από τη δύσκολη θέση, για να εξηγήσει τη στάση της προέδρου και όσα διαδραματίσθηκαν. Τι άλλο ήταν όμως αυτή η εκδοχή της εντολής από το καμουφλάρισμα της πραγματικής;
Ένα πλήθος αντιφάσεων των μαρτυρικών καταθέσεων μπορεί να διαπιστώσει όποιος διαβάσει το πόρισμα της ΕΔΕ. Όσοι αρνούνται την ύπαρξη παράνομης εντολής, αρνούνται ταυτόχρονα ότι η «νόμιμη» εντολή ήταν αυτή που ενδεχομένως καθ’ υπερβολή και με λάθος τρόπο εκφράστηκε στις 29.6.2007. Αρνούνται δηλαδή κάθε πιθανότητα ευθύνης της προέδρου του β/κ, χτίζοντας ένα μέτωπο απομόνωσης στις βαθμολογήτριες που άκουσαν την πρόεδρο να επικαλείται δημοσίως προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ το απόγευμα εκείνο και να διαχέει μια αίσθηση νομιμότητας στις αλλοιώσεις της βαθμολογίας. Δεν πιέζονται δηλαδή να εξηγήσουν πώς συσχετίζουν τη «νόμιμη» εντολή (που κάποιοι αυθόρμητα παραδέχονται) με τα πραγματικά περιστατικά. Γενικά, υπήρξε διακριτική μεταχείριση του διενεργήσαντος την ΕΔΕ, ανάλογα με το αν ο μάρτυρας καταλόγιζε ή όχι ευθύνες προς το ΥπΕΠΘ. Έτσι, αλλού διϋλίζεται ο κώνωπας, αλλού καταπίνεται η κάμηλος. Οι μισοί επόπτες βαθμολόγησης δεν ρωτήθηκαν αν άκουσαν την περίφημη παράνομη εντολή να εκστομίζεται από τα χείλη της προέδρου. Κι αυτοί όμως διέψευσαν την μισή (ευνοϊκή προς το ΥπΕΠΘ) κατάθεση της προέδρου (βλ. αστερίσκο στον πίνακα): Η πρόεδρος του β/κ κατέθεσε ότι την κλήση των βαθμολογητών σε περίπτωση απόκλισης 20 ή περισσοτέρων μονάδων την συναποφάσισαν τα μέλη της επιτροπής του β/κ πριν αρχίσει η βαθμολόγηση. Η ίδια όμως σε περαιτέρω πιεστικές ερωτήσεις, έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, παραδέχεται ότι στα μέλη της επιτροπής μετέφερε εξ αρχής την «οδηγία-συμβουλή» που πήρε από τον κ. Γαρίνη. Η τοποθέτηση αυτή απαντά και στις «διαρροές» του ΥπΕΠΘ περί μονομερούς ιδιοτελούς κινήτρου της προέδρου του β/κ (όσο βέβαια, μια τέτοια δόλια διαρροή χρήζει απαντήσεως). Άρα το ερώτημα που καταρρίπτει και το τελευταίο ίχνος αξιοπιστίας στην εκδοχή οδηγίας-συμβουλής του ΥπΕΠΘ είναι: Η πρόεδρος του β/κ καλούσε τους βαθμολογητές για να ελέγξουν τι; Τα ανύπαρκτα αθροίσματα; Και πού προέβλεπε το Π.Δ. 60/2006 κάτι τέτοιο; Τόση σύγχυση έπαθε ξαφνικά η πρόεδρος του β/κ; Και πώς ο έμπειρος κ. Κωνσταντινίδης προσπέρασε το στοιχείο αυτό; Συνεπώς, όλη η αρχική ενημέρωση προς τους βαθμολογητές ότι έπρεπε να προσέξουν ιδιαίτερα τις μεγάλες αποκλίσεις, αποτελούσε μια προλείανση του εδάφους για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Μια βαθμολογήτρια κατέθεσε στην ΕΔΕ τα χαρακτηριστικά λόγια της προέδρου: «άλλαξαν τα πράγματα, θα κληθείτε να ξαναδείτε τα γραπτά σας αν υπάρχει μεγάλη ψαλίδα».
Μερικά ακόμη αξιοπρόσεκτα σημεία της ΕΔΕ: Ενώ αρκετοί αναβαθμολογητές, επόπτες, μέλη της επιτροπής του β/κ ουδέποτε άκουσαν την πρόεδρο του β/κ να λέει ότι έχει προφορική εντολή από το ΥπΕΠΘ για την αλλαγή της βαθμολογίας, ενώ ουδέποτε αντιλήφθηκαν ότι κάτι παράνομο συνέβη στις 29.6.2007, ούτε καν ακαταστασία διαπίστωσαν στο β/κ (μπερδεμένοι φάκελοι γραπτών, αποκολλημένα στοιχεία υποψηφίων σε γραπτά πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία), κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν «αυστηρή» στη βαθμολογία της τη μια καταγγέλλουσα, κάποιοι πιθανολόγησαν και προσωπικά κίνητρα στην καταγγελία. Κάποιοι πάλι, σχετικά με τις αντιδράσεις των γονέων είπαν ότι παλιότερες περιπτώσεις μεγάλων αποκλίσεων βαθμολογίας έφθασαν στη Βουλή και μάλιστα έφεραν ως παράδειγμα μια περίπτωση στο ειδικό μάθημα της «Αρμονίας». Από τις κουβέντες αυτές και με την παραδοχή ότι η Βουλή δεν θεωρείται αναρμόδια για να συζητήσει όσα συμβαίνουν στη δημόσια διοίκηση διαφαίνονται δύο πράγματα: α) κατά το ΥπΕΠΘ, ένα βαθμολογικό κέντρο πανελλαδικών εξετάσεων πέραν των νόμων και των Π.Δ., προκειμένου να εκτελέσει το έργο του λαμβάνει υπόψιν του και τις συζητήσεις της Βουλής, β) ότι η οδηγία του ΥπΕΠΘ αφορούσε σε όλα τα μαθήματα, είχε πολιτικό και όχι διοικητικό χαρακτήρα, συνεπώς η όποια πίεση για την υλοποίησή της δεν θα μπορούσε να έχει θεσμικό πλαίσιο.
Δύο καθηγήτριες που προέβησαν σε παράνομη πράξη με ευρύτατο κοινωνικό αντίκτυπο, κατήγγειλαν μια γενικευμένη παρανομία που προήλθε από υλοποίηση παράνομης εντολής. Ο διενεργήσας την ΕΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός αποτελεί «παρέμβαση στη βαθμολογία των αγγλικών». Όμως στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μέσω ολοφάνερης επιλεκτικότητας: ρωτώντας τα μέλη της επιτροπής του β/κ με ειδικότητες γαλλικών, μουσικής, σχεδίου δηλαδή στελέχη που είτε βρίσκονταν ήδη σε διοικητικές θέσεις, είτε απολάμβαναν της εμπιστοσύνης όσων καταρτίζουν / εισηγούνται τις επιτροπές των εξεταστικών κέντρων. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι που ευνοϊκά κατέθεσαν για το ΥπΕΠΘ, ανταμείφθηκαν με διοικητικές θέσεις σε καταφανώς μεροληπτικές διαδικασίες κατά τις κρίσεις διευθυντών και υποδιευθυντών σχολικών μονάδων (φθινόπωρο-χειμώνας του 2007) και βέβαια, συνέχισαν να μετέχουν στις επιτροπές των β/κ τις επόμενες χρονιές. Το ζήτημα της αξιολόγησης και επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης είναι παλιό, δημιουργήθηκε όμως μέγιστο θέμα στη διάρκεια του 2006-07. Δεν θα γίνει εδώ κάποια ανάλυση, απόψεις γι’ αυτό το θέμα μπορείτε να δείτε στα συνημμένα έγγραφα και βίντεο.
Μια επισήμανση: Δεν κλήθηκαν βαθμολογητές γαλλικών, γερμανικών, μουσικής, σχεδίου στην ΕΔΕ (όπως ψευδώς αναφέρθηκε στο συμπέρασμα) και -κυρίως- δεν πιστοποιήθηκε ότι στις 29.6.2007 κλήθηκαν στο β/κ μόνον βαθμολογητές των αγγλικών. Προκύπτει άρα, ένα βασικό ερώτημα που έχει σχέση με τη θεμελίωση του «μεμονωμένου περιστατικού»: Τα νοθευμένα γραπτά ήταν 33 σύμφωνα με τις ομολογίες των βαθμολογητών ή σύμφωνα με την αυτοψία του κ. Κωνσταντινίδη;
Συμπέρασμα της ΕΔΕ: οι «απαράδεκτες και πρωτόγνωρες ενέργειες που προσβάλλουν το αδιάβλητο των Πανελληνίων Εξετάσεων» βρίσκονταν μόνο στο χαρτί της καταγγελίας και στο μυαλό των καταγγελλουσών. Η προστασία του ΥπΕΠΘ ήταν τόσο καταφανής, όσο και η προσπάθεια δημιουργίας φόβου στους ανακρινόμενους, των οποίων η μαρτυρία έμμεσα ή άμεσα μπορούσε να καταλογίσει ευθύνες και προς το υπουργείο. Τέτοιας ΕΔΕ πόρισμα παρέλαβε λοιπόν ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κ. Ευάγγελος Φλωρίδης. Βάσει αυτού του πορίσματος ασκήθηκαν οι ποινικές διώξεις.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η βασική διαφοροποίηση αυτής της θεσμικής διαδικασίας από την ΕΔΕ, που έκρινε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των πραγμάτων, ήταν η παρουσία του κ. Γαρίνη. Ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ παραδέχθηκε το πολιτικό αιτούμενο-κίνητρο του ΥπΕΠΘ στην οδηγία του Γ. Γραμματέα. Ο κ. Γαρίνης δήλωσε στο δικαστήριο ότι το ΥπΕΠΘ έδωσε οδηγία, σε περίπτωση μεγάλης απόκλισης μεταξύ των 2 βαθμολογητών να ελέγχονται τυχόν αθροιστικά λάθη. Συσχέτισε την οδηγία αυτή με τη «βάση του 10» και βεβαίωσε ότι η οδηγία (του ελέγχου τυχόν αθροιστικών λαθών) αφορούσε όχι μόνο στα 2 β/κ των ειδικών μαθημάτων, αλλά και στα υπόλοιπα 28 βαθμολογικά κέντρα. Μάλιστα οι πρόεδροι των τελευταίων, ήξεραν την οδηγία αυτή από τον Απρίλιο, ενώ οι δύο «ειδικοί» Πρόεδροι, που δεν είχαν τότε εκλεγεί, την πληροφορήθηκαν αργότερα. Το ανίσχυρο επιχείρημα «όταν διαπιστώνεται μεγάλη απόκλιση, να καλούνται οι βαθμολογητές για έλεγχο αθροιστικών λαθών» δεν δέχθηκε και το δικαστήριο. Άλλωστε, θα ήταν αφελές για οποιονδήποτε να πιστέψει ότι τεχνικά λάθη πρέπει να ελέγχονται «για το καλό των παιδιών», όταν με το «καλό» αυτό η εκτελεστική εξουσία δεν βρήκε χρόνο να ασχοληθεί θεσμικά. Ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ τόνισε ιδιαίτερα την ενόχληση του ΥπΕΠΘ από τις διαμαρτυρίες των γονέων στις περιπτώσεις αναβαθμολογημένων γραπτών με μεγάλες αποκλίσεις, χαρακτήρισε «κακό» το μικρότερο από τους 3 βαθμούς και προσέθεσε ότι την ημέρα της εκδίκασης η διάταξη αυτή δεν ίσχυε (είχε καταργηθεί). Το δικαστήριο σημείωσε την πρόθεση του ΥπΕΠΘ να αποκλεισθεί η προσμέτρηση του χαμηλότερου από τους 3 βαθμούς στις περιπτώσεις αναβαθμολόγησης. Η αντικατάσταση του Π.Δ. 60/2006 από το Π.Δ. 36/2008 επιβεβαίωσε ότι η προφορική οδηγία-εντολή που έδωσε το ΥπΕΠΘ το 2007 στόχευε στην πρόωρη εφαρμογή αυτής της διάταξης. Το αιτιολογικό επιχείρημα της οδηγίας κατά τον Τμηματάρχη του ΥπΕΠΘ «αποφυγή βλάβης των υποψηφίων / αποκατάσταση της αδικίας» συμπίπτει με αυτό που είχαν αναφέρει στην ΕΔΕ η πρόεδρος και οι προϊστάμενοι βαθμολόγησης «για να βοηθήσουμε τα παιδιά». Το «καλό των υποψηφίων» ήταν στην πραγματικότητα το «καλό της κυβέρνησης, ή -τουλάχιστον- της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ».
Ακολούθησε η κατάθεση του κ. Κωνσταντινίδη που σηματοδοτήθηκε από όσα αναγκάστηκε να πει, κάτω από το βάρος της παρουσίας του κ. Γαρίνη. Ο κ. Κωνσταντινίδης επανέλαβε ότι η νοθεία αφορούσε στα αγγλικά, μοίραζε ευθύνες δεξιά και αριστερά, ευθύνες που δεν καταλόγισε στην ΕΔΕ και έπεσε σε αντιφάσεις Α) «οι βαθμολογήτριες κλήθηκαν στις 29.6.2007 ενώ είχαν γίνει ήδη οι αναβαθμολογήσεις». Μόνο των αγγλικών; Β) «η κα Τσοτσόλη από τους 80 βαθμολογητές κάλεσε 19 εκ των οποίων οι 11 αρνήθηκαν να κάνουν παρέμβαση. Δεν είχα κατάθεση ότι έκαναν τον έλεγχο και δεν βρήκαν λάθη γι’ αυτό και δεν έκαναν διορθώσεις». Προφανώς εννοεί ότι οι «80» ήταν βαθμολογητές αγγλικών, δεν εξηγεί όμως τον τρόπο με τον οποίο επιβεβαίωσε τον αριθμό 19, ενώ είναι αναληθές τα περί άρνησης των 11 αφού στο πόρισμα της ΕΔΕ που ο ίδιος υπογράφει, κάποιες από τις βαθμολογήτριες κατέθεσαν ότι αφού εξέτασαν τα γραπτά τους έκριναν ότι δεν έπρεπε να κάνουν καμιά διόρθωση. Γ) «Πιστεύω ότι εν μέρει γνώριζαν ότι παρανομούσαν, αλλά δεν είχαν δόλο για προσπόριση ιδίου οφέλους». Στη συνέχεια απέδωσε τις νοθευμένες βαθμολογίες σε «επιπολαιότητα» και «συγγνωστή πλάνη», άρα ο διενεργήσας την ΕΔΕ αντιφάσκει με τον εαυτό του. Δ) «Δεν έκρινα αναγκαίο να καλέσω τον κο Γαρίνη, δεν έδινε αυτός τις εντολές. Εγώ τόσα χρόνια δεν έμαθα ποτέ για τέτοια εντολή, σίγουρα δεν υπήρχε γραπτώς, προφορικά δεν διαπιστώθηκε αν δόθηκε. […] Ερεύνησα αν υπήρχε εντολή από το Υπουργείο Παιδείας, επικοινώνησα με τον προηγούμενο Γενικό Γραμματέα, δε θυμάμαι το όνομά του τη στιγμή αυτή, και μου είπε ότι δεν υπάρχει καμία εντολή, Καραμάνος λεγόταν ο Γραμματέας. […] Το τηλεφώνημα στον Καραμάνο έγινε προτού μου δοθεί εντολή διενέργειας της ΕΔΕ και μου είπε να κάνω το έργο μου όπως λένε οι νόμοι, να λειτουργήσω με αντικειμενικότητα και κατά τη συνείδησή και αξιοπρέπεια μου και ότι δεν υπάρχει καμία εντολή.» Φαίνεται ότι ο ίδιος τηλεφώνησε στον Γ. Γραμματέα, αλλά όπως και να έγινε, υπάρχει ζήτημα που δείχνει ποιος τελικά διέταξε την ΕΔΕ: Υπό ποια ιδιότητα ζητούσε από τον κ. Καραμάνο πληροφορίες ο κ. Κωνσταντινίδης πριν του ανατεθεί η ΕΔΕ; Υπό ποια ιδιότητα έδινε πληροφορίες για την περίφημη εντολή ο Γ. Γραμματέας σε κάποιον που ήταν ενδεχόμενο να του αναθέσει την ΕΔΕ ο κ. Καρατάσιος; Έχει μήπως μεγαλύτερη αξιοπιστία η τηλεφωνική παρέμβαση ενός Γ. Γραμματέα Υπουργείου από τις ένορκες καταθέσεις της πλειοψηφίας; Νέοι θεσμοί είναι αυτοί; Ε) «Στο χώρο υπήρχε ο Αναγνωστόπουλος και διάφορα άλλα άτομα που δεν διευκρινίστηκαν. […] Επόπτριες των εξετάσεων υπήρχαν επίσης και κατέθεσαν και αυτές. Όποιος συμμετέχει σε μη σύννομη ενέργεια έχει ευθύνες. Οι συντονίστριες επόπτευαν. Όλους τους κάλεσα, 38 άτομα. Ας γίνει άλλη ΕΔΕ για να διαπιστώσει αν ήταν σύννομες οι ενέργειες επόπτευσης. […] Εγώ πήρα καταγγελία για να ελέγξω τη συγκεκριμένη ενέργεια. Οι επόπτες που μετέφεραν τα γραπτά, τα οποία βρέθηκαν από λάθος εκεί, επίσης κατέθεσαν. Εγώ είχα εντολή να ερευνήσω αν συνέβη το γεγονός της μη σύννομης βαθμολόγησης των γραπτών, όχι τι συνέβαινε γενικά στο εξεταστικό κέντρο.» Ουδέν σχόλιον. ΣΤ) «Ζήτησα από την Τσοτσόλη και το γραμματέα του κέντρου τον Αναγνωστόπουλο, να μου στείλουν γραπτή κατάσταση με τα ονόματα των βαθμολογητών που εκλήθησαν. […] Στα 33 γραπτά έγιναν μη σύννομες παρεμβάσεις . Ζήτησα όλα τα γραπτά όπου έγιναν παρεμβάσεις, έκανα αυτοψία 150 ήταν τα γραπτά αυτά. Οι συγκεκριμένες κατηγορούμενες ομολόγησαν ότι δέχθηκαν να κάνουν παρέμβαση στα γραπτά, οι άλλες δεν ομολόγησαν κάτι τέτοιο. Εγγράφως μου τα έστειλαν, δεν θέλω να πιστεύω ότι μου έκρυψαν κάποια.» Και πάλι δείχνει αλλού για ευθύνες ο κ. Κωνσταντινίδης. Ταυτόχρονα, παραδέχεται ότι η έρευνά του ήταν πλημμελής και κατευθυνόμενη στην εκδοχή του «μεμονωμένου» περιστατικού περί του οποίου μιλούσαν τον Ιούλιο του 2007 ο Κωνσταντίνος Ράμμας, ο Ανδρέας Καραμάνος, ο Σπύρος Ταλιαδούρος, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Ευάγγελος Αντώναρος, αφού τα 33 γραπτά ήταν αυτά που οι βαθμολογήτριες ομολόγησαν ότι νόθευσαν. Ζ) Από τη «νομική πλάνη» που καταλόγιζε ο κ. Κωνσταντινίδης στο πόρισμα της ΕΔΕ και την «αφέλεια» που επικαλέστηκε στις δηλώσεις του (10-7-2007), από την «ασύγγνωστη επιπολαιότητα» που καταλόγισε ο κ Καραμάνος (11-7-2007) καταλήξαμε στην τελική εξήγηση του κινήτρου της νόθευσης όπως την έδωσε στο δικαστήριο ο κ. Κωνσταντινίδης: «συγγνωστή νομική πλάνη» είχαν οι 8 καθηγήτριες.
Το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ύπαρξη εντολής αλλοίωσης των βαθμολογιών από το ΥπΕΠΘ, ωστόσο έκανε λόγο για «αποσπασματική ΕΔΕ αφού εξ αρχής απέρριψε το ενδεχόμενο της ύπαρξης εντολής από το Υπουργείο προς την κατηγορουμένη, έστω και παρερμηνευμένης από αυτήν, και δεν το ερεύνησε».
Πέρα από τον διενεργήσαντα την ΕΔΕ, κι άλλοι μάρτυρες κατέθεσαν στο πλημμελειοδικείο διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι είχαν πει 19 μήνες πριν στην ΕΔΕ. Ο Γραμματέας κ. Αναγνωστόπουλος έδωσε μια θολή εικόνα για την ηθική αυτουργία και διέψευσε τον κ. Κωνσταντινίδη ως προς τις ευθύνες που του απέδωσε: «Στη διαδικασία επανεξέτασης δεν ήμουν μέσα στο χώρο. Ακούσαμε ότι δόθηκε μία εντολή από το Υπουργείο. Από ότι μας είχε πει η κα Τσοτσόλη, πήρε εντολή από το Υπουργείο. Αφού η κα Τσοτσόλη μετέφερε εντολή του Υπουργείου έπρεπε αυτή να εκτελεστεί. Δεν είναι εύκολο να πάρει κάποιος τέτοια πρωτοβουλία. […] Τα τετράδια που μου ζητήθηκαν τα δώσαμε ψάχνοντας με τους κωδικούς των καθηγητριών.» Την ύπαρξη εντολής από το ΥπΕΠΘ που η πρόεδρος του β/κ είχε εξ αρχής συζητήσει με τα μέλη της επιτροπής του β/κ επιβεβαίωσε και η επόπτρια κα Σακελλάρη: «Στην αίθουσα υπήρχαν 20-25-30 άτομα που εξέταζαν γραπτά. Εγώ είχα βοηθητική αρμοδιότητα, είμαστε καθηγητές λίγο πιο έμπειροι, η κα Τσοτσόλη την 1η ημέρα είχε πει ότι είχε εντολή από το Υπουργείο σε περιπτώσεις μεγάλων αποκλίσεων να κληθούμε να επανεξετάσουμε τα γραπτά, γιατί γίνονταν διαμαρτυρίες μέχρι και επερωτήσεις στην Βουλή είχαν κατατεθεί για το θέμα αλλά το Υπουργείο δεν μπορούσε εγκαίρως να αλλάξει τη διαδικασία.» Η ίδια φάνηκε να αναιρεί και τα περί αυστηρότητας των δύο καταγγελλουσών που είχε πει στην ΕΔΕ: «τις συναδέλφισσες τις γνωρίζω χρόνια, είναι εξαιρετικές βαθμολογήτριες. Πιστεύω ότι ενήργησαν μόνο για το συμφέρον των μαθητών.» Τέλος, η κα Μαυροειδή που είχε καταθέσει στην ΕΔΕ υπέρ του ΥπΕΠΘ και ενάντια στις καταγγέλλουσες, στο δικαστήριο δήλωσε: «Ήμουν μέλος της επιτροπής, εκπρόσωπος του μαθήματος σχεδίου. Το απόγευμα εκείνο δεν ήμουν στο κέντρο και δεν γνωρίζω τίποτα για την υπόθεση».
Η κα Ρογδάκη, πρόεδρος της Ε΄ ΕΛΜΕ-Θ κατέθεσε ότι της γνωστοποιήθηκε το περιστατικό από τις καταγγέλλουσες, πριν αυτές προβούν στην καταγγελία. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με την κα Τσοτσόλη, η οποία της επιβεβαίωσε τα περί εντολής του ΥπΕΠΘ και τα περί άρσης αδικιών έναντι των μαθητών. Σημειώνεται ότι ενώ όσα είπε, είχαν γίνει δημοσίως γνωστά ήδη με την έναρξη της ΕΔΕ, η κα Ρογδάκη δεν εκλήθη να καταθέσει σ’ αυτήν.
Η κα Τσοτσόλη έδωσε κάποιες σημαντικές πληροφορίες, αλλά επέμεινε στη μη αποκάλυψη όλης της αλήθειας: «..συνάντησα τον κο Γαρίνη, ο οποίος μου είπε ότι ειδικά φέτος πρέπει να αποφευχθούν οι μεγάλες αποκλίσεις. Εγώ τον ρώτησα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό και εκείνος μου απάντησε «να ανοίγονται οι βαθμοί των δύο βαθμολογητών και να γίνεται έλεγχος για τυχόν λάθη». Ζήτησα την οδηγία γραπτώς από τον κ. Γαρίνη και μου είπε «δεν προλαβαίνουμε να τροποποιήσουμε την Υπουργική απόφαση».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Ο συνδικαλισμός έπαιξε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του θέματος. Στήριξε ηθικά και τυπικά τις δύο καθηγήτριες την κρίσιμη στιγμή που εκδήλωσαν την πρόθεση να καταγγείλουν το συμβάν, παρέχοντας συμβουλές και προσυπογράφοντας την καταγγελία. Απέδειξε, σε περίοδο υψηλής παρακμής, το ρόλο που μπορεί να παίξει στην προάσπιση των θεσμών, και -ιδιαίτερα- των νόμων. Η διοίκηση του ΥπΕΠΘ θορυβήθηκε έντονα από την ασυνήθιστη πλειοψηφική παρουσία του τοπικού συνδικαλισμού. 80% σύμπτωση απόψεων σε περιόδους συνδικαλιστικής ασάφειας/ατονίας αποτελεί άθλο και στο βαθμό που η παρουσία των 4 από τους 5 προέδρους είχε μια κατ’ αρχήν κομματική υπέρβαση, έθετε τους όρους μιας ασυγκράτητης δυναμικής. Ωστόσο, οι αδυναμίες εμφανίστηκαν γρήγορα. Η κομματική σκοπιμότητα είχε οδηγήσει τον πρόεδρο της Β΄ ΕΛΜΕ-Θ να διαφοροποιηθεί κάτω από δικαιολογίες κωλυσιεργίας ή το αστείο επιχείρημα «δεν αφορά την περιοχή ευθύνης μου». Δεν ήταν όμως μόνον αυτό το πρόβλημα, άλλωστε αν ήταν έτσι, θα είχαμε έναν μόνον προβληματικό κομματικό χώρο. Τα όρια του γνωστού μας κομματικού συνδικαλισμού φάνηκαν στη συνέχεια, τόσο στην αδυναμία έγκαιρης-συνολικής αντίδρασης της ΟΛΜΕ, όσο και στην αδυναμία κατάδειξης των ορίων του προβλήματος. Στο διάστημα 9-16.7.2007 που το ζήτημα βρισκόταν στο προσκήνιο με τη δημοσιογραφική έρευνα σε εξέλιξη, ο συνδικαλισμός δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί με ανακοινώσεις, συνεντεύξεις τύπου, ούτε καν το πλεονέκτημα της κατ’ αρχήν θετικής εικόνας που προσέδιδε στον κλάδο η καταγγελία. Δεν ήταν μόνον το αιωρούμενο ερώτημα «γιατί μόνον δύο κατήγγειλαν;» που θα έπρεπε να αναλυθεί (όσα ειπώθηκαν γι’ αυτό, ήταν ατομικές πρωτοβουλίες συνδικαλιστών). Ήταν κυρίως η έλλειψη ενημέρωσης για το νομικό πλαίσιο της βαθμολόγησης, για την αδυναμία πρόσβασης στα γραπτά, για την ύπαρξη οδηγίας του ΥπΕΠΘ που αφορούσε στα 30 β/κ της χώρας, για το αδύναμο θεσμικό πλαίσιο μιας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης. Ήταν η ίδια η σαφής καταγγελία του πορίσματος. Ήταν η έλλειψη αντίκρουσης του ψευδούς κυβερνητικού κομπασμού «εμείς οδηγήσαμε την υπόθεση στη δικαιοσύνη» και της κυβερνητικής τηλεοπτικής αντεπίθεσης. Ήταν η επίκληση ενός «κακού» υπαλληλικού κώδικα ως ελαφρυντικό στοιχείο της μικρής αντίδρασης σε μια εκτελεστική εξουσία ενίοτε παράνομη και αυταρχική. Προφανώς, όταν δεν έχεις κάνει σημαία σου τη βελτίωση αυτού του κώδικα, δεν μπορείς να πείσεις την κοινωνία. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο υπάρχων κώδικας για το συγκεκριμένο ζήτημα της πειθαρχίας, καλύπτει τον υπάλληλο (άρθρο 106 §3). Όταν ο συνδικαλισμός προκαλείται από μια καταχρηστική εξουσία και δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τις κατηγορίες του, δεν μπορεί να αρθρώσει πειστικό λόγο για το κομματικό κράτος και την αναξιοκρατική επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης, τότε οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δική τους αδυναμία.
Εδώ φάνηκαν οι χρόνιες αρρυθμίες του συνδικαλισμού και η κεντρική (όχι ολική) συμμετοχή του στο «σύστημα». Η εξωθεσμική σχέση εξάρτησης που χτίζει σε μεγάλο βαθμό τις βαθμίδες της διοικητικής ιεραρχίας όλου του δημόσιου τομέα ήταν αδύνατον να καταγγελθεί, συνεπώς δεν ήταν εύκολο να καταγγελθεί και η εγγενής αδυναμία μιας ΕΔΕ να αποκαλύψει με αμεσότητα την αλήθεια. Φανερώθηκε λοιπόν η δυσλειτουργία: όταν συμμετέχεις στη δημιουργία του προβλήματος, η δυνατότητα συμμετοχής στην επίλυσή του είναι περιορισμένη, είναι ευθέως ανάλογη με το πόσο επιλέγεις να αποστασιοποιηθείς από τη γενεσιουργό αιτία του προβλήματος. Και εδώ θα πρέπει να αναλογιστούμε τον αδύναμο συνδικαλιστή που εκλέγεται από το 95% μιας ΕΛΜΕ, εκπροσωπεί όμως κατ’ ουσίαν το ενεργό 3% που σταθερά μετέχει στις διαδικασίες, θέτει θέματα, ελέγχει, ενεργεί.
Ισορροπιστικός ήταν ο ρόλος των αιρετών στην πειθαρχική εκδίκαση. Αν και ψήφισαν αθωωτικά, δεν κατήγγειλαν με συγκεκριμένα στοιχεία τη διαδικασία της ΕΔΕ.
ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ;
«Θα σας απαντήσω ευθέως..» Με αυτά τα λόγια ακούμε συχνά πολιτικούς να ξεκινούν μια απάντηση. Προς τι η ανάγκη του συχνού αυτού αυτοχαρακτηρισμού; Πώς επικράτησε; Υπονοεί μήπως ότι θα ακολουθήσει εξαίρεση από τον κοινό, ελληνικό τόπο; Και ποιος είναι αυτός; Πως ό,τι έχει σχέση με «ευθύνη, υπεύθυνους, υπευθυνότητα, υπαιτιότητα, αρμοδιότητα, λογοδοσία, καθήκον» είναι καταχωρημένο στις συνειδήσεις μας κυρίως ως ανάμνηση ή τραγικό ανέκδοτο. Πως η ευθύνη (ατομική, συλλογική, πειθαρχική, ποινική, πολιτική) μόνο με την ευθεία δεν σχετίζεται πλέον ως πορεία.
Αν στο κράτος μας κάθε καμπύλη, κάθε τεθλασμένη, γενικότερα κάθε παρέκκλιση υπερισχύει συνήθως της ευθείας (νομίμου οδού), τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιες στρεβλώσεις, αλλά με ένα διαδίκτυο στρεβλώσεων. Καθένας που επιλέγει να παρεκκλίνει αντί να «ευ-θέει» (να βαδίζει ίσια, να πορεύεται σωστά) συμμετέχει κατ’ ουσίαν στην ισχυροποίηση κάθε τοπικού δικτύου στρεβλώσεων των θεσμών (κοινώς «διαπλοκής»), συμμετέχει δηλαδή στη γνωστή -κατά τη λαϊκή μετάφραση- κατάσταση «εδώ είναι Ελλάδα».
Αν σήμερα βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, αυτό έχει να κάνει με την ταχύτατη κυβερνητική φθορά, που έχει ως κύριο αίτιο την μεγαλειώδη απόκλιση λόγων και έργων στο επίπεδο της ανάληψης των ευθυνών, στο επίπεδο της τήρησης των θεσμών. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης αποτελούν τα γνωστά σε όλους «προβλήματα της καθημερινότητας». Μάλιστα ο πολίτης τα τελευταία χρόνια έγινε μάρτυρας μιας κατά συρροή θεσμικής καταπάτησης, -συχνά με την μόνη δικαιολογία «το καναν και οι προηγούμενοι»- που συνοδευόταν από προκλητική παραποίηση των γεγονότων, ακόμα και αυτών που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Κι όλα αυτά, ενώ αίτημα των εκλογών του 2004 ήταν η κάθαρση και η διαφάνεια, ενώ διακήρυξη της νέας διακυβέρνησης ήταν η διαφύλαξη και ενίσχυση των θεσμών. Φταίει η κυβέρνηση; Είναι να το συζητάμε; Φταίει μόνον η κυβέρνηση; Εδώ η απάντηση έχει να κάνει με το ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη δημοκρατία. Ο δήμος κρατεί με την ανά τετραετία παρουσία του στις κάλπες ή με την τακτική του παρέμβαση στο δήμο που κατοικεί, στο χώρο εργασίας, στα πολιτικά δρώμενα; Μήπως η διάλυση κάθε συλλογικότητας και ο ακραίος ατομισμός που διατρέχει την κοινωνία μας είναι οι βασικές αιτίες ανακύκλωσης των θεσμικών στρεβλώσεων; Κι αν ναι, από πού θα σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της φαυλότητας;
Προφανώς, στην υπόθεση των πανελλαδικών εξετάσεων, πρόβλημα δεν είναι μόνον ένας προϊστάμενος που ισχυρίζεται ότι διενεργεί μια αμερόληπτη ΕΔΕ με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης, είναι ο κάθε υπάλληλος που θα βαδίσει το δρόμο «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα» ή -ακόμα χειρότερα- θα ψευδομαρτυρήσει, είναι η συνδικαλιστική κατάπτωση, είναι ακόμα η δημοσιογραφική τακτική που υπηρετεί το οικονομικό όφελος (αποσιώπηση, υποβάθμιση, αποφυγή σχολιασμού), είναι τελικά η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, είναι ο ατομισμός του καθενός μας και η υποκρισία μέσω της οποίας προσπαθεί να τον κρύψει.
κυβερνητικη υπευθυνοτητα (ΤΟ ΚΟΜΜΑ Über Alles)
Ποιος και πώς μετέτρεψε μια υπόθεση ενός β/κ ειδικών μαθημάτων σε υπόθεση ενός β/κ αγγλικών; Πώς έμεινε δημοσιογραφικά η υπόθεση εκκρεμής; Αξίζει να δούμε αναλυτικά κάποια στοιχεία της κυβερνητικής δράσης στην κατεύθυνση της θεμελίωσης του «μεμονωμένου περιστατικού»:
Την πρώτη αμηχανία μετά την καταγγελία διαδέχθηκε η επίδειξη νομιμότητας: «διατάξαμε ΕΔΕ !». Στη διάρκειά της επιχειρήθηκε επηρεασμός μαρτύρων και κοινής γνώμης με την διαρροή του απολογητικού εγγράφου της κας Τσοτσόλη προς την Περιφερειακή Δ/νση Εκπ/σης Κ. Μακεδονίας. Η πρόεδρος του β/κ φέρει πολλαπλές ευθύνες, όχι μόνο επειδή εφάρμοσε την παράνομη εντολή του ΥπΕΠΘ, αλλά και επειδή δεν είπε όλη την αλήθεια. Είναι προφανές ότι πείστηκε να αποκρύψει στοιχεία, με αντάλλαγμα την πτώση της «στα μαλακά». Εγκλωβισμένη στη συνέχεια από τους χειρισμούς της, επιχείρησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Όταν κατάλαβε ότι με το στεγανό ευθύνης προς την κυβέρνηση που η ίδια κυρίως έχτισε, επωμιζόταν αποκλειστικά την ευθύνη της ηθικής αυτουργίας, πάλι δεν αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια. Η σχέση εξάρτησης με τους μηχανισμούς του ΥπΕΠΘ που δημιουργούσε η υπό εξέλιξη κρίση της εκείνη την εποχή για τη θέση της συμβούλου έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την άλλη πλευρά. Στις 12.7.2007, η δημόσια τηλεόραση μετέδιδε την άποψη του ΥπΕΠΘ: η νυν Σύμβουλος ενήργησε έτσι, ώστε να ξαναγίνει Σύμβουλος. Οποία υποτίμηση της νοημοσύνης! Η επιχορηγούμενη από τους φορολογούμενους ΕΡΤ ήθελε να πιστέψουμε ότι μεταξύ διοίκησης και δημοσίων υπαλλήλων υπάρχει μόνο «λαβείν» χωρίς «δούναι». Δυο μέρες νωρίτερα όμως, με την ολοκλήρωση της ΕΔΕ υπήρξε άλλη διαρροή από το ΥπΕΠΘ, προκειμένου να στηριχθεί το «μεμονωμένο περιστατικό»: «Η τοπική υπόθεση των αγγλικών» είχε ως ηθικούς αυτουργούς «τοπικά κυκλώματα βαθμολογητών / φροντιστών που ήταν υπεύθυνα για τις αποκλίσεις στις βαθμολογίες». Γιατί άραγε ένα τέτοιο κύκλωμα, που στη συνέχεια δεν διερευνήθηκε, έφτασε στ’ αυτιά των δημοσιογράφων ως πασίγνωστο για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, τη στιγμή που στους ίδιους δημοσιογράφους ήταν παντελώς άγνωστο το κλίμα εκφοβισμού και αυθαιρεσίας της διοίκησης, το κλίμα εθελοδουλείας των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων που υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό σε όλο το δημόσιο τομέα; Γιατί οι δημοσιογράφοι που δέχθηκαν ως εκδοχή το «τοπικό κύκλωμα» δεν μίλησαν για τις ευθύνες του ΥπΕΠΘ στην γεωγραφική κατανομή των γραπτών ανά βαθμολογικό κέντρο; Η δημοσιογραφία γενικά, έπαιξε θετικό ρόλο στην ενημέρωση και πέρα από τους κυβερνητικούς παπαγάλους και τους άνευρους υπαλλήλους της ΕΡΤ ανέδειξε πτυχές και έφτασε σε σημεία, από τα οποία τη σκυτάλη έπρεπε να πάρουν πλέον οι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί. Εξαίρεση αποτέλεσαν η διαδικασία της ΕΔΕ, της οποίας η μεθόδευση ήταν ευδιάκριτη αλλά δεν σχολιάστηκε και η σταθερή, επίπλαστη κυβερνητική δικαιολογία: «εμείς το καταγγείλαμε, εμείς το στείλαμε στον εισαγγελέα, δεν κουκουλώνουμε καμιά υπόθεση». Σ’ αυτά τα στοιχεία ελάχιστοι δημοσιογράφοι έδωσαν τη σημασία που έπρεπε.
Με τη θεωρία του «τοπικού κυκλώματος», η κυβέρνηση υπηρέτησε έναν στόχο: την έγχυση υποψίας ιδιοτελούς κινήτρου στην καταγγελία, δηλαδή κάτι σαν «οι ληστές τα χάλασαν στη μοιρασιά». Ο κ. Κωνσταντινίδης άμεσα αποστασιοποιήθηκε, βλέποντας και το αδιέξοδο του ισχυρισμού. Όμως το ΥπΕΠΘ επέμεινε. Θέλοντας να ισχυροποιήσει το σενάριο του «κυκλώματος φροντιστηρίων» διέρρευσε στις 10.7.2007 και το ψευδές στοιχείο ότι τα γραπτά αυτά προέρχονταν από ένα (και μάλιστα) ιδιωτικό σχολείο, πράγμα που έμεινε αιωρούμενο ως τις 15.7.2007, οπότε ο κ. Καραμάνος εδέησε να το διαψεύσει. Προηγήθηκε η συνέντευξή του στις 11.7.2007, όπου σε επανειλημμένες πιεστικές ερωτήσεις απέφυγε να πει από πόσα και τι κατηγορίας σχολεία προέρχονταν τα νοθευμένα γραπτά, δεν είχε δηλαδή το θάρρος της ολοκληρωτικής επανόρθωσης. Η υπουργός κα Γιαννάκου μίλησε κατ’ επανάληψη με τον Εισαγγελέα στη Θεσσαλονίκη, κάτι που υπερτονίστηκε από την κυβέρνηση. Έγινε δε γνωστό, ότι από τις πρώτες έρευνες του Εισαγγελέα ήταν και το υψηλό ποσοστό αναβαθμολόγησης που υπήρξε στα γραπτά των αγγλικών στο συγκεκριμένο β/κ. Να επισημάνουμε ότι οι καταθέσεις και το πόρισμα της ΕΔΕ βρίσκονταν πλέον σε πολλά χέρια και είχαν γίνει γνωστά από πολλές πλευρές. Τα αλλοιωμένα όμως 33 γραπτά βρίσκονταν μόνον στο γραφείο του Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης και σε γνώση της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ.
Επικουρικά, η προσπάθεια σπίλωσης, η προσπάθεια δημιουργίας αμφιβολιών ως προς το κίνητρο των καταγγελλουσών εστίασε στην καθυστερημένη κατάθεση της καταγγελίας (έγινε 5 μέρες αργότερα από το συμβάν). Η καταγγελία, πράγματι δεν έγινε άμεσα, όμως οι εξηγήσεις που δόθηκαν και τα όσα συνολικά μάθαμε εκ των υστέρων δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό την καθυστέρηση, καθώς η απόφαση και οι ενέργειες απαιτούσαν από τις καθηγήτριες διοικητική πείρα. Τα κυβερνητικά στελέχη όμως, όπως και τα στελέχη της εκπαίδευσης δεν έχουν αυτό το ελαφρυντικό. Να σημειωθεί ότι η παράνομη επαναβαθμολόγηση έγινε το απόγευμα της Παρασκευής, η καταγγελία έγινε την Τετάρτη το πρωί και η ΕΔΕ διετάχθη την Πέμπτη. Δύο ερωτήματα προκύπτουν: α) Τυχαία προτρέπονται υπάλληλοι σε παράνομες πράξεις πριν το Σαββατοκύριακο; β) Τι έγινε στις υπηρεσίες του ΥπΕΠΘ κατά το 24ωρο που μεσολάβησε από την παραλαβή της καταγγελίας μέχρι την εντολή διεξαγωγής ΕΔΕ; Πάντως, οι κάθε λογής κυβερνητικοί και κομματικώς προσκείμενοι παράγοντες υπονοούσαν με τις δηλώσεις τους ότι πίσω από την καθυστερημένη καταγγελία κρυβόταν αντίπαλη κομματική σκοπιμότητα και προσπάθεια εκμετάλλευσης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση φάνηκε λίγη στην υπόθεση, εκ των πραγμάτων όμως δεν θα μπορούσε να διεισδύσει σ’ αυτήν, από τη στιγμή που πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Ωστόσο, στην πρώτη της φάση, όφειλε να είναι περισσότερο συγκεκριμένη. Ο γενικόλογος καταγγελτικός λόγος και η μανιχαϊστική προσέγγιση, προφανώς και δεν ενέπνεε τη δυναμική της κάθαρσης που υπονοούσε.
Μετά την ΕΔΕ άρχισαν οι δηλώσεις από πλευράς υπευθύνων του ΥπΕΠΘ με ατεκμηρίωτη διατύπωση, τη γνωστή ξύλινη γλώσσα και το απολυταρχικό ύφος. Η σταδιακή μετάβαση από τις διαρροές και τις δηλώσεις σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές παρουσίες, αλλά και η ιεραρχική εμφάνιση των παραγόντων και της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ υποδηλώνουν την πίεση που υπέστησαν από τις διαστάσεις ενός θέματος που γίνονταν μέρα με τη μέρα μεγαλύτερες: 6/7 Ράμμας, 10/7 Καραμάνος, 11/7 Αντώναρος, 12/7 Ταλιαδούρος, 13/7 Γιαννάκου. Η σύμπτωση ορολογίας «ανέρειστη κριτική, ασύγγνωστη επιπολαιότητα, συγγνωστή πλάνη» μεταξύ Α. Καραμάνου και Γ. Κωνσταντινίδη καταγράφεται ως ένα ακόμα στοιχείο της συνεννόησης που εξ αρχής υπήρχε μεταξύ τους και της μεθοδευμένης ΕΔΕ που ακολούθησε. Άραγε, το να κρύβεται επί μέρες η υπουργός ήταν στοιχείο υπευθυνότητας; Ή μήπως ήταν στοιχεία υπευθυνότητας οι δηλώσεις που έκανε η υπουργός όταν τελικά εμφανίστηκε:
«Υπήρξε μία καταγγελία. Το υπουργείο επελήφθη αυθημερόν και διέταξε ΕΔΕ. Ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης κ. Φλωρίδης πήρε το πόρισμα και έπραξε αναλόγως. Επομένως εμείς δώσαμε την εντολή για το πόρισμα…»
«Λέει ο υπεύθυνος για το πόρισμα ότι κάλεσε 37 άτομα και όχι μόνο των αγγλικών αλλά και άλλων των βαθμολογικών κέντρων … Αυτός που έκανε το πόρισμα εξήτασε 37 άτομα και από τα γαλλικά και τα γερμανικά απ΄ όλα, τα ειδικά μαθήματα. Είναι προφανές ότι αυτά έγιναν από επιπολαιότητα. Ήταν ένα ανθρώπινο λάθος»
«Ο άνθρωπος είναι σοβαρός, εξέτασε 37 άτομα, εξέτασε όλους όσους ήταν στο κέντρο την ώρα που έγινε αυτό. … Από εκεί και πέρα δεν θα βάλουμε τη φαντασία μας να ψάχνει. Εάν υπάρχουν κάποιοι που έχουν στοιχεία, σας παρακαλώ να απευθυνθούν σε μένα.»
«Δεν μπορώ να φανταστώ ότι επί 100.000 ανθρώπων που δίνουν εξετάσεις, τάχα το υπουργείο να παρενέβη»
«Πιθανώς υπήρξε παρερμηνεία των πάγιων οδηγιών»
«Επικαλούμαι τον γραμματέα γιατί έχει την αρμοδιότητα γιατί πάντοτε, σε όλες τις κυβερνήσεις έχει την αρμοδιότητα και δεν είναι κάτι που θέλω εγώ να σπεύσω. Εκείνος έχει την εποπτεία και τη δουλειά την κάνει η κεντρική επιτροπή εξετάσεων»
«Οι ελληνικές οικογένειες ξέρουν ότι η κυβέρνηση αυτή δεν κουκουλώνει τα πράγματα και λειτουργεί σωστά»
«και πρέπει να σας πω ότι επί ΠαΣοΚ η απόκλιση 2001-2002 ήταν 38% μεταξύ των δύο βαθμολογητών»
«Όμως η κυρία που είναι επικεφαλής του Κέντρου πουθενά δεν λέει ότι της δόθηκαν τέτοιες οδηγίες»
«Όχι [δεν υπήρχε εντολή από το υπουργείο] και η επικεφαλής λέει στο πόρισμα- γιατί εγώ διάβασα το πόρισμα- ότι σε ανύποπτο χρόνο συζητώντας με υπάλληλο του υπουργείου αυτό ακριβώς της είπε, ότι πρέπει να είναι προσεκτικοί στη βαθμολόγηση διότι πολλές φορές παρατηρούνται αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνται. Μπορεί να δικαιολογηθούν οι αποκλίσεις στην έκθεση ή στη λογοτεχνία»
« Έλεος σας παρακαλώ…ποια άνωθεν εντολή; Όλα αυτά τα περί άνωθεν εντολής, περί της βάσης του 10 ότι τάχα είναι προεκλογική περίοδος να μπουν περισσότερα παιδιά, είναι επιεικώς κωμικά. Και όσοι κάνουν σχόλια και κουτσομπολιά στα τηλεοπτικά κανάλια και στα ραδιόφωνα να μου στείλουν εμένα καταγγελία με τ’ όνομά τους κι αυτά να τα αφήσουν…εγώ προσωπικά εγώ πήρα το κόστος της βάσης του 10»
Μαριέττα Γιαννάκου, Υπουργός Παιδείας, 13.07.2007, ΝΕΤ 105.8 “Πρώτη Σελίδα”
Και μια δήλωση που πολλαπλώς σχετίζεται με την υπόθεση:
«Εμείς βάλαμε το πλαφόν του «10» που δίνει και ένα μήνυμα. Π.χ. πέρυσι, ενώ παλαιά μπαίναμε στις γερμανικές γαλλική 2,5 με τρία τα πράγματα άλλαξαν και μπήκε αρκετά μεγάλος αριθμός. Θέλω να πω ότι όταν δίνει και μήνυμα η πολιτεία, το σύστημα, ότι πρέπει να προσπαθήσεις, ότι δεν μπορείς χωρίς να προσπαθήσεις, αν δεν προσπαθήσεις να μπεις κάπου, πως θα προσπαθήσεις για να τελειώσεις; … Δεν αποκλείεται στο μέλλον αλλαγή της βάσης του «10» προς τα πάνω για ορισμένα Α.Ε.Ι.» Μαριέττα Γιαννάκου, Υπουργός Παιδείας, 13.04.2007, ΝΕΤ “Η άλλη όψη”
Στις 12 και 13 Ιουλίου, ημέρες κρίσιμες για την διαμόρφωση μιας άποψης στην κοινή γνώμη, έγινε και η κυβερνητική αντεπίθεση. Σε ρόλο προστασίας της κυβέρνησης και προσωπικά της Μ. Γιαννάκου οι βουλευτές Θεσ/νίκης Κ. Γκιουλέκας και Αν. Σπηλιόπουλος είχαν προκλητική τηλεοπτική παρουσία που άγγιξε τα όρια της πολιτικής χυδαιότητας. Αξίζει μάλιστα να θυμηθούμε ότι ο κ. Σπηλιόπουλος (που χρησιμοποιώντας ιατρικά επιχειρήματα πιθανολόγησε φοβικό σύνδρομο στην πρόεδρο και τις βαθμολογήτριες) κατείχε σημαντικό θεσμικό ρόλο τότε: ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ανεύθυνοι και ιδιοτελείς λοιπόν ήταν όλοι; Όλοι πλην των κυβερνητικών-κομματικών παραγόντων, που από φόβο μήπως υπάρξει μια -έστω- καταγγελία ότι κάτι τέτοιο έγινε και σε άλλο β/κ, απλώς λειτουργούσαν με διαρροές, με εκφοβισμούς, με ψεύδη, μη δίνοντας το πόρισμα της ΕΔΕ στις καταγγέλλουσες καθηγήτριες. Να σημειώσουμε όμως ότι όλα αυτά είχαν κάποια επίδραση. Στα μάτια ενός τμήματος της κοινής γνώμης η υπόθεση φαινόταν νεφελώδης.
Το ΥπΕΠΘ βιαζόταν να κλείσει το θέμα. Ενδιαφερόταν κυρίως να καθησυχάσει γονείς και μαθητές. Στις 17.7.07 έγινε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στα ειδικά μαθήματα. Στην βαθμολογία των 33 γραπτών ο μέσος όρος είχε καταχωρηθεί σωστά, δίπλα όμως καταχωρήθηκε η αλλοιωμένη βαθμολογία των δύο βαθμολογητών. Το πώς αποδόθηκαν οι ευθύνες από το ΥπΕΠΘ, έχει καταγραφεί στο σχετικό βίντεο.
Την ίδια μέρα συζητήθηκαν στη Βουλή δύο επίκαιρες ερωτήσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν υπήρξε, ξεχωρίζουμε μια δήλωση:
«Θα ήθελα να πω ότι στο χρονικό διάστημα της διεξαγωγής της Ε.Δ.Ε. τόσο η Υπουργός Παιδείας κ. Γιαννάκου όσο και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Καραμάνος βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία και ενημέρωναν τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κ. Φλωρίδη … την Ε.Δ.Ε. την έκανε το άτομο εκείνο που ήταν αρμόδιο, με βάση τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη διοικητική διαδικασία σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά θέματα. Δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να ανατεθεί η διενέργεια της Ε.Δ.Ε. σε άλλο πρόσωπο άλλης περιοχής … στο ερώτημα, γιατί δεν εκλήθησαν οι Πρόεδροι των Ε.Λ.Μ.Ε., θα ήθελα να πω ότι οι Πρόεδροι των ΕΛΜΕ δεν γνώριζαν το θέμα..»
Σπύρος Ταλιαδούρος, 17.07.2007, Βουλή - Απάντηση σε επίκαιρες ερωτήσεις
Τον Ιούλιο του 2008 συνεδρίασαν τα ΠΥΣΔΕ Αν και Δυτ Θεσσαλονίκης (γιατί άραγε πριν την ποινική εκδίκαση και μέσα στο καλοκαίρι;) και επέβαλαν τις παρακάτω πειθαρχικές ποινές: 90-100 ημέρες παύσης και αντίστοιχης στέρησης μισθού στις 8 βαθμολογήτριες. Α) Σχετικά με το αίτημα αναστολής της εκδίκασης που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι και οι συνδικαλιστές, οι Πρόεδροι των ΠΥΣΔΕ Θεσ/νίκης εισηγήθηκαν αρνητικά επειδή σύμφωνα με το άρθρο 114 § 2 εδ. 2 του Ν. 3528/2007 αναστολή της εκδίκασης δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας. Β) Στην ψηφοφορία περί της ενοχής οι αιρετοί μειοψήφησαν, χωρίς όμως να καταγγείλουν τη διάτρητη διαδικασία της ΕΔΕ. Γ) Τα υπόλοιπα μέλη βεβαίωσαν την κομματική τους λειτουργία, ταυτιζόμενα με την κυβέρνηση. Οι Πρόεδροι θεώρησαν σωστό να αποδώσουν ευθύνες σε βαθμολογητές που επενέβησαν στα γραπτά, επειδή είχαν «ξεχρεωθεί» από το βιβλίο χρέωσης, ξεχνώντας όμως ότι τις νόθες βαθμολογήσεις επικύρωσαν κάποιοι προϊστάμενοι βαθμολόγησης, ενώ τα γραπτά παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν με ευθύνη του γραμματέα του β/κ. Δ) Προφανώς αξιολογήθηκε θετικά (;) η καταγγελία με αποτέλεσμα οι καταγγέλλουσες να υποστούν ποινή 5% ελαφρύτερη! Ε) Έμφαση δόθηκε από τους προέδρους των ΠΥΣΔΕ στο ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν οι χαμηλότερες σε σχέση με τα παραπτώματα. Το κυβερνητικό μήνυμα δόθηκε. Απευθύνθηκε και πάλι προς τους έχοντες διάθεση να βάλουν οποιοδήποτε νόμο πάνω από μια αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας.
Οι κυβερνητικές δηλώσεις, σχετικά με τις πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν:
«Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε και προστάτευσε την εγκυρότητα και την αυστηρότητα, τον αντικειμενικό χαρακτήρα των Πανελληνίων Εξετάσεων αποδίδοντας -αν θέλετε- μέσω των πειθαρχικών συμβουλίων τις ευθύνες σ’ αυτούς που τις έχουν»
Ευρ. Στυλιανίδης, 11.7.2008
Ικανοποιημένη ήταν λοιπόν η κυβέρνηση; Όχι. Στις 21.8.2008 ο Υπουργός κ. Στυλιανίδης αναφέρεται προς τα ΠΥΣΔΕ Θεσσαλονίκης: «Προσβάλλουμε ενώπιόν σας την ανωτέρω απόφαση του ΠΥΣΔΕ Θεσσαλονίκης κατά των υπαλλήλων και υπέρ της Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 141 του Ν.3528/2007, επειδή η επιβληθείσα ποινή δεν είναι ανάλογη της βαρύτητας του παραπτώματος στο οποίο υπέπεσαν οι εγκαλούμενες. … Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην αριθ. ……… πράξη του ΠΥΣΔΕ, στις εγκαλούμενες εκπαιδευτικούς ασκήθηκε ποινική δίωξη. Επειδή με τις πράξεις τους οι εγκαλούμενες εκπαιδευτικοί έθιξαν το κύρος της υπηρεσίας και το αδιάβλητο των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η δε πειθαρχική ποινή που τους επιβλήθηκε είναι υπερβολικά επιεικής, παρακαλούμε για την εκδίκαση της ένστασης αυτής.»
Οι αντίστοιχες κυβερνητικές δηλώσεις ένα χρόνο νωρίτερα:
«Όλοι οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να είναι σίγουροι ότι το σύστημα είναι αδιάβλητο» Ευ. Αντώναρος, 11.7.2007
«Το κύρος των εξετάσεων δεν επλήγη» Σ. Ταλιαδούρος, 12.7.2007
«Δεν κινδυνεύει σε τίποτε η εγκυρότητα των εξετάσεων» Α. Καραμάνος, 15.7.2007
Το κυβερνητικό καταστάλαγμα (Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης):
«Το Ελληνικό Δημόσιο δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 2.000 € εις βάρος μίας εκάστης των κατηγορουμένων, για την προσβολή που υπέστη το κύρος και η αξιοπιστία των οργάνων του με τις αποδιδόμενες στις κατηγορούμενες πράξεις και συγκεκριμένα γιατί τρώθηκε το κύρος των θεσμών όπως αυτός των Πανελληνίων Εξετάσεων, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των διενεργούντων τον διαγωνισμό τόσο στα μάτια της μαθητικής κοινότητας και ενώπιον του κοινωνικού συνόλου εν γένει, με όλες τις δυσμενείς για το θεσμό συνέπειες» Δικαστική Αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, 13.2.2009
Μέσα από την απήχηση αυτής της ιστορίας, ο εκπαιδευτικός επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι γενικά δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των πολιτών. Τα σημαντικότατα στοιχεία υγείας που εμφανίστηκαν (καταγγελία, συνδικαλιστική στήριξη) δεν φάνηκαν ικανά να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη που έμμεσα καταλογίζει ευθύνες στους διδάσκοντες για την κατάπτωση του δημόσιου σχολείου. Όμως τα ίδια στοιχεία δεν αξιοποιήθηκαν ούτε από τους διδάσκοντες, ως πηγή προβληματισμού και δράσης προς την κατεύθυνση αποτίναξης του -εν πολλοίς- εθελόδουλου ζυγού τους, πυρήνα της μιζέριας, της έλλειψης χαράς και ενθουσιασμού που αποπέμπουν μέσα στο σχολείο. Είναι στη διακριτική διάθεση των εκπαιδευτικών, είναι δική τους ευθύνη αν θα απαντούν σε προκλήσεις σαν κι αυτή του κυβερνητικού εκπροσώπου: «Όποιος έχει καταγγελία, να την κάνει. Καμία άλλη καταγγελία. Λοιπόν, είναι ένα μεμονωμένο συμβάν…». Αν θα δέχονται γνωματεύσεις ανώτερων παραγόντων σαν κι αυτήν του Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ «το συμβάν οφείλεται σε ασύγγνωστη επιπολαιότητα». Αν θα πολεμήσουν θεσμικά και πρακτικά τη συχνά αναξιόπιστη διαδικασία της ΕΔΕ. Αν θα αφήνουν αναπάντητο το γενικό χλευασμό περί «ιδιοτέλειάς» τους. Αν θα αφήνουν αιωρούμενο το ερώτημα των δημοσιογράφων: «γιατί μόνο δύο κατήγγειλαν, γιατί τώρα δεν βγαίνει κάποιος να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της εντολής;». Το κομματικό κράτος και η αναξιοκρατική επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης είναι η πηγή των προβλημάτων και το κλειδί των λύσεων (και) σ’ αυτή την υπόθεση. Γιατί φάνηκε και εδώ, ότι για να διατηρήσει ή για να βελτιώσει κάποιος τη θέση του στην ιεραρχία, δεν διστάζει να πατήσει επί «συναδελφικών» πτωμάτων. Φάνηκε κι εδώ η εξωθεσμική υποταγή του διοικητικού στελέχους στην εκτελεστική εξουσία.
Σύμφωνα με τα ΠΥΣΔΕ, «δημόσιο σκάνδαλο» αποτέλεσαν οι ενέργειες των βαθμολογητών και της προέδρου του β/κ, όχι τα κίνητρα της προέδρου και ο τρόπος που έγινε η ΕΔΕ. Η όλη ιστορία κατέδειξε το καταστροφικό αποτέλεσμα που φέρει ο κομματισμός στο δημόσιο. Ζητούμενα επί 200 χρόνια παραμένουν ο απεγκλωβισμός του κρατικού μηχανισμού από την εκτελεστική εξουσία, η δραστική μείωση του πελατειακού κράτους, της ρουσφετοκρατίας, της ημετεροκρατίας.
Τι επισήμανε μόλις πρόσφατα -και προεκλογικά- ο Πρωθυπουργός (6.9.2009 και 22.9.2009): ανάγκη ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο σε επίπεδο ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και έναντι της συνταγματικότητας των νόμων, των οποίων η κρίση καθυστερεί στο ΣτΕ. Δηλαδή ο Πρωθυπουργός, που κατηγορεί για ανευθυνότητα όποιον αποχώρησε από την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλώνει, εν μέσω εκνευρισμού, ότι πρόθεσή του είναι να αλλάξει και το άρθρο 103. Ταυτόχρονα, δηλώνει ικανοποιημένος από τους ρυθμούς απόδοσης της λοιπής δικαιοσύνης και ενοχλημένος από τη δυνατότητα ψήφου των 2 αιρετών μελών ενός Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Προτείνει δηλαδή την τυπική μετατροπή του δημοσίου υπαλλήλου σε κυβερνητικό υπάλληλο, συνεπώς και την ενίσχυση της Πρωθυπουργικής Κοινοβουλοφανούς Δημοκρατίας που ισχύει, έναντι της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που στο Σύνταγμα αναγράφεται.
ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ «ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ»
Αναφέρθηκε αρχικά η θεσμική έκπτωση της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες κάτω από την δικαιολογία της «διεθνούς οικονομικής κρίσης». Αναφέρθηκε επίσης ότι δεν είναι ο σημερινός Πρωθυπουργός ο πρώτος που προσέφυγε σε τέτοια έκπτωση. Πολλές φορές στο παρελθόν Πρωθυπουργοί, καταχρώμενοι του Συντάγματος, επέλεγαν το χρόνο των εκλογών, ώστε να εξασφαλίσουν ένα ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για το κόμμα τους. Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι ο Πρωθυπουργός επιλέγει μια καθαρή ήττα. Τι θέλει λοιπόν να αποφύγει; Προφανώς, μια ταπεινωτική συντριβή. Και πού θα οφείλεται αυτή; Μα, στην αποκάλυψη της έκτασης που έχει η οικονομική ύφεση στη χώρα μας, μια ύφεση που δεν οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά, -όπως λέει ο Πρωθυπουργός- στα γεγονότα που ακολούθησαν την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ο Πρωθυπουργός επέλεξε ως Υπουργό Οικονομίας τον κ. Αλογοσκούφη, τον προστάτεψε από κάθε έκθεσή του σε σκάνδαλα που ξέσπασαν, τον θυσίασε για να κερδίσει χρόνο έναντι της πιέζουσας Κομισιόν. Ο κ. Αλογοσκούφης, πρωταγωνιστής της ανικανότητας του ΥΟΟ, αφού είχε δηλώσει ότι «πιάσαμε πάτο στα έσοδα» δεν επωμίστηκε την παραμικρή ευθύνη, οπότε εμφανίστηκε ο κ. Καραμανλής στις 2 Σεπτεμβρίου 2009 να μας πει ότι ζητά την ψήφο του εκλογικού σώματος για 3η φορά. «Κυριολεκτώ», είπε, αναφερόμενος στην κήρυξη πολέμου κατά της φοροδιαφυγής, προσθέτοντας ότι «οποιαδήποτε ανοχή στο φαινόμενο αυτό είναι πλέον αδιανόητη». Απέδωσε δε, ένα έλλειμμα 6% (στην πραγματικότητα έως και διπλάσιο) στη «διεθνή κρίση» και ένα απροσδιόριστο «εκρηκτικό» χρέος στο κόμμα που κυβέρνησε έως το 2004 (ενώ κάτι τέτοιο δεν το ισχυρίστηκε προεκλογικά το 2007). Μίλησε δε για ανάγκη «διαρθρωτικών αλλαγών», χωρίς να εξηγήσει πώς ο -όντως- «μεγάλος ασθενής», το δημόσιο, έφτασε μετά τις δικές του διαρθρωτικές αλλαγές να είναι ετοιμοθάνατος. Στις 2.9.09 ο Πρωθυπουργός έδειξε ότι στα 5,5 χρόνια διακυβέρνησης στηριζόταν μάλλον σε αδυναμίες της αντιπολίτευσης, παρά σε δυνατότητες δικές του. Κορύφωσε την ιταμή του παρουσία, ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα βιώνει την «διεθνή» (πάντα) κρίση ηπιότερα από άλλες χώρες, χάρη στην οικονομική πολιτική 2004-09. Η ουσία της παρωδίας αυτής δεν πέρασε απαρατήρητη από τον κορυφαίο Πολιτειακό παράγοντα, ο οποίος επέλεξε να δείξει τη διαφωνία του δημόσια, με τα λόγια του και τις κινήσεις του σώματος, τη στιγμή που ο Πρωθυπουργός ζητούσε από τον ΠτΔ τυπικά τη διάλυση της Βουλής, στην πραγματικότητα, δήλωνε την παραίτηση της κυβέρνησής του. Και πάλι καλά, να πούμε, αν θυμηθούμε πως κατά την ανακοίνωση των εκλογών του 2007 η κυβέρνηση δεν τήρησε ούτε τα συνταγματικά προβλεπόμενα. Εφόσον η θεσμική κατάπτωση είναι ανάλογη με το μέγεθος της ευθύνης που δεν αναλαμβάνεται, αξίζει να δούμε μερικά παραδείγματα στο κυβερνητικό επίπεδο.
Η κορυφαία στιγμή κυβερνητικής ντροπής ήταν η δήλωση του Πρωθυπουργού για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου: «Αναλαμβάνω με ευθύτητα το μερίδιο των ευθυνών που μας αναλογεί». Πρόκειται για έναν νέο προσδιορισμό της «ευθύνης» που δεν περιλαμβάνεται στα ως τώρα λεξικά και σημαίνει «αποφεύγω τη λογοδοσία, οι συνέπειες των πράξεων με καθιστούν θεωρητικώς υπόλογο». Το μερίδιο της «ευθύνης» που με «ευθύτητα» ανέλαβε ο Πρωθυπουργός ισοδυναμεί άραγε, έστω με αυτό που τελικά καταλογίστηκε στην προέδρο του β/κ Πυλαίας; Αφού απέφυγε λοιπόν την προανακριτική επιτροπή στη Βουλή, στη συνέχεια δικαιολογήθηκε ότι υποτίμησε το θέμα, επειδή αρχικά δεν είχε πλήρη εικόνα. Μήπως με τη στάση αυτή ο κ. Καραμανλής αποδεικνύεται ως ακαταλληλότερος για Πρωθυπουργός και από τους πολίτες εκείνους που, χωρίς να έχουν τη δική του ενημέρωση, είχαν έγκαιρα και σωστά εκτιμήσει το θέμα εκχώρησης της εθνικής γης προς ίδιον όφελος; Όχι, γιατί η «καταλληλότητα» δεν κρίνεται μόνο από ένα στοιχείο. Παραπλήσια όμως στοιχεία υπήρξαν πολλά και το κοινό τους σημείο δεν ήταν μόνον η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, αλλά και η αμετανόητη συμπεριφορά. Η υπόθεση Βατοπεδίου έκανε τον πρωθυπουργό να τρέχει για καθυστερημένα άλλοθι στην ανακοίνωση αλλαγής του νόμου περί «ευθύνης» υπουργού. Πότε ανακάλυψε αυτό το θεσμικό έλλειμμα; Επίσης, με την αποχώρηση των κυβερνητικών βουλευτών από Βουλή και τις παραγραφές των σκανδάλων, το ρόλο των προανακριτικών επιτροπών και του ειδικού δικαστηρίου ανέλαβε ο Πρωθυπουργός μέσω της κατάρτισης των ψηφοδελτίων. Είναι νέος ο «θεσμός» αυτός;
Σημαντική επίκληση «θεσμικότητας» με αντίστοιχη αποφυγή ανάληψης ευθύνης είχαμε και στην υπόθεση του βιβλίου της Ιστορίας της Στ Δημοτικού. Ενώ ο χειρισμός και -κυρίως- η κατάληξη του θέματος ήταν αποκλειστικά πολιτική επιλογή, ενώ εξ αρχής θα έπρεπε να αναζητηθούν ευθύνες στην διαδικασία επίβλεψης και ελέγχου του βιβλίου από πλευράς των υπεύθυνων επιστημόνων και του Π.Ι., η τότε Υπουργός Παιδείας διατυμπάνιζε προς κάθε κατεύθυνση τη «θεσμικότητα» της γνωμοδότησης της Ακαδημίας Αθηνών. Ενώ προκλητικά αρνήθηκε την πολιτική ευθύνη της κυκλοφορίας ενός βιβλίου που μόνο προεκλογικά (2007) το κυβερνητικό κόμμα χαρακτήρισε «απαράδεκτο, ανακριβέστατο», απέδωσε ευθύνες σε όσους είχαν κάνει την ανάθεση της συγγραφής. Από κοινού ο Πρωθυπουργός και η Υπουργός Παιδείας, όχι μόνον καταπάτησαν τους θεσμούς, αλλά, προσφέροντας βιβλία-δώρα προεκλογικής σκοπιμότητας και προσβάλλοντας την κοινή νοημοσύνη με τις πράξεις και τους λόγους τους, ανέδειξαν έναν παλαιό για την Ελλάδα «θεσμό»: Ευθύνη της εκτελεστικής εξουσίας είναι η υπηρέτηση του κομματικού (αν όχι του ατομικού) συμφέροντος.
Η κορυφαία όμως θεσμική κατάπτωση ήταν η ακραία απαξίωση, η γελοιοποίηση του εκλεγμένου λαϊκού αντιπροσώπου, η μετατροπή του σε υπηρέτη της κυβέρνησης. Α) Σε μείζον θέμα, οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στερήθηκαν του δικαιώματος της ψήφου, αναγκαζόμενοι να αποχωρήσουν από τη Βουλή, ύστερα από απόφαση του Πρωθυπουργού. Β) Θυμόμαστε πως έκλεισε φέτος η Βουλή με δικαιολογία τις Ευρωεκλογές. Από τότε, δεν ξανάνοιξε, ενώ οι πιθανοί διαφωνούντες βουλευτές τοποθετήθηκαν στο 3ο θερινό τμήμα που δεν λειτούργησε ποτέ. Γ) Δύο φορές νοθεύτηκε η ψηφοφορία κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Την πρώτη στην επιτροπή της Βουλής (Ιανουάριος 2007) όπου ο πρόεδρος της επιτροπής έκανε τα στραβά μάτια, προσμετρώντας την ψήφο του γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, ενώ ο τελευταίος δεν ανήκε στην επιτροπή και δεν είχε δικαίωμα ψήφου. Εκτός από το ότι ψήφισε, ο γραμματέας εγκαλούσε μέσα στην αίθουσα βουλευτίνα του κόμματός του που καθόταν δίπλα σ’ αυτόν, επειδή αυτή τόλμησε με την ανάταση του χεριού της να εκφράσει το κατοχυρωμένο της δικαίωμα. Τη δεύτερη φορά, στην ολομέλεια (Μάιος 2008) αλλάζονταν τα (υπογεγραμμένα) ψηφοδέλτια των κυβερνητικών βουλευτών που δεν είχαν πειθαρχήσει απόλυτα στην κομματική γραμμή. Στην επιχείρηση μετείχαν δύο βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που είχαν την ευθύνη της καταμέτρησης των ψήφων. Συντονίστρια ήταν μια βουλευτίνα επικρατείας που έφερνε τα «σωστά» ψηφοδέλτια στους δύο προηγούμενους, επόπτης της επιχείρησης ήταν ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας (πρόεδρος της επιτροπής στην πρώτη περίπτωση). Μήπως όλα αυτά δείχνουν σεβασμό των κορυφαίων θεσμών;
Πού είναι η διάκριση των εξουσιών, θεμέλιου λίθου της αστικής δημοκρατίας; Πού είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης; Πού είναι ο σεβασμός των ανεξάρτητων αρχών; Στην επίκληση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων που καταφεύγει κάθε τόσο η κυβέρνηση για να μη δώσει τα απαιτούμενα στοιχεία; Πού είναι η προστασία θεσμών κατά της διαφθοράς; Στην υποκατάσταση του κ. Ζορμπά που μιλούσε για διακίνηση χρήματος σε πολιτικά κόμματα από τον κ. Σανιδά που μιλούσε για «παραπλανηθέντες» (δηλ. ανεύθυνους) υπουργούς; Ας περιοριστούμε όμως.
Ο κ. Γκιουλέκας στις 12.7.2007 μιλώντας για τη νοθεία στις πανελλαδικές εξετάσεις εξανίστατο, διότι καθηγητής τόλμησε να πει ότι συνάδελφοί του πιέστηκαν από διοικητικά στελέχη να νοθεύσουν έγγραφα. Στις 27.5.2008 ο ίδιος βουλευτής παρακολουθούσε τη νοθεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος από τα έδρανα του Προεδρείου. Την πρώτη φορά μιλούσε για ευθύνες, εισαγγελέα και δικαιοσύνη. Τη δεύτερη; Η νοθεία στη Βουλή, αν και κορυφαία σε σημασία, έχει δραματικές ομοιότητες με αυτή των πανελλαδικών. Τα άρθρα 60 & 61 του Συντάγματος για το «απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» και για την προστασία της γνώμης του βουλευτή, κατέληξαν δια της κυβερνητικής βούλησης στο ίδιο καλάθι αχρήστων με το Π.Δ. 60/2006 των πανελλαδικών εξετάσεων. Αντίστοιχο ρόλο με την πρόεδρο του β/κ στις πανελλαδικές εξετάσεις είχε ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας. Η νοθεία στη Βουλή έγινε μπροστά στα μάτια βουλευτών άλλων κομμάτων, που εκ των υστέρων δήλωσαν, είτε «πώς είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο ενώπιον όλων;», είτε «δεν είδα, δεν κατάλαβα, πρέπει να ερευνηθεί το γεγονός». Οι μαθητές δεν είχαν πρόσβαση στα γραπτά τους, οι βουλευτές δεν είχαν πρόσβαση στα ψηφοδέλτιά τους. Έχουμε όμως και δύο διαφορές: α) στις πανελλαδικές υπήρξε καταγγελία, στη Βουλή κανείς δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε. β) δεν έχει προβλεφθεί ελεγκτικός μηχανισμός στη Βουλή (αδιανόητη θεωρείται η αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων) και η όλη διερεύνηση έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Βουλής. Όμως ο Πρόεδρος ήταν παρών στη διαδικασία και διέψευσε τη νοθεία μιλώντας για «προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων». Την τραγική του παρουσία – απουσία, επιβεβαίωσε ο κ. Σιούφας στον πρόλογο της έντυπης έκδοσης του αναθεωρημένου Συντάγματος, που φέρει στο εξώφυλλο και την ημερομηνία της επίμαχης μέρας (27.5.2008). Σημειώνει λοιπόν ο Πρόεδρος της Βουλής: «Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος (2008), στην οποία οφείλεται η παρούσα έκδοση, αναγγέλθηκε επίσης εκτεταμένη. Κατέληξε, όμως, να περιορισθεί στην υιοθέτηση ολίγων, μόνο, σημείων της πρότασης, για λόγους των οποίων η αποτίμηση ανήκει στη συνταγματική και πολιτική Ιστορία, ενώ μετατέθηκε, λόγω του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, στο απώτερο μέλλον η αντιμετώπιση μείζονος σημασίας ζητημάτων». Δηλαδή, ο τρίτος παράγοντας ιεραρχίας της Δημοκρατίας μας μπερδεύει το θεσμικό του ρόλο, μιλώντας επί του καταστατικού της χάρτη, όχι ως Πρόεδρος της Βουλής, αλλά ως κομματικό στέλεχος.
Τι να πει κάποιος μετά απ’ όλα αυτά για την «Συνταγματικότητα» που τήρησε και ενέπνευσε η παρούσα κυβέρνηση; Πώς να αξιολογήσουμε το αίτημα δημιουργίας Συνταγματικού δικαστηρίου που εκφράζει σήμερα ο Πρωθυπουργός και τη δυσχέρεια που θεωρεί ότι προκαλούν οι δύο αιρετοί των Υπηρεσιακών Συμβουλίων στο έργο της δημόσιας διοίκησης, όταν, για παράδειγμα, ο Προϊστάμενος Δ/θμιας Εκπ/σης Αν. Θεσσαλονίκης ως πρόεδρος του ΠΥΣΔΕ Αν Θεσσαλονίκης που εκδίκαζε πειθαρχικά την υπόθεση νοθείας των πανελλαδικών 2007 και τα μέλη του ΠΥΣΔΕ που τελικά καταδίκασαν τις καθηγήτριες, αφού είδαν το συγκεκριμένο πόρισμα της ΕΔΕ και την επιβεβαίωση της οδηγίας του ΥπΕΠΘ που έγινε μέσω ενός β/κ της Αθήνας, εστίασαν πάνω στην «αντισυνταγματικότητα της πράξης νοθείας», επειδή αυτή «παραβίαζε την ίση μεταχείριση των υποψηφίων» !
ΤΙΣ ΑΥΤΟΥΡΓΕΙ;
Αφού επί 5,5 χρόνια ένας Πρωθυπουργός που κλήθηκε για να αποκαταστήσει τη διαφάνεια, τις θεσμικές λειτουργίες και την τρωθείσα αξιοπρέπεια του πολίτη απέτυχε, ως δικαιολογία της αποτυχίας αυτής επικαλέστηκε τις προηγούμενες κυβερνήσεις (μη πρωτότυπο) και τη θεσμική του αδυναμία (πρωτότυπο). Ζήτησε περαιτέρω ενίσχυση του πρωθυπουργικού μοντέλου διακυβέρνησης, κομψά δηλαδή, ζήτησε ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Βέβαια το ενισχυμένο αυτό μοντέλο το εφάρμοσε -χωρίς να το δικαιούται- πολλές φορές στη διάρκεια της θητείας του.
Αν δούμε συνολικά τις παραβιάσεις και τον ευτελισμό που υπέστησαν οι θεσμοί τα τελευταία χρόνια μόνον από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και το στενό του περιβάλλον, ίσως αναρωτηθούμε μήπως έχουμε παρακολουθήσει την θεσμική παράσταση «ο λύκος φυλάει τα πρόβατα». Κι αν ναι, ποιος τον έβαλε; Αφού μιλάμε σε πολιτικό επίπεδο, ζητούμενο δεν είναι η φυσική, αλλά η ηθική αυτουργία. Ακόμα και η πρωθυπουργική αυτουργία υπάγεται στον ελεγκτικό μηχανισμό της Βουλής, που με τη σειρά της έχει υπόβαθρο το εκλογικό σώμα. Έχει όμως και άλλο υπόβαθρο, ίσως σημαντικότερο: το ίδιο το κόμμα. Πώς λειτούργησε αυτός ο θεσμός το 1997 όταν ο σημερινός πρωθυπουργός εξελέγη ως ο αξιότερος στο κομματικό τιμόνι; Προφανώς προβληματικά. Μήπως κατά το ίδιο πρότυπο επελέγησαν -λιγότερο ή περισσότερο- και οι υπουργοί και οι διοικητές οργανισμών και τα στελέχη της παιδείας; Στην εκδίκαση της υπόθεσης των πανελλαδικών, ηθική αυτουργία αποδόθηκε στην πρόεδρο του β/κ. Ας δούμε μερικά συμπτώματα από την ίδια υπόθεσης, που καλούν σε αναζήτηση κάποιας μορφής ηθικής αυτουργίας:
«Τους προέδρους των β/κ ειδικών μαθημάτων δεν τους καλούμε ποτέ» σημείωσε στην κατάθεσή του ο κ. Γαρίνης.
Ως «βλάβη των υποψηφίων» νοεί το ΥπΕΠΘ συγκεκριμένο τμήμα της κρίσης των βαθμολογητών. Βλάβη είναι οπωσδήποτε ο χαμηλότερος από τους δύο βαθμούς. Ο ψηλότερα αξιολογών, σωστά αξιολογεί;
Η τότε υπουργός κ. Γιαννάκου είχε στα χέρια της το πόρισμα της ΕΔΕ. Αν υποθέσουμε ότι δεν ήταν παρούσα στη σύσκεψη του ΥπΕΠΘ που αποφάσισε την «οδηγία των 20 μορίων», να πιστέψουμε ότι δεν ενημερώθηκε -έστω- από τον Γ. Γραμματέα, ούτε ύστερα από την καταγγελία; Θα δήλωνε στην τηλεόραση 15 μέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών το συνηθισμένο κυβερνητικό μότο «Λάθη μπορεί να γίνουν πάντα. Σημασία έχει ότι το υπουργείο και η ηγεσία τους μόνοι τους ανακοινώνουν, ανακαλύπτουν και διορθώνουν», αν δεν είχε και την κάλυψη του Ν.3475 περί της μη επίδειξης των γραπτών στους μαθητές; Να υποθέσουμε ότι είχε αδυναμία να καταλάβει από το πόρισμα τι συνέβη; Ή μήπως να ξεχάσουμε πώς κινήθηκε προκειμένου τα γραπτά να μη φτάνουν στα μάτια των μαθητών;
Ορισμένα μέλη της επιτροπής του β/κ Θεσσαλονίκης κοιτάχτηκαν όταν άκουσαν για πρώτη φορά την εντολή «για το καλό των παιδιών». Έλεγξαν την καθολικότητά της τηλεφωνώντας στο β/κ ειδικών μαθημάτων της Αθήνας και αποφάσισαν να την εφαρμόσουν. Κάποιοι από τους βαθμολογητές που κλήθηκαν στην παράνομη αναβαθμολόγηση δυσανασχέτησαν, κάποιοι έφτασαν να αποχωρήσουν και δύο την κατήγγειλαν. Υπήρξαν όμως και καθηγητές που δεν αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν το «καλό των παιδιών» να δημιουργεί έννομα αποτελέσματα. Ρώτησαν μάλιστα ποιος τους νομιμοποιεί να κάνουν κάτι τέτοιο. Συνεπώς, κάποιοι έβαλαν το νόμο και τα καθήκοντά τους σε συζήτηση. Ας πούμε όμως ότι κάποιοι ρώτησαν και από περιέργεια. Όταν πήραν τη γνωστή απάντηση και τη διαβεβαίωση της προέδρου ότι αυτή αναλαμβάνει την ευθύνη, συναίνεσαν και διέπραξαν την παράνομη πράξη. Γιατί; Εδώ ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση, όμως η απάντηση δεν είναι άγνωστη. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας πτυχής της δημοσιοϋπαλληλικής έκπτωσης, που έχει προκύψει από την απαξίωση του δασκάλου, μια απαξίωση που σήμερα μεγαλώνει με τις υιοθετούμενες πρακτικές των «ωρομισθίων». Δύο είναι οι παράγοντές της: η κατάχρηση εξουσίας από πλευράς της διοίκησης και η έναντι ανταλλαγμάτων ή μοιρολατρική αποδοχή της από πλευράς των υπαλλήλων. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι το δίκαιο έχει μεταβληθεί στην πράξη (de facto), αφού, όσα ισχύουν στο χαρτί (de jure) ακυρώνονται με τη συνευθύνη των δύο πλευρών. Προφανώς η ευθύνη δεν ισομοιράζεται, τα αρνητικά αποτελέσματα όμως πλήττουν τους πάντες. Η παρακμή αυτή εμφανίζεται σε αμέτρητες παραλλαγές και σε διαφορετικού βάρους ζητήματα. Η μόνιμη δικαιολογία «τι να κάνουμε, έτσι κάνουν όλοι..» έχει και αντεπιχειρήματα: Γιατί όσοι είναι υπέρμαχοι της παθητικής αποδοχής της παρακμής δεν ζητούν την προσαρμογή του τύπου στα όρια της επικρατούσας πράξης; Στο ίδιο σημείο στηρίζεται και η δυναμική αντίστασης: όσο παραμένουν εν ισχύ ο θεσμός και ο τύπος, οι πρακτικές οφείλουν να συμβαδίζουν. Δύσκολη η πορεία ενάντια στο ρεύμα, ευκολότερη όμως, αν συνειδητοποιηθούν τα κέρδη που προκύπτουν απ’ αυτήν.
Η «δημοκρατία» δεν είναι μια διαδικασία αυτοματισμού, όπου με 5΄ απασχόληση στο παραβάν ανά 4 χρόνια λύνει κανείς τα ζητήματα που τον απασχολούν. Είναι μια διαδικασία καθημερινή και πολυεπίπεδη που διεξάγεται (θα έπρεπε να διεξάγεται) στο χώρο εργασίας, στο δημοτικό, στο περιφερειακό, στο κομματικό επίπεδο. Στην φατριαστική λοιπόν διαχρονικότητά μας και στις κομματικές παρωπίδες μπορούμε να αντιτάξουμε τη συνθετική αναγκαιότητα, η αξιόπιστη εφαρμογή της οποίας θα αναζητηθεί όχι μόνο σε ιδεολογικά στερεότυπα, αλλά και σε πρόσωπα στα οποία κυριαρχεί η σύμπτωση λόγων και έργων.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ
Οι άνθρωποι αλλάζουν τους θεσμούς ή οι θεσμοί τους ανθρώπους; Προφανώς ισχύουν και τα δύο. Το ερώτημα δεν τίθεται ως σοφιστεία, αλλά ως προβληματισμός εκφυγής από τη φαυλότητα. Ενώ ο ρόλος της παιδείας πανθομολογείται ως ζωτικός στην εθνική προοπτική της ευημερίας και στην κοινωνική ισορροπία, το πρώτο σκέλος του ερωτήματος ουδόλως ελήφθη υπόψιν από τον πρωθυπουργό επί 5,5 χρόνια. Αντίθετα, ισχυροποιήθηκαν όλοι οι εξωθεσμικοί μηχανισμοί που περιθωριοποιούν τον ανθρώπινο παράγοντα και παράγουν κλίμα υποταγής και στασιμότητας. Η παιδεία διδάσκει και ο δάσκαλος διδάσκει πρώτα με το παράδειγμά του. Αν τα λόγια του είναι διαφορετικά από τα έργα του, ο μαθητής θα επηρεαστεί καθοριστικά από τα δεύτερα, όχι από τα πρώτα.
Αν το Βατοπέδιο είχε σημειολογικά την πρωτιά στα σκάνδαλα λόγω του παράγοντα «εθνική γη», αν μια Ζήμενς είχε ως σκάνδαλο την αριθμητική πρωτιά, αν τα «ομόλογα» υπερείχαν στο ζήτημα της άμεσης κοινωνικής ευαισθησίας, καθώς είχαν να κάνουν με τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων, τότε η παιδεία στο βαθμό που λειτουργεί ως χώρος καταστροφής θεσμών και συνειδήσεων είναι το μέγιστο σκάνδαλο στη χώρα μας, αφού μέσω αυτής προετοιμάζονται τα πάσης φύσεως σκάνδαλα του αύριο. Το ότι δεν τοποθετείται πρώτη η παιδεία στην ιεράρχηση των σκανδάλων έχει να κάνει με τον ετεροχρονισμένα ανταποδοτικό της χαρακτήρα.
Τελικά, οι υπάλληλοι του δημοσίου, μέσω των εξωθεσμικών ανταλλαγμάτων και των γνωστών πιέσεων που φτάνουν έως και την τρομοκράτησή τους, δεν υπηρετούν το δημόσιο βάσει των νόμων, αλλά την εκάστοτε κυβέρνηση βάσει των κομματικών της επιδιώξεων. Η φράση «για το καλό των παιδιών» σημαίνει «για το κομματικό μας συμφέρον» και αλυσιδωτά -για όσους συνειδητά συμμετέχουν- «για το ατομικό μου συμφέρον». Έχουν ελαφρυντικά οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι όμως άμοιροι ευθυνών; Φυσικά και όχι, αφού η επιλογή είναι δική τους. Καθένας μπορεί να επιλέξει μια από τις θέσεις των προσώπων που έλαβαν μέρος στην υπόθεση της Πυλαίας του 2007. Κάθε δάσκαλος μπορεί να κάνει ό,τι έκαναν οι κυρίες Γκρίζου και Παπαδοπούλου, ή κάτι περισσότερο. Και αφού το επιλέξει, να ξέρει ότι μετά από όσα συνέβησαν, -αν κάτι κερδίσαμε- θα υποστεί ίσως κάτι λιγότερο από τους 24 μήνες ψυχικής οδύνης και άδικης μεταχείρισης. Πάντως, κανένας ταπεινωμένος δάσκαλος δεν μπορεί να εμπνεύσει περηφάνια. Κανένας εξωθεσμικά υποταγμένος δάσκαλος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα επιτελέσει το λειτούργημα που του έχει ανατεθεί: «Τη διαμόρφωση του ελεύθερου και υπεύθυνου πολίτη». Ο φόβος ακυρώνει την διδακτική ιδιότητα.
Όλη αυτή η ανάλυση-καταγραφή έγινε προκειμένου να ξεφύγουμε όσο γίνεται από απλές διαπιστώσεις, να ξεφύγουμε από το «δεν γίνεται τίποτε, δεν αλλάζει τίποτε». Φυσικά και δεν αλλάζει τίποτα από μόνο του. Όταν ο δήμος κρατεί το αποτέλεσμα της δημοκρατίας είναι ευθέως ανάλογο με την ποιότητα του δήμου. Η ποιότητα πάλι διαμορφώνεται καθοριστικά μέσα από την παιδεία. Έχει αναρωτηθεί το τμήμα του δήμου που προτιμά να βολεύεται εξωθεσμικά, δηλαδή ιδιωτικά, μήπως κάνει λάθος εκτίμηση, νομίζοντας ότι λύνει τα προβλήματα; Διεκδικώντας ατομικό όφελος ο ιδιωτικώς σκεπτόμενος έχει αναλογιστεί ότι μόνο πρόσκαιρο και μερικό κέρδος αποκομίζει; Γιατί; Επειδή συμμετέχει στον ευτελισμό του θεσμού, τον οποίον κάποια στιγμή θα χρειαστεί. Εκτός κι αν καθένας συνειδητά στοχεύει σε ιδιωτικό δάσος, θάλασσα, δρόμο, πάρκο, νοσοκομείο, σχολείο, δικαστήριο...
Κάποια ερωτήματα / διλήμματα μας έχουν τεθεί από τον Πρωθυπουργό, ας θέσουμε κι εμείς μερικά, με άξονα την παιδεία:
Είναι θέμα παιδείας μια αδιάφθορη δημόσια διοίκηση;
Δημιουργούμε έναν αξιοκρατικό διοικητικό - παιδαγωγικό μηχανισμό στο ΥπΕΠΘ;
Βελτιώνουμε τις διατάξεις του Ν. 3528/2007 για την υποχρέωση του υπαλλήλου σε σχέση με τις εκτός νομιμότητας διαταγές των ανωτέρων;
Βελτιώνουμε τους όρους διεξαγωγής της ΕΔΕ;
Ανοίγουμε συζήτηση για τις διατάξεις που αφορούν στα μέλη των Υπηρεσιακών Συμβουλίων;
Αλλάζουμε τις διατάξεις του Ν. 3467/2006 για την επιλογή των Στελεχών Εκπαίδευσης; Ναι ή όχι;
Απαλλάσσουμε τη διοικητική δομή του ΥπΕΠΘ από την υποστήριξη του κυβερνητικού έργου, Ναι ή όχι;
Περιφρουρούμε το άρθρο 103 του Συντάγματος; Ναι ή όχι;
Συνημμένα
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2007 – ΤΥΠΟΣ - ΕΓΓΡΑΦΑ - ΒΙΝΤΕΟ
http://users.sch.gr/szygouras/themata/thesmoi-paideia2007-09/panelladikes2007tev.pdf
ΘΕΣΜΟΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΥΘΥΝΗ - ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ 2007-2009 – ΒΙΝΤΕΟ
http://users.sch.gr/szygouras/themata/thesmoi-paideia2007-09/thesmoi-paideia2007-09.html
Σεπτέμβριος 2009
Στέργιος Ζυγούρας
Καθηγητής ΠΕ16
Β/Κ ΠΥΛΑΙΑΣ 2007 - ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΝΟΘΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ
Στις 29.6.07, αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία βαθμολόγησης, οι δύο καθηγήτριες κλήθηκαν -όπως και άλλοι βαθμολογητές- στο βαθμολογικό κέντρο Πυλαίας από την πρόεδρό του. Στις 4.7.07 οι δύο καθηγήτριες υπέβαλαν αναφορά-καταγγελία στον Περιφερειακό Δ/ντη Εκπ/σης Κ. Μακεδονίας όπου κατήγγειλαν ότι η πρόεδρος του β/κ, επικαλούμενη προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ, ζήτησε από τις βαθμολογήτριες να αλλάξουν προς τα πάνω τη βαθμολογία σε γραπτά που είχαν βαθμολογήσει (είτε ως α΄ είτε ως β΄ βαθμολογητές) και είχαν ήδη αναβαθμολογηθεί, διατηρώντας τη διαφορά μεταξύ α΄ και β΄ βαθμολογητή στις 13 μονάδες. Οι καθηγήτριες ενημέρωσαν τον τοπικό συνδικαλισμό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι 4 από τους 5 προέδρους των ΕΛΜΕ-Θ στήριξαν την καταγγελία και προέβησαν σε δημόσιες ανακοινώσεις. Το θέμα έγινε γνωστό και ο τύπος ασχολήθηκε εκτενώς για αρκετές μέρες. Ακολούθησε η ΕΔΕ που διενήργησε ο Δ/ντής Δ/θμιας Εκπ/σης Δυτ. Θεσ/νίκης (6-9.7.2007). Τα συμπεράσματα της ΕΔΕ ήταν: η νόθευση της βαθμολογίας έγινε σε 33 γραπτά Αγγλικών από 8 καθηγήτριες, οι οποίες -κακώς- θεώρησαν ότι υπάκουαν σε νόμιμη εντολή ανωτέρου, καταλογίσθηκε ηθική αυτουργία στην πρόεδρο του β/κ, διαπιστώθηκε ότι καμιά οδηγία-εντολή δεν δόθηκε από το ΥπΕΠΘ, αφού κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε στα υπόλοιπα ειδικά μαθήματα. Το πόρισμα διαβιβάστηκε στα ΠΥΣΔΕ Αν. και Δυτ. Θεσ/νίκης που τον Ιούλιο του 2008 επέβαλαν ποινές 90 έως 100 μέρες αργία (με αντίστοιχη στέρηση μισθού στις 8 βαθμολογήτριες), ενώ το Συμβούλιο Επιλογής Σχολικών Συμβούλων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επέβαλε στην πρόεδρο του β/κ την ποινή της οριστικής παύσης. Στη συνέχεια, ο Γ. Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και ο τότε Υπουργός Παιδείας υπέβαλαν ενστάσεις κατά των διοικητικών ποινών που επιβλήθηκαν στις 8, θεωρώντας ότι ήταν υπερβολικά επιεικείς, ενώ οι καθηγήτριες προσέφυγαν στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό όργανο για να ανατρέψουν τις ποινές. Το πόρισμα της ΕΔΕ διαβιβάστηκε επίσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Ασκήθηκαν διώξεις στις 8 καθηγήτριες για πλαστογραφία εγγράφων κατ’ εξακολούθηση και χρήση τους, ενώ στην πρόεδρο του β/κ για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή. Η δίκη έγινε τελικά τον Φεβρουάριο του 2009. Το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής διεκδικώντας 2000 € από κάθε μια κατηγορούμενη, επειδή υπέστη ηθική βλάβη και τρώθηκε το κύρος του θεσμού των Πανελλαδικών εξετάσεων. Το δικαστήριο απέβαλε την παράσταση πολιτικής αγωγής με το αιτιολογικό ότι άμεση ζημία δεν υπέστη το Δημόσιο, αλλά οι εξεταζόμενοι. Μετά από αίτημα των συνηγόρων υπεράσπισης, κλήθηκε και εξετάστηκε ως ουσιώδης μάρτυρας ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ, υπεύθυνος για την οργάνωση και διεξαγωγή των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Το δικαστήριο αθώωσε τις 8 καθηγήτριες και έκρινε ένοχη την πρόεδρο του β/κ, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή. Στις 30.6.2009 το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΥπΕΣΔΔΑ έκρινε αθώες από την κατηγορία της νοθείας δημοσίων εγγράφων, ένοχες όμως για ατελή εκπλήρωση καθηκόντων τις 3 καθηγήτριες του ΠΥΣΔΕ Αν. Θεσ/νίκης, μειώνοντας την αρχική τους ποινή σε ενός μηνός στέρηση αποδοχών, ενώ η προσδιορισμένη για το Σεπτέμβριο αντίστοιχη εκδίκαση για τις υπόλοιπες 5 καθηγήτριες του ΠΥΣΔΕ Δυτ. Θεσ/νίκης αναβλήθηκε.
ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Σε λίγο συμπληρώνεται ένας χρόνος από την κυβερνητική υιοθέτηση του συνθήματος/διλήμματος «υπευθυνότητα ή λαϊκισμός;». Την αμυντική αυτή τακτική υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός στα τέλη του 2008, ως βασικό μέσο συγκράτησης των υπολειπόμενων ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος. Το σύνθημα έκανε θραύση κατά την «βατοπεδινή» και την «παυλιδική» περίοδο. Η «υπευθυνότητα» εμφανιζόταν ως μόνιμος αυτοχαρακτηρισμός κάθε κυβερνητικού παράγοντα και συνόδευε κάθε απάντηση προς την αντιπολίτευση ή δήλωση προς τους πολίτες, ώστε να εμπεδώσουν όλοι ποιο κόμμα υπερασπίζεται και ποιο περιφρονεί τους θεσμούς. Στη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού, η «υπευθυνότητα» όχι μόνο δεν πήγε διακοπές, αλλά υπερέβη χρονικά -τουλάχιστον στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων- τις συνθήκες θανάτου του Μάικλ Τζάκσον και τις ερωτικές περιπέτειες του Μπερλουσκόνι. Πεδίο εφαρμογής της υπευθυνολογίας έγινε από την κυβέρνηση ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο δρόμος προς τις πρόωρες εκλογές είχε ανοίξει.
Το πού εδράζεται το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» είναι προφανές. Το εκλογικό σώμα έπρεπε να θυμηθεί τα αίτια του εκλογικού αποτελέσματος του 2004. Καθώς η παρούσα ανάλυση δεν ασχολείται με εκλογικά θέματα, αλλά με πολιτικά επιχειρήματα, πρέπει να σημειωθεί ότι η «ανευθυνότητα», κρινόμενη ως αιτία οδήγησης της χώρας σε πρόωρες εκλογές, είναι ένα ανίσχυρο επιχείρημα που προσπαθεί να πετύχει «μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»: α) να δείξει την περιφρόνηση της άλλης πλευράς προς τους θεσμούς και β) να ενισχύσει το προφίλ σοβαρότητας και «θεσμικότητας» της εκστομίζουσας πλευράς. Όμως, το 2007 ο Πρωθυπουργός ανήγαγε τη σύνταξη του προϋπολογισμού σε «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή στις κάλπες. Αυτό αποτέλεσε συνέχεια των θεσμικών τερτιπιών του νεότερου ελληνικού πολιτικού βίου και επιβεβαίωσε αυτό που όλοι οι πολιτικοί ομολογούν και η πλειοψηφία της κοινωνίας αποδέχεται, ότι δηλαδή το Σύνταγμα που υπάρχει στο χαρτί, δεν λειτουργεί πάντα στην πράξη: «το θέμα των εκλογών είναι αποκλειστική απόφαση του Πρωθυπουργού, ο Πρωθυπουργός μπορεί να αιφνιδιάσει με πρόωρες εκλογές» είναι οι επικρατούσες διατυπώσεις. Ως εδώ υπάρχει ζήτημα, αλλά οι πρωθυπουργικές αντιφάσεις έχουν συνέχεια. Καθόσον η Βουλή που θα προέκυπτε το 2007 θα ήταν αναθεωρητική, μέσω του τότε διαγγέλματος ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο ίδιο το Σύνταγμα. Όμως, ιεράρχησε το Σύνταγμα χαμηλότερα από τον προϋπολογισμό. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η «αναθεώρηση του Συντάγματος» στόχευε -πάντα κατά τα λεγόμενα του Πρωθυπουργού- σε ενίσχυση της διαφάνειας του δημόσιου βίου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Οι μετέπειτα κυβερνητικοί χειρισμοί στις υποθέσεις τηλεφωνικών υποκλοπών, ομολόγων, Ζαχόπουλου, Συνταγματικής Αναθεώρησης, Ζορμπά, αυτοδιοίκησης δικαστηρίων, Βατοπεδίου, Παυλίδη, Ζήμενς, οικονομικής ύφεσης, έδωσαν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του πώς νοείται πρωθυπουργικά η «ευθύνη» και πώς προφυλάσσονται οι «θεσμοί». Όσο για την ίδια τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης…
Πολλά λόγια δεν χρειάζονται, τα γεγονότα βοούν. Ποιο ακριβώς είναι το σύμπτωμα που αναδεικνύει το σύνθημα της «ανευθυνότητας»; Ότι το κόμμα που ήρθε στην εξουσία μετά από 20ετή απουσία του, αλλά και μετά από βαριά κοινωνική καταδίκη της ως τότε κακοδιαχείρισης και κατάχρησης της εξουσίας, αυτό το ίδιο κόμμα, πεντέμιση χρόνια μετά, επισείει στους πολίτες τον κίνδυνο να ξαναγυρίσουν «σ’ αυτά τα οποία καταδίκασαν». Κι αυτό δεν είναι νέο. Το ξαναζήσαμε στα τέλη του 2003 με τις προειδοποιητικές αναφορές του τότε πρωθυπουργού για την (επερχόμενη) κακή «δεξά». Συνεπώς: Ο κομματικός ανταγωνισμός συνεχίζεται με κατεύθυνση προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω. Ο δεύτερος δεν ανεβαίνει, απλώς πέφτει ο πρώτος. Προφανώς έχουμε να κάνουμε, αφ’ ενός με την παρακμιακή μας δημοκρατία όπου τα πρόσωπα δεν υπάρχουν, προβάλλονται κυρίως οι κομματικές επιγραφές που ευκολότερα φανατίζουν, αφ’ ετέρου με μια νέα, έμμεση ομολογία αποτυχίας της κυβέρνησης που βάζει τον πήχη προς τα κάτω, ώστε να κρίνει (και πάλι) ο πολίτης ποιος είναι ο ολιγότερο κακός. Και μόνον αυτά είναι στοιχεία απολύτως αντίθετα με τη διαφύλαξη των θεσμών και βέβαια, οι κραυγάζοντες τα περί «ευθύνης», διαγράφουν πορεία κωμικοτραγική. Και μόνον αυτά είναι αρκετά ώστε να επιβεβαιώνουν δύο Προέδρους της Ελληνικής Δημοκρατίας (τον πρώην και τον νυν), οι οποίοι με διαφορά λίγων μηνών, επισήμαναν δημόσια: «κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα, χρησιμοποίηση της πολιτικής από τους λαϊκούς εκπροσώπους ως εφαλτήριο για τρυφηλή ζωή, διατήρηση των διαχρονικών παθογενειών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, ηθική νομιμοποίηση των πελατειακών συμπεριφορών» δηλαδή: «διαφθορά, αναξιοκρατία, ατιμωρησία, κομματικό κράτος, πελατειακές σχέσεις, κακοποίηση της δημοκρατίας». Σημειολογικό είναι και το ότι ο νυν Πρόεδρος μίλησε έτσι τον Ιούλιο, κατά την τελετή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Αν μη τι άλλο, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας δεν μπορούν (εύκολα) να κατηγορηθούν για πολιτική σκοπιμότητα. Αφού μέχρι χθες το κυβερνητικό κόμμα κατήγγειλε την αντιπολίτευση για μια τεχνητή εκλογολογία, αφού μέχρι και σήμερα την καταγγέλλει για την προσβολή του πολιτειακού θεσμού, ας κάνει τον κόπο να τοποθετηθεί πάνω στη θεσμική αποδυνάμωση του ΠτΔ που επέφερε η συνταγματική αναθεώρηση του 1985.
Συνεπώς, ή όντως έχουμε πολιτεία με θεσμούς που λειτουργούν ικανοποιητικά, ή η διαφθορά, η απαξίωση των πολιτών, το πελατειακό κράτος, ο διαλυμένος δημόσιος τομέας, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των προϊόντων βρίσκονται αποκλειστικά και μόνον στη φαντασία μας.
«ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ» (Η μέγιστη κυβερνητική προσφορά στην παιδεία;)
Πώς συνδέονται τα παραπάνω με τις πανελλαδικές εξετάσεις του 2007; Θεσμικά (φυσικά). Η κυβέρνηση που εξελέγη μέσω των εκλογών του 2004 και 2007 διακήρυξε με έμφαση την μάχη κατά της διαφθοράς, την προσήλωση στους θεσμούς και στους εθνικούς στόχους, μεταξύ των οποίων ήταν και η παιδεία. Το ελάχιστο που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση για την παιδεία (ας υποθέσουμε ότι ούτε όραμα δεν έχει γι’ αυτήν), είναι να της εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους. Κι όμως, από το 2007 άρχισε να «εξηγεί» τη μη χρηματοδότηση της παιδείας (με το θρυλικό 5% του ΑΕΠ) χρησιμοποιώντας το επιχείρημα «νομίζαμε ότι μπορούσαμε, επειδή οι προηγούμενοι μας εμφάνιζαν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς». Στη διάρκεια 2004-07, η κυβέρνηση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την τριτοβάθμια, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα «με καλύτερους δασκάλους αλλάζουμε γρηγορότερα το αποτέλεσμα της παιδείας». Το 2005 «για να ανεβεί το επίπεδο των ΑΕΙ-ΑΤΕΙ» η κυβέρνηση θέσπισε και την περίφημη «βάση του 10».
Όταν το ΥπΕΠΘ υιοθετούσε επί υπουργίας του κ. Στυλιανίδη (Μάϊος 2008) το σύνθημα-λογότυπο «Όλα είναι θέμα παιδείας», μάλλον δεν είχε αποτιμήσει πλήρως πόσο καταλυτικό ρόλο μπορούσε να διαδραματίσει: πόσο αντιφατικό κάποιων κ[ε]νοτόμων πολιτικών παιδείας μπορούσε να φαντάζει, ποια εν δυνάμει τροχοπέδη κάθε ανερμάτιστης πολιτικής παιδείας μπορούσε να αποτελέσει. Ενώ λοιπόν στη διάρκεια 2007-08 η κυβέρνηση έδινε τα επικοινωνιακά της ρέστα με το «έξυπνο σχολείο», ο φόνος του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβριο του 2008 με τα λοιπά διατρέξαντα έγιναν αιτία για να απομακρυνθεί ο δεύτερος υπουργός παιδείας. Η κατάρρευση του δημόσιου σχολείου σε πρώτη και δεύτερη βαθμίδα ήταν το μόνο στο οποίο μπορούσε να εστιάσει η κυβέρνηση, οπότε ο νέος υπουργός κ. Σπηλιωτόπουλος έλαβε οδηγία και συμφώνησε να δώσει τη μέγιστη έμφαση στο «διάλογο για την παιδεία» που επίσημα ξεκίνησε το Μάρτιο του 2009. Η στόχευση της κυβέρνησης όμως είχε ήδη φανεί στις 2.1.2009, όταν ο Πρωθυπουργός με τη βασιλόπιτα ακόμα στο τραπέζι, ζήτησε από τον Πρόεδρο της Βουλής «προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για την παιδεία», οπότε στις 23.1.2009 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα ακόμα δίλημμα: «Είμαστε ανοιχτοί στα μηνύματα των καιρών, ναι ή όχι;», «Δημιουργούμε το σχολείο του μέλλοντος; Ναι ή όχι;». Για άλλη μια φορά η «στροφή» ήταν επικοινωνιακή. Η ονομασία «έξυπνο σχολείο» υποχώρησε λίγο, έδωσε τη θέση της στο (συνώνυμο) «σχολείο του μέλλοντος». Μάθαμε λοιπόν επίσημα, ότι αυτό που κυρίως λείπει από την παιδεία είναι η σύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα. Πληροφορηθήκαμε ακόμα ότι το επιχείρημα της υποχρηματοδότησης «νομίζαμε, δεν έχουμε..» ήταν ατελές. Συμπληρώθηκε από τον πρωθυπουργό με ένα ξεκάθαρο «έχουμε, αλλά δεν δίνουμε, όσο η κοινωνία δεν δέχεται τις μεταρρυθμίσεις». Άλλωστε και να μην το έλεγε, εννοείτο. Είχε ήδη βεβαιωθεί με άλλες κυβερνητικές πράξεις. Εν μέσω θέρους του 2008 και ταυτόχρονα με την κατάργηση της Αρχής για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, οι δικαστικοί έλαβαν γενναιότατες αυξήσεις, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση αφαίρεσε τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων.
Η θετική έκπληξη ήρθε με τη δήλωση-ομολογία του κ. Σπηλιωτόπουλου: «η παιδεία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, από το σχολείο δεν βγαίνουν μορφωμένοι πολίτες, έχουμε απαξιώσει το ρόλο του εκπαιδευτικού» (9.3.2009). Ταυτόχρονα, ο κ. Μπαμπινιώτης δήλωνε: «Είναι ουτοπία, -αν όχι ηθελημένο λάθος- το να συζητάς για την εκπαίδευση και να μην έχεις στο μυαλό σου, στη συνείδησή σου ότι επίκεντρο είναι ο εκπαιδευτικός» (11.3.2009). Η απογοήτευση: στις τελευταίες δηλώσεις (5.8.2009) κυβέρνησης και προέδρου του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για την κατεύθυνση των αλλαγών στο σχολείο, ουδόλως περιλαμβάνεται ο παράγων «άνθρωπος/εκπαιδευτικός». Δηλαδή, ο διοικητικός-παιδαγωγικός μηχανισμός του ΥπΕΠΘ και η αξιοκρατία του κρίθηκαν επαρκείς και μη χρήζουσες αλλαγών. Δηλαδή, η κατάπτωση της δημόσιας διοίκησης δεν αγγίζει το ΥπΕΠΘ. Δεν ισχύει για το διοικητικό μηχανισμό η tabula rasa. Άρα ο «εθνικός στόχος της παιδείας» είναι μόνο το «έξυπνο σχολείο» ή «σχολείο του μέλλοντος» με τους διαδραστικούς πίνακες ! Και η «αναβαθμολόγηση» στις πανελλαδικές του 2007 πώς προέκυψε; Πώς έγινε γνωστή; Πώς αντιμετωπίστηκε από το ΥπΕΠΘ; Ήταν τυχαίο και μεμονωμένο γεγονός; Τι συμπεράσματα βγαίνουν από την όλη ιστορία;
«ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥΣ» (ΕΔΕ #1)
Σύμφωνα με το πόρισμα της ΕΔΕ, μια πρόεδρος βαθμολογικού κέντρου με πολυετή πείρα στη θέση αυτή, που ήταν επί πλέον και σύμβουλος, δηλαδή παιδαγωγική προϊσταμένη, παρεξήγησε την οδηγία του ΥπΕΠΘ να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι μεγάλες αποκλίσεις βαθμολογίας που προκαλούν τις αναβαθμολογήσεις και σε περιπτώσεις τέτοιες να γίνεται επανέλεγχος για αθροιστικά λάθη. Για να υλοποιήσει αυτή την οδηγία κάλεσε βαθμολογητές να διορθώσουν τους βαθμούς που είχαν ήδη βάλει. Δύο από τους βαθμολογητές που συμμετείχαν, το κατήγγειλαν για λόγους που δεν κατάφερε να εξακριβώσει η ανακριτική διαδικασία, ενώ διαπιστώθηκε ότι το περιστατικό αυτό ήταν μεμονωμένο και ουδεμία ευθύνη του ΥπΕΠΘ υπήρχε. Η (συνοπτικά διατυπωμένη) αυτή διαπίστωση έχει μερικά εύλογα κενά:
Ο κ. Κωνσταντινίδης που διενήργησε την ΕΔΕ ρωτούσε επίμονα τους μάρτυρες «ποια πιστεύετε ότι ήταν τα κίνητρα των δύο καταγγελλουσών;». Γιατί; Ήταν ανεξήγητη από μόνη της η καταγγελία; Ή μήπως υπήρχαν στοιχεία που έδειχναν κάποια σκοτεινή πρόθεση; Αν ο ανακριτής ήθελε να διερευνήσει την πρόθεση των δύο καθηγητριών, δεν διέθετε άραγε αρκετή πείρα, ούτε την κοινή λογική για να ρωτήσει «τι κίνητρο είχαν οι δύο καθηγήτριες να καταγγείλουν μια υπόθεση που τις ενέπλεκε προσωπικά, μια που και οι ίδιες είχαν αλλάξει βαθμολογίες τους;». Κίνητρο μιας πράξης διερευνάται, όταν η πράξη αυτή είναι κολάσιμη. Η επιμονή στη διερεύνηση αυτή, φανερώνει τουλάχιστον μια πτυχή της ανακριτικής γραμμής: η καταγγελία μάλλον αμφισβητείται παρά ερευνάται, οπότε με τις κατάλληλες ερωτήσεις επιχειρείται να βρεθεί έδαφος επιβεβαίωσης της αμφισβήτησης. Βρέθηκε τελικά κάποιο δόλιο κίνητρο; Όχι, φυσικά. Και, όπως μαντεύετε, για την «αντίπερα όχθη» ακολουθήθηκε άλλη τακτική. Το κίνητρο της αναμφισβήτητης αλλοίωσης της βαθμολογίας ειπώθηκε τόσο από την πρόεδρο του β/κ όσο και από τις επόπτριες βαθμολόγησης: «για το καλό των παιδιών, για να βοηθήσουμε τα παιδιά, για να μην αδικούνται οι υποψήφιοι, για να προασπιστεί το δίκιο των υποψηφίων». Κανένας μάρτυρας δεν ρωτήθηκε «πού στηρίζεται αυτό το επιχείρημα», πολύ δε περισσότερο, καμιά διερεύνηση του ποιος και τι κρύβεται πίσω από μια τέτοια δικαιολόγηση που -όλως παραδόξως- συμπίπτει με την επίσημη εξήγηση του ΥπΕΠΘ (που δόθηκε πολύ αργότερα, στις αίθουσες των δικαστηρίων). Καμιά συσχέτιση αυτού του επιχειρήματος με την «παρεξηγημένη εντολή». Αντίθετα, υπήρξαν ερωτήσεις για τη γνώση του υπαλληλικού κώδικα «γνωρίζετε ότι προδήλως παράνομες εντολές δεν πρέπει να εκτελούνται και πρέπει να αναφέρονται;». Αυτό όντως αναφέρεται στην 3η παράγραφο του άρθρου 25 (Ν.3528/2007), όμως στην 2η παράγραφο αναφέρεται κάτι που όλοι γνωρίζουν πώς εφαρμόζεται σε σχέση με την 3η: «Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτελέσει, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Καταφανώς παράνομη λοιπόν ήταν για τον ανακριτή η εντολή. Σωστά! Κι αφού ήταν παράνομη, γιατί την έδωσε η πρόεδρος; Ξέχασε τα καθήκοντα που επιτελούσε τις προηγούμενες χρονιές; Πήρε πρωτοβουλία; Ή μήπως κάλεσε τους βαθμολογητές για να δουν τις μεγάλες αποκλίσεις και να συζητήσουν πάνω στον τρόπο βαθμολόγησης, οπότε αυτοί μαζικά, βρήκαν ευκαιρία ν’ αρπάξουν τα γραπτά τους για να ανεβάσουν τους βαθμούς;
Έντονη αναφορά υπήρξε στο Π.Δ. 60/2006 που προβλέπει τα περί βαθμολόγησης. Καμιά συσχέτιση όμως των νόμων με το «καλό των παιδιών» δεν έγινε από τον ανακριτή. Δεν κίνησε την περιέργεια της πειθαρχικής ανάκρισης η απουσία κάθε αναφοράς του «καλού των παιδιών» στο Π.Δ. 60/2006. Η διερεύνηση του κινήτρου ίσχυε μόνο για τις δυο καταγγέλλουσες. Για την πρόεδρο, το κίνητρο δεν διερευνήθηκε στην τυπική διαδικασία, αντίθετα, υπήρξαν «διαρροές» από το ΥπΕΠΘ που καταλόγιζαν ιδιοτέλεια στην πρόεδρο του β/κ και μάλιστα, το σενάριο αυτό ακούστηκε και από τα κρατικά ΜΜΕ. Η καταγγελία κατά τον κ. Κωνσταντινίδη έπρεπε να ελεγχθεί ενδελεχώς ως πράξη, αλλά κατά βούληση ως περιεχόμενο. Το κίνητρο της προέδρου του β/κ δεν ανεζητείτο, αφού εξ αρχής είχαν επιλεγεί κατάλληλα οι μάρτυρες, με πρώτο βασικό απόντα τον κ. Γαρίνη, Τμηματάρχη του ΥπΕΠΘ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ειδικών Μαθημάτων που είχε κατονομαστεί από την κα Τσοτσόλη και είχε δείξει τον Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ ως πομπό της οδηγίας. Από την μια πλευρά λοιπόν οι πιθανοί ηθικοί αυτουργοί προστατεύτηκαν με την επιλογή των μαρτύρων και των κατάλληλων ερωτημάτων. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε ένα ακόμη δίχτυ προστασίας, που -προφανέστατα- λειτούργησε καταλυτικά και ως προς την ίδια την ηθική αυτουργία: η αδυναμία πρόσβασης των υποψηφίων στα γραπτά τους. Λέτε κι αυτό να έγινε «για το καλό των παιδιών»;
«ΒΑΣΗ ΤΟΥ 10» και «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ προσωπικΩν δεδομΕνων»
Ας δούμε λοιπόν την πτυχή αυτή. Το Π.Δ. που προέβλεπε τα της λειτουργίας των β/κ ήταν το 60/2006. Δεν περιείχε καμιά διάταξη για επανέλεγχο, επαναβαθμολόγηση γραπτών που είχαν διαφορά μεταξύ α’ και β’ βαθμολογητή πάνω από 20 μονάδες. Κι όμως, αυτή την εντολή μετέφερε η πρόεδρος στο β/κ της Πυλαίας και βέβαια αυτή τη ρύθμιση δεν μπορεί να την επινόησε μόνη της. Την επικαλέστηκαν και άλλες καθηγήτριες στην ΕΔΕ, βάσει αυτής έγινε η κλήση των βαθμολογητών στις 29.6.07, πολύ περισσότερο, την ήξεραν όλα τα μέλη της επιτροπής βαθμολόγησης στην Πυλαία που «δεν είδαν, δεν άκουσαν, δεν αντιλήφθηκαν» τίποτε το επιλήψιμο στις 29.6.07.
Το 2005 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (κατόπιν προσφυγής γονέα) κάνει σύσταση προς την Υπουργό Παιδείας για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε γραπτά δοκίμια. Στις 13.9.2005 εκδίδεται Υπουργική Απόφαση που επιτρέπει την επίδειξη των γραπτών. Το Σεπτέμβριο του 2005 ψηφίζεται από τη Βουλή ο Ν.3404 ο οποίος προβλέπει και τη γνωστή «βάση του 10» ως απαραίτητη προϋπόθεση στο βαθμό πρόσβασης του υποψηφίου για την είσοδό του σε ΑΕΙ-ΑΤΕΙ. Πολλοί υποψήφιοι που δεν έπιασαν τη βάση, έμειναν εκτός ΑΕΙ τον Αύγουστο του 2006. Ένα μήνα νωρίτερα, στο Ν.3475 περιλήφθηκε διάταξη, σύμφωνα με την οποία «τα γραπτά δοκίμια των μαθημάτων που εξετάζονται σε πανελλαδικό επίπεδο δεν γνωστοποιούνται ούτε επιδεικνύονται με οποιονδήποτε τρόπο στους ενδιαφερόμενους». Με την απόφαση 66/2006 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καλεί την Υπουργό Παιδείας να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης των μαθητών στα γραπτά τους δοκίμια (επίδειξη και χορήγηση αντιγράφου) έναντι παράβολου 10 €. Η απόφαση αυτή ήταν γνωστή από το καλοκαίρι, μάλιστα το ΣτΕ την είχε υιοθετήσει στην εισηγητική του έκθεση. Στη συνέχεια η Υπουργός Παιδείας κατέθεσε στην επιτροπή αναστολών του ΣτΕ αίτηση ακύρωσης της απόφασης 66/2006 που επρόκειτο να εκδικαστεί τον Οκτώβριο του 2007. Η απόφαση του Φεβρουαρίου ήταν αρνητική για το ΥπΕΠΘ. Τον Αύγουστο του 2008 παρενέβη ο Συνήγορος του Πολίτη, ζητώντας να εφαρμοστεί η απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων 66/2006 και να μην καταστρέφονται άμεσα τα γραπτά. Στο πόρισμά του στιγματίζεται το ΥπΕΠΘ επειδή αυτό δεν ενημέρωσε τον ΣτΠ για την απόρριψη της αίτησης αναστολής που είχε υποβάλει στο ΣτΕ, ούτε απάντησε σε άλλα έγγραφα που ο ΣτΠ απέστειλε στο ΥπΕΠΘ.
Σύμφωνα με το Π.Δ. 60/2006 που ίσχυε την επίμαχη περίοδο, σε περίπτωση αναβαθμολόγησης, ο τελικός βαθμός του γραπτού προέκυπτε από το μέσο όρο των τριών βαθμολογητών (του α’, του β’ και του αναβαθμολογητή). Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε το 2008 (Π.Δ. 36). Από τις πανελλαδικές εξετάσεις του 2008, σε περίπτωση αναβαθμολόγησης ο τελικός βαθμός του γραπτού προέκυπτε από το μέσο όρο των δύο μεγαλύτερων βαθμών μεταξύ των τριών.
Τι δείχνουν τα παραπάνω στοιχεία; ότι κατά το 2007 υπήρχε πολιτική πρόθεση στο ΥπΕΠΘ για την αλλαγή της διάταξης του Π.Δ. 60/2006 βάσει της οποίας έβγαινε ο μ.ο. σε περίπτωση αναβαθμολόγησης. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση (φοβούμενη τις προσφυγές των γονέων, ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις των αναβαθμολογημένων γραπτών) έπαιζε κρυφτούλι με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και τον Συνήγορο του Πολίτη. Ωραία περίπτωση σεβασμού των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεσμών.
Έναντι του ποσού 50-80 € αποφάσισε τελικά το ΥπΕΠΘ να επιτρέπει την επίδειξη μόνον των γραπτών δοκιμίων των πανελλαδικών εξετάσεων, αρνήθηκε δηλαδή να παραδίδει φωτοαντίγραφα. Πότε; Τον Ιούλιο του 2009.
«ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΟ» vs «ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΟ» (ΕΔΕ #2)
ΕΔΕ σημαίνει «Ένορκη Διοικητική Εξέταση», δηλαδή ανακριτική διαδικασία για τη διαπίστωση τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά την άσκηση των υπαλληλικών καθηκόντων και των προσώπων που ευθύνονται. Τη διενέργειά τους τη διατάσσουν οι πειθαρχικοί προϊστάμενοι, τις δε ποινές καταλογίζουν συχνά τα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Στην περίπτωση των Πανελλαδικών του 2007, τη διενέργεια της ΕΔΕ ανέθεσε ο Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης Κ. Μακεδονίας κ. Καρατάσιος, στον οποίο κατατέθηκε η καταγγελία των δύο καθηγητριών. Προηγήθηκε συνεννόηση με το Γ. Γραμματέα κ. Καραμάνο, ο οποίος είναι κατά νόμο υπεύθυνος για τις πανελλαδικές εξετάσεις και ο οποίος ουσιαστικά έδωσε την εντολή (δημόσια δήλωνε ότι ζήτησε να γίνει ΕΔΕ). Όμως το Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ είχε δείξει έμμεσα, πλην δημόσια, ο κ. Γαρίνης ως υπεύθυνο της εντολής («Είμαι τμηματάρχης και δεν μπορώ να δίνω οδηγίες. Μπορώ να μεταφέρω οδηγίες, αλλά όχι να δίνω, δεν τις βγάζω από το μυαλό μου»), δηλώνοντας μάλιστα δημόσια «αν με καλέσει ο ανακριτής (της δικαστικής προανάκρισης), θα συζητήσω όσα συνέβησαν». Τελικά ο ανακριτής δεν τον κάλεσε. Όπως δεν τον κάλεσε και στην ΕΔΕ ο κ. Κωνσταντινίδης, αν και κατονομάστηκε από την κα Τσοτσόλη. Η μεθόδευση της διαδικασίας είναι οφθαλμοφανής. Βέβαια, το ζήτημα της μεθοδευμένης ΕΔΕ ξεκινάει νωρίτερα. Και μόνον το στοιχείο της εντοπιότητας του ανακριτή και μόνον η ανάθεση που έκανε ο κ. Καρατάσιος στον Δ/ντή Β/θμιας Εκπ/σης Δ. Θεσ/νίκης, προδήλωνε το πού θα περιοριστεί η αναζήτηση της ευθύνης, αφού ο υπαλληλικός κώδικας προβλέπει ότι την ΕΔΕ ενεργεί υπάλληλος ίσου τουλάχιστον βαθμού με αυτόν στον οποίο αποδίδεται η πράξη. Από το σημείο αυτό και μετά, η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη. Αποτέλεσμα: Στις 10.7.2007 έξω από το δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης, ο κ. Κωνσταντινίδης αφού παρέδωσε το πόρισμα στον εισαγγελέα, μίλησε όχι ως διαδικαστικός παράγοντας αλλά ως κυβερνητικός εκπρόσωπος: «Το Υπουργείο ποτέ δεν έχει δώσει εντολή. Αυτά είναι στη φαντασία αυτών που τα λένε». Την ίδια ώρα, στον κ. Καραμάνο επικρατούσε ο εκνευρισμός αντί της ανακούφισης, αφού η κοινή γνώμη για πρώτη φορά μάθαινε μέσω του πορίσματος της ΕΔΕ ορισμένες πτυχές της υπόθεσης και ορατός ήταν ο κίνδυνος η υπόθεση να ανοίξει αντί να κλείσει και μάλιστα με τον πιο οδυνηρό για το ΥπΕΠΘ τρόπο: την καταγγελία νέων, σχετικών στοιχείων. Ας δούμε ορισμένα ερωτηματικά που προκύπτουν από το πόρισμα.
Γιατί εξετάστηκαν 37 μάρτυρες, τη στιγμή που 25-30 ήταν μόνον οι βαθμολογητές που βρίσκονταν στην αίθουσα στις 29.6.2009; Ερευνήθηκε και διασταυρώθηκε πόσοι βαθμολογητές κλήθηκαν εκείνη την ημέρα; Όχι. Διευκρινίστηκε αν στην αίθουσα αυτή βρίσκονταν μόνον βαθμολογητές αγγλικών; Όχι. Διερευνήθηκε αν η πρόεδρος του β/κ κάλεσε μόνον βαθμολογητές αγγλικών; Όχι. Ήταν παράδοξο για την ΕΔΕ η επικεφαλής να εμφανίζεται ως πρόεδρος του ειδικού μαθήματος των αγγλικών και όχι ως πρόεδρος του β/κ ειδικών μαθημάτων; Όχι. Στην ΕΔΕ εξετάστηκαν 18 βαθμολογήτριες. Πόσοι βαθμολογητές άλλων ξενόγλωσσων μαθημάτων, μουσικών μαθημάτων, σχεδίου κλήθηκαν; Κανείς. Συσχετίσθηκαν με τα αναφερθέντα κίνητρα οι βαθμοί που έβαλαν οι αναβαθμολογητές στα επίμαχα γραπτά; Όχι. Έγινε καταμέτρηση πόσα από τα αναβαθμολογημένα γραπτά που υπέστησαν αλλοίωση συμπλήρωναν τη βάση μόνο με αυτή την προϋπόθεση; Όχι. Ρωτήθηκαν μάρτυρες που κατέθεσαν ότι άλλαξαν τους βαθμούς τους κάτω από ψυχολογική πίεση αν άκουσαν την πρόεδρο του β/κ να λέει ότι «είναι προαιρετική η παρέμβαση στα γραπτά»; Ναι. Ρωτήθηκαν οι βαθμολογητές αν γνώριζαν ότι σύμφωνα με το Ν.3475/2006 άρθρο 22 «Τα γραπτά δοκίμια των μαθημάτων που εξετάζονται σε πανελλαδικό επίπεδο για την εισαγωγή των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και οι αποφάσεις ορισμού των βαθμολογικών κέντρων για τη βαθμολόγηση των ανωτέρω γραπτών, των βαθμολογητών και αναβαθμολογητών των γραπτών δοκιμίων των μαθημάτων αυτών, δεν γνωστοποιούνται ούτε επιδεικνύονται με οποιονδήποτε τρόπο στον ενδιαφερόμενο»; Όχι. Έγινε ερώτηση περί της γνώσης του άρθρου 107 του Υπαλληλικού Κώδικα για δημόσια κριτική προϊσταμένης αρχής; Ναι και μάλιστα με τρόπο παραπλανητικό: ο κώδικας αναφέρει ως πειθαρχικό παράπτωμα την «άσκηση κριτικής με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις». Σημειωτέον ότι αυτή η ερώτηση υποβλήθηκε στις δύο καταγγέλλουσες και στην πρόεδρο του β/κ. Ζητήθηκε από την επιτροπή του β/κ να ελέγξει τα γραπτά των άλλων (πλην αγγλικών) μαθημάτων για αλλοιώσεις βαθμολογίας; Όχι. Ερεύνησε / έλαβε υπόψιν του ο ανακριτής τη μαρτυρία της προέδρου πως διαπίστωσε (παρόντος του Γραμματέα και ενός μέλους της επιτροπής) ότι το β/κ ειδικών μαθημάτων στην Αθήνα είχε λάβει την ίδια εντολή; Όχι. Καταλογίστηκαν ευθύνες στους επόπτες και στον Γραμματέα του β/κ για την άκαιρη αποκόλληση γραπτών, για τη μεγάλη ακαταστασία που επικρατούσε; Όχι. Καταλογίστηκαν ευθύνες στο Γραμματέα για τη φύλαξη και την παραλαβή των αλλοιωμένων γραπτών; Όχι, παρά το ότι το ποινικό δικαστήριο δίκαζε τις καθηγήτριες όχι μόνο για τη νόθευση αλλά και για τη χρήση αυτής. Κατέθεσαν οι επόπτες και ο γραμματέας υπέρ του ΥπΕΠΘ; Ναι.
Πώς διερευνήθηκε το κίνητρο της παράνομης πράξης; Πώς διερευνήθηκε το κύριο σημείο στην ΕΔΕ που ήταν η ηθική αυτουργία; Πώς ερωτήθηκαν -έστω- αυτοί οι 37 μάρτυρες, τι απαντήσεις έδωσαν, πώς αξιολογήθηκαν αυτές οι απαντήσεις; Ο παρακάτω πίνακας βοηθά στην κατανόηση.
ΕΚΤΕΛΕΣΑΝ / ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΝΤΟΛΗ του ΥΠΕΠΘ
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΝΤΟΛΗ του ΥΠΕΠΘ
ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ – ΔΕΝ ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ
ΣΥΝΟΛΟ
Υπήρχε προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ για τεχνικό επανέλεγχο (πριν την αναβαθμολόγηση) αν η απόκλιση υπερέβαινε τις 20 μονάδες
ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΤΕΣ
11
3 - 4
18
[6]
ΕΠΟΠΤΕΣ
5
0 - 5
10
[6]
ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Β/Κ
3
5 - 0
8
[1]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Β/Κ
1
1
[1*]
ΣΥΝΟΛΟ
11
9
17
37
[14]
Ποσοστό
30%
24%
46%
100%
[38%]
Οι απαντήσεις αυτές οδήγησαν τον κ. Κωνσταντινίδη: Α) στο εξής συμπέρασμα της ΕΔΕ «Εξ όλων όμως των μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν, ουδόλως αποδεικνύεται η ύπαρξη γραπτής ή προφορικής εντολής από το Υπουργείο. […] Το γεγονός ότι δεν υπήρχε εντολή, γραπτή ή προφορική, από το Υπουργείο για επανέλεγχο από βαθμολογητές αναβαθμολογημένων γραπτών, ως μη έδει, επιρρωνύεται και από τις μαρτυρίες των καθηγητών-βαθμολογητών άλλων ειδικών μαθημάτων (Γαλλικά, ελεύθερο και γραμμικό σχέδιο, μουσική, κλπ.). Αυτοί, απέκλεισαν κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιασδήποτε γραπτής ή προφορικής εντολής για οποιαδήποτε διόρθωση-αλλοίωση βαθμολογιών. Συνεπώς, εάν, αληθώς υποτιθέμενα, είχε δοθεί τέτοια «εντολή», αυτή θα είχε δοθεί για όλα τα ειδικά μαθήματα και όχι μόνο για τα Αγγλικά» και Β) στη γνωστή δημόσια δήλωση για την αυξημένη φαντασία όσων ισχυρίσθηκαν το αντίθετο. Αφενός δηλαδή επικαλέστηκε ψευδώς και μαρτυρίες καθηγητών-βαθμολογητών άλλων ειδικών μαθημάτων, πράγμα που κάποιος μπορούσε να διαπιστώσει με μια απλή ανάγνωση του πορίσματος, αφετέρου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παράνομη (προφορική) εντολή του ΥπΕΠΘ, όταν η διάψευση ήταν μειοψηφία, όταν ο ίδιος δεν ρώτησε 9 άτομα, όταν ακόμα και αυτοί που διέψευδαν «κατηγορηματικά» την ύπαρξη εντολής, παραδέχονταν την εκδοχή «οδηγίας-εντολής» που το ΥπΕΠΘ ομολόγησε, για να βγει από τη δύσκολη θέση, για να εξηγήσει τη στάση της προέδρου και όσα διαδραματίσθηκαν. Τι άλλο ήταν όμως αυτή η εκδοχή της εντολής από το καμουφλάρισμα της πραγματικής;
Ένα πλήθος αντιφάσεων των μαρτυρικών καταθέσεων μπορεί να διαπιστώσει όποιος διαβάσει το πόρισμα της ΕΔΕ. Όσοι αρνούνται την ύπαρξη παράνομης εντολής, αρνούνται ταυτόχρονα ότι η «νόμιμη» εντολή ήταν αυτή που ενδεχομένως καθ’ υπερβολή και με λάθος τρόπο εκφράστηκε στις 29.6.2007. Αρνούνται δηλαδή κάθε πιθανότητα ευθύνης της προέδρου του β/κ, χτίζοντας ένα μέτωπο απομόνωσης στις βαθμολογήτριες που άκουσαν την πρόεδρο να επικαλείται δημοσίως προφορική εντολή του ΥπΕΠΘ το απόγευμα εκείνο και να διαχέει μια αίσθηση νομιμότητας στις αλλοιώσεις της βαθμολογίας. Δεν πιέζονται δηλαδή να εξηγήσουν πώς συσχετίζουν τη «νόμιμη» εντολή (που κάποιοι αυθόρμητα παραδέχονται) με τα πραγματικά περιστατικά. Γενικά, υπήρξε διακριτική μεταχείριση του διενεργήσαντος την ΕΔΕ, ανάλογα με το αν ο μάρτυρας καταλόγιζε ή όχι ευθύνες προς το ΥπΕΠΘ. Έτσι, αλλού διϋλίζεται ο κώνωπας, αλλού καταπίνεται η κάμηλος. Οι μισοί επόπτες βαθμολόγησης δεν ρωτήθηκαν αν άκουσαν την περίφημη παράνομη εντολή να εκστομίζεται από τα χείλη της προέδρου. Κι αυτοί όμως διέψευσαν την μισή (ευνοϊκή προς το ΥπΕΠΘ) κατάθεση της προέδρου (βλ. αστερίσκο στον πίνακα): Η πρόεδρος του β/κ κατέθεσε ότι την κλήση των βαθμολογητών σε περίπτωση απόκλισης 20 ή περισσοτέρων μονάδων την συναποφάσισαν τα μέλη της επιτροπής του β/κ πριν αρχίσει η βαθμολόγηση. Η ίδια όμως σε περαιτέρω πιεστικές ερωτήσεις, έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, παραδέχεται ότι στα μέλη της επιτροπής μετέφερε εξ αρχής την «οδηγία-συμβουλή» που πήρε από τον κ. Γαρίνη. Η τοποθέτηση αυτή απαντά και στις «διαρροές» του ΥπΕΠΘ περί μονομερούς ιδιοτελούς κινήτρου της προέδρου του β/κ (όσο βέβαια, μια τέτοια δόλια διαρροή χρήζει απαντήσεως). Άρα το ερώτημα που καταρρίπτει και το τελευταίο ίχνος αξιοπιστίας στην εκδοχή οδηγίας-συμβουλής του ΥπΕΠΘ είναι: Η πρόεδρος του β/κ καλούσε τους βαθμολογητές για να ελέγξουν τι; Τα ανύπαρκτα αθροίσματα; Και πού προέβλεπε το Π.Δ. 60/2006 κάτι τέτοιο; Τόση σύγχυση έπαθε ξαφνικά η πρόεδρος του β/κ; Και πώς ο έμπειρος κ. Κωνσταντινίδης προσπέρασε το στοιχείο αυτό; Συνεπώς, όλη η αρχική ενημέρωση προς τους βαθμολογητές ότι έπρεπε να προσέξουν ιδιαίτερα τις μεγάλες αποκλίσεις, αποτελούσε μια προλείανση του εδάφους για αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Μια βαθμολογήτρια κατέθεσε στην ΕΔΕ τα χαρακτηριστικά λόγια της προέδρου: «άλλαξαν τα πράγματα, θα κληθείτε να ξαναδείτε τα γραπτά σας αν υπάρχει μεγάλη ψαλίδα».
Μερικά ακόμη αξιοπρόσεκτα σημεία της ΕΔΕ: Ενώ αρκετοί αναβαθμολογητές, επόπτες, μέλη της επιτροπής του β/κ ουδέποτε άκουσαν την πρόεδρο του β/κ να λέει ότι έχει προφορική εντολή από το ΥπΕΠΘ για την αλλαγή της βαθμολογίας, ενώ ουδέποτε αντιλήφθηκαν ότι κάτι παράνομο συνέβη στις 29.6.2007, ούτε καν ακαταστασία διαπίστωσαν στο β/κ (μπερδεμένοι φάκελοι γραπτών, αποκολλημένα στοιχεία υποψηφίων σε γραπτά πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία), κάποιοι έφτασαν να χαρακτηρίσουν «αυστηρή» στη βαθμολογία της τη μια καταγγέλλουσα, κάποιοι πιθανολόγησαν και προσωπικά κίνητρα στην καταγγελία. Κάποιοι πάλι, σχετικά με τις αντιδράσεις των γονέων είπαν ότι παλιότερες περιπτώσεις μεγάλων αποκλίσεων βαθμολογίας έφθασαν στη Βουλή και μάλιστα έφεραν ως παράδειγμα μια περίπτωση στο ειδικό μάθημα της «Αρμονίας». Από τις κουβέντες αυτές και με την παραδοχή ότι η Βουλή δεν θεωρείται αναρμόδια για να συζητήσει όσα συμβαίνουν στη δημόσια διοίκηση διαφαίνονται δύο πράγματα: α) κατά το ΥπΕΠΘ, ένα βαθμολογικό κέντρο πανελλαδικών εξετάσεων πέραν των νόμων και των Π.Δ., προκειμένου να εκτελέσει το έργο του λαμβάνει υπόψιν του και τις συζητήσεις της Βουλής, β) ότι η οδηγία του ΥπΕΠΘ αφορούσε σε όλα τα μαθήματα, είχε πολιτικό και όχι διοικητικό χαρακτήρα, συνεπώς η όποια πίεση για την υλοποίησή της δεν θα μπορούσε να έχει θεσμικό πλαίσιο.
Δύο καθηγήτριες που προέβησαν σε παράνομη πράξη με ευρύτατο κοινωνικό αντίκτυπο, κατήγγειλαν μια γενικευμένη παρανομία που προήλθε από υλοποίηση παράνομης εντολής. Ο διενεργήσας την ΕΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός αποτελεί «παρέμβαση στη βαθμολογία των αγγλικών». Όμως στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μέσω ολοφάνερης επιλεκτικότητας: ρωτώντας τα μέλη της επιτροπής του β/κ με ειδικότητες γαλλικών, μουσικής, σχεδίου δηλαδή στελέχη που είτε βρίσκονταν ήδη σε διοικητικές θέσεις, είτε απολάμβαναν της εμπιστοσύνης όσων καταρτίζουν / εισηγούνται τις επιτροπές των εξεταστικών κέντρων. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι που ευνοϊκά κατέθεσαν για το ΥπΕΠΘ, ανταμείφθηκαν με διοικητικές θέσεις σε καταφανώς μεροληπτικές διαδικασίες κατά τις κρίσεις διευθυντών και υποδιευθυντών σχολικών μονάδων (φθινόπωρο-χειμώνας του 2007) και βέβαια, συνέχισαν να μετέχουν στις επιτροπές των β/κ τις επόμενες χρονιές. Το ζήτημα της αξιολόγησης και επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης είναι παλιό, δημιουργήθηκε όμως μέγιστο θέμα στη διάρκεια του 2006-07. Δεν θα γίνει εδώ κάποια ανάλυση, απόψεις γι’ αυτό το θέμα μπορείτε να δείτε στα συνημμένα έγγραφα και βίντεο.
Μια επισήμανση: Δεν κλήθηκαν βαθμολογητές γαλλικών, γερμανικών, μουσικής, σχεδίου στην ΕΔΕ (όπως ψευδώς αναφέρθηκε στο συμπέρασμα) και -κυρίως- δεν πιστοποιήθηκε ότι στις 29.6.2007 κλήθηκαν στο β/κ μόνον βαθμολογητές των αγγλικών. Προκύπτει άρα, ένα βασικό ερώτημα που έχει σχέση με τη θεμελίωση του «μεμονωμένου περιστατικού»: Τα νοθευμένα γραπτά ήταν 33 σύμφωνα με τις ομολογίες των βαθμολογητών ή σύμφωνα με την αυτοψία του κ. Κωνσταντινίδη;
Συμπέρασμα της ΕΔΕ: οι «απαράδεκτες και πρωτόγνωρες ενέργειες που προσβάλλουν το αδιάβλητο των Πανελληνίων Εξετάσεων» βρίσκονταν μόνο στο χαρτί της καταγγελίας και στο μυαλό των καταγγελλουσών. Η προστασία του ΥπΕΠΘ ήταν τόσο καταφανής, όσο και η προσπάθεια δημιουργίας φόβου στους ανακρινόμενους, των οποίων η μαρτυρία έμμεσα ή άμεσα μπορούσε να καταλογίσει ευθύνες και προς το υπουργείο. Τέτοιας ΕΔΕ πόρισμα παρέλαβε λοιπόν ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κ. Ευάγγελος Φλωρίδης. Βάσει αυτού του πορίσματος ασκήθηκαν οι ποινικές διώξεις.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η βασική διαφοροποίηση αυτής της θεσμικής διαδικασίας από την ΕΔΕ, που έκρινε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη των πραγμάτων, ήταν η παρουσία του κ. Γαρίνη. Ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ παραδέχθηκε το πολιτικό αιτούμενο-κίνητρο του ΥπΕΠΘ στην οδηγία του Γ. Γραμματέα. Ο κ. Γαρίνης δήλωσε στο δικαστήριο ότι το ΥπΕΠΘ έδωσε οδηγία, σε περίπτωση μεγάλης απόκλισης μεταξύ των 2 βαθμολογητών να ελέγχονται τυχόν αθροιστικά λάθη. Συσχέτισε την οδηγία αυτή με τη «βάση του 10» και βεβαίωσε ότι η οδηγία (του ελέγχου τυχόν αθροιστικών λαθών) αφορούσε όχι μόνο στα 2 β/κ των ειδικών μαθημάτων, αλλά και στα υπόλοιπα 28 βαθμολογικά κέντρα. Μάλιστα οι πρόεδροι των τελευταίων, ήξεραν την οδηγία αυτή από τον Απρίλιο, ενώ οι δύο «ειδικοί» Πρόεδροι, που δεν είχαν τότε εκλεγεί, την πληροφορήθηκαν αργότερα. Το ανίσχυρο επιχείρημα «όταν διαπιστώνεται μεγάλη απόκλιση, να καλούνται οι βαθμολογητές για έλεγχο αθροιστικών λαθών» δεν δέχθηκε και το δικαστήριο. Άλλωστε, θα ήταν αφελές για οποιονδήποτε να πιστέψει ότι τεχνικά λάθη πρέπει να ελέγχονται «για το καλό των παιδιών», όταν με το «καλό» αυτό η εκτελεστική εξουσία δεν βρήκε χρόνο να ασχοληθεί θεσμικά. Ο Τμηματάρχης του ΥπΕΠΘ τόνισε ιδιαίτερα την ενόχληση του ΥπΕΠΘ από τις διαμαρτυρίες των γονέων στις περιπτώσεις αναβαθμολογημένων γραπτών με μεγάλες αποκλίσεις, χαρακτήρισε «κακό» το μικρότερο από τους 3 βαθμούς και προσέθεσε ότι την ημέρα της εκδίκασης η διάταξη αυτή δεν ίσχυε (είχε καταργηθεί). Το δικαστήριο σημείωσε την πρόθεση του ΥπΕΠΘ να αποκλεισθεί η προσμέτρηση του χαμηλότερου από τους 3 βαθμούς στις περιπτώσεις αναβαθμολόγησης. Η αντικατάσταση του Π.Δ. 60/2006 από το Π.Δ. 36/2008 επιβεβαίωσε ότι η προφορική οδηγία-εντολή που έδωσε το ΥπΕΠΘ το 2007 στόχευε στην πρόωρη εφαρμογή αυτής της διάταξης. Το αιτιολογικό επιχείρημα της οδηγίας κατά τον Τμηματάρχη του ΥπΕΠΘ «αποφυγή βλάβης των υποψηφίων / αποκατάσταση της αδικίας» συμπίπτει με αυτό που είχαν αναφέρει στην ΕΔΕ η πρόεδρος και οι προϊστάμενοι βαθμολόγησης «για να βοηθήσουμε τα παιδιά». Το «καλό των υποψηφίων» ήταν στην πραγματικότητα το «καλό της κυβέρνησης, ή -τουλάχιστον- της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ».
Ακολούθησε η κατάθεση του κ. Κωνσταντινίδη που σηματοδοτήθηκε από όσα αναγκάστηκε να πει, κάτω από το βάρος της παρουσίας του κ. Γαρίνη. Ο κ. Κωνσταντινίδης επανέλαβε ότι η νοθεία αφορούσε στα αγγλικά, μοίραζε ευθύνες δεξιά και αριστερά, ευθύνες που δεν καταλόγισε στην ΕΔΕ και έπεσε σε αντιφάσεις Α) «οι βαθμολογήτριες κλήθηκαν στις 29.6.2007 ενώ είχαν γίνει ήδη οι αναβαθμολογήσεις». Μόνο των αγγλικών; Β) «η κα Τσοτσόλη από τους 80 βαθμολογητές κάλεσε 19 εκ των οποίων οι 11 αρνήθηκαν να κάνουν παρέμβαση. Δεν είχα κατάθεση ότι έκαναν τον έλεγχο και δεν βρήκαν λάθη γι’ αυτό και δεν έκαναν διορθώσεις». Προφανώς εννοεί ότι οι «80» ήταν βαθμολογητές αγγλικών, δεν εξηγεί όμως τον τρόπο με τον οποίο επιβεβαίωσε τον αριθμό 19, ενώ είναι αναληθές τα περί άρνησης των 11 αφού στο πόρισμα της ΕΔΕ που ο ίδιος υπογράφει, κάποιες από τις βαθμολογήτριες κατέθεσαν ότι αφού εξέτασαν τα γραπτά τους έκριναν ότι δεν έπρεπε να κάνουν καμιά διόρθωση. Γ) «Πιστεύω ότι εν μέρει γνώριζαν ότι παρανομούσαν, αλλά δεν είχαν δόλο για προσπόριση ιδίου οφέλους». Στη συνέχεια απέδωσε τις νοθευμένες βαθμολογίες σε «επιπολαιότητα» και «συγγνωστή πλάνη», άρα ο διενεργήσας την ΕΔΕ αντιφάσκει με τον εαυτό του. Δ) «Δεν έκρινα αναγκαίο να καλέσω τον κο Γαρίνη, δεν έδινε αυτός τις εντολές. Εγώ τόσα χρόνια δεν έμαθα ποτέ για τέτοια εντολή, σίγουρα δεν υπήρχε γραπτώς, προφορικά δεν διαπιστώθηκε αν δόθηκε. […] Ερεύνησα αν υπήρχε εντολή από το Υπουργείο Παιδείας, επικοινώνησα με τον προηγούμενο Γενικό Γραμματέα, δε θυμάμαι το όνομά του τη στιγμή αυτή, και μου είπε ότι δεν υπάρχει καμία εντολή, Καραμάνος λεγόταν ο Γραμματέας. […] Το τηλεφώνημα στον Καραμάνο έγινε προτού μου δοθεί εντολή διενέργειας της ΕΔΕ και μου είπε να κάνω το έργο μου όπως λένε οι νόμοι, να λειτουργήσω με αντικειμενικότητα και κατά τη συνείδησή και αξιοπρέπεια μου και ότι δεν υπάρχει καμία εντολή.» Φαίνεται ότι ο ίδιος τηλεφώνησε στον Γ. Γραμματέα, αλλά όπως και να έγινε, υπάρχει ζήτημα που δείχνει ποιος τελικά διέταξε την ΕΔΕ: Υπό ποια ιδιότητα ζητούσε από τον κ. Καραμάνο πληροφορίες ο κ. Κωνσταντινίδης πριν του ανατεθεί η ΕΔΕ; Υπό ποια ιδιότητα έδινε πληροφορίες για την περίφημη εντολή ο Γ. Γραμματέας σε κάποιον που ήταν ενδεχόμενο να του αναθέσει την ΕΔΕ ο κ. Καρατάσιος; Έχει μήπως μεγαλύτερη αξιοπιστία η τηλεφωνική παρέμβαση ενός Γ. Γραμματέα Υπουργείου από τις ένορκες καταθέσεις της πλειοψηφίας; Νέοι θεσμοί είναι αυτοί; Ε) «Στο χώρο υπήρχε ο Αναγνωστόπουλος και διάφορα άλλα άτομα που δεν διευκρινίστηκαν. […] Επόπτριες των εξετάσεων υπήρχαν επίσης και κατέθεσαν και αυτές. Όποιος συμμετέχει σε μη σύννομη ενέργεια έχει ευθύνες. Οι συντονίστριες επόπτευαν. Όλους τους κάλεσα, 38 άτομα. Ας γίνει άλλη ΕΔΕ για να διαπιστώσει αν ήταν σύννομες οι ενέργειες επόπτευσης. […] Εγώ πήρα καταγγελία για να ελέγξω τη συγκεκριμένη ενέργεια. Οι επόπτες που μετέφεραν τα γραπτά, τα οποία βρέθηκαν από λάθος εκεί, επίσης κατέθεσαν. Εγώ είχα εντολή να ερευνήσω αν συνέβη το γεγονός της μη σύννομης βαθμολόγησης των γραπτών, όχι τι συνέβαινε γενικά στο εξεταστικό κέντρο.» Ουδέν σχόλιον. ΣΤ) «Ζήτησα από την Τσοτσόλη και το γραμματέα του κέντρου τον Αναγνωστόπουλο, να μου στείλουν γραπτή κατάσταση με τα ονόματα των βαθμολογητών που εκλήθησαν. […] Στα 33 γραπτά έγιναν μη σύννομες παρεμβάσεις . Ζήτησα όλα τα γραπτά όπου έγιναν παρεμβάσεις, έκανα αυτοψία 150 ήταν τα γραπτά αυτά. Οι συγκεκριμένες κατηγορούμενες ομολόγησαν ότι δέχθηκαν να κάνουν παρέμβαση στα γραπτά, οι άλλες δεν ομολόγησαν κάτι τέτοιο. Εγγράφως μου τα έστειλαν, δεν θέλω να πιστεύω ότι μου έκρυψαν κάποια.» Και πάλι δείχνει αλλού για ευθύνες ο κ. Κωνσταντινίδης. Ταυτόχρονα, παραδέχεται ότι η έρευνά του ήταν πλημμελής και κατευθυνόμενη στην εκδοχή του «μεμονωμένου» περιστατικού περί του οποίου μιλούσαν τον Ιούλιο του 2007 ο Κωνσταντίνος Ράμμας, ο Ανδρέας Καραμάνος, ο Σπύρος Ταλιαδούρος, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Ευάγγελος Αντώναρος, αφού τα 33 γραπτά ήταν αυτά που οι βαθμολογήτριες ομολόγησαν ότι νόθευσαν. Ζ) Από τη «νομική πλάνη» που καταλόγιζε ο κ. Κωνσταντινίδης στο πόρισμα της ΕΔΕ και την «αφέλεια» που επικαλέστηκε στις δηλώσεις του (10-7-2007), από την «ασύγγνωστη επιπολαιότητα» που καταλόγισε ο κ Καραμάνος (11-7-2007) καταλήξαμε στην τελική εξήγηση του κινήτρου της νόθευσης όπως την έδωσε στο δικαστήριο ο κ. Κωνσταντινίδης: «συγγνωστή νομική πλάνη» είχαν οι 8 καθηγήτριες.
Το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ύπαρξη εντολής αλλοίωσης των βαθμολογιών από το ΥπΕΠΘ, ωστόσο έκανε λόγο για «αποσπασματική ΕΔΕ αφού εξ αρχής απέρριψε το ενδεχόμενο της ύπαρξης εντολής από το Υπουργείο προς την κατηγορουμένη, έστω και παρερμηνευμένης από αυτήν, και δεν το ερεύνησε».
Πέρα από τον διενεργήσαντα την ΕΔΕ, κι άλλοι μάρτυρες κατέθεσαν στο πλημμελειοδικείο διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι είχαν πει 19 μήνες πριν στην ΕΔΕ. Ο Γραμματέας κ. Αναγνωστόπουλος έδωσε μια θολή εικόνα για την ηθική αυτουργία και διέψευσε τον κ. Κωνσταντινίδη ως προς τις ευθύνες που του απέδωσε: «Στη διαδικασία επανεξέτασης δεν ήμουν μέσα στο χώρο. Ακούσαμε ότι δόθηκε μία εντολή από το Υπουργείο. Από ότι μας είχε πει η κα Τσοτσόλη, πήρε εντολή από το Υπουργείο. Αφού η κα Τσοτσόλη μετέφερε εντολή του Υπουργείου έπρεπε αυτή να εκτελεστεί. Δεν είναι εύκολο να πάρει κάποιος τέτοια πρωτοβουλία. […] Τα τετράδια που μου ζητήθηκαν τα δώσαμε ψάχνοντας με τους κωδικούς των καθηγητριών.» Την ύπαρξη εντολής από το ΥπΕΠΘ που η πρόεδρος του β/κ είχε εξ αρχής συζητήσει με τα μέλη της επιτροπής του β/κ επιβεβαίωσε και η επόπτρια κα Σακελλάρη: «Στην αίθουσα υπήρχαν 20-25-30 άτομα που εξέταζαν γραπτά. Εγώ είχα βοηθητική αρμοδιότητα, είμαστε καθηγητές λίγο πιο έμπειροι, η κα Τσοτσόλη την 1η ημέρα είχε πει ότι είχε εντολή από το Υπουργείο σε περιπτώσεις μεγάλων αποκλίσεων να κληθούμε να επανεξετάσουμε τα γραπτά, γιατί γίνονταν διαμαρτυρίες μέχρι και επερωτήσεις στην Βουλή είχαν κατατεθεί για το θέμα αλλά το Υπουργείο δεν μπορούσε εγκαίρως να αλλάξει τη διαδικασία.» Η ίδια φάνηκε να αναιρεί και τα περί αυστηρότητας των δύο καταγγελλουσών που είχε πει στην ΕΔΕ: «τις συναδέλφισσες τις γνωρίζω χρόνια, είναι εξαιρετικές βαθμολογήτριες. Πιστεύω ότι ενήργησαν μόνο για το συμφέρον των μαθητών.» Τέλος, η κα Μαυροειδή που είχε καταθέσει στην ΕΔΕ υπέρ του ΥπΕΠΘ και ενάντια στις καταγγέλλουσες, στο δικαστήριο δήλωσε: «Ήμουν μέλος της επιτροπής, εκπρόσωπος του μαθήματος σχεδίου. Το απόγευμα εκείνο δεν ήμουν στο κέντρο και δεν γνωρίζω τίποτα για την υπόθεση».
Η κα Ρογδάκη, πρόεδρος της Ε΄ ΕΛΜΕ-Θ κατέθεσε ότι της γνωστοποιήθηκε το περιστατικό από τις καταγγέλλουσες, πριν αυτές προβούν στην καταγγελία. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με την κα Τσοτσόλη, η οποία της επιβεβαίωσε τα περί εντολής του ΥπΕΠΘ και τα περί άρσης αδικιών έναντι των μαθητών. Σημειώνεται ότι ενώ όσα είπε, είχαν γίνει δημοσίως γνωστά ήδη με την έναρξη της ΕΔΕ, η κα Ρογδάκη δεν εκλήθη να καταθέσει σ’ αυτήν.
Η κα Τσοτσόλη έδωσε κάποιες σημαντικές πληροφορίες, αλλά επέμεινε στη μη αποκάλυψη όλης της αλήθειας: «..συνάντησα τον κο Γαρίνη, ο οποίος μου είπε ότι ειδικά φέτος πρέπει να αποφευχθούν οι μεγάλες αποκλίσεις. Εγώ τον ρώτησα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό και εκείνος μου απάντησε «να ανοίγονται οι βαθμοί των δύο βαθμολογητών και να γίνεται έλεγχος για τυχόν λάθη». Ζήτησα την οδηγία γραπτώς από τον κ. Γαρίνη και μου είπε «δεν προλαβαίνουμε να τροποποιήσουμε την Υπουργική απόφαση».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Ο συνδικαλισμός έπαιξε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του θέματος. Στήριξε ηθικά και τυπικά τις δύο καθηγήτριες την κρίσιμη στιγμή που εκδήλωσαν την πρόθεση να καταγγείλουν το συμβάν, παρέχοντας συμβουλές και προσυπογράφοντας την καταγγελία. Απέδειξε, σε περίοδο υψηλής παρακμής, το ρόλο που μπορεί να παίξει στην προάσπιση των θεσμών, και -ιδιαίτερα- των νόμων. Η διοίκηση του ΥπΕΠΘ θορυβήθηκε έντονα από την ασυνήθιστη πλειοψηφική παρουσία του τοπικού συνδικαλισμού. 80% σύμπτωση απόψεων σε περιόδους συνδικαλιστικής ασάφειας/ατονίας αποτελεί άθλο και στο βαθμό που η παρουσία των 4 από τους 5 προέδρους είχε μια κατ’ αρχήν κομματική υπέρβαση, έθετε τους όρους μιας ασυγκράτητης δυναμικής. Ωστόσο, οι αδυναμίες εμφανίστηκαν γρήγορα. Η κομματική σκοπιμότητα είχε οδηγήσει τον πρόεδρο της Β΄ ΕΛΜΕ-Θ να διαφοροποιηθεί κάτω από δικαιολογίες κωλυσιεργίας ή το αστείο επιχείρημα «δεν αφορά την περιοχή ευθύνης μου». Δεν ήταν όμως μόνον αυτό το πρόβλημα, άλλωστε αν ήταν έτσι, θα είχαμε έναν μόνον προβληματικό κομματικό χώρο. Τα όρια του γνωστού μας κομματικού συνδικαλισμού φάνηκαν στη συνέχεια, τόσο στην αδυναμία έγκαιρης-συνολικής αντίδρασης της ΟΛΜΕ, όσο και στην αδυναμία κατάδειξης των ορίων του προβλήματος. Στο διάστημα 9-16.7.2007 που το ζήτημα βρισκόταν στο προσκήνιο με τη δημοσιογραφική έρευνα σε εξέλιξη, ο συνδικαλισμός δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί με ανακοινώσεις, συνεντεύξεις τύπου, ούτε καν το πλεονέκτημα της κατ’ αρχήν θετικής εικόνας που προσέδιδε στον κλάδο η καταγγελία. Δεν ήταν μόνον το αιωρούμενο ερώτημα «γιατί μόνον δύο κατήγγειλαν;» που θα έπρεπε να αναλυθεί (όσα ειπώθηκαν γι’ αυτό, ήταν ατομικές πρωτοβουλίες συνδικαλιστών). Ήταν κυρίως η έλλειψη ενημέρωσης για το νομικό πλαίσιο της βαθμολόγησης, για την αδυναμία πρόσβασης στα γραπτά, για την ύπαρξη οδηγίας του ΥπΕΠΘ που αφορούσε στα 30 β/κ της χώρας, για το αδύναμο θεσμικό πλαίσιο μιας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης. Ήταν η ίδια η σαφής καταγγελία του πορίσματος. Ήταν η έλλειψη αντίκρουσης του ψευδούς κυβερνητικού κομπασμού «εμείς οδηγήσαμε την υπόθεση στη δικαιοσύνη» και της κυβερνητικής τηλεοπτικής αντεπίθεσης. Ήταν η επίκληση ενός «κακού» υπαλληλικού κώδικα ως ελαφρυντικό στοιχείο της μικρής αντίδρασης σε μια εκτελεστική εξουσία ενίοτε παράνομη και αυταρχική. Προφανώς, όταν δεν έχεις κάνει σημαία σου τη βελτίωση αυτού του κώδικα, δεν μπορείς να πείσεις την κοινωνία. Πολύ δε περισσότερο, όταν ο υπάρχων κώδικας για το συγκεκριμένο ζήτημα της πειθαρχίας, καλύπτει τον υπάλληλο (άρθρο 106 §3). Όταν ο συνδικαλισμός προκαλείται από μια καταχρηστική εξουσία και δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τις κατηγορίες του, δεν μπορεί να αρθρώσει πειστικό λόγο για το κομματικό κράτος και την αναξιοκρατική επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης, τότε οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δική τους αδυναμία.
Εδώ φάνηκαν οι χρόνιες αρρυθμίες του συνδικαλισμού και η κεντρική (όχι ολική) συμμετοχή του στο «σύστημα». Η εξωθεσμική σχέση εξάρτησης που χτίζει σε μεγάλο βαθμό τις βαθμίδες της διοικητικής ιεραρχίας όλου του δημόσιου τομέα ήταν αδύνατον να καταγγελθεί, συνεπώς δεν ήταν εύκολο να καταγγελθεί και η εγγενής αδυναμία μιας ΕΔΕ να αποκαλύψει με αμεσότητα την αλήθεια. Φανερώθηκε λοιπόν η δυσλειτουργία: όταν συμμετέχεις στη δημιουργία του προβλήματος, η δυνατότητα συμμετοχής στην επίλυσή του είναι περιορισμένη, είναι ευθέως ανάλογη με το πόσο επιλέγεις να αποστασιοποιηθείς από τη γενεσιουργό αιτία του προβλήματος. Και εδώ θα πρέπει να αναλογιστούμε τον αδύναμο συνδικαλιστή που εκλέγεται από το 95% μιας ΕΛΜΕ, εκπροσωπεί όμως κατ’ ουσίαν το ενεργό 3% που σταθερά μετέχει στις διαδικασίες, θέτει θέματα, ελέγχει, ενεργεί.
Ισορροπιστικός ήταν ο ρόλος των αιρετών στην πειθαρχική εκδίκαση. Αν και ψήφισαν αθωωτικά, δεν κατήγγειλαν με συγκεκριμένα στοιχεία τη διαδικασία της ΕΔΕ.
ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ;
«Θα σας απαντήσω ευθέως..» Με αυτά τα λόγια ακούμε συχνά πολιτικούς να ξεκινούν μια απάντηση. Προς τι η ανάγκη του συχνού αυτού αυτοχαρακτηρισμού; Πώς επικράτησε; Υπονοεί μήπως ότι θα ακολουθήσει εξαίρεση από τον κοινό, ελληνικό τόπο; Και ποιος είναι αυτός; Πως ό,τι έχει σχέση με «ευθύνη, υπεύθυνους, υπευθυνότητα, υπαιτιότητα, αρμοδιότητα, λογοδοσία, καθήκον» είναι καταχωρημένο στις συνειδήσεις μας κυρίως ως ανάμνηση ή τραγικό ανέκδοτο. Πως η ευθύνη (ατομική, συλλογική, πειθαρχική, ποινική, πολιτική) μόνο με την ευθεία δεν σχετίζεται πλέον ως πορεία.
Αν στο κράτος μας κάθε καμπύλη, κάθε τεθλασμένη, γενικότερα κάθε παρέκκλιση υπερισχύει συνήθως της ευθείας (νομίμου οδού), τότε δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιες στρεβλώσεις, αλλά με ένα διαδίκτυο στρεβλώσεων. Καθένας που επιλέγει να παρεκκλίνει αντί να «ευ-θέει» (να βαδίζει ίσια, να πορεύεται σωστά) συμμετέχει κατ’ ουσίαν στην ισχυροποίηση κάθε τοπικού δικτύου στρεβλώσεων των θεσμών (κοινώς «διαπλοκής»), συμμετέχει δηλαδή στη γνωστή -κατά τη λαϊκή μετάφραση- κατάσταση «εδώ είναι Ελλάδα».
Αν σήμερα βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, αυτό έχει να κάνει με την ταχύτατη κυβερνητική φθορά, που έχει ως κύριο αίτιο την μεγαλειώδη απόκλιση λόγων και έργων στο επίπεδο της ανάληψης των ευθυνών, στο επίπεδο της τήρησης των θεσμών. Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης αποτελούν τα γνωστά σε όλους «προβλήματα της καθημερινότητας». Μάλιστα ο πολίτης τα τελευταία χρόνια έγινε μάρτυρας μιας κατά συρροή θεσμικής καταπάτησης, -συχνά με την μόνη δικαιολογία «το καναν και οι προηγούμενοι»- που συνοδευόταν από προκλητική παραποίηση των γεγονότων, ακόμα και αυτών που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Κι όλα αυτά, ενώ αίτημα των εκλογών του 2004 ήταν η κάθαρση και η διαφάνεια, ενώ διακήρυξη της νέας διακυβέρνησης ήταν η διαφύλαξη και ενίσχυση των θεσμών. Φταίει η κυβέρνηση; Είναι να το συζητάμε; Φταίει μόνον η κυβέρνηση; Εδώ η απάντηση έχει να κάνει με το ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη δημοκρατία. Ο δήμος κρατεί με την ανά τετραετία παρουσία του στις κάλπες ή με την τακτική του παρέμβαση στο δήμο που κατοικεί, στο χώρο εργασίας, στα πολιτικά δρώμενα; Μήπως η διάλυση κάθε συλλογικότητας και ο ακραίος ατομισμός που διατρέχει την κοινωνία μας είναι οι βασικές αιτίες ανακύκλωσης των θεσμικών στρεβλώσεων; Κι αν ναι, από πού θα σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της φαυλότητας;
Προφανώς, στην υπόθεση των πανελλαδικών εξετάσεων, πρόβλημα δεν είναι μόνον ένας προϊστάμενος που ισχυρίζεται ότι διενεργεί μια αμερόληπτη ΕΔΕ με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης, είναι ο κάθε υπάλληλος που θα βαδίσει το δρόμο «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα» ή -ακόμα χειρότερα- θα ψευδομαρτυρήσει, είναι η συνδικαλιστική κατάπτωση, είναι ακόμα η δημοσιογραφική τακτική που υπηρετεί το οικονομικό όφελος (αποσιώπηση, υποβάθμιση, αποφυγή σχολιασμού), είναι τελικά η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης, είναι ο ατομισμός του καθενός μας και η υποκρισία μέσω της οποίας προσπαθεί να τον κρύψει.
κυβερνητικη υπευθυνοτητα (ΤΟ ΚΟΜΜΑ Über Alles)
Ποιος και πώς μετέτρεψε μια υπόθεση ενός β/κ ειδικών μαθημάτων σε υπόθεση ενός β/κ αγγλικών; Πώς έμεινε δημοσιογραφικά η υπόθεση εκκρεμής; Αξίζει να δούμε αναλυτικά κάποια στοιχεία της κυβερνητικής δράσης στην κατεύθυνση της θεμελίωσης του «μεμονωμένου περιστατικού»:
Την πρώτη αμηχανία μετά την καταγγελία διαδέχθηκε η επίδειξη νομιμότητας: «διατάξαμε ΕΔΕ !». Στη διάρκειά της επιχειρήθηκε επηρεασμός μαρτύρων και κοινής γνώμης με την διαρροή του απολογητικού εγγράφου της κας Τσοτσόλη προς την Περιφερειακή Δ/νση Εκπ/σης Κ. Μακεδονίας. Η πρόεδρος του β/κ φέρει πολλαπλές ευθύνες, όχι μόνο επειδή εφάρμοσε την παράνομη εντολή του ΥπΕΠΘ, αλλά και επειδή δεν είπε όλη την αλήθεια. Είναι προφανές ότι πείστηκε να αποκρύψει στοιχεία, με αντάλλαγμα την πτώση της «στα μαλακά». Εγκλωβισμένη στη συνέχεια από τους χειρισμούς της, επιχείρησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Όταν κατάλαβε ότι με το στεγανό ευθύνης προς την κυβέρνηση που η ίδια κυρίως έχτισε, επωμιζόταν αποκλειστικά την ευθύνη της ηθικής αυτουργίας, πάλι δεν αποφάσισε να πει όλη την αλήθεια. Η σχέση εξάρτησης με τους μηχανισμούς του ΥπΕΠΘ που δημιουργούσε η υπό εξέλιξη κρίση της εκείνη την εποχή για τη θέση της συμβούλου έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την άλλη πλευρά. Στις 12.7.2007, η δημόσια τηλεόραση μετέδιδε την άποψη του ΥπΕΠΘ: η νυν Σύμβουλος ενήργησε έτσι, ώστε να ξαναγίνει Σύμβουλος. Οποία υποτίμηση της νοημοσύνης! Η επιχορηγούμενη από τους φορολογούμενους ΕΡΤ ήθελε να πιστέψουμε ότι μεταξύ διοίκησης και δημοσίων υπαλλήλων υπάρχει μόνο «λαβείν» χωρίς «δούναι». Δυο μέρες νωρίτερα όμως, με την ολοκλήρωση της ΕΔΕ υπήρξε άλλη διαρροή από το ΥπΕΠΘ, προκειμένου να στηριχθεί το «μεμονωμένο περιστατικό»: «Η τοπική υπόθεση των αγγλικών» είχε ως ηθικούς αυτουργούς «τοπικά κυκλώματα βαθμολογητών / φροντιστών που ήταν υπεύθυνα για τις αποκλίσεις στις βαθμολογίες». Γιατί άραγε ένα τέτοιο κύκλωμα, που στη συνέχεια δεν διερευνήθηκε, έφτασε στ’ αυτιά των δημοσιογράφων ως πασίγνωστο για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, τη στιγμή που στους ίδιους δημοσιογράφους ήταν παντελώς άγνωστο το κλίμα εκφοβισμού και αυθαιρεσίας της διοίκησης, το κλίμα εθελοδουλείας των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων που υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό σε όλο το δημόσιο τομέα; Γιατί οι δημοσιογράφοι που δέχθηκαν ως εκδοχή το «τοπικό κύκλωμα» δεν μίλησαν για τις ευθύνες του ΥπΕΠΘ στην γεωγραφική κατανομή των γραπτών ανά βαθμολογικό κέντρο; Η δημοσιογραφία γενικά, έπαιξε θετικό ρόλο στην ενημέρωση και πέρα από τους κυβερνητικούς παπαγάλους και τους άνευρους υπαλλήλους της ΕΡΤ ανέδειξε πτυχές και έφτασε σε σημεία, από τα οποία τη σκυτάλη έπρεπε να πάρουν πλέον οι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί. Εξαίρεση αποτέλεσαν η διαδικασία της ΕΔΕ, της οποίας η μεθόδευση ήταν ευδιάκριτη αλλά δεν σχολιάστηκε και η σταθερή, επίπλαστη κυβερνητική δικαιολογία: «εμείς το καταγγείλαμε, εμείς το στείλαμε στον εισαγγελέα, δεν κουκουλώνουμε καμιά υπόθεση». Σ’ αυτά τα στοιχεία ελάχιστοι δημοσιογράφοι έδωσαν τη σημασία που έπρεπε.
Με τη θεωρία του «τοπικού κυκλώματος», η κυβέρνηση υπηρέτησε έναν στόχο: την έγχυση υποψίας ιδιοτελούς κινήτρου στην καταγγελία, δηλαδή κάτι σαν «οι ληστές τα χάλασαν στη μοιρασιά». Ο κ. Κωνσταντινίδης άμεσα αποστασιοποιήθηκε, βλέποντας και το αδιέξοδο του ισχυρισμού. Όμως το ΥπΕΠΘ επέμεινε. Θέλοντας να ισχυροποιήσει το σενάριο του «κυκλώματος φροντιστηρίων» διέρρευσε στις 10.7.2007 και το ψευδές στοιχείο ότι τα γραπτά αυτά προέρχονταν από ένα (και μάλιστα) ιδιωτικό σχολείο, πράγμα που έμεινε αιωρούμενο ως τις 15.7.2007, οπότε ο κ. Καραμάνος εδέησε να το διαψεύσει. Προηγήθηκε η συνέντευξή του στις 11.7.2007, όπου σε επανειλημμένες πιεστικές ερωτήσεις απέφυγε να πει από πόσα και τι κατηγορίας σχολεία προέρχονταν τα νοθευμένα γραπτά, δεν είχε δηλαδή το θάρρος της ολοκληρωτικής επανόρθωσης. Η υπουργός κα Γιαννάκου μίλησε κατ’ επανάληψη με τον Εισαγγελέα στη Θεσσαλονίκη, κάτι που υπερτονίστηκε από την κυβέρνηση. Έγινε δε γνωστό, ότι από τις πρώτες έρευνες του Εισαγγελέα ήταν και το υψηλό ποσοστό αναβαθμολόγησης που υπήρξε στα γραπτά των αγγλικών στο συγκεκριμένο β/κ. Να επισημάνουμε ότι οι καταθέσεις και το πόρισμα της ΕΔΕ βρίσκονταν πλέον σε πολλά χέρια και είχαν γίνει γνωστά από πολλές πλευρές. Τα αλλοιωμένα όμως 33 γραπτά βρίσκονταν μόνον στο γραφείο του Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης και σε γνώση της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ.
Επικουρικά, η προσπάθεια σπίλωσης, η προσπάθεια δημιουργίας αμφιβολιών ως προς το κίνητρο των καταγγελλουσών εστίασε στην καθυστερημένη κατάθεση της καταγγελίας (έγινε 5 μέρες αργότερα από το συμβάν). Η καταγγελία, πράγματι δεν έγινε άμεσα, όμως οι εξηγήσεις που δόθηκαν και τα όσα συνολικά μάθαμε εκ των υστέρων δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό την καθυστέρηση, καθώς η απόφαση και οι ενέργειες απαιτούσαν από τις καθηγήτριες διοικητική πείρα. Τα κυβερνητικά στελέχη όμως, όπως και τα στελέχη της εκπαίδευσης δεν έχουν αυτό το ελαφρυντικό. Να σημειωθεί ότι η παράνομη επαναβαθμολόγηση έγινε το απόγευμα της Παρασκευής, η καταγγελία έγινε την Τετάρτη το πρωί και η ΕΔΕ διετάχθη την Πέμπτη. Δύο ερωτήματα προκύπτουν: α) Τυχαία προτρέπονται υπάλληλοι σε παράνομες πράξεις πριν το Σαββατοκύριακο; β) Τι έγινε στις υπηρεσίες του ΥπΕΠΘ κατά το 24ωρο που μεσολάβησε από την παραλαβή της καταγγελίας μέχρι την εντολή διεξαγωγής ΕΔΕ; Πάντως, οι κάθε λογής κυβερνητικοί και κομματικώς προσκείμενοι παράγοντες υπονοούσαν με τις δηλώσεις τους ότι πίσω από την καθυστερημένη καταγγελία κρυβόταν αντίπαλη κομματική σκοπιμότητα και προσπάθεια εκμετάλλευσης.
Η αξιωματική αντιπολίτευση φάνηκε λίγη στην υπόθεση, εκ των πραγμάτων όμως δεν θα μπορούσε να διεισδύσει σ’ αυτήν, από τη στιγμή που πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Ωστόσο, στην πρώτη της φάση, όφειλε να είναι περισσότερο συγκεκριμένη. Ο γενικόλογος καταγγελτικός λόγος και η μανιχαϊστική προσέγγιση, προφανώς και δεν ενέπνεε τη δυναμική της κάθαρσης που υπονοούσε.
Μετά την ΕΔΕ άρχισαν οι δηλώσεις από πλευράς υπευθύνων του ΥπΕΠΘ με ατεκμηρίωτη διατύπωση, τη γνωστή ξύλινη γλώσσα και το απολυταρχικό ύφος. Η σταδιακή μετάβαση από τις διαρροές και τις δηλώσεις σε συνεντεύξεις και τηλεοπτικές παρουσίες, αλλά και η ιεραρχική εμφάνιση των παραγόντων και της ηγεσίας του ΥπΕΠΘ υποδηλώνουν την πίεση που υπέστησαν από τις διαστάσεις ενός θέματος που γίνονταν μέρα με τη μέρα μεγαλύτερες: 6/7 Ράμμας, 10/7 Καραμάνος, 11/7 Αντώναρος, 12/7 Ταλιαδούρος, 13/7 Γιαννάκου. Η σύμπτωση ορολογίας «ανέρειστη κριτική, ασύγγνωστη επιπολαιότητα, συγγνωστή πλάνη» μεταξύ Α. Καραμάνου και Γ. Κωνσταντινίδη καταγράφεται ως ένα ακόμα στοιχείο της συνεννόησης που εξ αρχής υπήρχε μεταξύ τους και της μεθοδευμένης ΕΔΕ που ακολούθησε. Άραγε, το να κρύβεται επί μέρες η υπουργός ήταν στοιχείο υπευθυνότητας; Ή μήπως ήταν στοιχεία υπευθυνότητας οι δηλώσεις που έκανε η υπουργός όταν τελικά εμφανίστηκε:
«Υπήρξε μία καταγγελία. Το υπουργείο επελήφθη αυθημερόν και διέταξε ΕΔΕ. Ο εισαγγελέας Θεσσαλονίκης κ. Φλωρίδης πήρε το πόρισμα και έπραξε αναλόγως. Επομένως εμείς δώσαμε την εντολή για το πόρισμα…»
«Λέει ο υπεύθυνος για το πόρισμα ότι κάλεσε 37 άτομα και όχι μόνο των αγγλικών αλλά και άλλων των βαθμολογικών κέντρων … Αυτός που έκανε το πόρισμα εξήτασε 37 άτομα και από τα γαλλικά και τα γερμανικά απ΄ όλα, τα ειδικά μαθήματα. Είναι προφανές ότι αυτά έγιναν από επιπολαιότητα. Ήταν ένα ανθρώπινο λάθος»
«Ο άνθρωπος είναι σοβαρός, εξέτασε 37 άτομα, εξέτασε όλους όσους ήταν στο κέντρο την ώρα που έγινε αυτό. … Από εκεί και πέρα δεν θα βάλουμε τη φαντασία μας να ψάχνει. Εάν υπάρχουν κάποιοι που έχουν στοιχεία, σας παρακαλώ να απευθυνθούν σε μένα.»
«Δεν μπορώ να φανταστώ ότι επί 100.000 ανθρώπων που δίνουν εξετάσεις, τάχα το υπουργείο να παρενέβη»
«Πιθανώς υπήρξε παρερμηνεία των πάγιων οδηγιών»
«Επικαλούμαι τον γραμματέα γιατί έχει την αρμοδιότητα γιατί πάντοτε, σε όλες τις κυβερνήσεις έχει την αρμοδιότητα και δεν είναι κάτι που θέλω εγώ να σπεύσω. Εκείνος έχει την εποπτεία και τη δουλειά την κάνει η κεντρική επιτροπή εξετάσεων»
«Οι ελληνικές οικογένειες ξέρουν ότι η κυβέρνηση αυτή δεν κουκουλώνει τα πράγματα και λειτουργεί σωστά»
«και πρέπει να σας πω ότι επί ΠαΣοΚ η απόκλιση 2001-2002 ήταν 38% μεταξύ των δύο βαθμολογητών»
«Όμως η κυρία που είναι επικεφαλής του Κέντρου πουθενά δεν λέει ότι της δόθηκαν τέτοιες οδηγίες»
«Όχι [δεν υπήρχε εντολή από το υπουργείο] και η επικεφαλής λέει στο πόρισμα- γιατί εγώ διάβασα το πόρισμα- ότι σε ανύποπτο χρόνο συζητώντας με υπάλληλο του υπουργείου αυτό ακριβώς της είπε, ότι πρέπει να είναι προσεκτικοί στη βαθμολόγηση διότι πολλές φορές παρατηρούνται αποκλίσεις που δεν δικαιολογούνται. Μπορεί να δικαιολογηθούν οι αποκλίσεις στην έκθεση ή στη λογοτεχνία»
« Έλεος σας παρακαλώ…ποια άνωθεν εντολή; Όλα αυτά τα περί άνωθεν εντολής, περί της βάσης του 10 ότι τάχα είναι προεκλογική περίοδος να μπουν περισσότερα παιδιά, είναι επιεικώς κωμικά. Και όσοι κάνουν σχόλια και κουτσομπολιά στα τηλεοπτικά κανάλια και στα ραδιόφωνα να μου στείλουν εμένα καταγγελία με τ’ όνομά τους κι αυτά να τα αφήσουν…εγώ προσωπικά εγώ πήρα το κόστος της βάσης του 10»
Μαριέττα Γιαννάκου, Υπουργός Παιδείας, 13.07.2007, ΝΕΤ 105.8 “Πρώτη Σελίδα”
Και μια δήλωση που πολλαπλώς σχετίζεται με την υπόθεση:
«Εμείς βάλαμε το πλαφόν του «10» που δίνει και ένα μήνυμα. Π.χ. πέρυσι, ενώ παλαιά μπαίναμε στις γερμανικές γαλλική 2,5 με τρία τα πράγματα άλλαξαν και μπήκε αρκετά μεγάλος αριθμός. Θέλω να πω ότι όταν δίνει και μήνυμα η πολιτεία, το σύστημα, ότι πρέπει να προσπαθήσεις, ότι δεν μπορείς χωρίς να προσπαθήσεις, αν δεν προσπαθήσεις να μπεις κάπου, πως θα προσπαθήσεις για να τελειώσεις; … Δεν αποκλείεται στο μέλλον αλλαγή της βάσης του «10» προς τα πάνω για ορισμένα Α.Ε.Ι.» Μαριέττα Γιαννάκου, Υπουργός Παιδείας, 13.04.2007, ΝΕΤ “Η άλλη όψη”
Στις 12 και 13 Ιουλίου, ημέρες κρίσιμες για την διαμόρφωση μιας άποψης στην κοινή γνώμη, έγινε και η κυβερνητική αντεπίθεση. Σε ρόλο προστασίας της κυβέρνησης και προσωπικά της Μ. Γιαννάκου οι βουλευτές Θεσ/νίκης Κ. Γκιουλέκας και Αν. Σπηλιόπουλος είχαν προκλητική τηλεοπτική παρουσία που άγγιξε τα όρια της πολιτικής χυδαιότητας. Αξίζει μάλιστα να θυμηθούμε ότι ο κ. Σπηλιόπουλος (που χρησιμοποιώντας ιατρικά επιχειρήματα πιθανολόγησε φοβικό σύνδρομο στην πρόεδρο και τις βαθμολογήτριες) κατείχε σημαντικό θεσμικό ρόλο τότε: ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.
Ανεύθυνοι και ιδιοτελείς λοιπόν ήταν όλοι; Όλοι πλην των κυβερνητικών-κομματικών παραγόντων, που από φόβο μήπως υπάρξει μια -έστω- καταγγελία ότι κάτι τέτοιο έγινε και σε άλλο β/κ, απλώς λειτουργούσαν με διαρροές, με εκφοβισμούς, με ψεύδη, μη δίνοντας το πόρισμα της ΕΔΕ στις καταγγέλλουσες καθηγήτριες. Να σημειώσουμε όμως ότι όλα αυτά είχαν κάποια επίδραση. Στα μάτια ενός τμήματος της κοινής γνώμης η υπόθεση φαινόταν νεφελώδης.
Το ΥπΕΠΘ βιαζόταν να κλείσει το θέμα. Ενδιαφερόταν κυρίως να καθησυχάσει γονείς και μαθητές. Στις 17.7.07 έγινε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στα ειδικά μαθήματα. Στην βαθμολογία των 33 γραπτών ο μέσος όρος είχε καταχωρηθεί σωστά, δίπλα όμως καταχωρήθηκε η αλλοιωμένη βαθμολογία των δύο βαθμολογητών. Το πώς αποδόθηκαν οι ευθύνες από το ΥπΕΠΘ, έχει καταγραφεί στο σχετικό βίντεο.
Την ίδια μέρα συζητήθηκαν στη Βουλή δύο επίκαιρες ερωτήσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν υπήρξε, ξεχωρίζουμε μια δήλωση:
«Θα ήθελα να πω ότι στο χρονικό διάστημα της διεξαγωγής της Ε.Δ.Ε. τόσο η Υπουργός Παιδείας κ. Γιαννάκου όσο και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Καραμάνος βρίσκονταν σε διαρκή επικοινωνία και ενημέρωναν τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κ. Φλωρίδη … την Ε.Δ.Ε. την έκανε το άτομο εκείνο που ήταν αρμόδιο, με βάση τις διαδικασίες που προβλέπονται από τη διοικητική διαδικασία σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά θέματα. Δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να ανατεθεί η διενέργεια της Ε.Δ.Ε. σε άλλο πρόσωπο άλλης περιοχής … στο ερώτημα, γιατί δεν εκλήθησαν οι Πρόεδροι των Ε.Λ.Μ.Ε., θα ήθελα να πω ότι οι Πρόεδροι των ΕΛΜΕ δεν γνώριζαν το θέμα..»
Σπύρος Ταλιαδούρος, 17.07.2007, Βουλή - Απάντηση σε επίκαιρες ερωτήσεις
Τον Ιούλιο του 2008 συνεδρίασαν τα ΠΥΣΔΕ Αν και Δυτ Θεσσαλονίκης (γιατί άραγε πριν την ποινική εκδίκαση και μέσα στο καλοκαίρι;) και επέβαλαν τις παρακάτω πειθαρχικές ποινές: 90-100 ημέρες παύσης και αντίστοιχης στέρησης μισθού στις 8 βαθμολογήτριες. Α) Σχετικά με το αίτημα αναστολής της εκδίκασης που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι και οι συνδικαλιστές, οι Πρόεδροι των ΠΥΣΔΕ Θεσ/νίκης εισηγήθηκαν αρνητικά επειδή σύμφωνα με το άρθρο 114 § 2 εδ. 2 του Ν. 3528/2007 αναστολή της εκδίκασης δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας. Β) Στην ψηφοφορία περί της ενοχής οι αιρετοί μειοψήφησαν, χωρίς όμως να καταγγείλουν τη διάτρητη διαδικασία της ΕΔΕ. Γ) Τα υπόλοιπα μέλη βεβαίωσαν την κομματική τους λειτουργία, ταυτιζόμενα με την κυβέρνηση. Οι Πρόεδροι θεώρησαν σωστό να αποδώσουν ευθύνες σε βαθμολογητές που επενέβησαν στα γραπτά, επειδή είχαν «ξεχρεωθεί» από το βιβλίο χρέωσης, ξεχνώντας όμως ότι τις νόθες βαθμολογήσεις επικύρωσαν κάποιοι προϊστάμενοι βαθμολόγησης, ενώ τα γραπτά παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν με ευθύνη του γραμματέα του β/κ. Δ) Προφανώς αξιολογήθηκε θετικά (;) η καταγγελία με αποτέλεσμα οι καταγγέλλουσες να υποστούν ποινή 5% ελαφρύτερη! Ε) Έμφαση δόθηκε από τους προέδρους των ΠΥΣΔΕ στο ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν οι χαμηλότερες σε σχέση με τα παραπτώματα. Το κυβερνητικό μήνυμα δόθηκε. Απευθύνθηκε και πάλι προς τους έχοντες διάθεση να βάλουν οποιοδήποτε νόμο πάνω από μια αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας.
Οι κυβερνητικές δηλώσεις, σχετικά με τις πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν:
«Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε και προστάτευσε την εγκυρότητα και την αυστηρότητα, τον αντικειμενικό χαρακτήρα των Πανελληνίων Εξετάσεων αποδίδοντας -αν θέλετε- μέσω των πειθαρχικών συμβουλίων τις ευθύνες σ’ αυτούς που τις έχουν»
Ευρ. Στυλιανίδης, 11.7.2008
Ικανοποιημένη ήταν λοιπόν η κυβέρνηση; Όχι. Στις 21.8.2008 ο Υπουργός κ. Στυλιανίδης αναφέρεται προς τα ΠΥΣΔΕ Θεσσαλονίκης: «Προσβάλλουμε ενώπιόν σας την ανωτέρω απόφαση του ΠΥΣΔΕ Θεσσαλονίκης κατά των υπαλλήλων και υπέρ της Διοίκηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 141 του Ν.3528/2007, επειδή η επιβληθείσα ποινή δεν είναι ανάλογη της βαρύτητας του παραπτώματος στο οποίο υπέπεσαν οι εγκαλούμενες. … Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην αριθ. ……… πράξη του ΠΥΣΔΕ, στις εγκαλούμενες εκπαιδευτικούς ασκήθηκε ποινική δίωξη. Επειδή με τις πράξεις τους οι εγκαλούμενες εκπαιδευτικοί έθιξαν το κύρος της υπηρεσίας και το αδιάβλητο των Πανελλαδικών Εξετάσεων, η δε πειθαρχική ποινή που τους επιβλήθηκε είναι υπερβολικά επιεικής, παρακαλούμε για την εκδίκαση της ένστασης αυτής.»
Οι αντίστοιχες κυβερνητικές δηλώσεις ένα χρόνο νωρίτερα:
«Όλοι οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να είναι σίγουροι ότι το σύστημα είναι αδιάβλητο» Ευ. Αντώναρος, 11.7.2007
«Το κύρος των εξετάσεων δεν επλήγη» Σ. Ταλιαδούρος, 12.7.2007
«Δεν κινδυνεύει σε τίποτε η εγκυρότητα των εξετάσεων» Α. Καραμάνος, 15.7.2007
Το κυβερνητικό καταστάλαγμα (Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης):
«Το Ελληνικό Δημόσιο δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 2.000 € εις βάρος μίας εκάστης των κατηγορουμένων, για την προσβολή που υπέστη το κύρος και η αξιοπιστία των οργάνων του με τις αποδιδόμενες στις κατηγορούμενες πράξεις και συγκεκριμένα γιατί τρώθηκε το κύρος των θεσμών όπως αυτός των Πανελληνίων Εξετάσεων, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των διενεργούντων τον διαγωνισμό τόσο στα μάτια της μαθητικής κοινότητας και ενώπιον του κοινωνικού συνόλου εν γένει, με όλες τις δυσμενείς για το θεσμό συνέπειες» Δικαστική Αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, 13.2.2009
Μέσα από την απήχηση αυτής της ιστορίας, ο εκπαιδευτικός επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά ότι γενικά δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των πολιτών. Τα σημαντικότατα στοιχεία υγείας που εμφανίστηκαν (καταγγελία, συνδικαλιστική στήριξη) δεν φάνηκαν ικανά να μεταστρέψουν την κοινή γνώμη που έμμεσα καταλογίζει ευθύνες στους διδάσκοντες για την κατάπτωση του δημόσιου σχολείου. Όμως τα ίδια στοιχεία δεν αξιοποιήθηκαν ούτε από τους διδάσκοντες, ως πηγή προβληματισμού και δράσης προς την κατεύθυνση αποτίναξης του -εν πολλοίς- εθελόδουλου ζυγού τους, πυρήνα της μιζέριας, της έλλειψης χαράς και ενθουσιασμού που αποπέμπουν μέσα στο σχολείο. Είναι στη διακριτική διάθεση των εκπαιδευτικών, είναι δική τους ευθύνη αν θα απαντούν σε προκλήσεις σαν κι αυτή του κυβερνητικού εκπροσώπου: «Όποιος έχει καταγγελία, να την κάνει. Καμία άλλη καταγγελία. Λοιπόν, είναι ένα μεμονωμένο συμβάν…». Αν θα δέχονται γνωματεύσεις ανώτερων παραγόντων σαν κι αυτήν του Γ. Γραμματέα του ΥπΕΠΘ «το συμβάν οφείλεται σε ασύγγνωστη επιπολαιότητα». Αν θα πολεμήσουν θεσμικά και πρακτικά τη συχνά αναξιόπιστη διαδικασία της ΕΔΕ. Αν θα αφήνουν αναπάντητο το γενικό χλευασμό περί «ιδιοτέλειάς» τους. Αν θα αφήνουν αιωρούμενο το ερώτημα των δημοσιογράφων: «γιατί μόνο δύο κατήγγειλαν, γιατί τώρα δεν βγαίνει κάποιος να επιβεβαιώσει την ύπαρξη της εντολής;». Το κομματικό κράτος και η αναξιοκρατική επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης είναι η πηγή των προβλημάτων και το κλειδί των λύσεων (και) σ’ αυτή την υπόθεση. Γιατί φάνηκε και εδώ, ότι για να διατηρήσει ή για να βελτιώσει κάποιος τη θέση του στην ιεραρχία, δεν διστάζει να πατήσει επί «συναδελφικών» πτωμάτων. Φάνηκε κι εδώ η εξωθεσμική υποταγή του διοικητικού στελέχους στην εκτελεστική εξουσία.
Σύμφωνα με τα ΠΥΣΔΕ, «δημόσιο σκάνδαλο» αποτέλεσαν οι ενέργειες των βαθμολογητών και της προέδρου του β/κ, όχι τα κίνητρα της προέδρου και ο τρόπος που έγινε η ΕΔΕ. Η όλη ιστορία κατέδειξε το καταστροφικό αποτέλεσμα που φέρει ο κομματισμός στο δημόσιο. Ζητούμενα επί 200 χρόνια παραμένουν ο απεγκλωβισμός του κρατικού μηχανισμού από την εκτελεστική εξουσία, η δραστική μείωση του πελατειακού κράτους, της ρουσφετοκρατίας, της ημετεροκρατίας.
Τι επισήμανε μόλις πρόσφατα -και προεκλογικά- ο Πρωθυπουργός (6.9.2009 και 22.9.2009): ανάγκη ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο σε επίπεδο ελέγχου των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και έναντι της συνταγματικότητας των νόμων, των οποίων η κρίση καθυστερεί στο ΣτΕ. Δηλαδή ο Πρωθυπουργός, που κατηγορεί για ανευθυνότητα όποιον αποχώρησε από την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, δηλώνει, εν μέσω εκνευρισμού, ότι πρόθεσή του είναι να αλλάξει και το άρθρο 103. Ταυτόχρονα, δηλώνει ικανοποιημένος από τους ρυθμούς απόδοσης της λοιπής δικαιοσύνης και ενοχλημένος από τη δυνατότητα ψήφου των 2 αιρετών μελών ενός Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Προτείνει δηλαδή την τυπική μετατροπή του δημοσίου υπαλλήλου σε κυβερνητικό υπάλληλο, συνεπώς και την ενίσχυση της Πρωθυπουργικής Κοινοβουλοφανούς Δημοκρατίας που ισχύει, έναντι της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που στο Σύνταγμα αναγράφεται.
ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ «ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ»
Αναφέρθηκε αρχικά η θεσμική έκπτωση της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες κάτω από την δικαιολογία της «διεθνούς οικονομικής κρίσης». Αναφέρθηκε επίσης ότι δεν είναι ο σημερινός Πρωθυπουργός ο πρώτος που προσέφυγε σε τέτοια έκπτωση. Πολλές φορές στο παρελθόν Πρωθυπουργοί, καταχρώμενοι του Συντάγματος, επέλεγαν το χρόνο των εκλογών, ώστε να εξασφαλίσουν ένα ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για το κόμμα τους. Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι ο Πρωθυπουργός επιλέγει μια καθαρή ήττα. Τι θέλει λοιπόν να αποφύγει; Προφανώς, μια ταπεινωτική συντριβή. Και πού θα οφείλεται αυτή; Μα, στην αποκάλυψη της έκτασης που έχει η οικονομική ύφεση στη χώρα μας, μια ύφεση που δεν οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά, -όπως λέει ο Πρωθυπουργός- στα γεγονότα που ακολούθησαν την κατάρρευση της Lehman Brothers. Ο Πρωθυπουργός επέλεξε ως Υπουργό Οικονομίας τον κ. Αλογοσκούφη, τον προστάτεψε από κάθε έκθεσή του σε σκάνδαλα που ξέσπασαν, τον θυσίασε για να κερδίσει χρόνο έναντι της πιέζουσας Κομισιόν. Ο κ. Αλογοσκούφης, πρωταγωνιστής της ανικανότητας του ΥΟΟ, αφού είχε δηλώσει ότι «πιάσαμε πάτο στα έσοδα» δεν επωμίστηκε την παραμικρή ευθύνη, οπότε εμφανίστηκε ο κ. Καραμανλής στις 2 Σεπτεμβρίου 2009 να μας πει ότι ζητά την ψήφο του εκλογικού σώματος για 3η φορά. «Κυριολεκτώ», είπε, αναφερόμενος στην κήρυξη πολέμου κατά της φοροδιαφυγής, προσθέτοντας ότι «οποιαδήποτε ανοχή στο φαινόμενο αυτό είναι πλέον αδιανόητη». Απέδωσε δε, ένα έλλειμμα 6% (στην πραγματικότητα έως και διπλάσιο) στη «διεθνή κρίση» και ένα απροσδιόριστο «εκρηκτικό» χρέος στο κόμμα που κυβέρνησε έως το 2004 (ενώ κάτι τέτοιο δεν το ισχυρίστηκε προεκλογικά το 2007). Μίλησε δε για ανάγκη «διαρθρωτικών αλλαγών», χωρίς να εξηγήσει πώς ο -όντως- «μεγάλος ασθενής», το δημόσιο, έφτασε μετά τις δικές του διαρθρωτικές αλλαγές να είναι ετοιμοθάνατος. Στις 2.9.09 ο Πρωθυπουργός έδειξε ότι στα 5,5 χρόνια διακυβέρνησης στηριζόταν μάλλον σε αδυναμίες της αντιπολίτευσης, παρά σε δυνατότητες δικές του. Κορύφωσε την ιταμή του παρουσία, ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα βιώνει την «διεθνή» (πάντα) κρίση ηπιότερα από άλλες χώρες, χάρη στην οικονομική πολιτική 2004-09. Η ουσία της παρωδίας αυτής δεν πέρασε απαρατήρητη από τον κορυφαίο Πολιτειακό παράγοντα, ο οποίος επέλεξε να δείξει τη διαφωνία του δημόσια, με τα λόγια του και τις κινήσεις του σώματος, τη στιγμή που ο Πρωθυπουργός ζητούσε από τον ΠτΔ τυπικά τη διάλυση της Βουλής, στην πραγματικότητα, δήλωνε την παραίτηση της κυβέρνησής του. Και πάλι καλά, να πούμε, αν θυμηθούμε πως κατά την ανακοίνωση των εκλογών του 2007 η κυβέρνηση δεν τήρησε ούτε τα συνταγματικά προβλεπόμενα. Εφόσον η θεσμική κατάπτωση είναι ανάλογη με το μέγεθος της ευθύνης που δεν αναλαμβάνεται, αξίζει να δούμε μερικά παραδείγματα στο κυβερνητικό επίπεδο.
Η κορυφαία στιγμή κυβερνητικής ντροπής ήταν η δήλωση του Πρωθυπουργού για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου: «Αναλαμβάνω με ευθύτητα το μερίδιο των ευθυνών που μας αναλογεί». Πρόκειται για έναν νέο προσδιορισμό της «ευθύνης» που δεν περιλαμβάνεται στα ως τώρα λεξικά και σημαίνει «αποφεύγω τη λογοδοσία, οι συνέπειες των πράξεων με καθιστούν θεωρητικώς υπόλογο». Το μερίδιο της «ευθύνης» που με «ευθύτητα» ανέλαβε ο Πρωθυπουργός ισοδυναμεί άραγε, έστω με αυτό που τελικά καταλογίστηκε στην προέδρο του β/κ Πυλαίας; Αφού απέφυγε λοιπόν την προανακριτική επιτροπή στη Βουλή, στη συνέχεια δικαιολογήθηκε ότι υποτίμησε το θέμα, επειδή αρχικά δεν είχε πλήρη εικόνα. Μήπως με τη στάση αυτή ο κ. Καραμανλής αποδεικνύεται ως ακαταλληλότερος για Πρωθυπουργός και από τους πολίτες εκείνους που, χωρίς να έχουν τη δική του ενημέρωση, είχαν έγκαιρα και σωστά εκτιμήσει το θέμα εκχώρησης της εθνικής γης προς ίδιον όφελος; Όχι, γιατί η «καταλληλότητα» δεν κρίνεται μόνο από ένα στοιχείο. Παραπλήσια όμως στοιχεία υπήρξαν πολλά και το κοινό τους σημείο δεν ήταν μόνον η αποφυγή ανάληψης ευθύνης, αλλά και η αμετανόητη συμπεριφορά. Η υπόθεση Βατοπεδίου έκανε τον πρωθυπουργό να τρέχει για καθυστερημένα άλλοθι στην ανακοίνωση αλλαγής του νόμου περί «ευθύνης» υπουργού. Πότε ανακάλυψε αυτό το θεσμικό έλλειμμα; Επίσης, με την αποχώρηση των κυβερνητικών βουλευτών από Βουλή και τις παραγραφές των σκανδάλων, το ρόλο των προανακριτικών επιτροπών και του ειδικού δικαστηρίου ανέλαβε ο Πρωθυπουργός μέσω της κατάρτισης των ψηφοδελτίων. Είναι νέος ο «θεσμός» αυτός;
Σημαντική επίκληση «θεσμικότητας» με αντίστοιχη αποφυγή ανάληψης ευθύνης είχαμε και στην υπόθεση του βιβλίου της Ιστορίας της Στ Δημοτικού. Ενώ ο χειρισμός και -κυρίως- η κατάληξη του θέματος ήταν αποκλειστικά πολιτική επιλογή, ενώ εξ αρχής θα έπρεπε να αναζητηθούν ευθύνες στην διαδικασία επίβλεψης και ελέγχου του βιβλίου από πλευράς των υπεύθυνων επιστημόνων και του Π.Ι., η τότε Υπουργός Παιδείας διατυμπάνιζε προς κάθε κατεύθυνση τη «θεσμικότητα» της γνωμοδότησης της Ακαδημίας Αθηνών. Ενώ προκλητικά αρνήθηκε την πολιτική ευθύνη της κυκλοφορίας ενός βιβλίου που μόνο προεκλογικά (2007) το κυβερνητικό κόμμα χαρακτήρισε «απαράδεκτο, ανακριβέστατο», απέδωσε ευθύνες σε όσους είχαν κάνει την ανάθεση της συγγραφής. Από κοινού ο Πρωθυπουργός και η Υπουργός Παιδείας, όχι μόνον καταπάτησαν τους θεσμούς, αλλά, προσφέροντας βιβλία-δώρα προεκλογικής σκοπιμότητας και προσβάλλοντας την κοινή νοημοσύνη με τις πράξεις και τους λόγους τους, ανέδειξαν έναν παλαιό για την Ελλάδα «θεσμό»: Ευθύνη της εκτελεστικής εξουσίας είναι η υπηρέτηση του κομματικού (αν όχι του ατομικού) συμφέροντος.
Η κορυφαία όμως θεσμική κατάπτωση ήταν η ακραία απαξίωση, η γελοιοποίηση του εκλεγμένου λαϊκού αντιπροσώπου, η μετατροπή του σε υπηρέτη της κυβέρνησης. Α) Σε μείζον θέμα, οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος στερήθηκαν του δικαιώματος της ψήφου, αναγκαζόμενοι να αποχωρήσουν από τη Βουλή, ύστερα από απόφαση του Πρωθυπουργού. Β) Θυμόμαστε πως έκλεισε φέτος η Βουλή με δικαιολογία τις Ευρωεκλογές. Από τότε, δεν ξανάνοιξε, ενώ οι πιθανοί διαφωνούντες βουλευτές τοποθετήθηκαν στο 3ο θερινό τμήμα που δεν λειτούργησε ποτέ. Γ) Δύο φορές νοθεύτηκε η ψηφοφορία κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Την πρώτη στην επιτροπή της Βουλής (Ιανουάριος 2007) όπου ο πρόεδρος της επιτροπής έκανε τα στραβά μάτια, προσμετρώντας την ψήφο του γραμματέα της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, ενώ ο τελευταίος δεν ανήκε στην επιτροπή και δεν είχε δικαίωμα ψήφου. Εκτός από το ότι ψήφισε, ο γραμματέας εγκαλούσε μέσα στην αίθουσα βουλευτίνα του κόμματός του που καθόταν δίπλα σ’ αυτόν, επειδή αυτή τόλμησε με την ανάταση του χεριού της να εκφράσει το κατοχυρωμένο της δικαίωμα. Τη δεύτερη φορά, στην ολομέλεια (Μάιος 2008) αλλάζονταν τα (υπογεγραμμένα) ψηφοδέλτια των κυβερνητικών βουλευτών που δεν είχαν πειθαρχήσει απόλυτα στην κομματική γραμμή. Στην επιχείρηση μετείχαν δύο βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που είχαν την ευθύνη της καταμέτρησης των ψήφων. Συντονίστρια ήταν μια βουλευτίνα επικρατείας που έφερνε τα «σωστά» ψηφοδέλτια στους δύο προηγούμενους, επόπτης της επιχείρησης ήταν ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας (πρόεδρος της επιτροπής στην πρώτη περίπτωση). Μήπως όλα αυτά δείχνουν σεβασμό των κορυφαίων θεσμών;
Πού είναι η διάκριση των εξουσιών, θεμέλιου λίθου της αστικής δημοκρατίας; Πού είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης; Πού είναι ο σεβασμός των ανεξάρτητων αρχών; Στην επίκληση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων που καταφεύγει κάθε τόσο η κυβέρνηση για να μη δώσει τα απαιτούμενα στοιχεία; Πού είναι η προστασία θεσμών κατά της διαφθοράς; Στην υποκατάσταση του κ. Ζορμπά που μιλούσε για διακίνηση χρήματος σε πολιτικά κόμματα από τον κ. Σανιδά που μιλούσε για «παραπλανηθέντες» (δηλ. ανεύθυνους) υπουργούς; Ας περιοριστούμε όμως.
Ο κ. Γκιουλέκας στις 12.7.2007 μιλώντας για τη νοθεία στις πανελλαδικές εξετάσεις εξανίστατο, διότι καθηγητής τόλμησε να πει ότι συνάδελφοί του πιέστηκαν από διοικητικά στελέχη να νοθεύσουν έγγραφα. Στις 27.5.2008 ο ίδιος βουλευτής παρακολουθούσε τη νοθεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος από τα έδρανα του Προεδρείου. Την πρώτη φορά μιλούσε για ευθύνες, εισαγγελέα και δικαιοσύνη. Τη δεύτερη; Η νοθεία στη Βουλή, αν και κορυφαία σε σημασία, έχει δραματικές ομοιότητες με αυτή των πανελλαδικών. Τα άρθρα 60 & 61 του Συντάγματος για το «απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» και για την προστασία της γνώμης του βουλευτή, κατέληξαν δια της κυβερνητικής βούλησης στο ίδιο καλάθι αχρήστων με το Π.Δ. 60/2006 των πανελλαδικών εξετάσεων. Αντίστοιχο ρόλο με την πρόεδρο του β/κ στις πανελλαδικές εξετάσεις είχε ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας. Η νοθεία στη Βουλή έγινε μπροστά στα μάτια βουλευτών άλλων κομμάτων, που εκ των υστέρων δήλωσαν, είτε «πώς είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο ενώπιον όλων;», είτε «δεν είδα, δεν κατάλαβα, πρέπει να ερευνηθεί το γεγονός». Οι μαθητές δεν είχαν πρόσβαση στα γραπτά τους, οι βουλευτές δεν είχαν πρόσβαση στα ψηφοδέλτιά τους. Έχουμε όμως και δύο διαφορές: α) στις πανελλαδικές υπήρξε καταγγελία, στη Βουλή κανείς δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε. β) δεν έχει προβλεφθεί ελεγκτικός μηχανισμός στη Βουλή (αδιανόητη θεωρείται η αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων) και η όλη διερεύνηση έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Βουλής. Όμως ο Πρόεδρος ήταν παρών στη διαδικασία και διέψευσε τη νοθεία μιλώντας για «προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων». Την τραγική του παρουσία – απουσία, επιβεβαίωσε ο κ. Σιούφας στον πρόλογο της έντυπης έκδοσης του αναθεωρημένου Συντάγματος, που φέρει στο εξώφυλλο και την ημερομηνία της επίμαχης μέρας (27.5.2008). Σημειώνει λοιπόν ο Πρόεδρος της Βουλής: «Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος (2008), στην οποία οφείλεται η παρούσα έκδοση, αναγγέλθηκε επίσης εκτεταμένη. Κατέληξε, όμως, να περιορισθεί στην υιοθέτηση ολίγων, μόνο, σημείων της πρότασης, για λόγους των οποίων η αποτίμηση ανήκει στη συνταγματική και πολιτική Ιστορία, ενώ μετατέθηκε, λόγω του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος, στο απώτερο μέλλον η αντιμετώπιση μείζονος σημασίας ζητημάτων». Δηλαδή, ο τρίτος παράγοντας ιεραρχίας της Δημοκρατίας μας μπερδεύει το θεσμικό του ρόλο, μιλώντας επί του καταστατικού της χάρτη, όχι ως Πρόεδρος της Βουλής, αλλά ως κομματικό στέλεχος.
Τι να πει κάποιος μετά απ’ όλα αυτά για την «Συνταγματικότητα» που τήρησε και ενέπνευσε η παρούσα κυβέρνηση; Πώς να αξιολογήσουμε το αίτημα δημιουργίας Συνταγματικού δικαστηρίου που εκφράζει σήμερα ο Πρωθυπουργός και τη δυσχέρεια που θεωρεί ότι προκαλούν οι δύο αιρετοί των Υπηρεσιακών Συμβουλίων στο έργο της δημόσιας διοίκησης, όταν, για παράδειγμα, ο Προϊστάμενος Δ/θμιας Εκπ/σης Αν. Θεσσαλονίκης ως πρόεδρος του ΠΥΣΔΕ Αν Θεσσαλονίκης που εκδίκαζε πειθαρχικά την υπόθεση νοθείας των πανελλαδικών 2007 και τα μέλη του ΠΥΣΔΕ που τελικά καταδίκασαν τις καθηγήτριες, αφού είδαν το συγκεκριμένο πόρισμα της ΕΔΕ και την επιβεβαίωση της οδηγίας του ΥπΕΠΘ που έγινε μέσω ενός β/κ της Αθήνας, εστίασαν πάνω στην «αντισυνταγματικότητα της πράξης νοθείας», επειδή αυτή «παραβίαζε την ίση μεταχείριση των υποψηφίων» !
ΤΙΣ ΑΥΤΟΥΡΓΕΙ;
Αφού επί 5,5 χρόνια ένας Πρωθυπουργός που κλήθηκε για να αποκαταστήσει τη διαφάνεια, τις θεσμικές λειτουργίες και την τρωθείσα αξιοπρέπεια του πολίτη απέτυχε, ως δικαιολογία της αποτυχίας αυτής επικαλέστηκε τις προηγούμενες κυβερνήσεις (μη πρωτότυπο) και τη θεσμική του αδυναμία (πρωτότυπο). Ζήτησε περαιτέρω ενίσχυση του πρωθυπουργικού μοντέλου διακυβέρνησης, κομψά δηλαδή, ζήτησε ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Βέβαια το ενισχυμένο αυτό μοντέλο το εφάρμοσε -χωρίς να το δικαιούται- πολλές φορές στη διάρκεια της θητείας του.
Αν δούμε συνολικά τις παραβιάσεις και τον ευτελισμό που υπέστησαν οι θεσμοί τα τελευταία χρόνια μόνον από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και το στενό του περιβάλλον, ίσως αναρωτηθούμε μήπως έχουμε παρακολουθήσει την θεσμική παράσταση «ο λύκος φυλάει τα πρόβατα». Κι αν ναι, ποιος τον έβαλε; Αφού μιλάμε σε πολιτικό επίπεδο, ζητούμενο δεν είναι η φυσική, αλλά η ηθική αυτουργία. Ακόμα και η πρωθυπουργική αυτουργία υπάγεται στον ελεγκτικό μηχανισμό της Βουλής, που με τη σειρά της έχει υπόβαθρο το εκλογικό σώμα. Έχει όμως και άλλο υπόβαθρο, ίσως σημαντικότερο: το ίδιο το κόμμα. Πώς λειτούργησε αυτός ο θεσμός το 1997 όταν ο σημερινός πρωθυπουργός εξελέγη ως ο αξιότερος στο κομματικό τιμόνι; Προφανώς προβληματικά. Μήπως κατά το ίδιο πρότυπο επελέγησαν -λιγότερο ή περισσότερο- και οι υπουργοί και οι διοικητές οργανισμών και τα στελέχη της παιδείας; Στην εκδίκαση της υπόθεσης των πανελλαδικών, ηθική αυτουργία αποδόθηκε στην πρόεδρο του β/κ. Ας δούμε μερικά συμπτώματα από την ίδια υπόθεσης, που καλούν σε αναζήτηση κάποιας μορφής ηθικής αυτουργίας:
«Τους προέδρους των β/κ ειδικών μαθημάτων δεν τους καλούμε ποτέ» σημείωσε στην κατάθεσή του ο κ. Γαρίνης.
Ως «βλάβη των υποψηφίων» νοεί το ΥπΕΠΘ συγκεκριμένο τμήμα της κρίσης των βαθμολογητών. Βλάβη είναι οπωσδήποτε ο χαμηλότερος από τους δύο βαθμούς. Ο ψηλότερα αξιολογών, σωστά αξιολογεί;
Η τότε υπουργός κ. Γιαννάκου είχε στα χέρια της το πόρισμα της ΕΔΕ. Αν υποθέσουμε ότι δεν ήταν παρούσα στη σύσκεψη του ΥπΕΠΘ που αποφάσισε την «οδηγία των 20 μορίων», να πιστέψουμε ότι δεν ενημερώθηκε -έστω- από τον Γ. Γραμματέα, ούτε ύστερα από την καταγγελία; Θα δήλωνε στην τηλεόραση 15 μέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών το συνηθισμένο κυβερνητικό μότο «Λάθη μπορεί να γίνουν πάντα. Σημασία έχει ότι το υπουργείο και η ηγεσία τους μόνοι τους ανακοινώνουν, ανακαλύπτουν και διορθώνουν», αν δεν είχε και την κάλυψη του Ν.3475 περί της μη επίδειξης των γραπτών στους μαθητές; Να υποθέσουμε ότι είχε αδυναμία να καταλάβει από το πόρισμα τι συνέβη; Ή μήπως να ξεχάσουμε πώς κινήθηκε προκειμένου τα γραπτά να μη φτάνουν στα μάτια των μαθητών;
Ορισμένα μέλη της επιτροπής του β/κ Θεσσαλονίκης κοιτάχτηκαν όταν άκουσαν για πρώτη φορά την εντολή «για το καλό των παιδιών». Έλεγξαν την καθολικότητά της τηλεφωνώντας στο β/κ ειδικών μαθημάτων της Αθήνας και αποφάσισαν να την εφαρμόσουν. Κάποιοι από τους βαθμολογητές που κλήθηκαν στην παράνομη αναβαθμολόγηση δυσανασχέτησαν, κάποιοι έφτασαν να αποχωρήσουν και δύο την κατήγγειλαν. Υπήρξαν όμως και καθηγητές που δεν αναρωτήθηκαν πώς είναι δυνατόν το «καλό των παιδιών» να δημιουργεί έννομα αποτελέσματα. Ρώτησαν μάλιστα ποιος τους νομιμοποιεί να κάνουν κάτι τέτοιο. Συνεπώς, κάποιοι έβαλαν το νόμο και τα καθήκοντά τους σε συζήτηση. Ας πούμε όμως ότι κάποιοι ρώτησαν και από περιέργεια. Όταν πήραν τη γνωστή απάντηση και τη διαβεβαίωση της προέδρου ότι αυτή αναλαμβάνει την ευθύνη, συναίνεσαν και διέπραξαν την παράνομη πράξη. Γιατί; Εδώ ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση, όμως η απάντηση δεν είναι άγνωστη. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας πτυχής της δημοσιοϋπαλληλικής έκπτωσης, που έχει προκύψει από την απαξίωση του δασκάλου, μια απαξίωση που σήμερα μεγαλώνει με τις υιοθετούμενες πρακτικές των «ωρομισθίων». Δύο είναι οι παράγοντές της: η κατάχρηση εξουσίας από πλευράς της διοίκησης και η έναντι ανταλλαγμάτων ή μοιρολατρική αποδοχή της από πλευράς των υπαλλήλων. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι το δίκαιο έχει μεταβληθεί στην πράξη (de facto), αφού, όσα ισχύουν στο χαρτί (de jure) ακυρώνονται με τη συνευθύνη των δύο πλευρών. Προφανώς η ευθύνη δεν ισομοιράζεται, τα αρνητικά αποτελέσματα όμως πλήττουν τους πάντες. Η παρακμή αυτή εμφανίζεται σε αμέτρητες παραλλαγές και σε διαφορετικού βάρους ζητήματα. Η μόνιμη δικαιολογία «τι να κάνουμε, έτσι κάνουν όλοι..» έχει και αντεπιχειρήματα: Γιατί όσοι είναι υπέρμαχοι της παθητικής αποδοχής της παρακμής δεν ζητούν την προσαρμογή του τύπου στα όρια της επικρατούσας πράξης; Στο ίδιο σημείο στηρίζεται και η δυναμική αντίστασης: όσο παραμένουν εν ισχύ ο θεσμός και ο τύπος, οι πρακτικές οφείλουν να συμβαδίζουν. Δύσκολη η πορεία ενάντια στο ρεύμα, ευκολότερη όμως, αν συνειδητοποιηθούν τα κέρδη που προκύπτουν απ’ αυτήν.
Η «δημοκρατία» δεν είναι μια διαδικασία αυτοματισμού, όπου με 5΄ απασχόληση στο παραβάν ανά 4 χρόνια λύνει κανείς τα ζητήματα που τον απασχολούν. Είναι μια διαδικασία καθημερινή και πολυεπίπεδη που διεξάγεται (θα έπρεπε να διεξάγεται) στο χώρο εργασίας, στο δημοτικό, στο περιφερειακό, στο κομματικό επίπεδο. Στην φατριαστική λοιπόν διαχρονικότητά μας και στις κομματικές παρωπίδες μπορούμε να αντιτάξουμε τη συνθετική αναγκαιότητα, η αξιόπιστη εφαρμογή της οποίας θα αναζητηθεί όχι μόνο σε ιδεολογικά στερεότυπα, αλλά και σε πρόσωπα στα οποία κυριαρχεί η σύμπτωση λόγων και έργων.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ
Οι άνθρωποι αλλάζουν τους θεσμούς ή οι θεσμοί τους ανθρώπους; Προφανώς ισχύουν και τα δύο. Το ερώτημα δεν τίθεται ως σοφιστεία, αλλά ως προβληματισμός εκφυγής από τη φαυλότητα. Ενώ ο ρόλος της παιδείας πανθομολογείται ως ζωτικός στην εθνική προοπτική της ευημερίας και στην κοινωνική ισορροπία, το πρώτο σκέλος του ερωτήματος ουδόλως ελήφθη υπόψιν από τον πρωθυπουργό επί 5,5 χρόνια. Αντίθετα, ισχυροποιήθηκαν όλοι οι εξωθεσμικοί μηχανισμοί που περιθωριοποιούν τον ανθρώπινο παράγοντα και παράγουν κλίμα υποταγής και στασιμότητας. Η παιδεία διδάσκει και ο δάσκαλος διδάσκει πρώτα με το παράδειγμά του. Αν τα λόγια του είναι διαφορετικά από τα έργα του, ο μαθητής θα επηρεαστεί καθοριστικά από τα δεύτερα, όχι από τα πρώτα.
Αν το Βατοπέδιο είχε σημειολογικά την πρωτιά στα σκάνδαλα λόγω του παράγοντα «εθνική γη», αν μια Ζήμενς είχε ως σκάνδαλο την αριθμητική πρωτιά, αν τα «ομόλογα» υπερείχαν στο ζήτημα της άμεσης κοινωνικής ευαισθησίας, καθώς είχαν να κάνουν με τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων, τότε η παιδεία στο βαθμό που λειτουργεί ως χώρος καταστροφής θεσμών και συνειδήσεων είναι το μέγιστο σκάνδαλο στη χώρα μας, αφού μέσω αυτής προετοιμάζονται τα πάσης φύσεως σκάνδαλα του αύριο. Το ότι δεν τοποθετείται πρώτη η παιδεία στην ιεράρχηση των σκανδάλων έχει να κάνει με τον ετεροχρονισμένα ανταποδοτικό της χαρακτήρα.
Τελικά, οι υπάλληλοι του δημοσίου, μέσω των εξωθεσμικών ανταλλαγμάτων και των γνωστών πιέσεων που φτάνουν έως και την τρομοκράτησή τους, δεν υπηρετούν το δημόσιο βάσει των νόμων, αλλά την εκάστοτε κυβέρνηση βάσει των κομματικών της επιδιώξεων. Η φράση «για το καλό των παιδιών» σημαίνει «για το κομματικό μας συμφέρον» και αλυσιδωτά -για όσους συνειδητά συμμετέχουν- «για το ατομικό μου συμφέρον». Έχουν ελαφρυντικά οι δημόσιοι λειτουργοί, είναι όμως άμοιροι ευθυνών; Φυσικά και όχι, αφού η επιλογή είναι δική τους. Καθένας μπορεί να επιλέξει μια από τις θέσεις των προσώπων που έλαβαν μέρος στην υπόθεση της Πυλαίας του 2007. Κάθε δάσκαλος μπορεί να κάνει ό,τι έκαναν οι κυρίες Γκρίζου και Παπαδοπούλου, ή κάτι περισσότερο. Και αφού το επιλέξει, να ξέρει ότι μετά από όσα συνέβησαν, -αν κάτι κερδίσαμε- θα υποστεί ίσως κάτι λιγότερο από τους 24 μήνες ψυχικής οδύνης και άδικης μεταχείρισης. Πάντως, κανένας ταπεινωμένος δάσκαλος δεν μπορεί να εμπνεύσει περηφάνια. Κανένας εξωθεσμικά υποταγμένος δάσκαλος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα επιτελέσει το λειτούργημα που του έχει ανατεθεί: «Τη διαμόρφωση του ελεύθερου και υπεύθυνου πολίτη». Ο φόβος ακυρώνει την διδακτική ιδιότητα.
Όλη αυτή η ανάλυση-καταγραφή έγινε προκειμένου να ξεφύγουμε όσο γίνεται από απλές διαπιστώσεις, να ξεφύγουμε από το «δεν γίνεται τίποτε, δεν αλλάζει τίποτε». Φυσικά και δεν αλλάζει τίποτα από μόνο του. Όταν ο δήμος κρατεί το αποτέλεσμα της δημοκρατίας είναι ευθέως ανάλογο με την ποιότητα του δήμου. Η ποιότητα πάλι διαμορφώνεται καθοριστικά μέσα από την παιδεία. Έχει αναρωτηθεί το τμήμα του δήμου που προτιμά να βολεύεται εξωθεσμικά, δηλαδή ιδιωτικά, μήπως κάνει λάθος εκτίμηση, νομίζοντας ότι λύνει τα προβλήματα; Διεκδικώντας ατομικό όφελος ο ιδιωτικώς σκεπτόμενος έχει αναλογιστεί ότι μόνο πρόσκαιρο και μερικό κέρδος αποκομίζει; Γιατί; Επειδή συμμετέχει στον ευτελισμό του θεσμού, τον οποίον κάποια στιγμή θα χρειαστεί. Εκτός κι αν καθένας συνειδητά στοχεύει σε ιδιωτικό δάσος, θάλασσα, δρόμο, πάρκο, νοσοκομείο, σχολείο, δικαστήριο...
Κάποια ερωτήματα / διλήμματα μας έχουν τεθεί από τον Πρωθυπουργό, ας θέσουμε κι εμείς μερικά, με άξονα την παιδεία:
Είναι θέμα παιδείας μια αδιάφθορη δημόσια διοίκηση;
Δημιουργούμε έναν αξιοκρατικό διοικητικό - παιδαγωγικό μηχανισμό στο ΥπΕΠΘ;
Βελτιώνουμε τις διατάξεις του Ν. 3528/2007 για την υποχρέωση του υπαλλήλου σε σχέση με τις εκτός νομιμότητας διαταγές των ανωτέρων;
Βελτιώνουμε τους όρους διεξαγωγής της ΕΔΕ;
Ανοίγουμε συζήτηση για τις διατάξεις που αφορούν στα μέλη των Υπηρεσιακών Συμβουλίων;
Αλλάζουμε τις διατάξεις του Ν. 3467/2006 για την επιλογή των Στελεχών Εκπαίδευσης; Ναι ή όχι;
Απαλλάσσουμε τη διοικητική δομή του ΥπΕΠΘ από την υποστήριξη του κυβερνητικού έργου, Ναι ή όχι;
Περιφρουρούμε το άρθρο 103 του Συντάγματος; Ναι ή όχι;
Συνημμένα
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2007 – ΤΥΠΟΣ - ΕΓΓΡΑΦΑ - ΒΙΝΤΕΟ
http://users.sch.gr/szygouras/themata/thesmoi-paideia2007-09/panelladikes2007tev.pdf
ΘΕΣΜΟΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΥΘΥΝΗ - ΑΥΤΟΥΡΓΙΑ 2007-2009 – ΒΙΝΤΕΟ
http://users.sch.gr/szygouras/themata/thesmoi-paideia2007-09/thesmoi-paideia2007-09.html
Σεπτέμβριος 2009
Στέργιος Ζυγούρας
Καθηγητής ΠΕ16