Ο κ. Τζιτζικώστας στην επιστολή του αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η χθεσινή σας εισήγηση στην παρουσίαση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Θεσσαλονίκης, δημιούργησε ερωτηματικά και προκάλεσε ανησυχία σχετικά με το ζήτημα της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ και την τοποθεσία στην οποία αυτή θα μεταφερθεί.
Όπως καλά γνωρίζετε η απόφαση για μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στη Σίνδο έχει ληφθεί από
προηγούμενες Κυβερνήσεις και υποστηρίζεται και από τη σημερινή Κυβέρνηση, δια στόματος του ίδιου του Πρωθυπουργού, όπως εκφράστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο από το βήμα της ΔΕΘ. Ενώ θα πρέπει να ξέρετε ότι για την τοποθεσία αυτή, υπάρχει η σύμφωνη γνώμη της συντριπτικής πλειοψηφίας των φορέων της πόλης.
Πιστεύω λοιπόν, πως είναι τουλάχιστον άστοχο να ανακινείται και πάλι το ζήτημα για την τοποθεσία στην οποία θα μετεγκατασταθεί η ΔΕΘ. Θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμο, αντί να ανοίξει εκ νέου ένας ατελέσφορος διάλογος για ένα θέμα το οποίο έχει ήδη αποφασιστεί, να επικεντρωθούν οι πρωτοβουλίες στον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να ολοκληρωθεί το εγχείρημα το συντομότερο δυνατό για να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη ένα νέο, σύγχρονο εκθεσιακό κέντρο, να αναβαθμιστεί η δυτική Θεσσαλονίκη και να μπορέσουμε να πετύχουμε την ισόρροπη ανάπτυξη στην πόλη μας.
Επιπροσθέτως, πρέπει να υπολογίσετε ότι σε περίπτωση που η χθεσινή σας εισήγηση σχετίζεται με την ατυχή τοποθέτηση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης για μετεγκατάσταση στην περιοχή των Λαχανόκηπων υπάρχει επιπλέον πρόβλημα από την εγκατάσταση - γειτνίαση της περιοχής με τις επικίνδυνες μονάδες πετρελαιοειδών που υπάγονται στη νομοθεσία Σεβέζο και καθιστούν θεσμικά απαγορευτική τη χωροθέτηση χρήσεων ΔΕΘ.
Η απόφαση για τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ δεν επιδέχεται καμία τροποποίηση και αν ξεκινήσετε μια τέτοια διαδικασία θα συναντήσετε την έντονη και συνολική αντίδραση της πλειοψηφίας των θεσμικών φορέων της Θεσσαλονίκης. Για τους λόγους αυτούς, σας ζητώ να επικεντρώσετε την προσοχή σας και τις ενέργειές σας στην όσο το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της μετεγκατάστασης της ΔΕΘ και να απαλείψετε κάθε συζήτηση για εκ νέου χωροθέτηση η οποία μόνο ζημία και περαιτέρω καθυστερήσεις μπορεί να επιφέρει στο έργο».